Ο Κ. Π. Καβάφης, σε μια συνέντευξή του στον Ν. Γιοκαρίνη, στις 3 Απριλίου 1924, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Αλεξάνδρειας, Ταχυδρόμος, αναδεικνύει πλευρές της προσωπικότητάς του, πέραν των απόψεών του για τον Παλαμά, τους Αλεξανδρινούς, την ποίηση.
«Διά να μάθη κανείς τας σκέψεις και τας γνώμας ενός ανθρώπου, δεν υπάρχει, είμαι βέβαιος, καλλιτέρα στιγμή από το απόγευμα, και καλλίτερος τόπος από την τραπεζαρία, με τα φλυτζάνια γεμάτα και τα ψωμάκια πασαλειμμένα με γλυκό.
Δεν υπάρχει όμως και τρομερώτερον μαρτύριον διά τον δημοσιογράφον από την Φρόνησιν του ποιητού Καβάφη. Πριν ακόμη ανοίξετε διά να ερωτήσετε κάτι, ο κ. Καβάφης διαβάζει εις το πρόσωπόν σας τα αισθήματα που εγέννησαν την σκέψιν σας. Έτοιμος ο ίδιος να υποστή το μαρτύριον της συνεντεύξεως, οπλίζεται με όλην την Φρόνησιν που απαιτεί η αυθάδειά σας! Και περιμένει με τα μάτια εις την σκοπιάν. Αν αντιληφθή ότι διστάζετε ακόμη από πού ν’ αρχίσετε, δεν σας προσελκύει εις το θέμα που είναι έτοιμος να σας αναλύση, αλλά σας θολώνει περισσότερο τα νερά.
«Εγράψατε ποτέ με ομοιοκαταληξίας;»
«Δηλαδή, να σε ειπώ, φίλε. Έγραψα με ρίμα που σπανίζει. Έκαμα ομοιολεξίαν. Και αν δεν με απατά η μνήμη, πρώτη η Πετρούλα Ψηλορείτη αντελήφθη το πράγμα και το έγραψε. Γράφω εδώ και αιδώ. Τύχη και τείχη. Δεν επεδίωξα όμως την ρίμαν. Την ομοιολεξίαν την έχω αφήσει πριν από χρόνια. Κάποτε όμως έρχεται έτσι αυθόρμητα».
«Πώς θεωρείτε την ομοιοκαταληξίαν εις την ποίησιν;»
«Η ρίμα είναι δεσμός, αλλά είναι και ευκολία. Η ρίμα φέρνει κάποτε και μίαν ιδέαν. Ξέρετε τί έχει ειπή ο Βερλαίν διά την ρίμαν; / Quel enfant sourd / ou quell nègre fou / nous a forgé / ce bijoux d’un sou / qui sonne faux / et creux / sous la lime.
«Εγώ δεν εθεώρησα ποτέ την ομοιοκαταληξίαν ως απαραίτητον διά τον ελληνικόν στίχον. Κόσμημα, ναι. Δεν με ελκύει η ωρισμένη στιχουργία. Γράφω δεκατετρασύλλαβον, δεκαπεντασύλλαβον και τον μικρότερον δεκασύλλαβον. Φυλάγω πάντοτε ένα ίαμβον. Η λαϊκή μας ποίησις είναι ιαμβική, όπως λ.χ. Μάνα, με τους εννιά σου γυιους και με τη μια σου κόρη. Το μέτρον πρέπει να είναι σχετικόν πάντοτε με την ιδέαν. Δι’ ένα που τρέχει λ.χ. πρέπει να γράψετε ανάπαιστον».
***
Πέντε χρόνια αργότερα, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, σε μια συνέντευξή του στον Μάριο Βαϊάνο, δημοσιευμένη στο λογοτεχνικό περιοδικό της Νέας Υόρκης, Σύγχρονη Εποχή, τχ. 6, θέρος 1929, μιλά για τον μεγάλο «Αλεξανδρινόν ποιητήν με την ραφιναρισμένην τέχνην».
– Αντί να κουραζώμεθα κ' οι δυο, με καθωρισμένα ερωτήματα, που εσάς δε σας στοιχίζουν βέβαια τίποτε, μα εμένα μου στοιχίζει και πολύ, να σας απαντήσω, εδώ, στο πόδι (μη γελάτε, δε σας αστειεύομαι), δε θα ήτανε, πιστεύω, προτιμώτερο, να σας διατυπώσω σε τρεις φάσεις, όπως εγώ καλύτερα νομίζω, μια γνώμη γενική περί Καβάφη, και που να μη χωρή παρεξηγήσεις;... Βγάλτε το μολύβι της και γράφετε:
Ο Καβάφης, καθώς εγώ τον κρίνω, από απόψεως ωριμότητος ψυχής, από απόψεως αποπνευματώσεως, αποκρυσταλλωμένης συνειδήσεως, κατέχει αναντιρρήτως πρώτην θέσιν. Για να τον εκτιμήση όμως κανένας, οφείλει να έχη την αυτήν ανάτασιν ψυχής, να είν' αισθητικώς εξελιγμένος, να είναι αρμονισμένος εντονώτερα προς την ευγένειαν, προς την σοβαρότητα, και την εξιοπρέπειαν της Τέχνης. Εδώ συμβαίνει η μεγάλη παρεξήγησις των διαφόρων κριτικών του. Τελειώνουν εκεί που αυτός αρχίζει. Δεν υπάρχει επομένως μεταξύ των, η παραμικροτέρα επαφή.
Κ’ έπειτα το ζήτημα δεν είναι, να ρωτούμε εδώ και ’κεί, στην τύχη, τι γνώμη έχει καθένας για τον δείνα. Το ζήτημα είναι να εξακριβώσουμε, κατά πόσον εκείνος ο καθένας, μπορεί να έχη πρώτα γνώμη, διάβολε...
Ο Καβάφης από ηθικής απόψεως, αποτελεί ένα θέαμα παρήγορον. Την εποχή που άλλοι κάνουν διάφορες ταπεινές συγκαταβάσεις προς τα μέτρια γούστα του κοινού, ένας Καβάφης, μόνος, μακρυά, εργάζεται εντελώς σιωπηλά, κλεισμένος μέσ' στα σύνορα της Τέχνης του, αγνοημένος απ’ το μέγα πλήθος, ένας φανατικός τελετουργός, συνεχιστής της πανωραίας παραδόσεως των αυθεντικών δημιουργών, που, ανώτεροι απ’ την εποχή των, δεν εννοούν να συνθηκολογήσουν, και τραβούν το δρόμο τους σεμνά, προς την ακεραίαν επαλήθευσιν του πραγματικού προορισμού των.
Χωρίς αυτήν την ευσυνειδησίαν, δεν υπάρχει τίμιος καλλιτέχνης.
Αυτά βεβαίως είναι πράγματα γνωστά, αλλά δε βλάπτει να τα ξαναλέμε, και μάλιστα την εποχήν αυτήν... Το θέαμα μιας τέτοιας εργασίας έχει βεβαίως επιδράσεις αγαθώτατες, και μας διδάσκει πώς ο καλλιτέχνης, μπορεί να μένη πάντοτε στο ύψος του, και να δημιουργή προσηλωμένος σε κείνο που πιστεύει σταθερά.
Όλα τ’ άλλα είναι συγκαταβάσεις, που δεν αξίζουν για να γίνεται κουβέντα.
Το έργο του Καβάφη, έργο δοσμένο με το σταγονόμετρο, δεμένο και αυστηρά συντονισμένο, ένα είδος πεντουσίας της ποιήσεως, που έχει ακεραίαν την σφραγίδα της προσωπικής αισθαντικότητος, ενός εκλεπτυσμένου στοχασμού, ανοίγει τους ορίζοντας της παγκοσμίου Τέχνης, απ' την οποίαν είχαμε αποξενωθεί, χάρις στα νόθα τα κατασκευάσματα, με τα οποία μας είχαν συνηθίσει. Αποτελεί σταθμόν –σας το τονίζω– από απόψεως σταθεράς επιδιώξεως των προσωπικών ιδανικών του, και της σεμνής των πραγματοποιήσεως.
Τι, έσπασε του μολυβιού η μύτη; Μη βγάζετε σουγιά, δεν είν’ ανάγκη... Αυτό σημαίνει «τέλος συνεντεύξεως»! Και εξ άλλου, ό,τι σας είπα είν’ αρκετό».