Τώρα, αυτό που θέλω είναι Γεγονότα. Διδάξτε αυτά τα αγόρια και τα κορίτσια τίποτε άλλο παρά Γεγονότα. Μόνο τα Γεγονότα χρειάζονται στη ζωή. Μη φυτέψετε τίποτε άλλο και ξεριζώστε οτιδήποτε άλλο. Μπορείτε να διαμορφώσετε το μυαλό λογικών όντων μόνο πάνω στα Γεγονότα: τίποτε άλλο δεν θα τους φανεί ποτέ χρήσιμο. Αυτή είναι η αρχή με την οποία μεγαλώνω τα δικά μου παιδιά και αυτή είναι η αρχή με την οποία μεγαλώνω και αυτά τα παιδιά. Μείνετε στα Γεγονότα, κύριε!
Με αυτόν τον αφορισμό του διαβόητου καθηγητή, κ. Γκράντγκριντ, ξεκινάει ο Κάρολος Ντίκενς το δέκατο μυθιστόρημά του, τους Δύσκολους Καιρούς, στα μέσα του 19ου αιώνα, τότε που, όχι και τόσο συμπωματικά, ξεκίνησε η ραγδαία επίδραση της ανθρώπινης δραστηριότητας στο κλίμα του πλανήτη. Στην εποχή μας, η ανάγκη για την ορθή παρουσίαση γεγονότων και, ταυτόχρονα, για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και της άγνοιας, είναι πιο απαιτητική από ποτέ για τους περισσότερους από τους πιο σημαντικούς τομείς που αφορούν την ατομική και κοινωνική μας ζωή. Ένας από αυτούς τους τομείς είναι το φαινόμενο της κλιματικής κρίσης.
Η σταδιακή ανθρωπογενής καταστροφή του περιβάλλοντος, η μόλυνση της ατμόσφαιρας και των ωκεανών έγινε αντιληπτή πολύ νωρίτερα από τις επίσημες επιστημονικές καταγραφές που την αποδείκνυαν. Ο Ντίκενς περιγράφει την Κόουκταουν, τη βιομηχανική πόλη του κ. Γκράντγκριντ:
Ήταν μια πόλη από κόκκινο τούβλο, ή από τούβλο που θα ήταν κόκκινο αν το επέτρεπαν ο καπνός και η στάχτη· αλλά, όπως είχαν τα πράγματα, ήταν μια πόλη αφύσικα κόκκινη και μαύρη... Ήταν μια πόλη γεμάτη μηχανές και ψηλές καμινάδες, από τις οποίες ατέλειωτα φίδια καπνού, έρποντας ασταμάτητα για πάντα, δεν ξετυλίγονταν ποτέ.
Ο κακός μας ο καιρός
Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο μοναδικός πιο σημαντικός παράγοντας για την κλιματική κρίση, σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, είναι η αύξηση της συγκέντρωσης διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, κυρίως λόγω ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η καύση ορυκτών καυσίμων –άνθρακας, πετρέλαιο και φυσικό αέριο– για παραγωγή ενέργειας, βιομηχανία και μεταφορές, αποτελεί τη βασική αιτία της αυξανόμενης εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα. Το αέριο αυτό παραμένει στην ατμόσφαιρα για αιώνες, παγιδεύοντας θερμότητα και ενισχύοντας το φυσικό φαινόμενο του θερμοκηπίου. Έτσι, η συμβολή του στην υπερθέρμανση του πλανήτη είναι μεγαλύτερη από οποιουδήποτε άλλου παράγοντα, τόσο λόγω της ποσότητάς του όσο και της μακροχρόνιας παραμονής του στην ατμόσφαιρα. Αυτό έχει αποτέλεσμα την άνοδο της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, την τήξη των πάγων στους πόλους και την άνοδο της στάθμης των θαλασσών. Για παράδειγμα, η Γροιλανδία και η Ανταρκτική χάνουν κάθε χρόνο εκατοντάδες δισεκατομμύρια τόνους πάγου, προκαλώντας αύξηση της στάθμης των ωκεανών και απειλώντας παράκτιες περιοχές σε όλο τον κόσμο. Η υπερβολική συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα προκαλεί επιπλέον το φαινόμενο που ονομάζεται «οξίνιση» των ωκεανών, καθώς το αέριο διαλύεται στο νερό αυξάνοντας τα ιόντα υδρογόνου και μειώνοντας την τιμή του pH των ωκεανών. Αυτό επηρεάζει αρνητικά τη θαλάσσια ζωή, διαταράσσοντας τους κοραλλιογενείς υφάλους και θέτοντας σε κίνδυνο ένα οικοσύστημα που στηρίζει αμέτρητα είδη ψαριών και θαλάσσιων οργανισμών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εκτεταμένη λεύκανση που υφίσταται ο Μεγάλος Κοραλλιογενής Ύφαλος της Αυστραλίας και που οφείλεται σε αυτήν ακριβώς τη διαδικασία. Το αυξημένο διοξείδιο του άνθρακα, όμως, εντείνει και τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Καύσωνες, ξηρασίες, πλημμύρες και τυφώνες γίνονται πιο συχνοί και πιο έντονοι. Το 2023, η Ευρώπη και η Μεσόγειος υπέστησαν θερμοκρασίες ρεκόρ, με άμεσο αντίκτυπο στη δημόσια υγεία, στην παραγωγή τροφίμων και στα δάση. Οι πυρκαγιές που κατέκαψαν περιοχές της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια συνδέονται άμεσα με την άνοδο της θερμοκρασίας και τις ξηρασίες που προκαλούνται από το διοξείδιο του άνθρακα.
Δεκαπέντε χρόνια μετά τον Ντίκενς, ο Ιούλιος Βερν, πριν από ενάμιση αιώνα, περιέγραψε με γλαφυρό τρόπο πώς τα επιπλέοντα σκουπίδια συσσωρεύονται στα ωκεάνια ρεύματα, όταν ο Ναυτίλος διέσχισε τη θάλασσα των Σαργασσών:
Από πάνω μας επέπλεαν προϊόντα κάθε είδους, στοιβαγμένα ανάμεσα σε αυτά τα καφετί φυτά· κορμοί δέντρων ξεριζωμένοι από τις Άνδεις ή τα Βραχώδη Όρη, παρασυρμένοι από τον Αμαζόνιο ή τον Μισισιπή· πολυάριθμα ναυάγια, υπολείμματα καρίνας ή κατώτερων τμημάτων πλοίων, πλαϊνά σανίδια σπασμένα, τόσο βαριά φορτωμένα με όστρακα και πεταλίδες, που δεν μπορούσαν πια να αναδυθούν στην επιφάνεια.
Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ θαλάσσιων οργανισμών και ανθεκτικών απορριμμάτων, όπως το πλαστικό, καταγράφηκαν για πρώτη φορά στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία μόλις εκατό χρόνια μετά, όταν αναφέρθηκε η κατάποση πλαστικών αντικειμένων από άλμπατρος στα βορειοδυτικά νησιά της Χαβάης. Σήμερα γνωρίζουμε ότι, κάθε χρόνο, περίπου 8 εκατομμύρια τόνοι πλαστικών απορριμμάτων εκβάλλονται στους ωκεανούς. Τα πλαστικά εντοπίζονται παντού: επιπλέουν στην επιφάνεια των θαλασσών, συσσωρεύονται στις πιο απομακρυσμένες ακτές, απελευθερώνονται από τους πάγους που λιώνουν στην Αρκτική και καταλήγουν ακόμη και στα μεγαλύτερα βάθη του ωκεάνιου πυθμένα. Θα τα βρει κανείς πλέον παντού. Όσο η ρύπανση από πλαστικά αυξάνεται, αυξάνεται και ο αριθμός των θαλάσσιων οργανισμών που πλήττονται. Από μικροσκοπικούς οργανισμούς, όπως το ζωοπλαγκτόν, μέχρι ψάρια, θαλάσσιες χελώνες, θηλαστικά και πουλιά, δεκάδες χιλιάδες ζώα έχουν παρατηρηθεί να παγιδεύονται ή να πεθαίνουν από την κατάποση πλαστικών. Παράλληλα, οι τοξικές ουσίες που περιέχονται στα μικροπλαστικά μπορούν να εισέλθουν στην τροφική αλυσίδα και τελικά να καταλήξουν στο πιάτο μας μέσω των θαλασσινών που καταναλώνουμε.
Σήμερα, η επιστήμη για την κλιματική κρίση είναι πιο περίπλοκη από ποτέ, αλλά και πιο αναγκαία να κατανοηθεί από όλους η παρουσίαση των επιστημονικών δεδομένων. Αυτό επιχειρεί να κάνει το βιβλίο του Θοδωρή Γεωργακόπουλου Μια ελληνική κλιματική κρίση, μέσα από απλές ερωτήσεις και ξεκάθαρες απαντήσεις, που ίσως είναι το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για την ενημέρωση του κοινού. Η μορφή «ερώτηση-απάντηση», με το απλό και πνευματώδες ύφος του συγγραφέα που έχουμε συνηθίσει από την πολυετή αρθρογραφία του, δημιουργεί μοναδική αμεσότητα. Ο αναγνώστης δεν αισθάνεται ότι διαβάζει ένα ακόμα βαρύ κείμενο γεμάτο όρους και τεχνικές λεπτομέρειες. Αντίθετα, ικανοποιεί μια έμφυτη ανάγκη κατανόησης: ερωτήματα όπως, «Ποια είναι η διαφορά κλίματος και καιρού;» ή «Ευθύνεται η κλιματική κρίση για τις δασικές πυρκαγιές και τις πλημμύρες;» αποσκοπούν στην εύκολη μεταφορά πληροφορίας χωρίς την παρεμβολή περιττών φραγμών. Μάλιστα, τις ερωτήσεις με τις οποίες ασχολήθηκε ο συγγραφέας, τις συγκέντρωσε και τις επέλεξε από ένα κλειστό WhatsApp γκρουπ των πιο πιστών αναγνωστών του, όταν πριν από δυο χρόνια τους ρώτησε ποιες αναπάντητες ερωτήσεις έχουν για το συγκεκριμένο θέμα. Τις συνδύασε μάλιστα με την ελληνική πραγματικότητα.
Η Ελλάδα, ως μεσογειακή χώρα με ευαίσθητα οικοσυστήματα, πυκνό αστικό ιστό και εξάρτηση από τον τουρισμό και τη γεωργία, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στην κλιματική αλλαγή, που επηρεάζει άμεσα και έμμεσα όλους τους παραγωγικούς τομείς, τη δημόσια υγεία, την ποιότητα ζωής και την εθνική οικονομία. Οι επιστημονικές προβλέψεις και τα ερευνητικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι η χώρα μας ήδη βιώνει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι οποίες αναμένεται να ενταθούν τις επόμενες δεκαετίες, όπως η αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων –καύσωνες, ξηρασίες, πλημμύρες και πυρκαγιές– που προκαλούν σοβαρές υλικές ζημιές και ανθρώπινες απώλειες. Η γεωργία αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα λόγω μεταβολών στις βροχοπτώσεις και στις θερμοκρασίες, με άμεσες συνέπειες για τη διατροφική ασφάλεια. Παράλληλα, οι παράκτιες περιοχές κινδυνεύουν από άνοδο της στάθμης της θάλασσας, επηρεάζοντας τον τουρισμό και τη διαβίωση. Οι αστικές περιοχές υποφέρουν από θερμικές νησίδες και την επιβάρυνση της ατμόσφαιρας, με άμεσο αντίκτυπο στη δημόσια υγεία. Το φυσικό και πολιτιστικό κεφάλαιο της χώρας απειλείται, καθώς τα δασικά οικοσυστήματα και τα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς είναι εκτεθειμένα στις διαβρωτικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Ειδικότερα, οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στη βιοποικιλότητα της Ελλάδας είναι βαθιές και πολυεπίπεδες. Η αλλοίωση των φυσικών οικότοπων, οι πυρκαγιές και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας επηρεάζουν κρίσιμες περιοχές του δικτύου Natura 2000, καθώς και σημαντικούς υγρότοπους και δασικά οικοσυστήματα. Ενδεικτικά, υγρότοποι όπως το Δέλτα του Έβρου και η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου κινδυνεύουν να χαθούν, με ολέθριες συνέπειες για την ορνιθοπανίδα και την ισορροπία των οικοσυστημάτων. Επιπλέον, παρατηρείται αύξηση των ξενικών και εισβλητικών ειδών, τα οποία ανταγωνίζονται τα εγχώρια είδη και διαταράσσουν τη φυσική ισορροπία. Η απώλεια βιοποικιλότητας επηρεάζει αρνητικά τη γεωργία, την αλιεία και τον τουρισμό, τομείς στους οποίους η Ελλάδα στηρίζεται οικονομικά.
Οι αρνητές
Ωστόσο, παρά τη σοβαρότητα των επιστημονικών ευρημάτων, είναι συχνά δύσκολο για τον κόσμο να κατανοήσει και να αποδεχτεί την κλιματική κρίση. Αυτό συμβαίνει για διάφορους λόγους. Πρώτον, η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται σταδιακά και σε βάθος χρόνου, ενώ η φύση του φαινομένου είναι εξαιρετικά περίπλοκη, γεγονός που δυσκολεύει την κατανόηση των αιτίων και των συνεπειών. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να αντιδρούν άμεσα σε ορατές απειλές, αλλά να αδιαφορούν για προβλήματα που εξελίσσονται αργά και με αβεβαιότητα. Έτσι, η ψυχολογική απόσταση από το πρόβλημα είναι μεγάλη. Πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής θα επηρεάσουν μελλοντικές γενιές ή άλλες χώρες και όχι τους ίδιους άμεσα. Η πολυπλοκότητα του θέματος και η αίσθηση αδυναμίας απέναντί του εντείνουν το φαινόμενο της άρνησης. Άλλος σημαντικός παράγων είναι η παραπληροφόρηση και η σκόπιμη αμφισβήτηση της επιστήμης από ομάδες συμφερόντων που επιδιώκουν να προστατεύσουν οικονομικά τους ωφελούμενους κλάδους από πρακτικές ενισχυτικές της κλιματικής κρίσης. Μέσα από συστηματική διάχυση ψευδών ειδήσεων, η κοινωνία βομβαρδίζεται με αντικρουόμενες πληροφορίες, που προκαλούν σύγχυση και απάθεια. Τέλος, ο τρόπος ζωής που έχει δομηθεί γύρω από την κατανάλωση και την άνετη ζωή καθιστά δύσκολη την αποδοχή ότι απαιτούνται αλλαγές και θυσίες. Η συνήθεια, η κοινωνική πίεση και οι οικονομικοί περιορισμοί οδηγούν στην αναβλητικότητα και στην υποτίμηση του κινδύνου.
Το βιβλίο του Θοδωρή Γεωργακόπουλου εστιάζει σε αυτά τα προβλήματα. Η προσέγγιση των ερωταποκρίσεων, μεταξύ άλλων, διαλύει αρκετούς και επίμονους μύθους. Οι απλές ερωτήσεις συχνά αντιπροσωπεύουν κοινές παρανοήσεις. Για παράδειγμα, η ερώτηση «Πώς ξέρουμε ότι αυτή τη φορά η κλιματική αλλαγή είναι ανθρωπογενής;» δίνει την ευκαιρία να εξηγηθεί με σαφήνεια η διαφορά ανάμεσα στις φυσικές κλιματικές αλλαγές που συνέβησαν σε χιλιάδες χρόνια και τη ραγδαία, ανθρωπογενή αλλαγή που βιώνουμε σήμερα. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, το βιβλίο προσφέρει μια γνωστική εργαλειοθήκη που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να ενδυναμώσουμε τις συζητήσεις στις οποίες συμμετέχουμε. Σε δημόσιες ή ιδιωτικές συνομιλίες, οι άνθρωποι θέλουν να μπορούν να απαντήσουν με απλά λόγια στο ερώτημα «Τι γίνεται όμως με τους επιστήμονες που διαφωνούν;» ή «Τελικά τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, ως πολίτες;». Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις μας παρέχουν ακριβώς αυτό: έτοιμα, τεκμηριωμένα και κατανοητά επιχειρήματα.
Η επιστημονική αλήθεια δεν είναι πάντοτε εύκολη στην κατανόηση, αλλά είναι καθήκον των διανοούμενων, των επιστημόνων, των εκπαιδευτικών, των δημοσιογράφων να τη μεταφράσουν σε απλά λόγια. Οι απλές ερωτήσεις με κατανοητές απαντήσεις είναι ο καλύτερος τρόπος να ξεκινήσει αυτή η συζήτηση – και ίσως ο μόνος τρόπος να την κερδίσουμε. Ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος δεν πανικοβάλλει το κοινό. Αντίθετα, θεωρεί ότι η ψύχραιμη συζήτηση για την επίλυση αυτού του τόσο καίριου και παγκόσμιου προβλήματος πρέπει πρωτίστως να μας οδηγήσει στην πεποίθηση ότι η προσπάθεια δεν είναι ανώφελη, αλλά επιβεβλημένη, γιατί η κλιματική αλλαγή είναι «ένα σοβαρό φαινόμενο σε έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα, αλλά που ακόμα είναι ένα φιλόξενο, όμορφο και από πολλές απόψεις θαυμάσιο μέρος». Ο συγγραφέας μάς υπενθυμίζει ότι «η μάχη ενάντια στην κλιματική κρίση δεν είναι παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Είναι αγώνας διαρκείας. Είναι μαραθώνιος. Και κάθε χιλιόμετρο έχει σημασία».
Γιατί, τελικά, τα γεγονότα από μόνα τους δεν έχουν καμία χρησιμότητα αν δεν συνοδεύονται από κατανόηση, αποδοχή και την πεποίθηση ότι αυτός ο κόσμος, όπως κι εμείς οι ίδιοι, μπορούμε να βασιστούμε σε αυτά για να αλλάξουμε προς το καλύτερο. Άλλωστε, ακόμη κι ο αυστηρός τεχνοκράτης, κ. Γκράντγκριντ, στο τέλος της ιστορίας, μάλλον αναθεώρησε την οπτική του και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του «υποτάσσοντας τα γεγονότα και τους αριθμούς του στην πίστη, την ελπίδα και τη φιλανθρωπία», βλέποντας αυτό μόνο σαν λύση για ένα καλύτερο μέλλον.