Σύνδεση συνδρομητών

Στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης. Το τελευταίο κείμενο του Βασίλη Καρδάση

Πέμπτη, 02 Οκτωβρίου 2025 12:07
Ιανουάριος 1957, Βέροια. Παιδόπολη «Καλή Παναγιά».
Δημήτρης Χαρισιάδης / Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία
Ιανουάριος 1957, Βέροια. Παιδόπολη «Καλή Παναγιά».

Στον ιστορικό, και παλαιό συνεργάτη μας, Βασίλη Καρδάση απευθυνθήκαμε προετοιμάζοντας το τεύχος για τον Πέτρο Κουτσιαμπασάκο, το μυθιστόρημα του οποίου Πόλη παιδιών τοποθετείται σε μια παιδόπολη, μια από τις πόλεις που από το 1947 συγκέντρωναν άπορα παιδιά, θύματα της μεταπολεμικής φτώχειας αλλά και των συνεπειών του εμφύλιου πολέμου. Του ζητήθηκε ένα κείμενο που να περιγράφει το ιστορικό φόντο του μυθιστορήματος του εκλιπόντος συγγραφέα. Ο Καρδάσης ανταποκρίθηκε αμέσως και παρέδωσε το κείμενό του από τους πρώτους. Δυστυχώς, όταν κυκλοφόρησε το τεύχος δεν ζούσε για να το δει τυπωμένο. Σήμερα, αναδημοσιεύεται και εδώ, προσβάσιμο σε όλους, το τελευταίο κείμενό του.

 Έργα αγάπης ό,τι κάμεις, με ψυχή τα διευθύνεις

Γι’ αυτό πάντα μπρος πηγαίνουν, την Ελλάδα ομορφαίνουν

Σαν γυναίκα, σαν Μητέρα, στου Χριστού τον Δρόμον πας

και παράδειγμα αγάπης με τα Έργα Σου σκορπάς

Ειθ΄ Υγείαν να Σου δίδη ο Πανάγαθος Θεός

Να χαρίζη πάντα Δόξα στον Καλό μας Βασιλιά

Προκοπή και καλή τύχη και στα τρία Σου Παιδιά.

                                       Ελένη Βρελλά, Η αγάπη δημιουργεί, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 53

  

Αυτά αγαπητή μας μάνα που ωφήλονται σε σας και μόνον σε σας, διότι εσείς αν δεν φροντίζατε για μας πού θα βρισκόμασταν σήμερα; Μακριά από την ωραία μας Ελλάδα, δεν θα ακούαμε την ωραίαν μας Ελληνική γλώσσα, θα ήμασταν Βούλγαροι πλέον, εχθροί της πατρίδος μας. Γι’ αυτό και εμείς ποτέ δεν θα ξεχάσωμε την παιδική αυτή ζωή και θα δοξάζωμε το όνομά σου καλή μας Βασίλισσα, που μας έσωσες από μια τραγική αρπαγή των Σλαυοκομωνιστών.

Αναστασία-Μαρίνα Σκαρτσελάκη, «Τα παιδιά ως μοχλός προπαγάνδας και πολιτικής αντιπαράθεσης κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο», διπλωματική διατριβή, Πανεπιστήμιο Νεάπολις-Πάφος, Ιούνιος 2023, σ. 38 (επιστολή τροφίμων από την αγροτική και οικοκυρική σχολή Αγίας Όλγας – Φλώρινα, που απόκειται στο Ελληνικό και Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο).

 

Τα παιδιά ήταν τα μεγαλύτερα θύματα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Είχαν ζήσει την πείνα της κατοχής, στη διάρκεια του εμφυλίου υποσιτίζονταν λόγω έλλειψης διατροφικών αγαθών, τα περισσότερα είχαν στερηθεί τη συνέχεια της σχολικής εκπαίδευσης, όσα κατοικούσαν στις περιοχές της υπαίθρου βίωναν άμεσο κίνδυνο από τις συγκρούσεις μεταξύ των αντιπάλων στρατοπέδων, και  ακόμη πολλά –για διάφορους λόγους– είχαν αποκοπεί από το οικογενειακό περιβάλλον τους. Τα περισσότερα παιδιά έζησαν στα κατοπινά χρόνια, μετά τη λήξη της πολεμικής αναμέτρησης, κουβαλώντας ένα οδυνηρό ψυχολογικό φορτίο. Το «τραύμα» του εμφυλίου στα παιδιά, ήταν σπαρακτικό και βαθύ, το παρατηρεί κάποιος αν δει το τρομαγμένο βλέμμα των ανήλικων παιδιών στις μεταπολεμικές φωτογραφίες. Με ένα λόγο, έχασαν από νωρίς την αθωότητά τους τα παιδιά, αφού εξαναγκάστηκαν να παίξουν πρωτόγνωρους ρόλους, και να αποκτήσουν τραυματικές εμπειρίες.

Ένας μικρός βοσκός, ο Αποστολάκης Βέργος, αφηγείται:

Αλλά κι εμείς πολλές φορές με τα προβατάκια περνούσαν τ’ αεροπλάνα και μας έριχναν κι εμάς. Θυμάμαι εδώ πέρα σ’ ένα μέρος τα παράτησα και έφυγα, προς τη Ζιάκα που είναι, έριχνε από πέρα με πολυβόλα, έριχναν και σφύριζαν οι σφαίρες κοντά, εγώ μικρός ήμουνα, τιούουφ! έπεφταν κοντά.[1]

Ο ανείπωτος φόβος του μικρού παιδιού που δεν ξέρει καθαρά γιατί πολεμούν οι μεγάλοι. Τον καταθέτει ο τότε 7χρονος Ηλίας Κατσανίκος:

Πολύ φοβόμουνα, δεν ήξερα ποιος είναι ο ένας και ποιος ο άλλος, ποιοι είναι καλοί, και ποιοι είναι κακοί. Ήμουνα μικρός.[2]

Τα παιδιά επωμίστηκαν δυσανάλογες ευθύνες για την ηλικία τους στη διάρκεια της σύρραξης. Να μεταφέρουν με ασφάλεια μηνύματα από το αντάρτικο σε ανθρώπους στα χωριά, να διοχετεύουν τρόφιμα στους κρυμμένους ενήλικους συγγενείς, να αναλάβουν εργασίες, κτηνοτροφικές και αγροτικές, των μεγαλύτερων, να αντιμετωπίζουν τη σκληρότητα των συνήθων επισκέψεων των αντιπάλων.  

 

Πώς ιδρύθηκαν οι παιδοπόλεις

Ένα αντικειμενικά επικίνδυνο ταξίδι που πραγματοποίησε η βασίλισσα Φρειδερίκη στην Κόνιτσα τα Χριστούγεννα του 1947, στην πόλη που μόλις είχε υποστεί επίθεση των ανταρτών, μπορεί συμβολικά να θεωρηθεί η απαρχή της μέριμνας των ανακτόρων, που πήρε την ονομασία «Έρανος Προνοίας των Βορείων Επαρχιών» (ΕΠΒΕ) και οδήγησε στην ίδρυση των παιδοπόλεων. Η Φρειδερίκη ταξίδεψε για να εμψυχώσει τους αμυνόμενους της Κόνιτσας, αλλά κατά την επίσκεψη στο οικοτροφείο της πόλης βρήκε 200 παιδιά πεινασμένα και ρακένδυτα. Αυτό αποτέλεσε το εφαλτήριο του ανακτορικού ενδιαφέροντος για τα παιδιά του εμφυλίου. Με τη σφόδρα αντικομμουνιστική ψυχοσύνθεση της γερμανίδας βασίλισσας να αναζητά για την ίδια κεντρικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα και να εργαλειοποιεί μέσω της προπαγάνδας την παρέμβασή της υπέρ της βασιλικής οικογένειας.

Τα πράγματα εξελίχθηκαν γρήγορα μετά την ενίσχυση της έντασης της «κομμουνιστικής απειλής» από τις απαρχές του 1947. Τότε ήταν που η κυβέρνηση έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο για την υποχρεωτική μετακίνηση πληθυσμών της υπαίθρου, που βρίσκονταν στη σφαίρα δράσης των ανταρτών, προς αστικά κέντρα της «ελεύθερης Ελλάδας». Ενώ προπαγάνδισε ότι οι κάτοικοι οδηγήθηκαν στην προσφυγιά εξαιτίας της δράσης των ανταρτών, γι’ αυτό και τους αποκάλεσε «ανταρτόπληκτους» ή «συμμοριόπληκτους», η αλήθεια είναι ότι ο απώτερος στόχος της ενέργειας να απομακρυνθούν οι τοπικοί πληθυσμοί από τις εστίες τους ήταν η αποστέρηση των δυνάμεων του αντάρτικου από εφεδρείες και από εξασφάλιση τροφίμων. Το αποτέλεσμα ήταν να μετακινηθούν περίπου 700.000 κάτοικοι[3] από τα πεδία των συγκρούσεων, ανάμεσά τους περίπου 340.000 παιδιά κάτω από 18 χρονών.

Η ενέργεια αυτή –που έγινε με τη σύμφωνη γνώμη της αμερικανικής αποστολής και της διπλωματίας των ΗΠΑ– είχε συνέπεια τη συσσώρευση χιλιάδων υποσιτιζόμενων προσφύγων στις πόλεις, οι οποίοι επιβίωναν με ελάχιστη κρατική βοήθεια, και η κατακόρυφη μείωση της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής στις περιοχές που ερημώθηκαν, με ανάλογες συνέπειες στο ακαθάριστο προϊόν της χώρας. Θα αποδειχτεί βέβαια και καταλυτική για τις μελλοντικές εξελίξεις, αφού ο Δημοκρατικός Στρατός δεν θα λύσει ποτέ το πρόβλημα της στρατολόγησης μαχητών από τα εδάφη που ήλεγχε. Είναι έκδηλη η προσπάθεια απολογητών της δεξιάς παράταξης να ενοχοποιήσουν την απέναντι πλευρά για την πρωτοβουλία να ερημώσουν τις ελεγχόμενες από τον Δημοκρατικό Στρατό περιοχές. Χαρακτηριστικά, ο Δημήτριος Ζαφειρόπουλος, ανώτατος στρατιωτικός διοικητής μεγάλων μονάδων, αποδίδει τον κόσμο των προσφύγων στην πολιτική που ακολούθησαν οι κομμουνιστές. Γράφει:

Ο κόσμος της υπαίθρου που συγκεντρωνόταν στις πόλεις ήταν οικονομικά εξαθλιωμένος. Η πολιτεία δεν ήταν σε θέση να συντηρήσει τους πρόσφυγες, γεγονός που προκαλούσε αντίδραση και αγανάκτηση εναντίον του επίσημου κράτους, το οποίο δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει σε αυτή την τεράστια προσπάθεια περίθαλψης. [Πραγματικός στόχος των κομμουνιστών ήταν …] να δημιουργήσουν οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση, ώστε το κράτος να υποκύψει.[4]

Για να σταθμίσουμε πάντως τα δεδομένα του τεράστιου και φορτισμένου συγκινησιακά αυτού ζητήματος, ίσως πρέπει να απαλλαγούμε από τις φανατικές πηγές των υποστηρικτών της κυβερνητικής μερίδας. Το επιχείρησε με συνέπεια η Αγγελική Λαΐου, η οποία διερεύνησε επίσημες αμερικανικές πηγές. Οι τελευταίες αν μη τι άλλο δεν χαρακτηρίζονταν από φιλική διάθεση προς τους αντάρτες. Από έγγραφο αξιωματούχου των Ηνωμένων Εθνών που δραστηριοποιούνταν στην UNRRA προκύπτει ότι, «στην Ευρυτανία, χωριά αφήνονταν χωρίς προμήθειες, γιατί θεωρούνταν πιθανοί στόχοι επίθεσης του Δ[ημοκρατικού] Σ[τρατού], οπότε, στην περίπτωση αυτή, τα τρόφιμα θα περνούσαν στους αντιπάλους».[5] Με άλλα λόγια οι κυβερνητικές δυνάμεις προτιμούσαν να αφήσουν πεινασμένα τα χωριά, για να μη κινδυνέψουν οι αντάρτες των γύρω βουνών να επιδιώξουν την ιδιοποίηση των τροφίμων. Επιπλέον ο στρατός –σύμφωνα με τις αμερικανικές πηγές– εφάρμοζε πολιτική ευρείας εκκένωσης περιοχών, μεταφέροντας τους πρόσφυγες στις πόλεις, χωρίς να αναλαμβάνει οποιαδήποτε άλλη ευθύνη.

 

Φρειδερίκη, η «μάνα» των ορφανών παιδιών

Τον Ιανουάριο-Ιούλιο του 1947 επιταχύνθηκαν οι κινήσεις των ανακτόρων και του κράτους για την επιβίωση των προσφύγων και την προστασία των παιδιών. Ρυθμίστηκε το νομικό πλαίσιο με τη σύσταση του Εράνου, ανέλαβε ρόλο ουσιαστικού συμπαραστάτη η Εκκλησία, ενεργοποιήθηκαν παράγοντες της πολιτικής και κοινωνικής ζωής προκειμένου ο Έρανος να εξασφαλίσει την οικονομική συνδρομή όχι μόνο των θεσμών και των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων αλλά και απλών ανθρώπων, όσων τέλος πάντων ανήκαν στο αντικομμουνιστικό στρατόπεδο[6].  Όλοι έπρεπε να προβούν σε θυσίες, ώστε να ενταχθούν οι προσφυγικοί πληθυσμοί στην προοπτική του έθνους και τα παιδιά να μη γίνουν θύματα της αντεθνικής ιδεολογίας.  

paidopoli freideriki

Δημήτρης Χαρισιάδης / Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

Φεβρουάριος 1949, Λαμία. Η Βασίλισσα Φρειδερίκη στην παιδόπολη «Άγιος Νικόλαος».

Στις 11 Ιουλίου 1947 εγκαινιάστηκε από τη Φρειδερίκη η παιδόπολη του Ωραιοκάστρου στη Θεσσαλονίκη και ήταν η πρώτη σε όσες ακόμη ακολούθησαν. Στεγάστηκε στο κοινοτικό γήπεδο και αμέσως σχεδόν δημιουργήθηκαν οι εκπαιδευτικές εργαστηριακές δομές για να μαθητεύσουν οι ανήλικοι τρόφιμοι της παιδόπολης. Μέσα στον Αύγουστο του 1947 η εκτελεστική επιτροπή του Εράνου υιοθέτησε την πρωτοβουλία να συστήσει κι άλλες παιδοπόλεις στα βόρεια και στα κεντρικά της χώρας. Στην Καβάλα, στην Αγριά του Βόλου και αλλού, τα «ορφανά θύματα των ανταρτών», όπως χαρακτήριζε η προπαγάνδα του καθεστώτος τα χιλιάδες παιδιά, εντάχθηκαν σε ένα σκληρό, αυστηρά ιεραρχημένο περιβάλλον, που αποσκοπούσε πρώτα απ’ όλα μέσω ενός απόλυτα ελεγχόμενου ιδεολογικού μηχανισμού στην αντικομμουνιστική διαπαιδαγώγηση των νέων, στην πειθαρχία προς τους ανωτέρους, τέλος σε έναν ιδιότυπο τύπο συμπεριφοράς το πλαίσιο του οποίου οριζόταν από την εκτελεστική επιτροπή και την επιτροπή των κυριών με τις επιταγές της θέλησης της Φρειδερίκης και των υπευθύνων των δομών. Όχι μόνο αυτό φυσικά. Ταυτόχρονα, η βασιλική μέριμνα και ο Έρανος έδειχναν στη διεθνή κοινότητα των «ελεύθερων κρατών» του κόσμου την αγωνιώδη προσπάθεια του καθεστώτος να σώσει αθώες ψυχές από τα γαμψά νύχια των κομμουνιστών. Τα ανάκτορα πρωταγωνιστούσαν στην πρόκληση θετικών εντυπώσεων στο εξωτερικό για τη βασιλική οικογένεια. Είναι χαρακτηριστικό το πόσο γρήγορα επιταχύνθηκε η ίδρυση των νέων παιδοπόλεων. Στα τέλη του 1947 λειτουργούσαν ήδη 7 παιδοπόλεις, ενώ τους πρώτους μήνες του 1948 είχαν γίνει 52, όπου φιλοξενούσαν 18.000 παιδιά.[7]

 

«Παιδομάζωμα» και «παιδοφύλαγμα»

Η αντίδραση του Δημοκρατικού Στρατού ήταν σχετικά άμεση. Τον Μάρτιο ανακοίνωσε την πρόθεση να μεταφερθούν παιδιά από τις περιοχές που ήλεγχαν οι αντάρτες στις φιλικές ανατολικές χώρες. Μοιάζει εύστοχη η άποψη του Λουκιανού Χασιώτη ότι, με την κίνηση αυτή, η ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού στόχευε κυρίαρχα στην αποδέσμευση των γυναικών-μανάδων από τη φροντίδα των παιδιών τους ώστε να αποτελέσουν πολύτιμες εφεδρείες των δυνάμεων του αντάρτικου. Είναι σαφές ότι η μεταφορά των παιδιών εκτός συνόρων ήταν μια εντελώς επώδυνη εμπειρία για τα περισσότερα. Με τα πόδια, περπατώντας πολλές ώρες μέσα στις λάσπες, και σε αρκετές περιπτώσεις υπό την απειλή βομβαρδιστικών αεροπλάνων του εχθρού, το ταξίδι ήταν κυριολεκτικά ένας άθλος.

Στον προπαγανδιστικό διαγκωνισμό των δύο πλευρών, όπου η καθεμία επέρριπτε τις ευθύνες στον αντίπαλο, το γεγονός είναι ότι τα ανάκτορα είχαν χρονικά προηγηθεί, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι περισσότερο. Απλώς, είναι έωλος ο ισχυρισμός των απολογητών του Εράνου και της ίδιας της βασίλισσας, ότι κινητοποιήθηκαν εσπευσμένα για να σώσουν τα παιδιά από την απαγωγή των κομμουνιστών.[8] Μάλιστα, η βασίλισσα και το καθεστώς της Αθήνας μιλούσαν για απαχθέντες Ελληνόπαιδες, απαιτώντας τον επαναπατρισμό των παιδιών που οδηγήθηκαν στις ανατολικές χώρες.[9] Η βασιλική προπαγάνδα εγκαινίασε για λογαριασμό του καθεστώτος τον όρο «παιδοφύλαγμα». Ήταν η ελάχιστη υποχρέωση της εθνικής συνείδησης να αναλάβει το ρόλο που αρνήθηκαν οι αντάρτισσες μάνες οι οποίες εγκατέλειψαν τα παιδιά τους. Η βασίλισσα μάλιστα ήταν πλέον η μητέρα τους, η μάνα όλων των κατατρεγμένων παιδιών. Η Φρειδερίκη στα απομνημονεύματά της σημειώνει ενδεικτικά για τη δράση των κυριών της βασίλισσας:

Ταξίδευαν για ώρες με μουλάρια αψηφώντας τους κινδύνους του πολέμου, για να βρουν τα παιδιά μας, να τα πάρουν πριν προλάβουν οι κομμουνιστές.[10]

Όπως και να ’χει, η μετακίνηση των παιδιών προβλήθηκε από το ΚΚΕ ως εκστρατεία διάσωσής τους από το καθεστώς της Αθήνας. Το τελευταίο κατηγορούσε ανοικτά την ηγεσία του κόμματος για παιδομάζωμα, ενεργοποιώντας στο λαϊκό υποσυνείδητο την αποκρουστική ενέργεια που αποδιδόταν στους οθωμανούς σουλτάνους κατά την περίοδο της κατάκτησης. Τα εκατέρωθεν στρατόπεδα θα αποδυθούν σε μια πολύχρονη στρατηγική υπεράσπισης των ενεργειών τους, κατακεραυνώνοντας εξίσου τις προθέσεις του αντιπάλου. Κοινή απόπειρα, ο εξωραϊσμός του «δικού» μας προτάγματος. Δεκάδες φωτογραφίες παιδιών με καθαρές στολές σε προστατευμένο περιβάλλον, ελληνικές σημαίες, πανώ με συνθήματα αναλόγως της ιδεολογίας κάθε πλευράς, τάξη και ευπρέπεια δεν μπορούν να διαγράψουν τα μελαγχολικά βλέμματα των ανηλίκων.

Σε ό,τι αφορά την ταυτότητα των παιδιών που φιλοξενήθηκαν από τις αντίπαλες πλευρές, αυτή είναι εντελώς δυσδιάκριτη και σε αρκετές περιπτώσεις συγκεχυμένη. Οι R. V. Boeschoten και L. M. Danforth αναφέρονται σε περιστατικά παιδιών, σε βίαιες μετακινήσεις, σε γονείς που ανήκαν στο εθνικό στρατόπεδο και, αντίστοιχα, γονέων που μάχονταν στην πλευρά των ανταρτών.[11] Ενδεικτική είναι και η επιστολή που, παιδί φιλοξενούμενο στην παιδόπολη Άγιος Ανδρέας, στέλνει στις 10 Αυγούστου 1954 προς το αθλητικό σωματείο του Ολυμπιακού Πειραιώς. Αναφέρεται στην οικογένειά του και λέει χαρακτηριστικά:

Σας είχα γράψει σε κάποιο γράμμα ότι δεν ζουν οι γονείς μου, όμως δεν το ήξερα αυτό, και τώρα βρέθηκαν στην Βουλγαρία και μάλιστα άνοιξα αλληλογραφία μαζί τους. Έχω την μητέρα μου και άλλα δυο αδέλφια. Ο ένας λέγεται Παναγιώτης, έχει βγάλει την Γεωπονική Σχολή με δίπλωμα και πληρώνεται τον μήνα 2.000.000. Είναι 21 ετών. Ο άλλος λέγεται Αθανάσιος, είναι ραδιοτεχνίτης. Είναι 18 ετών. Και εγώ ο πιο μικρός. Είμαι 15 ετών. Η μητέρα μου είναι 48 ετών. Τον πατέρα μου τον σκότωσαν οι αντάρτες στις 17/12/1947.[12]

Εικασίες και ορισμένους βάσιμους ισχυρισμούς προκαλεί να διατυπώσουμε, το περιεχόμενο της επιστολής. Κεντρική κατεύθυνση των παραγόντων που λειτουργούσαν το πρόγραμμα των παιδοπόλεων ήταν ότι τα παιδιά ήταν ορφανά, με φονευθέντες γονείς στις συγκρούσεις. Αυτό, για να υπογραμμίζεται σθεναρά όχι μόνο η εγκληματική μανία των κομμουνιστών αλλά κι ότι η καινούργια μάνα ήταν η βασίλισσα. Μόνο κάτω από την πίεση των πραγμάτων η ελληνική κυβέρνηση απευθύνθηκε στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, αναζητώντας τους γονείς των παιδιών. Επίσης, ο πατέρας φέρεται θύμα των ανταρτών, ενώ η μητέρα με τα δυο πρώτα στην ηλικία παιδιά φιλοξενείται σε δομές της Βουλγαρίας. Αυτό μοιάζει αντιφατικό, αλλά δεν είναι απαραίτητο. Η λαίλαπα της πολεμικής σύρραξης, η τυχαιότητα των επιλογών στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, όπου κάθε πλευρά επιχειρούσε τη δική της διείσδυση στο πεδίο των περιοχών σύγκρουσης, όλα θα μπορούσαν να συμβάλουν σε τέτοια εξέλιξη. Είναι τέλος προφανές, ότι τα δύο μεγαλύτερα αγόρια είχαν ήδη σπουδάσει στη Βουλγαρία.   

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η εξιδανίκευση της βασίλισσας Φρειδερίκης ως μητέρας του έθνους είναι το κυρίαρχο σύμπτωμα της κοινωφελούς δραστηριότητας της βασιλικής οικογένειας στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, αλλά και στην αμέσως επόμενη περίοδο. Η προστασία της βασίλισσας στα παιδιά που απειλούνταν με αφανισμό από τη δράση των κομμουνιστών, δεν συνιστά μόνο καθημερινή είδηση στα λιγοστά μέσα ενημέρωσης της εποχής, είναι και στρατηγικός στόχος της προπαγάνδας από τον έντυπο και τον ραδιοφωνικό Τύπο. Τα παιδιά κινδύνευαν από την κομμουνιστική δηλητηρίαση της ψυχής τους, άρα καθήκον και φροντίδα της βασίλισσας ήταν η απομάκρυνσή τους από τις ζώνες επιρροής του Δημοκρατικού Στρατού.

Το έθνος και η μακραίωνη διαδρομή του, το μέλλον του αστικού καθεστώτος ανάμεσα στα δυτικά κράτη, η ορθόδοξη θρησκεία και παράδοση ως προπύργιο της εθνικής συνέχειας, αυτά ενδύουν το λόγο της βασίλισσας, των διαφόρων αρθρογράφων στα έντυπα της εποχής, και τα λογίδρια των παραγόντων που συνδέθηκαν με το εθνωφελές έργο των παιδοπόλεων. Κατ’ αντίθεση, ο εκτροχιασμός του έθνους από την πορεία του ως ελευθέρου κράτους, η συμπερίληψη της Ελλάδας στη χορεία του σλαβικού κομμουνισμού, η αθεΐα των κομμουνιστών και άλλα παρόμοια επιχειρήματα αποτελούσαν το πεδίο αναμέτρησης του κυρίαρχου ιδεολογικού λόγου της πολιτειακής εξουσίας.[13]

 

Εθνική διαπαιδαγώγηση

Για να στεφθούν με επιτυχία οι στόχοι του βασιλικού έργου, έπρεπε να συσταθεί ένα δίκτυο υποδομών που θα επέτρεπε την καθόλου διαπαιδαγώγηση των παιδιών στα πρότυπα που επιδίωκαν οι εμπνευστές του προγράμματος. Εν πρώτοις ο ρόλος των 72 «κυριών της Βασιλίσσης», ήταν οι πρόθυμες κυρίες της ανώτερης τάξης, ανάμεσά τους η Λίνα Τσαλδάρη, χήρα του πρώην πρωθυπουργού Ντίνου Τσαλδάρη, η Αλεξάνδρα Μελά, νύφη του Παύλου Μελά από την οικογένεια των Μελάδων, η χήρα του Αλέξανδρου Παπάγου, Μαρία, η Άννα Ποταμιάνου από τη γνωστή οικογένεια, και άλλες  που πλαισίωσαν την πρωτοβουλία της Φρειδερίκης. Ήταν αυτές που προγραμμάτιζαν και υλοποιούσαν τον σχεδιασμό, απολαμβάνοντας την εμπιστοσύνη του θρόνου. Επικεφαλής των παιδοπόλεων ήταν οι προσεκτικά επιλεγμένοι/ες διευθυντές/ντριες, κάθε ομάδα 25 παιδιών είχε επικεφαλής μια ομαδάρχισσα, που είτε ήταν δασκάλα, είτε προερχόταν από τις τοπικές θρησκευτικές οργανώσεις. Συνήθως οι ομάδες έφεραν ονόματα που συνδέονταν με το έπος των επιτυχιών του εθνικού στρατού σε βάρος των ανταρτών (Βίτσι, Γράμμος, Κόνιτσα και τα σχετικά). Περιττό ίσως να αναλυθεί ιδιαίτερα, ότι η χριστιανική αγωγή ήταν επικυρίαρχη στο καθημερινό πρόγραμμα. Εκκλησιασμός, κατήχηση, προσευχές προφανώς ήταν σε ημερήσια διάταξη,[14] όπως άλλωστε και τα εθνικοπατριωτικά κηρύγματα. Στρατιωτικοποιημένη οργάνωση, στολές, τελετές, πειθαρχημένη ανατροφή, όλα συναποτελούσαν τη βάση της κοινής συμβίωσης των παιδιών στις παιδοπόλεις.

Δημιουργήθηκαν για τους τρόφιμους επαγγελματικές, αγροτικές και οικοκυρικές σχολές, ταπητουργεία, τυροκομεία, όλα για να δεξιωθούν τις δεξιότητες κάθε παιδιού.[15]  Και εννοείται ότι ο  προσανατολισμός των παιδιών στις σχολές ήταν απόλυτα σύμφυτος με το φύλο. Έτσι τα αγόρια προορίζονταν κυρίως για τις επαγγελματικές σχολές, τα κορίτσια για τις οικοκυρικές, σύμφωνα με τα οικεία πρότυπα και τις νοοτροπίες της εποχής. Τα αγόρια για να αναλάβουν υποδηματοποιοί, εργασίες στα συνεργεία, γεωπόνοι και άλλα σχετικά επαγγέλματα, τα κορίτσια προορίζονταν για το νοικοκυριό, για τα ταπητουργεία και τα κλωστήρια. Οι ρόλοι ήταν σαφώς προσδιορισμένοι και αυτό ήταν κεντρική κατεύθυνση.

Η έμφαση στο εκπαιδευτικό έργο αποτελούσε το κοινό γνώρισμα των παιδοπόλεων και σίγουρα απηχούσε την εύγλωττη ικανοποίηση των παιδιών, αφού ήταν σε θέση να μαθητεύσουν στις σχολές. Χαρακτηριστική η αναφορά του παιδιού-τρόφιμου της παιδόπολης Άγιος Ανδρέας, που πληροφορεί τη διοίκηση του Ολυμπιακού για την πρόοδό του στο σχολείο, όπου προβιβάστηκε με γενικό βαθμό 8.[16]

Σε εκθέσεις και χρονικά των παιδοπόλεων περιγράφονται τα εκπαιδευτικά επιτεύγματα, που συνέτειναν στην παραγωγή επιστημόνων, επαγγελματιών και τεχνικών. Προφανώς κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα, αν όχι σε όλους τους τρόφιμους, σε έναν ικανό αριθμό. Ήταν άλλωστε μια μόνη διέξοδος για τα παιδιά που φιλοξενήθηκαν στον δύσκολο χώρο των παιδοπόλεων η ανάγκη να μορφωθούν στοιχειωδώς ή, ακόμη περισσότερο, να σπουδάσουν μια επιστήμη ή κάποιο τεχνικό επάγγελμα. Ο εγκλεισμός στο στρατιωτικοποιημένο περιβάλλον είναι το κυρίαρχο ζήτημα, παραμένει δευτερεύον το πώς και τι απέγιναν αυτά τα παιδιά. Το αυστηρό ποινολόγιο, ο συντηρητισμός της καθημερινής διαβίωσης, η πειθάρχηση στον αυταρχισμό των ιεραρχικά ανωτέρων συνδυάζονταν με ένα αξιακό σύστημα που ξεκινούσε από την εθνικοφροσύνη, διαπερνούσε την τυφλή πίστη στο θρόνο και κατέληγε στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη. Συνεπώς, η όποια αποτίμηση γίνεται, πέρα από τη δημοσίευση αριθμών για το πόσοι σπούδασαν γεωπόνοι και πόσα κορίτσια πλεκτική, οφείλει να συμπεριλαμβάνει και μη μετρήσιμα –πλην όμως κρίσιμα και τεράστιας σημασίας– μεγέθη, που σχετίζονται ευθέως με τη διαπαιδαγώγηση την οποία έλαβαν τα παιδιά. 

Η ιστορία, η επιστήμη, δεν έχει αντικείμενο την αξιολόγηση των πρωταγωνιστών του χτες, ούτε τη δικαιολόγηση των πράξεών τους, διότι σ’ αυτή την περίπτωση ο ιστορικός απλώς προβάλλει τις πολιτικές θέσεις του επί του παρελθόντος.[17] Παραμένει κύριο καθήκον τουλάχιστον του επαγγελματία ιστορικού, η κατανόηση των όσων έγιναν, των νοοτροπιών των ανθρώπων και των συνθηκών των κοινωνιών του παρελθόντος και, εντέλει, η επεξεργασία ενός πλαισίου ερμηνείας των φαινομένων. Ας μη μοιάσει παράταιρη αυτή η υπενθύμιση, ας θεωρηθεί αναγκαία για τη θεώρηση των συλλογικών συμπεριφορών που συζητούμε εδώ.

 

[1] Ρίκη Βαν Μπουσχότεν, Περάσαμε πολλές μπόρες κορίτσι μου…, Πλέθρον, Αθήνα [1998], σ. 218.

[2] Στο ίδιο, σ. 218-219.

[3] Λουκιανός Χασιώτης, Τα παιδιά του εμφυλίου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2013, σ. 133-135. Οι εκτιμήσεις των πηγών και των μελετών που έχουν γίνει αναβιβάζουν τον αριθμό των παιδιών των κάτω από 8 ετών σε 113.000 άτομα.

[4] Δημήτριος Ζαφειρόπουλος, Ο αντισυμμοριακός αγώνας 1945-1949, Το Βήμα - Μαρτυρίες, Αθήνα 2011, τόμ. Β’, σ. 20.

[5] Αγγελική Λαΐου, «Μετακινήσεις πληθυσμού στην ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου», στο Lars Baerentzen - Γιάννης Ο. Ιατρίδης - Ole L. Smith, Μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο, Ολκός, Αθήνα 1992, σ. 75.

[6] Riki Van Boeschoten - Loring M. Danforth, Παιδιά του ελληνικού εμφυλίου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2015, σ. 125, όπου αναφέρεται ότι ο Έρανος μέσα σ’ ένα χρόνο μάζεψε 3 εκατ. δολάρια, ενώ το 1949 είχε ετήσιο προϋπολογισμό 8 εκατ. δολαρίων.

[7] Αναστασία-Μαρίνα Σκαρτσελάκη, «Τα παιδιά ως μοχλός προπαγάνδας και πολιτικής αντιπαράθεσης κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο», διπλωματική διατριβή, Πανεπιστήμιο Νεάπολις - Πάφος, Ιούνιος 2023, σ. 19.

[8] Riki Van Boeschoten - Loring M. Danforth, ό.π., σ. 128.

[9] Λουκιανός Χασιώτης, ό.π., σ. 136

[10] Riki Van Boeschoten - Loring M. Danforth, ό.π.

[11] Riki Van Boeschoten - Loring M. Danforth, ό.π., σ. 131-132.

[12] Η επιστολή σε φωτογραφία, στο Βασίλης Καρδάσης, Ολυμπιακός, ένα αρχείο μια ιστορία, Μίλητος, Αθήνα χ.χ, παράρτημα φωτογραφιών.

[13] Η Μαρία-Μαργαρίτα Μελέτη, «Οι παιδοπόλεις», Καθημερινή, ένθετο με τίτλο Η εποχή των βασιλέων, τόμ. ΣΤ’, Οκτώβριος 2024, σ. 147, αναφέρει: «Οι παιδοπόλεις, πλην του κοινωνικού σκοπού που υπηρέτησαν επιτυχώς σε μια δύσκολη εποχή, έγιναν σύμβολα του αντικομμουνιστικού αγώνα, εν μέσω και μετά το πέρας του Εμφυλίου, αλλά και της βασιλικής επιρροής».

[14] Στο ίδιο, σ. 139, αναφέρονται οι φορείς που δραστηριοποιούνταν στους χώρους των παιδοπόλεων. Πέρα από τις προσκοπικές και οδηγικές οργανώσεις, το πλαίσιο της πολιτικής κατήχησης συμπλήρωναν η Χριστιανική Ένωσις Επιστημόνων, η Χριστιανική Φοιτητική Ένωσις, η Ένωσις Εργαζομένης Νεολαίας, η Χριστιανική Ένωσις Νεανίδων, η «Ζωή» και το «Ελληνικόν Φως».

[15] Δήμητρα Λαμπροπούλου, «Βασιλικά ιδρύματα: κεντρικοί φορείς πρόνοιας στη μεταπολεμική Ελλάδα», Καθημερινή, ό.π., σ. 128.

[16] Β. Καρδάσης, ό.π. Το παιδί γνωστοποιεί με προφανή ευχάριστη διάθεση: «Στις 31 Σεπτεμβρίου θα κάνομε γυμναστικές επιδείξεις, θα είναι η βασιλική οικογένεια και οι λοιποί».

[17] Προφανώς αναφέρομαι σε δημοσιευμένες και αδημοσίευτες εργασίες των απολογητών του «παιδοφυλάγματος», αλλά και στην ευρύτερη ιδεολογικοποιημένη βιβλιογραφία των υπερασπιστών της «διάσωσης» των παιδιών στις ανατολικές χώρες.

Βασίλης Καρδάσης

(1956-2025). Ιστορικός, διετέλεσε καθηγητής ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και πρόεδρος του Ελεύθερου Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ). Βιβλία του: Ο ελληνισμός του Εύξεινου Πόντου (1970), Από του ιστίου εις τον ατμόν (1993),  Ολυμπιακός. Ένα αρχείο, μια ιστορία (1997), Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία (1998),  Σύρος. Σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου 1832-1857 (1999), Αθήνα 1896 (2002), Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα 1896 – 1906 (2003), Ταξίδι στο χρόνο. Πρόσωπα και στιγμές του Ολυμπιακού, 1925-2004 (2004), Αρκαδία. Γενέθλια γη (2004), Οι Ολυμπιακοί αγώνες στην Αθήνα (2004), Ολυμπιακός. 80 χρόνια, 80 μορφές (2005), Πάνος Γεραμάνης. Σε δρόμους λαϊκούς (2010).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.