Σύνδεση συνδρομητών

Βασανιστικά ευέλικτη εργασιακή καθημερινότητα

Κυριακή, 23 Μαρτίου 2025 22:13
Διαμαντής Διαμαντόπουλος, Εργάτες, λάδι σε καμβά.
Εθνική Πινακοθήκη
Διαμαντής Διαμαντόπουλος, Εργάτες, λάδι σε καμβά.

Γιώργος Τσιώλης, Επισφαλείς βιογραφίες. Εργασιακές διαδρομές και ταυτότητες στον μετασχηματιζόμενο κόσμο της εργασίας, Gutenberg, Αθήνα 2023, 530 σελ.

Το βιβλίο του καθηγητή κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Γιώργου Τσιώλη, για τις επισφαλείς βιογραφίες μεγάλου τμήματος των Ελλήνων και των Ελληνίδων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, είναι εξαιρετικά διεισδυτικό. Μας αποκαλύπτει όψεις των κοινωνικών διαστάσεων της οικονομικής ζωής που παραμένουν στη σκιά των μεγάλων αναλύσεων.

Δημιουργείται πολύ συχνά η εντύπωση, συνήθως λόγω απωθήσεων, ότι μπορούμε να καταλάβουμε την ελληνική οικονομία και κοινωνία, χωρίς να αποκτήσουμε μια σαφή εικόνα της ζοφερής καθημερινότητας που επικρατεί σε μεγάλο μέρος του κόσμου της εργασίας. Οι μακροσκοπικές θεωρήσεις των πραγμάτων και οι αναγωγές σε αφηρημένα οικονομικά υποδείγματα ή σε συνοπτικές στατιστικές αποτυπώσεις, παρά τη χρησιμότητά τους, συσκοτίζουν συχνά κρίσιμες πτυχές της πραγματικότητας. Η εστίαση της προσοχής στα ποσοστά των ανέργων και των υποαπασχολούμενων, ή στα ζητήματα συμπίεσης των μισθών, μας κάνει να αποστρέφουμε το βλέμμα από μια επιπλέον σημαντική διάσταση των κοινωνικών προβλημάτων. Αυτή αφορά την κατάσταση όσων απολαμβάνουν το προνόμιο της κατοχής μιας έστω και προσωρινής θέσης εργασίας.

Πολλοί και κυρίως πολλές αυτής της κατηγορίας εργαζομένων εντάσσονται σε θέσεις αβέβαιης διάρκειας, που συχνά χαρακτηρίζονται από πολύ κακές συνθήκες. Η ποιότητα της εργασιακής ζωής και η αντιμετώπιση των σοβαρότατων καθημερινών προβλημάτων που μεταξύ άλλων επηρεάζουν τόσο την ψυχική, όσο και τη σωματική υγεία των κατοίκων της χώρας, τόσο των ελλήνων υπηκόων όσο και των μεταναστών, δεν αποτελεί αντικείμενο των προπαγανδιστικών ανακοινώσεων των κυβερνητικών εκπροσώπων. Αυτή η ελλειμματική θεώρηση γίνεται ιδιαίτερα προβληματική εάν δείξουμε ενδιαφέρον για την ανάλυση της κατάστασης που επικρατεί στο τμήμα της ιδιωτικής οικονομίας όπου απασχολείται το μεγαλύτερο μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Πρόκειται όπως γνωρίζουμε για ένα οικοσύστημα δραστηριοτήτων που δεν είναι μόνο μειωμένης ανταγωνιστικότητας αλλά και ένα βαρίδι λόγω των αντιαναπτυξιακών δυνάμεων που παράγει. Πολλές από αυτές τις αρνητικές δυνάμεις προέρχονται από την καταστροφή του ανθρώπινου δυναμικού λόγω της συσσώρευσης απογοητευτικών εμπειριών με σοβαρές ψυχολογικές επιπτώσεις που υπονομεύουν την καλλιέργεια και την αξιοποίηση τόσο ουσιαστικών όσο και τυπικών προσόντων. Η εικόνα της σαθρότητας του παραγωγικού μοντέλου, αλλά και γενικότερα των όρων συγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, μπορεί να αναδειχθεί διεισδύοντας στο πεδίο των καθημερινών βιωμάτων των εργασιακών σχέσεων που επικρατούν στο κυρίαρχο τμήμα της πλειάδας μικρών επιχειρήσεων. Αλλά και στον τομέα των μεγαλύτερων και των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων και των δικτύων υπεργολάβων τους μπορούμε να παρατηρήσουμε αντίστοιχες τάσεις. Ο χώρος των ακμαίων, μεγαλύτερων και αξιόλογα πιο ανταγωνιστικών επιχειρήσεων παράγει τέτοια φαινόμενα, λόγω της αύξησης των τάσεων «outsourcing» και του δανεισμού εργαζομένων. Η καταγραφή επισφαλών βιογραφιών φέρνει στο φως τα ποιοτικά δεδομένα που χρειαζόμαστε προκειμένου να προβούμε σε ευρείας κλίμακας αναλύσεις οι οποίες θα οδηγήσουν σε ουσιαστικές σκέψεις για την πολιτική αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων.

Τα φαινόμενα τα οποία αναδεικνύονται με τη βιογραφική έρευνα στην οποία επικεντρώνει ο Τσιώλης δεν μας είναι βεβαίως άγνωστα. Οι συνθήκες εκμετάλλευσης, οι εκβιαστικές πρακτικές, η με πολλαπλούς τρόπους ακραία πολλές φορές προσβολή της προσωπικότητας των εργαζομένων, όπως και η ακραία πολυδιάστατη παραβατικότητα πολλών εργοδοτών με ανοχή των αρχών, κυρίως στο πεδίο  των κυρίαρχων στην ελληνική οικονομία μικρών και μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, αποτελούν βασικά στοιχεία του τρόπου με τον οποίο βιώνεται η ελληνική πραγματικότητα.

Μας απασχολεί το γεγονός ότι η αδυναμία αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις πρακτικές που υιοθετούν ανίκανοι και εν πολλοίς ευκαιριακοί εργοδότες οι οποίοι με ανάλογο καιροσκοπισμό αντιμετωπίζουν τα προσόντα, την αξία των οποίων πολύ συχνά δεν κατανοούν ούτε καν στοιχειωδώς. Κάποιοι επίσης αντιλαμβάνονται ότι η εργασιακή επισφάλεια που προκύπτει από αυτές τις συνθήκες βουλιάζει μεγάλο μέρος των κατοίκων της χώρας σε αδιέξοδα τα οποία δεν αφορούν μόνο την ατομική τους μοίρα, αλλά και το συλλογικό μέλλον. Και βέβαια δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που αναφερόμαστε στη μετανάστευση ως αποτέλεσμα τέτοιων εμπειριών. Μέσα από αυτές τις κυκλικά αναπαραγόμενες καθημερινές συζητήσεις για αυτές τις συνθήκες ερχόμαστε επίσης  αντιμέτωποι με καταστροφικά ελλείμματα πολιτικής και λειτουργίας των θεσμών.

Προφανώς δεν χαρακτηρίζονται όλοι από ευαισθησία για την κατανόηση αυτών των συνθηκών. Κάποιοι υιοθετούν την αισιοδοξία που εμπνέουν οι πραγματικά υπαρκτές αντίρροπες θετικές εξελίξεις στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας. Δεν αντιλαμβάνονται πόσο μολυσματικές μπορεί να είναι οι συνθήκες παραβατικής επιχειρηματικότητας, που γίνεται κυρίως εμφανής από τις πρακτικές αξιοποίησης μαύρης εργασίας. Η κακή διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού επηρεάζει γενικότερα τα ήθη στον κόσμο της εργασίας και, κατ’ επέκταση, τα ήθη που διαμορφώνουν επιχειρηματικές κουλτούρες.

Ως προς αυτό θα πρέπει ίσως να τεθεί το εξής ερώτημα: σε ποιο βαθμό τα ήθη αντιμετώπισης του εργατικού δυναμικού και οι τάσεις ελλιπούς προστασίας εργασιακών δικαιωμάτων διαχέονται και στο πεδίο των επιχειρήσεων που προβάλλουν αξιώσεις διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Διαμορφώνουν δηλαδή μια κυρίαρχη εργασιακή κουλτούρα με γενικότερες επιπτώσεις στην οικονομική κουλτούρα.

Οι αισιόδοξοι, ή αυτοί που είναι επιρρεπείς στην ωραιοποίηση παραγνωρίζουν επίσης άλλες ουσιαστικές πηγές προβλημάτων τα οποία προέρχονται από ευρύτερες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις και την απορρύθμιση των αγορών που καθορίζουν τα οργανωσιακά χαρακτηριστικά των καπιταλιστικών σχέσεων του 21ου αιώνα και των επιπτώσεών τους στην καθημερινότητα όσων παρέχουν εξαρτημένη εργασία. Στις καθημερινές συναναστροφές όσων διαθέτουν γνώση από άμεσες εμπειρίες ή αυτών που έχουν ακούσει σχετικές ιστορίες και διακατέχονται από ευαισθησία για τα κοινωνικά προβλήματα, τα ζητήματα αυτά συζητιούνται συνήθως χωρίς ιδιαίτερες αναλυτικές αξιώσεις. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη ή στην ελλιπή αξιοποίηση ποιοτικών πληροφοριών που δείχνουν την πραγματική φύση των προβλημάτων.

 

Εργασιακή ανασφάλεια

Ο Τσιώλης, διεθνώς καταξιωμένος ερευνητής στο πεδίο των βιογραφικών αναλύσεων, συνέλεξε με αφηγηματικές συνεντεύξεις που διενήργησαν μέλη της ερευνητικής του ομάδας μεγάλο όγκο ποιοτικών δεδομένων. Τα φαινόμενα που κίνησαν την προσοχή του προκύπτουν από την αλληλεπίδραση των ελληνικών συνθηκών με διεθνείς εξελίξεις σχετικά με τις ευέλικτες και επισφαλείς μορφές εργασίας ιδιαίτερα σε απορυθμισμένες αγορές. Πολλά απ’ αυτά που μας εξιστορεί ανήκουν σε πράγματα τα οποία έχουμε ακούσει. Η χρησιμοποίηση όμως των μεθόδων και των τεχνικών συλλογής ιστοριών ζωής, οι οποίες χαρακτηρίζουν μια από τις πιο σημαντικές πλευρές της ποιοτικής κοινωνικής έρευνας, αποκαλύπτει με τεκμηριωμένο τρόπο διαστάσεις της ελληνικής πραγματικότητας που συνήθως μόνο επιφανειακά συζητιούνται. Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα της βιογραφικής έρευνας είναι ότι συνδέει την ανάλυση των προσωπικών αφηγήσεων με την ανάλυση των προβλημάτων της κοινωνικής και της προσωπικής ταυτότητας. Μέσω των αφηγηματικών δεδομένων, οι «φωνές» των προσώπων μάς αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο αυτά νοηματοδοτούν τις πρωτογενείς του εμπειρίες, αλλά συγχρόνως μας αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι νοηματοδοτήσεις συνδέονται με την πρόσληψη της κοινωνικής και οικονομικής συνάφειας. Τα στοιχεία της βιογραφίας που προκύπτουν από τις αφηγηματικές εκλογικεύσεις των ατόμων, τα οποία αποδέχονται να εκφραστούν στους συνεντευκτές, μας οδηγούν στα ίχνη των προσπαθειών κατασκευής της ταυτότητάς τους. Σε αυτή την κατεύθυνση, οι δυσκολίες συγκρότησης του εαυτού σε συνθήκες επαναλαμβανόμενων εμπειριών εργασιακής επισφάλειας συνεπάγονται αδιέξοδα τα οποία συνδέονται με προβλήματα αξιοπρέπειας και αυτοεκτίμησης που επιβαρύνουν τον ψυχισμό και υποβαθμίζουν το ανθρώπινο κεφάλαιο.

Η εικόνα που αναδύεται μέσα από την έρευνα του Γιώργου Τσιώλη δεν είναι καθόλου ευοίωνη, μια και οι καταστάσεις που περιγράφει δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο εύστοχης λήψης μέτρων ή ότι θα αμβλυνθούν λόγω θετικών οικονομικών μεταβολών στο ορατό μέλλον. Πίσω από τις ιστορίες ζωής και τις αναλυτικές παρατηρήσεις, μπορεί κανείς να δει τα ίχνη αντιφατικών στοιχείων των οικονομικών νοοτροπιών. Το συλλογικό φαντασιακό της ανάπτυξης που θα εξασφαλίσει ποιότητα ζωής έρχεται σε σύγκρουση με τις αναφορές των προσώπων που κατέθεσαν τις εμπειρίες τους από εργασιακούς χώρους. Αυτές οι εμπειρίες μόνο με αρνητικά επιχειρηματικά πρότυπα θα μπορούσαν να συνδυαστούν.

Αυτή η κατάσταση διαμορφώνει ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο οι επαγγελματικές σταδιοδρομίες καθίστανται ιδιαίτερα ασταθείς, πολλές φορές αδιέξοδες. Μια από τις συνέπειες είναι η πολύ μεγάλη δυσκολία που έχουν τα άτομα τα οποία προσπαθούν να σχεδιάσουν την επαγγελματική τοποθέτησή τους και τη σταδιοδρομία τους βάσει του συνταιριάσματος των προσόντων που επιδιώκουν να αναπτύξουν με τις πιθανές διατιθέμενες θέσεις εργασίας. Πολλές φορές καταλήγουν, παρέχοντας οποιαδήποτε εργασία τους τύχει, σε μια ιδιότυπη κατάσταση χαμηλών και αβέβαιων απολαβών ελεύθερων επαγγελματιών με απροσδιόριστο επαγγελματικό προφίλ. Η ικανότητα ευέλικτης αξιοποίησης προσόντων προσαρμογής, σε δυσμενείς συνθήκες, συνήθως υπερτερεί των όποιων άλλων ουσιαστικών και τυπικών προσόντων. Αυτές οι δύσκολες συνθήκες διαχείρισης του εαυτού προέρχονται κατά κύριο λόγο από οικονομικές συνθήκες. Οι καιροσκοπικές συμπεριφορές των επιχειρηματιών που δεν υιοθετούν επιχειρηματικά πρότυπα δράσης τα οποία στηρίζονται στην ουσιαστική μακροπρόθεσμη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού δημιουργούν ανασφάλεια. Όπως φαίνεται οι περισσότεροι από τους τελευταίους δεν συνδέουν την απόδοση των επενδύσεών τους με την κατανόηση του γεγονότος, όπως δείχνει πληθώρα μελετών, ότι οι εργαζόμενοι γίνονται πιο αποδοτικοί όταν αναζητούν, πέρα από τον αξιοπρεπή μισθό, μια στοιχειωδώς ενδιαφέρουσα δουλειά που δημιουργεί την αίσθηση ότι η επαγγελματική τους ζωή έχει νόημα. Η συνακόλουθη απροσδιοριστία ως προς τις απαιτήσεις της πλειονότητας των εργοδοτών καταλήγει σε μη ρεαλιστικές στρατηγικές ανάπτυξης προσόντων από την πλευρά των ατόμων τα οποία αποσκοπούν σε εξασφάλιση και ενδεχομένως σε κοινωνική κινητικότητα. Το πρόβλημα, όπως δείχνουν πολλές συνεντεύξεις, εμφανίζεται κυρίως στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η χρησιμότητα των τυπικών εκπαιδευτικών προσόντων. Η κοινωνική φαντασία που γεννά φιλοδοξίες δεν αντιστοιχεί επαρκώς στις επαγγελματικές δυνατότητες τις οποίες παρέχει η ελληνική οικονομία.  Παρά το γεγονός αυτό, όπως μας δείχνουν τα αποτελέσματα της έρευνας του Τσιώλη, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο της εκπαίδευσης και της επανεκπαίδευσης, πολλές φορές σε προχωρημένες φάσης του βιογραφικού κύκλου. Σε κάποιο τμήμα του πληθυσμού καλλιεργείται η ελπίδα βελτίωσης θέσης βάσει τυπικών προσόντων, πολλές φορές ασύνδετων με τις έως τότε επαγγελματικές εμπειρίες. Σε κάποιο άλλο τμήμα των επισφαλώς εργαζομένων εμφανίζεται το ενδιαφέρον φαινόμενο της ένταξης σε μαθησιακά περιβάλλοντα της ανώτατης εκπαίδευσης, χωρίς πραγματική ελπίδα εξασφάλισης, κυρίως για λόγους αυτοεκπλήρωσης. 

Το απαύγασμα των εμπειρικών εικόνων που συνέλεξε ο συγγραφέας μάς μεταφέρεται σε ένα κείμενο πεντακοσίων σελίδων. Για το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού στο οποίο θα μπορούσε να κινηθεί το ενδιαφέρον για την κατανόηση της ελληνικής εργασιακής τραγωδίας, η έκταση αυτή λειτουργεί ενδεχομένως αποθαρρυντικά. Αρκεί όμως απλώς να ξεκινήσει κανείς την ανάγνωση των αφηγήσεων της πορείας της εργασιακής ζωής συγκεκριμένων υπαρκτών προσώπων για να απορροφηθεί από ιστορίες που συχνά επιθυμούμε να απωθήσουμε. Αυτές οι ιστορίες, σε μεγάλο βαθμό ιστορίες φρίκης, με σπάνιες καμπές που μας οδηγούν σε περιγραφές θετικών εξελίξεων, καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Μπορούν να διαβαστούν ανεξάρτητα από τις εμβριθείς αναφορές στα θεωρητικά και μεθοδολογικά θεμέλια της ερευνητικής διαδικασίας. Άλλωστε, οι παράπλευρες ένθετες επεξηγηματικές παρατηρήσεις του συγγραφέα μεταφέρουν, σε μεγάλο βαθμό ακόμη και στους μη ειδικούς, τους σχετικούς κοινωνιολογικούς, ψυχολογικούς και πολιτικοοικονομικούς προβληματισμούς από τους οποίους εκκινούν οι στοχεύσεις των εμπειρικών παρατηρήσεων, χωρίς να είναι αναγκαίο το ενδιαφέρον για θεμελιώδη ζητήματα θεωρίας και μεθόδου στις κοινωνικές επιστήμες. Όσοι και όσες ανήκουν στο κοινό που είναι ασκημένο στην ανάγνωση διηγημάτων τα οποία αναδεικνύουν κοινωνικές ανισότητες και τις επιπτώσεις τους δεν θα είναι καθόλου δύσκολο να διαβάσουν με μεγάλο ενδιαφέρον το περιγραφικό μέρος της παρουσίασης του υλικού της έρευνας. Τα συμπεράσματα στα οποία μας οδηγεί μπορούν ακόμη και με αυτού του είδους χρήσης του βιβλίου να συναχθούν χωρίς να υπάρξουν απώλειες ως προς τις πιο σημαντικές εντυπώσεις που επιδιώκει ο συγγραφέας να μας μεταδοθούν.  

Η γλαφυρή παρουσίαση βιογραφικών αφηγήσεων, που πάντα συνδυάζονται με ένθετα τόσο μεθοδολογικά όσο και πραγματολογικά σχόλια, δεν αποτελεί την μόνη αρετή του βιβλίου. Η χρησιμότητά του είναι ανεκτίμητη και για έναν άλλο λόγο: η επισκόπηση των θεωρητικών ρευμάτων στις συζητήσεις περί εργασιακών επισφαλειών που περιέχει το πρώτο μέρος του βιβλίου μπορεί να αξιοποιηθεί ως μια πολύ καλή βάση σχετικών βιβλιογραφικών αναζητήσεων. Η παρουσίαση των συμβολών των σημαντικότερων κοινωνιολόγων που ασχολούνται με αυτό το θέμα εδώ και τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες φέρνει επιπλέον στο επίκεντρο ζητήματα της πρόσφατης ιστορίας.  Η παρουσίαση των διαπιστώσεών τους έχει ιδιαίτερη σημασία σε μια στιγμή που εντείνεται η αγωνία της κατανόησης των εξελίξεων και των καμπών που αναδιατάσσουν τα συστήματα ευκαιριών για προσωπική εξασφάλιση και εκπλήρωση μέσω των επαγγελματικών σταδιοδρομιών.

Τόσο οι αφηγηματικές, όσο και οι αναλυτικές παρουσιάσεις του Τσιώλη πηγάζουν από τη γνώση των ιστορικών μεταβολών που έφερε η νεοφιλελεύθερη φάση της παγκοσμιοποίησης. Οι κοινωνιολογικές θεωρίες για τις μεταβολές στις εργασιακές σχέσεις και των κατασταλαγμάτων τους στην ανάλυση των μικροπεδίων των εργασιακών εμπειριών στις οποίες αναφέρεται εξελίχθηκαν παράλληλα με τις μακροσκοπικές αναλύσεις αυτής της περιόδου. Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των κοινωνιολογικών θεωριών παρουσιάζονται στο βιβλίο αυτό με έναν πολύ διαυγή και ζυγισμένο τρόπο.

Ένα στοιχείο σε αυτή την κατεύθυνση το οποίο δημιουργεί θετικά συναισθήματα είναι το γεγονός ότι η στήριξή της δουλειάς του Τσιώλη σε προηγούμενες κοινωνιολογικές θεωρίες και εμπειρικές αναλύσεις δεν περιορίζεται σε παραπομπές στα μεγάλα ονόματα των παγκοσμίως προβεβλημένων εκπροσώπων ισχυρών ερευνητικών και διανοητικών κοινοτήτων. Αξιοποιεί με εξαιρετικά γόνιμο τρόπο την υψηλής ποιότητας εγχώρια ερευνητική παραγωγή, αναδεικνύοντας έτσι κάτι που ίσως δεν είναι ευρύτερα γνωστό: την αξία μιας σημαντικής ελληνικής κοινότητας του πεδίου της κοινωνιολογίας της εργασίας. Εδώ θα πρέπει να υπογραμμισθεί το γεγονός ότι η λειτουργία του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος έχει συμβάλει με πολύ ουσιαστικό τρόπο σε αυτή την κατεύθυνση, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη χρηματοδότηση της έρευνας την οποία διεξήγαγε ο Τσιώλης με τους συνεργάτες και τις συνεργάτιδές του.

 

Απαραίτητα πολιτικά ερωτήματα

Με αυτή την πολύτιμη παρουσίαση θεωρητικού και εμπειρικού υλικού δημιουργείται το πλαίσιο διατύπωσης πολιτικών ερωτημάτων. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων μάς εμφανίζεται ως αποτέλεσμα επιχειρηματικών πρακτικών, σε πολλές από τις οποίες θα μπορούσαμε να προσδώσουμε στρατηγικό χαρακτήρα ως προς την εκμετάλλευση του ανθρώπινου δυναμικού. Ποια είναι όμως η σημασία των κρατικών πολιτικών; Ποια είναι η συμβολή τους στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων σε συνδυασμό με μέτρα άλλοτε απελευθέρωσης ή απορρύθμισης και άλλοτε ελέγχου των αγορών; Ποια από τα φαινόμενα που περιγράφονται σε αυτό το βιβλίο βάσει ιστοριών ζωής είναι αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής και, επομένως, θα μας έβαζαν σε σκέψεις για τον ενδεχόμενο αναπροσανατολισμό της και τις δυνατότητες εφαρμογής εναλλακτικών μέτρων;

Οι κοινωνιολογικές έρευνες εξαιρετικά σπάνια συνοδεύονται από σενάρια διατύπωσης και εφαρμογής πολιτικών μέτρων για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων που διαπιστώνονται. Ο τρόπος όμως που αναδεικνύουν τα ζητήματα συνεπάγεται την αναγνώριση των αναγκών συγκρότησης της πληροφορίας που θα ήταν αναγκαία προκειμένου να υπάρξει ορθολογικός διάλογος για τις πιθανές μορφές δράσης. Οι όροι των διαλόγων που είναι δυνατόν να προκύψουν βάσει εύρωστων ερευνητικών αποτελεσμάτων θα μπορούσε σε συνθήκες που λειτουργούν οι θεσμοί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όταν μάλιστα επικρατεί μια στοιχειώδης ευσυνειδησία των ανθρώπων των μέσων διάδοσης πληροφοριών, να περιορίσει τις τάσεις αντιπαραγωγικής πολιτικής εκμετάλλευσης των περιστάσεων.

 Σε σχέση με αυτά τα ζητήματα θα άξιζε να υπογραμμιστεί από μια άλλη σκοπιά η σημασία αυτής της παρουσίασης και ανάλυσης ιστοριών ζωής που αφορούν την εργασιακή επισφάλεια.  Το κριτικό επιχείρημα που συχνά διατυπώνεται είναι ότι αυτού του είδους η ποιοτική έρευνα παρέχει αποκλειστικά αποσπασματικές εικόνες που δεν είναι χρήσιμες για την χάραξη πολιτικής. Εδώ θα μπορούσαν να δοθούν απαντήσεις σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Η μια αφορά το βιωματικό στοιχείο. Πολλές πολιτικές αστοχίες, ακόμη και όταν υπάρχει θετική διάθεση επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα έλλειψης ενσυναίσθησης από την πλευρά των πολιτικών, των τεχνοκρατών και των γραφειοκρατών. Ακόμη και όταν υπάρχει το κατάλληλο συγκινησιακό υπόβαθρο, λείπει η κατανόηση της βιωματικής διάστασης και η λεπτομερής γνώση των καταστάσεων. Προφανώς, αυτή η δυνατότητα αποσπασματικής κατανόησης των συνθηκών δεν επαρκεί. Απαιτείται η χαρτογράφηση των πεδίων οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων προκειμένου να γίνει η σύνδεση αυτών των χαρτογραφήσεων με κατάλληλες στατιστικές αναλύσεις. Διαφορετικά, η προτεραιοποίηση  των στοχοθεσιών και η κατανομή των προβλεπόμενων πόρων, όπως επίσης και οι διοικητικές και νομικές προβλέψεις, θα είναι αποτέλεσμα αν όχι αυθαίρετων, πάντως ελλιπών παραδοχών.

Ένα θεμελιώδες ζήτημα που ανακύπτει σε τέτοιες διαδικασίες αναζήτησης πληροφορίας είναι ότι η θεωρητική φαντασία των ερευνητών, και πολλές φορές οι απαιτήσεις αυτών που παραγγέλνουν τις έρευνες, επηρεάζουν με εξαιρετικά προβληματικές επιπτώσεις τον τρόπο προσέγγισης της πραγματικότητας. Εάν στηριχθεί σε εικόνες της ποιοτικής έρευνας η εκκίνηση της διατύπωσης των ερωτημάτων που καθοδηγούν τις εμπειρικές έρευνες μεγάλης κλίμακας οι οποίες διενεργούνται προκειμένου να διατυπωθεί και να εφαρμοστεί πολιτική, αυτός ο κίνδυνος μειώνεται σε απίστευτο βαθμό: οι αρχικές παραδοχές προκύπτουν από άμεση γνώση του πεδίου.

Συγκροτημένες και ρεαλιστικές πολιτικές απαντήσεις στο πρόβλημα της τόσο εκτεταμένης επισφάλειας στην ελληνική αγορά εργασίας δεν έχουμε. Το βιβλίο του Τσιώλη μάς δείχνει όμως τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να ξεκινήσουμε προκειμένου να αποκτήσουμε θεμελιωμένη γνώση. Χωρίς αυτή τη γνώση θα είναι πολύ δύσκολο να οδηγηθούμε σε γόνιμους δημόσιους διαλόγους και σε όσο το δυνατόν πιο ορθολογική στάθμιση μέτρων κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής.

 

Αλέξανδρος - Ανδρέας Κύρτσης

Ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Βιβλία του: Κοινωνιολογική σκέψη και εκσυγχρονιστικές ιδεολογίες στον ελληνικό μεσοπόλεμο (1996), Τεχνολογικός σχεδιασμός και κοινωνική οργάνωση της ψηφιακής επιχείρησης (2002), Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος: Τεχνολογική και οργανωτική πρωτοπορία 1950-2000 (2008).

Τελευταία άρθρα από τον/την Αλέξανδρος - Ανδρέας Κύρτσης

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.