Σε μια εποχή όπου τα κινητά έχουν γίνει προέκταση του χεριού μας και οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης το κύριο πεδίο κοινωνικής αλληλεπίδρασης, το βιβλίο του Τζόναθαν Χάιντ, Η Γενιά του Άγχους, αποτελεί μια ρεαλιστική εξέταση του τρόπου με τον οποίο αυτές οι τεχνολογικές αλλαγές έχουν αλλάξει το ψυχολογικό τοπίο μιας ολόκληρης γενιάς. Το έργο του Χάιντ συνδυάζει σχολαστική έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες με συναρπαστική αφήγηση για να τεκμηριώσει αυτό που αποκαλεί «την ξαφνική κλιμάκωση του άγχους, της κατάθλιψης και του αυτοτραυματισμού» της Γενιάς Ζ — εκείνων δηλαδή που δεν γνώρισαν ποτέ τον κόσμο χωρίς αδιάλειπτη ψηφιακή σύνδεση.
Ο Χάιντ, κοινωνικός ψυχολόγος και καθηγητής στο Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, βασίζεται στις προηγούμενες αναλύσεις του στο βιβλίο, Το κανάκεμα του αμερικανικού νου (σε συνεργασία με τον Greg Lukianoff). Ενώ η προηγούμενη εργασία επικεντρώθηκε κυρίως στις πανεπιστημιουπόλεις, αυτό το βιβλίο διευρύνει το φακό για να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο η ψηφιακή τεχνολογία έχει μεταμορφώσει την παιδική και εφηβική ηλικία σε όλα τα κοινωνικοοικονομικά στρώματα.
Το Μηδέν και το Ένα
Η κεντρική θέση του βιβλίου είναι αμείλικτη: η ταχεία και μαζική υιοθέτηση των κινητών και των κοινωνικών δικτύων στις αρχές της δεκαετίας του 2010 δημιούργησε έναν άνευ προηγουμένου «κοινωνικό λιμό» μεταξύ των εφήβων. Η σωματική αλληλεπίδραση, το αδόμητο παιχνίδι και η συζήτηση πρόσωπο με πρόσωπο –στοιχεία που είναι απαραίτητα για την υγιή ψυχολογική ανάπτυξη– έχουν υποκατασταθεί όλο και περισσότερο από ψηφιακές προσομοιώσεις που παρέχουν την ψευδαίσθηση της σχέσης και της κοινωνικής σύνδεσης, ενώ στην πραγματικότητα εντείνουν τα αισθήματα απομόνωσης, ανεπάρκειας και άγχους, καταστέλλοντας το ψυχολογικό ανοσοποιητικό σύστημα των παιδιών και των νέων.
Ο συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά τις τέσσερις θεμελιώδεις βλάβες που προκαλεί στην παιδική ηλικία η περιστροφή της ζωής γύρω από το κινητό τηλέφωνο: την απώλεια του παιχνιδιού· την απώλεια της ανεξαρτησίας· την απώλεια της παιδικής κοινωνικής ανάπτυξης· και την απώλεια της διανοητικής ανάπτυξης. Καθεμία από αυτές τις απώλειες, υποστηρίζει ο Χάιντ, συνδέεται άμεσα με τις γονικές αποφάσεις και τη σταδιακή στροφή προς μια κουλτούρα υπερπροστασίας. Ενώ το βιβλίο αντιμετωπίζει τις ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές που συνέβαλαν σε αυτή την κρίση –συμπεριλαμβανομένων της ανόδου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που έχουν σχεδιαστεί για εθισμό και της διάβρωσης της κοινωνικής αλληλεπίδρασης στο σχολείο–, ο ρόλος των γονέων αναδεικνύεται κεντρικός.
Ο Χάιντ δεν αποφεύγει να ρίξει σημαντικό βάρος στους ώμους των γονέων και των κηδεμόνων, υποστηρίζοντας ότι η γονική παραίτηση από τον έλεγχο της ψηφιακής ζωής των παιδιών υπήρξε πρωταρχικός παράγοντας της σημερινής επιδημίας. Ενώ ασκούν πλέον ασφυκτικό έλεγχο στην πραγματική ζωή των παιδιών τους, τα έχουν αφήσει να αλωνίζουν ανεξέλεγκτα στην ψηφιακή τους ζωή. Με αυτό τον τρόπο οι γονείς, στην καλώς νοούμενη επιθυμία τους να προστατεύσουν τα παιδιά τους από πιθανούς κινδύνους, δημιούργησαν ακούσια μια πολύ μεγαλύτερη απειλή: μια γενιά ανεπαρκώς προετοιμασμένη να περιηγηθεί στις πολυπλοκότητες της πραγματικής ζωής.
Ένα πράγμα που διακρίνει το έργο του Χάιντ από άλλες τεχνολογικές ιερεμιάδες είναι η ενδελεχής και ευρεία χρήση εμπειρικών στοιχείων. Το βιβλίο παρουσιάζει ένα εντυπωσιακό πλήθος από διαχρονικές μελέτες, μετα-αναλύσεις και διαπολιτισμικές συγκρίσεις για να τεκμηριώσει τη δραματική μεταβολή στην ψυχική υγεία των εφήβων που συνέπεσε με (καλύτερα: προκλήθηκε από) τη σχεδόν καθολική χρήση των κινητών από παιδιά και εφήβους. Η Γενιά του Άγχους δεν αποτελεί καταδίκη της τεχνολογίας, αλλά έκκληση για την υπεύθυνη χρήση της. Ο Χάιντ αναγνωρίζει τα δυνητικά οφέλη των ψηφιακών εργαλείων, αλλά υποστηρίζει ότι τους έχουμε επιτρέψει να κυριαρχήσουν στη ζωή μας σε ανθυγιεινό βαθμό. Προσφέρει πρακτικές λύσεις, προτρέποντας τους γονείς να σχηματίσουν συμμαχίες με άλλους γονείς, να υποστηρίξουν πολιτικές για την περιορισμένη χρήση των κινητών στο σχολείο και να δημιουργήσουν μια κουλτούρα όπου οι εμπειρίες του πραγματικού κόσμου εκτιμώνται πολύ περισσότερο από τους ψηφιακούς περισπασμούς.
Η ανάλυση του Χάιντ για την απώλεια του παιχνιδιού είναι δυσοίωνη. Τονίζει τον κρίσιμο ρόλο του αδόμητου, χωρίς επίβλεψη, παιχνιδιού στην ανάπτυξη κρίσιμων κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων. Η συνεχής παρουσία των οθονών έχει υποκαταστήσει αυτή τη ζωτικής σημασίας αναπτυξιακή δραστηριότητα, αφήνοντας τα παιδιά κοινωνικά καχεκτικά, συναισθηματικά εύθραυστα και λιγότερο εξοπλισμένα για να αντιμετωπίσουν τις αντιξοότητες. Οι γονείς, υποστηρίζει, πρέπει να διεκδικήσουν τη δύναμη να θέτουν όρια, να ενθαρρύνουν το υπαίθριο παιχνίδι και να καλλιεργήσουν μια κουλτούρα «πλήξης» — έναν απαραίτητο πρόδρομο για τη δημιουργικότητα και την ανεξάρτητη σκέψη. Ο Χάιντ υποστηρίζει ότι το παιχνίδι αυτό είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της ανθεκτικότητας, των κοινωνικών δεξιοτήτων και της ικανότητας επίλυσης προβλημάτων.
Ομοίως, η διάβρωση της παιδικής ανεξαρτησίας, που τροφοδοτείται από τις γονεϊκές ανησυχίες και τη συνεχή σύνδεση στο Διαδίκτυο, έχει στερήσει από τα παιδιά την ευκαιρία να εκπαιδευτούν στην ανθεκτικότητα και να αποκτήσουν δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων. Ο Χάιντ υποστηρίζει την επιστροφή στην «ελεύθερη ανατροφή», όπου τα παιδιά έχουν το χώρο να εξερευνήσουν το περιβάλλον τους και να μάθουν από τα λάθη τους. Οι γονείς πρέπει να αντιστέκονται στην παρόρμηση να παρακολουθούν και να παρεμβαίνουν συνεχώς, καλλιεργώντας αντίθετα την αίσθηση της αυτονομίας και της αυτοπεποίθησης.
Το βιβλίο φωτίζει επίσης τον καταστροφικό αντίκτυπο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην κοινωνική ανάπτυξη της παιδικής ηλικίας. Η συνεχής έκθεση σε προσεκτικά επιμελημένες διαδικτυακές περσόνες και η αδιάκοπη επιδίωξη της επιβεβαίωσης μέσω των likes και των followers έχουν δημιουργήσει μια κουλτούρα σύγκρισης και άγχους. Ο Χάιντ παροτρύνει τους γονείς να καθυστερήσουν την πρόσβαση στα κινητά, να παρακολουθούν τη διαδικτυακή δραστηριότητα των παιδιών τους και να ενθαρρύνουν την αλληλεπίδραση πρόσωπο με πρόσωπο. Τονίζει τη σημασία της διδασκαλίας των παιδιών στο να χειρίζονται τις πολύπλοκες κοινωνικές σχέσεις στον πραγματικό κόσμο, αντί να βασίζονται στο διαστρεβλωμένο και συχνά τοξικό περιβάλλον των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Ο Χάιντ ασχολείται και με την απώλεια της διανοητικής ανάπτυξης, υποστηρίζοντας ότι οι συνεχείς περισπασμοί των κινητών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν υπονομεύσει την ικανότητα των παιδιών να συγκεντρώνονται, να σκέφτονται κριτικά και να συμμετέχουν σε βαθιά μάθηση. Οι γονείς καλούνται να δημιουργήσουν ζώνες χωρίς οθόνες, να ενθαρρύνουν το διάβασμα και άλλες δραστηριότητες που διεγείρουν τον νου και να διαμορφώνουν οι ίδιοι υγιείς τεχνολογικές συνήθειες. Εξετάζει, επίσης, πώς πολλοί νέοι φτάνουν στην ενηλικίωση χωρίς να έχουν βιώσει βασικά αναπτυξιακά ορόσημα. Η αύξηση του χρόνου στην οθόνη, σε συνδυασμό με μια κουλτούρα αποστροφής του κινδύνου, έχει οδηγήσει σε καθυστερημένη ανεξαρτησία, χαμηλότερη ανθεκτικότητα και αυξημένες προκλήσεις ψυχικής υγείας.
Ιδιαίτερα συναρπαστική είναι η ανάλυσή του για τις διαφορές μεταξύ των δύο φύλων, στον αντίκτυπο που έχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στον ψυχισμό τους. Ο Χάιντ παρουσιάζει στοιχεία που συνδέουν την άνοδο πλατφορμών όπως το Instagram, το TikTok και το Snapchat με αυξημένα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης, ιδίως μεταξύ των εφήβων κοριτσιών. Τεκμηριώνει πειστικά πώς αυτές οι πλατφόρμες φαίνεται να έχουν εντείνει την κοινωνική σύγκριση και το άγχος της «εικόνας εαυτού» και της εμφάνισης, ιδίως μεταξύ των έφηβων κοριτσιών, ενώ καταδεικνύει πώς τα αγόρια έχουν αποσυρθεί όλο και περισσότερο σε παιχνίδια και σε άλλους διαδικτυακούς χώρους που μπορεί να βλάψουν την κοινωνική τους ανάπτυξη και τις σχολικές τους επιδόσεις.
Από επικριτές άλλο τίποτα
Όπως είναι φυσικό, όλοι έπεσαν να τον φάνε: techno freaks, μεταμοντέρνοι εκπαιδευτικοί, μελλοντολόγοι, οι πανίσχυρες εταιρείες τεχνολογίας. Οι επικριτές αμφισβήτησαν κατά πόσον η συσχέτιση ισούται με την αιτιώδη συνάφεια — αν τα κινητά προκάλεσαν όντως προβλήματα ψυχικής υγείας, αν οι δυστυχισμένοι έφηβοι απλώς έλκονται από τις ψηφιακές πλατφόρμες ή αν η μεγαλύτερη πληροφόρηση για τα ζοφερά ζητήματα του πλανήτη, όπως οι πόλεμοι, καθώς και τα πραγματικά προβλήματα, όπως η κλιματική αλλαγή, τους κάνουν δυστυχισμένους. Ο Χάιντ αντιμετωπίζει αυτές τις εναλλακτικές εξηγήσεις κατά μέτωπο, παρουσιάζοντας πραγματικά πειράματα και συγκριτικά δεδομένα από χώρες με διαφορετικά πρότυπα υιοθέτησης της τεχνολογίας για να ενισχύσει την αιτιώδη συνάφεια.
Ορισμένοι άλλοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η κρίση της ψυχικής υγείας είναι πολύπλευρη και δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στη διαρκή ψηφιακή παρουσία. Παράγοντες όπως οι οικονομικές πιέσεις, το ακαδημαϊκό άγχος και οι ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο. Θα ήταν διαβολική σύμπτωση, ωστόσο, αν η αυξητική τάση χρήσης των κινητών δεν συνδεόταν οργανικά με την καταβαράθρωση της ψυχικής υγείας των παιδιών.
Μια άλλη κριτική, τέλος, είναι ότι οι προτεινόμενες λύσεις του, αν και λογικές, μπορεί να είναι δύσκολο να εφαρμοστούν σε μεγάλη κλίμακα. Η ενθάρρυνση της κοινωνικής αλλαγής στις μορφές ανατροφής των γονέων, στις εκπαιδευτικές πολιτικές και στις εταιρικές πρακτικές γύρω από τους αλγόριθμους των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι ένα δύσκολο έργο. Ωστόσο, το έργο του Χάιντ συμβάλλει σε μια ουσιαστική συζήτηση για το πώς θα υποστηριχθεί καλύτερα η ψυχική υγεία και η ευημερία των μελλοντικών γενεών.
Τίποτε βεβαίως δεν είναι τέλειο και Η Γενιά του Άγχους δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Η ανάλυση του Χάιντ δεν στερείται τυφλών σημείων. Η προοπτική του αντικατοπτρίζει (σπάνια) μια αμερικανική άποψη της μεσαίας τάξης, η οποία μπορεί να μη λαμβάνει πλήρως υπόψη τον τρόπο με τον οποίο η ψηφιακή τεχνολογία λειτουργεί σε άλλα πολιτισμικά πλαίσια, σε άλλες οικονομικές πραγματικότητες. Επιπλέον, ενώ αναγνωρίζει τα οφέλη της ψηφιακής συνδεσιμότητας για τις περιθωριοποιημένες ομάδες και τα άτομα με νευροδιαφορετικότητα, οι συζητήσεις αυτές παραμένουν κάπως φτωχές. Ορισμένοι αναγνώστες μπορεί επίσης να βρουν την τοποθέτησή του περιστασιακά νοσταλγική για ένα εξιδανικευμένο προ-ψηφιακό παρελθόν που δεν ήταν γενικώς θετικό. Ο Χάιντ, πάντως, αποφεύγει τις απλουστευτικές διχοτομίες «τεχνολογία κακή, φύση καλή», προσφέροντας μια πιο λεπτομερή εξέταση του τρόπου με τον οποίο τα ψηφιακά περιβάλλοντα αλληλεπιδρούν με τις ανθρώπινες ψυχολογικές ανάγκες.
Το ισχυρότερο πλεονέκτημα του βιβλίου είναι ότι προχωρά πέρα από την απλή καταγραφή και την ανάλυση των προβλημάτων. Στο δεύτερο μέρος, ο Χάιντ προσφέρει πρακτικές συστάσεις για οικογένειες, σχολεία και φορείς χάραξης πολιτικής. Αντί να υποστηρίζει άκριτα την ψηφιακή αποχή, προτείνει μια διαφοροποιημένη προσέγγιση που καθυστερεί την υιοθέτηση κινητών μέχρι την εφηβεία, ενθαρρύνει χώρους και δραστηριότητες χωρίς τεχνολογία και προωθεί τον ψηφιακό εγγραμματισμό. Το μήνυμά του, δηλαδή, είναι μήνυμα ελπίδας. Υπενθυμίζει στους γονείς ότι έχουν τη δύναμη να διεκδικήσουν την παιδική ηλικία των παιδιών τους, να δημιουργήσουν ένα πιο υγιές και ισορροπημένο περιβάλλον για την ανάπτυξή τους. Το βιβλίο χρησιμεύει ως ισχυρή υπενθύμιση ότι το μέλλον των παιδιών μας, και μάλιστα της κοινωνίας μας, εξαρτάται από τη βούλησή μας να δώσουμε προτεραιότητα στην ευημερία τους έναντι της απατηλής γοητείας του ψηφιακού κόσμου.
«Το 2024, αυτές οι συσκευές περιέχουν τις ζωές μας», λέει ένας επικριτής του Χάιντ, θεωρώντας ότι πλέον δεν μπορούμε να κάνουμε στιγμή χωρίς τα κινητά τηλέφωνα. Στην πραγματικότητα δεν τις περιέχουν: τις κρατούν αιχμάλωτες. Καλή λευτεριά!
Διαβάστε και τη συνέντευξη του Τζόναθαν Χάιντ στον Γιώργο Ναθαναήλ: https://booksjournal.gr/synenteykseis/5345-jonathan-haidt-kinita-to-opio-ton-paidion