Κοινωνία

(*αναπόφευκτα, τεχνο-οικο-φεμινιστική)
Δέσποινα Καταπότη (επιμ.), Black Mirror, ο μαύρος καθρέπτης της ψηφιακότητας, Καστανιώτη, Αθήνα 2022, 464 σελ.
Μπορεί μια σειρά επιστημονικής φαντασίας να ρίξει φως σε άγνωστες ή αφανείς πτυχές του τεχνοπολιτισμού του 21ου αιώνα; Στη δημοφιλή σειρά Black Mirror, η οποία άρχισε να προβάλλεται στη βρετανική τηλεόραση το 2011, η κεντρική ιδέα ήταν ότι μια (υποθετική) μετατόπιση στη χρήση ή τη λειτουργία των ψηφιακών εργαλείων που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα συντελεί στην ανάδειξη μιας νέας πραγματικότητας η οποία μπορεί να είναι ταυτόχρονα τόσο «μακριά» αλλά και τόσο «κοντά»… Είμαστε πλέον έτοιμοι/έτοιμες να αναθεωρήσουμε (ή και να εγκαταλείψουμε) παγιωμένους ειδολογικούς προσδιορισμούς και ερμηνευτικά σχήματα που αφορούν τη σύγχρονη ζωή;

Η «τέταρτη εξουσία» στη Γερμανία και οι κριτικοί της
Richard Precht und Harald Welzer, Die vierte Gewalt. Wie Mehrheitsmeinung gemacht wird auch wenn sie keine ist [Πώς κατασκευάζεται πλειοψηφική γνώμη ακόμα και αν δεν είναι πλειοψηφική], S. Fischer, Frankfurt am Main 2022, 288 σελ.
Ποιος είναι ο ρόλος των έγκριτων ΜΜΕ στη Γερμανία; Ποιες είναι οι σχέσεις τους με την πολιτική; Σε αυτά τα ερωτήματα απαντά το βιβλίο του Ρίχαρντ Πρεχτ και του Χάραλντ Βέλτσερ[1] εστιάζοντας στα ηγετικά ΜΜΕ (Leitmedien) ή ΜΜΕ σε υπηρεσία («amtierende Medien»). Η ανάλυσή τους μας ενδιαφέρει.

Η. Μ. Moutsopoulos, Passion for Excellence: My Lifelong Journey into Medicine and Public Service, Springer, 2022
«Καλός γιατρός, καλός ερευνητής, καλός δάσκαλος, καλός πολίτης», αυτοί είναι οι στόχοι του καθηγητ’η Ιατρικής Χαράλαμπου Μ. Μουτσόπουλου, όπως ο ίδιος τους περιγράφει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Passion for Excellence (Πάθος για αριστεία), που κυκλοφόρησε πρόσφατα.Κοσμοπολίτης Έλληνας, έμαθε από τους καλύτερους διεθνώς, έχοντας πάντα επίγνωση ποιος είναι κι από που προέρχεται. Η αυτοβιογραφία του είναι ένας ύμνος στους δασκάλους του, εξόφληση χρέους στους γονείς του, αναγνώριση της συνεισφοράς των πολυάριθμων συνεργατών του, παρακαταθήκη στους φοιτητές του. (Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 138)

Μάριος Μαρκοβίτης, Τα τζόκεϊ καπέλα. Η «εξαφάνιση» του Άλεξ, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2022, 264 σελ.
Ο Μάριος Μαρκοβίτης πηγαίνει ως παιδοψυχολόγος στη γενέθλια Βέροια, μετά την εξαφάνιση του μικρού Άλεξ, παιδιού μιας ρωσογεωργιανής μετανάστριας στην πόλη, και τη σύλληψη πέντε άλλων παιδιών, που παραπέμφθηκαν σε δίκη. Η έρευνά του για τον Άλεξ, η επαφή του με την τοπική κοινωνία και με τα παιδιά, που φορούσαν τζόκεϊ καπέλα και κατέφυγαν στη βία, θύματα κι αυτά ενός σχολικού και ενός οικογενειακού περιβάλλοντος που δεν μπόρεσε να τα εντάξει δίνοντάς τους νόημα, τον οδηγεί να ανασύρει τα δικά του παιδικά χρόνια, τον δικό του αποκλεισμό τα χρόνια του εμφυλίου… [ΤΒJ]

Νίκος Σιδέρης, Πώς το παιδί μαθαίνει να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον, Αρμός, Αθήνα 2022, 160 σελ.
Πώς το παιδί μπορεί να έχει μια ανατροφή που θα επιτύχει την ελάχιστη αναστολή της ριζικής φαντασίας του και τη μέγιστη δυνατή ανάπτυξη της αναστοχαστικότητάς του, παραιτούμενο της παντοδυναμίας του, ελέγχοντας τον ναρκισσισμό του, αποδεχόμενο την επάρκεια του μερικού και παραδεχόμενο τους περιορισμούς που του έχουν επιβληθεί εξωτερικά; Ο Νίκος Σιδέρης, με απλή γλώσσα, απευθύνεται σε γονείς και παιδαγωγούς.

Laure Murat, Ποιος ακυρώνει τι; Σκέψεις για την cancel culture, μετάφραση από τα γαλλικά: Γιάννης Κτενάς, Πόλις, Αθήνα 2022, 50 σελ.
Σε όλες τις χώρες της Δύσης αποκαθηλώνονται ή βανδαλίζονται αγάλματα σε δημόσιους χώρους. Η κουλτούρα της ακύρωσης που υποκινεί τέτοιες πράξεις εκφράζει την άρνηση της «επίσημης», «θεσμικής» Ιστορίας και την όπισθεν αυτής κρατούσας εθνικής ιδεολογίας, η οποία διαιωνίζει στερεότυπα και αναπαράγει «μηχανισμούς καταπίεσης, διάκρισης και κυριαρχίας». Μήπως όμως έχουν δίκιο όσοι κατηγορούν τους ακτιβιστές της αποκαθήλωσης αγαλμάτων για φανατισμό, επαναστατική γυμναστική, οχλοκρατία ή και για εφαρμογή εξτρεμιστικών ιδεολογιών;

Σταύρος Τσακυράκης, Η ελευθερία του λόγου στις ΗΠΑ, πρόλογος: Πάσχος Μανδραβέλης, επίμετρο: Ιωάννα Τουρκοχωρίτη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2021, 448 σελ.
Οι υποθέσεις του Charlie Hebdo, του Μπατακλάν και της Νίκαιας στη Γαλλία εκτόξευσαν στο επίκεντρο της πολιτικής και της συνταγματικής επικαιρότητας μια συζήτηση περιθωριακή έως τότε, τουλάχιστον στην Ευρώπη: σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι ανεκτός ένας λόγος τον οποίο μια μειονότητα, θρησκευτική ή άλλη, εκλαμβάνει ως μισαλλόδοξο και προσβλητικό; Ή μήπως, τουναντίον, όσοι εκφέρουν δημόσιο λόγο πρέπει να αυτοσυγκρατούνται; Πού βρίσκεται η συζήτηση σήμερα στην Ελλάδα για τον μισαλλόδοξο λόγο, για τη σχέση του οποίου με την ελευθερία και τη δημοκρατία είχε εργαστεί ο Σταύρος Τσακυράκης.

Η πολύνεκρη σύγκρουση δυο τρένων στα Τέμπη, αργά τη νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου 2023, θα είναι λάθος αν αντιμετωπιστεί σαν μια ατυχία, σαν ένα δυστύχημα που απλώς αρκεί να το προσπεράσουμε. Για να κατανοήσουμε την κοινωνική λειτουργία τέτοιας εμβέλειας δυστυχημάτων θα ανατρέξουμε, μέσω της κριτικής της Χαριτίνης Καρακωστάκη, στο πολύ σημαντικό βιβλίο του Παναγή Παναγιωτόπουλου, Τεχνολογικές καταστροφές και πολιτικές του κινδύνου. Παλινδρομήσεις του κοινωνικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα 1947-2000, Πόλις, Αθήνα 2013, που είχε δημοσιευτεί στο Books' Journal #29 του Μαρτίου 2013. Ο Παναγιωτόπουλος προσεγγίζει δυστυχήματα που συντάραξαν την Ελλάδα, καθένα από τα οποία είναι μία στιγμή κατά την οποία τα άτομα και η ελληνική κοινωνία αναμετριούνται με τους κινδύνους και έρχονται αντιμέτωποι με οριακές συνθήκες της ανθρώπινης κατάστασης: τον αναπάντεχο θάνατο σε καιρό ειρήνης, τον αναίτιο τραυματισμό σε στιγμή σχόλης και την υπαρξιακή αγωνία σε ασφαλές και ελεγχόμενο περιβάλλον. Κάτι ανάλογο με το οδυνηρό δυστύχημα των τρένων, που εκτός από τους θανάτους και τους τραυματισμούς που επέφερε, θα έχει και οδυνηρές επιπτώσεις διαρκείας αφού η ελληνική κοινωνία ήδη το εισπράττει ως μείζον τραύμα. [TBJ]

Χάρι Γκ. Φράνκφουρτ, On Bullshit, Princeton University Press, 2005, 67 σελ.
Θα αναγκαστώ να συμφωνήσω με τον Μιχάλη Γκανά: «Μας έχουν πνίξει τα σκατά». Η έκφραση bullshit, μια ειδικότερη περίπτωση, έχει εγκατασταθεί στο λεξιλόγιό μας και χρησιμοποιείται πλέον αφειδώς. Επειδή όμως έχει εισχωρήσει μέσω της αμερικανικής «πολιτιστικής βιομηχανίας» έχει αποκτήσει μια εσάνς Χόλιγουντ και μια αθωότητα που δεν της πρέπει. Μα από όλα τα θέματα που μας απασχολούν είναι αυτό άραγε τόσο σημαντικό που να απαιτεί μια αναδίφηση (καλύτερα ας μην πω αναψηλάφηση) και μια θεωρητική προσέγγιση;

Αγλαΐα Μπλιούμη, Αποχαιρέτα τη Στουτγάρδη, Αστυάναξ, Κέδρος, Αθήνα 2022, 331 σελ.
Μνήμη Ελένης Τορόση
Έχει κανείς την αίσθηση, πως ο Πέτρος Μάρκαρης ήταν ο μόνος Έλληνας συγγραφέας που σχετικά πρόσφατα, με τον επίλογο της Τριλογίας της Κρίσης (Τίτλοι τέλους, 2014), θυμήθηκε τα χρόνια των ελλήνων μεταναστών στον ευρωπαϊκό Βορρά, πρωτίστως στη Γερμανία, ανοίγοντας και κλείνοντας ταυτόχρονα μια παρένθεση στη σύγχρονη νεοελληνική, αστυνομική έστω, λογοτεχνία. Η Αγλαΐα Μπλούμη μάς μεταφέρει ξανά πίσω στη Γερμανία του 1970, αφήνοντας στο «Τελωνείο των αναγνωστών» μια λογοτεχνική βαλίτσα γεμάτη μνήμες και προσδοκίες. Ταυτόχρονα, όμως, ανοίγει (ή κλείνει;) και μια χρόνια τώρα ξεχασμένη συζήτηση γύρω από τη «λογοτεχνία της μετανάστευσης».

Γιάννης Ιωαννίδης, Λόγω κρυμμένα λογοκριμένα. Σχεδόν ημι-ιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 2020, 400 σελ.
Αν δεχθούμε τη μνημειώδη ρήση του Αλφρεντ Κορζίμπσκι ότι «ο χάρτης δεν είναι το έδαφος» (“the map is not the territory”) [1], είναι αδύνατο μια βιβλιοπαρουσίαση να αποδώσει το περιεχόμενο ενός βιβλίου. Ο συγγραφέας πάντα λέει περισσότερα, ή τουλάχιστον εν μέρει διαφορετικά, από αυτά που του αποδίδει ο παρουσιαστής. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στη δική μου περίπτωση, εφόσον το βιβλίο που θα παρουσιάσω υπερβαίνει τη δική μου ικανότητα παρουσίασης. Εξηγούμαι.