Συμπτώσεις

Απ’ όσο θυμάμαι, δύο φορές τον είχα συναντήσει. Η μία ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, στο σπίτι των Αναγνωστάκη στην Πεύκη, προσκεκλημένοι σ’ ένα από τα περίφημα τραπέζια της Νόρας. Επ’ ευκαιρία συζητήσαμε πώς προχώρησε, το 1975, στη Θεσσαλονίκη, μαζί με τον Σάββα Τσοχατζίδη, στην έκδοση του Κώδικα, ενός ειδικού, συγκροτημένου και πρωτοποριακού περιοδικού. Με κείμενα σημειωτικής κυρίως αλλά και αξιόλογη λογοτεχνική ύλη (Νόρα Αναγνωστάκη, Πέτρος Μαρτινίδης, Παναγιώτης Πίστας, Τάκης Σινόπουλος κ.ά.). Στα εικαστικά προτείνονταν νέοι τρόποι «κριτικής και ιστορικής τοποθέτησης», με αφορμή τις εκθέσεις του Θόδωρου (τχ. 1) και του Γιάννη Ψυχοπαίδη (τχ. 2). Ο Κώδικας είχε και μια εντυπωσιακή συνέχεια. Από το τρίτο του τεύχος άλλαξε φυσιογνωμία και άρχισε να εκδίδεται στην Ολλανδία από τον οίκο Peter de Ridder, με γενικό εκδότη τον Χάρη Καμπουρίδη και την εποπτεία επιτροπής αποτελούμενης από τους Ρολάν Μπαρτ, Ουμπέρτο Έκο, Άνταμ Σαφ κ.ά.

Το τέλος της δύσκολης στρατιωτικής μου θητείας σημαδεύτηκε από την αυτοκτονία του Θεόφιλου Φραγκόπουλου. Υπήρξε επιμελητής της Γεωργικής Χημείας στη Γεωπονική και είχα συνδεθεί στενά μαζί του τα τελευταία χρόνια των σπουδών μου. Η είδηση είχε φτάσει ξερή και αδυσώπητη στη Βέροια όπου υπηρετούσα: Μετά από μια πολύωρη αιφνίδια ανάκριση στη Γενική Ασφάλεια γύρισε στο εργαστήριο, πήρε υδροκυάνιο και σωριάστηκε στο γραφείο του. Όταν απολύθηκα έψαξα κι έμαθα λεπτομέρειες, βρήκα και το στερνό του σημείωμα στη δικογραφία.
Όλα αυτά τα μνημονεύω σαν μια μικρή εισαγωγή στο διήγημα του Ρόδη Ρούφου «Ο υποψήφιος», που γράφτηκε λίγους μήνες μετά το τραγικό συμβάν της 28ης Μαρτίου 1969. Σ’ αυτό το διήγημα, που δημοσιεύτηκε στα Δεκαοκτώ Κείμενα (Ιούλιος 1970), γίνεται αναφορά «στην αυτοκτονία ενός καθηγητή της Φυτοπαθολογίας, πέρσυ…». Κρυφοί παίκτες, όπως παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά τους στο man to man του πεζογραφήματος, μπορεί να είναι ο ανακριτής Κ. Καραπαναγιώτης και ο υφηγητής Θεόφιλος Κ. Φραγκόπουλος.
Η ρεαλιστική απεικόνιση της ανάκρισης είναι πιθανόν να έχει στηριχθεί σε πληροφορίες από πρώτο χέρι. Συγγραφέας και υφηγητής γνωρίζονταν από παλιά, είχαν μικρή διαφορά ηλικίας και έμεναν στην ίδια γειτονιά, Πλουτάρχου 4 ο ένας και Καρνεάδου 19 ο άλλος. Ενδεχομένως τον Ρόδη Ρούφο να ενημέρωσε ο φίλος του ποιητής Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος, εξάδελφος του γεωπόνου και συγγραφέας ενός α λα Μπόρχες πορτρέτου: «Θεόφιλος Κ. Φραγκόπουλoς» (1973).
Στην πορεία της ανάκρισης, η μάταιη ελπίδα ότι η ουδέτερη στάση θα αρκούσε, διαψεύστηκε. Νομιμοφροσύνη σήμαινε όχι μόνο υποστήριξη αλλά ανοιχτή επιδοκιμασία και ενεργό συμμετοχή. Ο «υποψήφιος» δεν ήταν διατεθειμένος μέχρι και «να πουλήσει την ίδια την ψυχή του», να δεχθεί αυτή την ολοκληρωτική ταπείνωση. Απόλυτος όπως ήταν σε όλα, θεώρησε πως δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Η συνέχεια και το τέλος του διηγήματος μοιάζει να βρίσκεται στις πρώτες φράσεις του χειρογράφου που άφησε στο γραφείο του, στο εργαστήριο της Γεωργικής Χημείας, ο Θεόφιλος Κ. Φραγκόπουλος:
Καλύτερα να πεθαίνεις όρθιος
Παρά να ζης γονατιστός…

Συγγραφείς και καλλιτέχνες, όπως είναι γνωστό, αντλούν συχνά ιδέες και εικόνες από βιβλία που διάβασαν, τις οποίες και αξιοποιούν στα έργα τους. Κάποτε μπορούν να γίνουν υποθέσεις για συγκεκριμένες «μεταποιήσεις», κάποτε αυτό δηλώνεται ευθέως. Θα καταπιαστώ με δύο δημιουργούς που στο ξεκίνημά τους έχουν ενσωματώσει, πιθανόν ή κατά δήλωσή τους, υλικά αναγνωστικής εμπειρίας.

Λογοτέχνες που τον γνώρισαν, συγκράτησαν στη μνήμη τους την ενδυμασία του. Το παλτό του λόγου χάριν, που το φορούσε χειμώνα καλοκαίρι και ήταν κάτι σαν σήμα κατατεθέν της όλης του εμφάνισης, λεπτομερώς περιέγραψε ο λογοτέχνης Στέφανος Στεφάνου. «Κανελί λερωμένο» το θυμόταν ο πολυγράφος Σπύρος Μελάς «που κάτω απ’ αυτό φυσούσε το πιο γνήσιο αεράκι ποιήσεως». Ο κρητικός πεζογράφος Ιωάννης Κονδυλάκης πρόσεξε ότι ο Σκιαθίτης «εκράτει με το χέρι τα δύο επί του στήθους άκρα του ενδύματός του διά να το κρατή κλειστόν, διότι ίσως δεν έκλειεν όσον ήθελεν ή, το πιθανότερον, διότι του έλειπεν το κουμπί».

Ο Πότης Ψαλτήρας άρχισε από το 1928 να γράφει σχηματικά ποιήματα, τα οποία στις δύο συλλογές του Μυστική Φωνή (1929) και Tecum Habita (1930) τα αναμειγνύει με παραδοσιακά. Ποιήματά του φιλοξενήθηκαν κατά το μεσοπόλεμο στη Νέα Εστία, ενώ ο ίδιος εξέδωσε το 1939 μονογραφία για τον ποιητή και πεζογράφο Γιάννη Καμπύση. Πέθανε στην Καλαμάτα και ο θάνατός του έγινε γνωστός από μια αράδα στο Εμπρός (13/8/1946). Ο μόνος που τον θυμήθηκε, σε επιστολή του για τη σχηματική ποίηση στο περιοδικό Ποιητική Τέχνη, ήταν ο 26χρονος τότε ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης. Η φωτογραφία του είναι από την πρώτη του συλλογή Άστρα ή Πυγολαμπίδες, και το ποίημα από τη Μυστική Φωνή.

Σπουδαστής ακόμη στη Σχολή Καλών Τεχνών, ο Κώστας Βαλσάμης επισκέφθηκε τον μεγάλο γλύπτη στο σπίτι που τον φιλοξενούσαν τα ανίψια του, Ειρήνη και Βασίλης Χαλεπάς , στην οδό Δαφνομήλη, ψηλά στο λόφο του Λυκαβηττού. Ίσως είναι το πρώτο δημοσιευμένο έργο του μετέπειτα γλύπτη με την αξιόλογη καριέρα στη Γαλλία. Στο σκίτσο του Βαλσάμη, ο Γιαννούλης Χαλεπάς εμφανίζεται περιποιημένος, φορώντας ευμέγεθες παπιγιόν. Το προσεγμένο του ντύσιμο φαίνεται καλύτερα στη φωτογραφία με τις δύο ανιψιές του, τις αδελφές Ειρήνη και Ευτυχία. Αν θελήσει κανείς να ξεφύγει από τις ήρεμες εικόνες, να εισδύσει στον ταραγμένο του ψυχισμό και να γνωρίσει κάτι από την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία, θα του συνιστούσα τη νουβέλα της Ρέας Γαλανάκη, Αθηνά Βοσκοπούλα, εκδόσεις Καστανιώτη. (Τεύχος 127)

Αν η ύπαρξη ενός περιοδικού βεβαιώνεται με την εύρεση ενός και μόνο τεύχους του (https://booksjournal.gr/stiles/symptoseis/3856-ena-teyxos-pou-diasothike-apo-tin-pyra-ton-aprilio-tou-1967), το ίδιο κατ’ αναλογίαν συμβαίνει και με το βιβλίο. Θεωρείται ότι έχει εκδοθεί αν βρεθεί κάπου έστω και ένα αντίτυπο. Η περίπτωση του διασωθέντος αντιτύπου που κατέγραψε ο βιβλιογράφος Κ. Μ. Μιχαηλίδης τεκμηριώνει την ύπαρξη ενός τυπωμένου βιβλίου, που επιπροσθέτως έχει ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία. Πρόκειται για την Αντιόπη του Δημητρίου Βερναρδάκη (1833-1907), που πέρασε ως ανέκδοτο έργο ακόμη και στην Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας του Κ. Θ. Δημαρά.