Μάιος του 1945. Η κόκκινη σημαία κυματίζει πάνω στο Ράιχσταγκ. Η ημέρα αυτή μπορεί να ήταν η ληξιαρχική πράξη θανάτου για το χιτλερικό καθεστώς. Ήταν όμως την ίδια στιγμή και η γενέθλιος ημέρα ενός κινήματος ηρωικού και μεγαλειώδους, του κινήματος των σοβιετικών αντιφρονούντων, το οποίο εκφράστηκε μέσα από αυτοσχέδιες εκδόσεις, το γνωστό κίνημα του Σαμιζντάτ.
Самиздат (саμιζντάτ): Τρόπος ανεπίσημης και ως εκ τούτου μη λογοκριμένης διάδοσης λογοτεχνικών έργων, καθώς επίσης και θεολογικών και πολιτικών κειμένων στην ΕΣΣΔ, όπου τα αντίγραφα τα έφτιαχνε ο συγγραφέας ή οι αναγνώστες χωρίς προηγούμενη γνώση και έγκριση των επίσημων αρχών. Συνήθως ήταν δακτυλογραφημένα ή χειρόγραφα, μερικές φορές και φωτογραφημένα. Τα τελευταία χρόνια πριν από την κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος, πολλές τέτοιες εκδόσεις γίνονταν με τη βοήθεια υπολογιστικών συστημάτων. Στον τομέα της μουσικής, τα έργα διαδίδονταν με τη βοήθεια μαγνητοφωνημένων εγγραφών.
Σύμφωνα με ένα θρύλο που κυκλοφορεί μέχρι τις μέρες μας, ο πρώτος που κυκλοφόρησε τα ποιήματά του ήταν ο ποιητής Νικολάι Γκλαζκόφ, ο οποίος στη δεκαετία του 1940 προετοίμασε μια σειρά ποιητικών συλλογών του σε δακτυλογραφημένα αντίτυπα και, στη θέση όπου συνήθως μπαίνει ο εκδοτικός οίκος στο εξώφυλλο, έβαλε αυτή τη λέξη: σαμιζντάτ.
Άλλοι πάλι λένε ότι το πρώτο κείμενο σαμιζντάτ είναι η μυστική εισήγηση του Νικήτα Χρουστσόφ στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, «Για την προσωπολατρία και τις επιπτώσεις της», η οποία αντιγραφόταν και διαδιδόταν χέρι με χέρι στη σοβιετική κοινωνία που έψαχνε να βρει μια ελπίδα για το μέλλον.
Έγραφε εκείνη την εποχή ο Μπορίς Σλούτσκι, παρασημοφορημένος λοχαγός του Κόκκινου Στρατού:
Όσο κλαίνε πάνω από στίχους,
όσο τους συκοφαντούν
στις εφημερίδες,
όσο στ' απόμερα συρτάρια
τους κρύβουν,
απ' όπου για τα στρατόπεδα
τους προορίζουν,
μέχρι τότε δεν θα χαθεί τίποτα,
δεν θα ξεχαστεί η υπόθεσή μας.
Για να του απαντήσει ο αυτόπτης μάρτυρας του ζόφου, ο επί τρεις σχεδόν δεκαετίες έγκλειστος στα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων Βαρλαάμ Σαλάμοφ:
Η μνήμη έκρυψε τόσο κακό –
χωρίς σταθμά και μέτρο
Όλη της τη ζωή ψέματα έλεγε,
ψέματα,
δεν της απέμεινε καθόλου πίστη.
Τα χρόνια της βασιλείας του Νικήτα Χρουστσόφ ειπώθηκε ότι ήταν το «λιώσιμο των πάγων»: μια μικρή, σχετική χαλάρωση στον έλεγχο της σκέψης, της δημιουργίας και των γραμμάτων. Κρατούμενοι απελευθερώνονται και αποκαθίστανται με δικαστικές αποφάσεις, επιτρέπεται η δημοσίευση ορισμένων έργων που ασκούσαν σκληρή κριτική στο σοβιετικό-σταλινικό καθεστώς, όπως η Μία ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν.
Σύντομα οι προσδοκίες και οι ελπίδες διαψεύδονται. Η μικρή «σοβιετική άνοιξη» πνίγεται μέσα στη χλαπαταγή των ερπυστριών των σοβιετικών τανκς που πρώτα καταπνίγουν την εξέγερση στην Ουγγαρία το 1956 και, στη συνέχεια, στην Τσεχоσλοβακία το 1969.
Το μεσοδιάστημα αυτό ήταν αρκετό για να θεριέψει το κίνημα των αντιφρονούντων και του σαμιζντάτ. Νέοι συγγραφείς και ποιητές, ζωγράφοι, γλύπτες, κινηματογραφιστές, βλέποντας τα αδιέξοδα τόσο της λογοκρισίας όσο και της επίσημης ιδεολογίας του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», θέλησαν να δώσουν νέα πνοή στη σοβιετική πνευματική ζωή. Οι αυτοσχέδιες εκδόσεις πολλαπλασιάστηκαν, αλλά μαζί με αυτές και οι συλλήψεις, οι καταδίκες, οι εγκλεισμοί στα στρατόπεδα (τα οποία ουδέποτε καταργήθηκαν), οι εξορίες και οι εκτοπισμοί.
Χρονιά-ορόσημο, το 1959 και η απονομή του βραβείου Νόμπελ στον Μπορίς Παστερνάκ. Η ιστορία μεταφοράς του κειμένου είναι γνωστή. Ωστόσο στη χώρα μας παραμένει ελάχιστα γνωστή η τεραστίων διαστάσεων προπαγανδιστική εκστρατεία κατά του συγγραφέα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Έγινε παροιμιώδης η καταληκτική φράση όλων των δημόσιων ομιλιών, στις υποχρεωτικές συγκεντρώσεις των εργοστασίων, των κολχόζ και των πανεπιστημίων: «Το βιβλίο του Μπορίς Παστερνάκ δεν το έχω διαβάσει, καταδικάζω όμως απερίφραστα το περιεχόμενό του».
Η δεκαετία του 1960-1970 χαρακτηρίζεται από μια έντονη δραστηριότητα στα μη λογοκριμένα και μη εγκεκριμένα από το καθεστώς έργα. Ποιητές όπως ο Ιωσήφ Μπρόντσκι, ο Αντρέι Βοζνιεσέφσκι, ο Γιούρι Αϊχενβαλν, ο Γιούρι Ντάνιελ, ο Γκλεμπ Γκρομπόφσκι, ο Γεβγκένι Γεφτουσένκο, η Νατάλια Γκορμπανέφσκαγια, η Μπέλα Αχμαντούλινα, η Ιννα Λισνιάνσκαγια και πολλοί άλλοι συνέχισαν αφενός τις μεγάλες λογοτεχνικές παραδόσεις, έδωσαν όμως και νέους αγώνες, όχι μόνο για την ελευθερία του λόγου, αλλά και εν γένει για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το καθεστώς απάντησε με τον τρόπο που ήξερε, προσθέτοντας ένα ακόμη όπλο στη φαρέτρα του οπλοστασίου τους, τις απελάσεις. Ανάμεσα στους γνωστούς απελαθέντες ήταν ο Σολζενίτσιν και ο Μπρόντσκι, αμφότεροι νομπελίστες. Τη δεκαετία του 1970, οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις και οι εκτοπίσεις συνεχίστηκαν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Γιούλι Ριμπακόφ, που γεννήθηκε στα γκουλάγκ και αξιώθηκε να περάσει σε αυτά και επτά χρόνια της ενήλικης ζωής του, γιατί έγραψε στον τοίχο της φυλακής του Λένινγκραντ με τεράστια γράμματα τη φράση: «Σταυρώνετε την ελευθερία, αλλά η ψυχή των ανθρώπων δεν γνωρίζει δεσμά».
Το κίνημα των Αντιφρονούντων και του σαμιζντάτ, πέραν της τεράστιας συμβολής του στη διατήρηση των μεγάλων παραδόσεων της ρωσικής πνευματικότητας, λειτούργησε και ως σχολείο, ως μαθητεία των πολιτών στη διεκδίκηση δημοκρατικών δικαιωμάτων, σε μια χώρα η οποία στη μακραίωνη ιστορία της δεν γνώρισε ποτέ την πραγματική, με δυτικούς όρους, δημοκρατία. Και ως τέτοιο θα το θυμόμαστε πάντα με απεριόριστο σεβασμό.