Σύνδεση συνδρομητών

Η Ρωσία και ο πόλεμος που δεν κέρδισε

Πέμπτη, 30 Οκτωβρίου 2025 07:57
Το σχέδιο του Αλέκου Παπαδάτου για το εξώφυλλο του Βοοks’ Journal, τχ. 128, με θέμα την αντίσταση της Ουκρανίας στην εισβολή, απεικόνιζε τέσσερις νέους που πήραν τα όπλα, από μια εικόνα στα κοινωνικά δίκτυα που είχε γίνει viral. Τρία χρόνια μετά, η αντίσταση τέτοιων παιδιών κατέρριψε το μύθο της ισχυρής Ρωσίας και ανέδειξε τη σημασία της αντίστασης σε αναθεωρητικές δυνάμεις από λαούς που επιδιώκουν την ελευθερία και την προοπτική της Ευρώπης.
Αλέκος Παπαδάτος
Το σχέδιο του Αλέκου Παπαδάτου για το εξώφυλλο του Βοοks’ Journal, τχ. 128, με θέμα την αντίσταση της Ουκρανίας στην εισβολή, απεικόνιζε τέσσερις νέους που πήραν τα όπλα, από μια εικόνα στα κοινωνικά δίκτυα που είχε γίνει viral. Τρία χρόνια μετά, η αντίσταση τέτοιων παιδιών κατέρριψε το μύθο της ισχυρής Ρωσίας και ανέδειξε τη σημασία της αντίστασης σε αναθεωρητικές δυνάμεις από λαούς που επιδιώκουν την ελευθερία και την προοπτική της Ευρώπης.

Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ο κόσμος ξύπνησε σε έναν πόλεμο που υποτίθεται ότι θα κρατούσε τρεις ημέρες. Η Ρωσία, σίγουρη για την ισχύ της, εισέβαλε στην Ουκρανία με στόχο να καταρρεύσει η κυβέρνηση του Κιέβου και να επιστρέψει η χώρα στον έλεγχο της Μόσχας. Τρία χρόνια αργότερα, τίποτε από αυτά δεν έχει συμβεί. Η Ουκρανία αντιστέκεται, η Δύση συσπειρώθηκε και η Ρωσία, αντί να αποδείξει τον ρόλο της ως υπερδύναμη, βυθίζεται σε στρατιωτικές απώλειες, οικονομική εξάρτηση και διεθνή απομόνωση.

Ο πόλεμος αυτός δεν μετριέται μόνο με τανκς και πυραύλους. Μετριέται και με εικόνες, με αφηγήματα, με τη μάχη για το ποιος θα πείσει την κοινή γνώμη. Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο «θεατρίνος» που πολλοί υποτίμησαν, μετατράπηκε σε παγκόσμιο σύμβολο αντίστασης. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, αντίθετα, βλέπει το δικό του αφήγημα να καταρρέει, εγκλωβισμένος σε έναν πόλεμο φθοράς.

Το μικρό αυτό δοκίμιο επιχειρεί να αποτιμήσει τι έχουμε ώς εδώ: την αποτυχία της Μόσχας να πετύχει τους στρατηγικούς της στόχους, την αλλαγή των ισορροπιών στην Ευρώπη, την επιστροφή της γεωπολιτικής και την αναγκαστική προσαρμογή της Γηραιάς Ηπείρου σε μια νέα εποχή ενεργειακής και στρατιωτικής αυτονομίας.

 

  1. Η αναξιοπιστία της Ρωσίας

Το 1994, στο Μνημόνιο της Βουδαπέστης, έμοιαζε να χαράσσεται μια νέα σελίδα στην παγκόσμια ασφάλεια. Η Ουκρανία, ένα νεοσύστατο κράτος που μόλις είχε βγει από τη σκιά της Σοβιετικής Ένωσης, κατείχε ξαφνικά το τρίτο μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο, περίπου 1.900 κεφαλές, ικανές να αλλάξουν τις ισορροπίες μιας ολόκληρης ηπείρου. Θα μπορούσε να γίνει η επόμενη μεγάλη πυρηνική δύναμη. Αντί γι’ αυτό, διάλεξε το δρόμο της εμπιστοσύνης. Παρέδωσε τα όπλα της στη Ρωσία και υπέγραψε τη Συνθήκη Μη Διάδοσης, με την υπόσχεση ότι Ηνωμένες Πολιτείες, Βρετανία και Ρωσία θα εγγυούνταν την ανεξαρτησία και την εδαφική της ακεραιότητα.

Ήταν μια συμφωνία που έμοιαζε τότε με υπόσχεση ειρήνης. Κι όμως, ακριβώς αυτή η υπόσχεση θα κατέρρεε πρώτη. Το 2014 η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία και άναψε τη φωτιά στο Ντονμπάς, παραβιάζοντας ανοιχτά τη δέσμευση που είχε υπογράψει η ίδια. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 2022, η παραβίαση έγινε μια γενικευμένη εισβολή, με στόχο την πτώση του Κιέβου, τη διάλυση του ουκρανικού κράτους, την υποταγή ενός ολόκληρου λαού.

Κι όμως, μέχρι την τελευταία στιγμή, η Μόσχα μιλούσε τη γλώσσα της παραπλάνησης. Στις 7 Φεβρουαρίου 2022, στο μακρύ τραπέζι του Κρεμλίνου, ο γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν άκουγε τον Πούτιν να δηλώνει: «Η Ρωσία δεν θέλει πόλεμο. Θέλουμε εγγυήσεις ασφαλείας». Οι κάμερες κατέγραφαν λόγια καθησυχαστικά, την ώρα που οι στρατιωτικές φάλαγγες πλησίαζαν ήδη στα ουκρανικά σύνορα. Δέκα μέρες αργότερα, ο Σεργκέι Λαβρόφ διαβεβαίωνε τον γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς ότι «όλα αυτά είναι δυτική προπαγάνδα». Και στις 15 Φεβρουαρίου, στην ίδια τη Μόσχα, ο Πούτιν μιλούσε ξανά στον γερμανό καγκελάριο για «αποχώρηση στρατευμάτων» και για «απουσία πρόθεσης επίθεσης». Οι δορυφόροι, όμως, κατέγραφαν το αντίθετο: οι μονάδες συγκεντρώνονταν σε μια τεράστια αρμάδα γύρω από την Ουκρανία.

Η επίσημη αφήγηση περί μη εισβολής συνεχίστηκε μέχρι και το βράδυ της 23ης Φεβρουαρίου 2022. Το ξημέρωμα της 24ης, ολόκληρος ο κόσμος παρακολούθησε την ομιλία του Πούτιν που ανακοίνωνε την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», διαψεύδοντας θεαματικά κάθε προηγούμενη διαβεβαίωση. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στην ομιλία εκείνη, ο ρώσος πρόεδρος δεν αρκέστηκε σε στρατιωτικές δικαιολογίες· επανέλαβε σχεδόν λέξη προς λέξη ένα αναθεωρητικό αφήγημα, παρόμοιο με αυτό του Ερντογάν περί «Γαλάζιας Πατρίδας». Μίλησε για μια «νέα Ρωσία», επικαλούμενος «ιστορικά εδάφη» που δήθεν ανήκαν ανέκαθεν στη Μόσχα, ακριβώς όπως η Άγκυρα αξιώνει θαλάσσιες ζώνες και νησιά στο Αιγαίο με την επίκληση κατασκευασμένων ιστορικών δικαιωμάτων.

Οι συνέπειες αυτής της αναξιοπιστίας δημιούργησαν νέα και ιδιαίτερα ανησυχητικά δεδομένα στο διεθνές σύστημα. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του Ντόναλντ Τραμπ να διατηρήσει ανοικτούς διαύλους με το Κρεμλίνο, η Ρωσία θεωρείται σήμερα από την πλειονότητα των δυτικών κυβερνήσεων συνομιλητής χωρίς αξιοπιστία. Η εμπειρία των ψεύτικων διαβεβαιώσεων πριν από την εισβολή καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε νέα συνθήκη ασφαλείας με τη Μόσχα που, ακόμα κι αν υπογραφεί, η πιθανότητα παραβίασής της θεωρείται δεδομένη.

Εξίσου σημαντικό, παρότι δεν έχει προβληθεί αρκετά, είναι το πλήγμα που υπέστη η ίδια η λογική της μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων. Το ουκρανικό προηγούμενο στέλνει το πιο επικίνδυνο μήνυμα: ότι μια χώρα που παραδίδει τα πυρηνικά της με αντάλλαγμα διεθνείς εγγυήσεις ασφαλείας μπορεί αργότερα να βρεθεί εκτεθειμένη και ανυπεράσπιστη απέναντι σε μια επιθετική δύναμη. Αυτό το προηγούμενο δεν αφορά μόνο την Ουκρανία καθώς δημιουργεί κίνητρο σε κράτη όπως το Ιράν, τη Βόρεια Κορέα ή ακόμη και σε αναδυόμενες περιφερειακές δυνάμεις να κρατήσουν ή να επιδιώξουν πυρηνικά όπλα ως έσχατη εγγύηση επιβίωσης.

Με άλλα λόγια, αυτό που καλούμαστε να καταλάβουμε είναι ότι η παραβίαση της Βουδαπέστης από τη Ρωσία δεν είναι μόνο μια ουκρανική τραγωδία αλλά μια συστημική απειλή που διαβρώνει την ίδια τη λογική πάνω στην οποία χτίστηκε η παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφαλείας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.

 

2. Η Ρωσία ως αναθεωρητική δύναμη

Αν κάτι αποδείχτηκε μέσα από την ουκρανική κρίση, είναι ότι η Ρωσία δεν είναι απλώς ένας δύστροπος γείτονας ή ένας απρόβλεπτος συνομιλητής. Είναι μια αναθεωρητική δύναμη που αμφισβητεί ευθέως τη μεταψυχροπολεμική διεθνή τάξη.

Η λογική του Πούτιν δεν περιορίζεται στην άμυνα ή στην εξασφάλιση «ζωτικού χώρου» γύρω από τα σύνορα της Ρωσίας. Αντίθετα, στηρίζεται σε μια ιδεολογία που αντλεί από το τσαρικό παρελθόν, τη σοβιετική κληρονομιά και μια ιδιότυπη ρωσική εκδοχή του «ιστορικού πεπρωμένου». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ουκρανία δεν αντιμετωπίζεται ως ανεξάρτητο κράτος, αλλά ως χαμένη επαρχία που πρέπει να «επιστρέψει» στη Μόσχα.

Η στρατηγική αυτή δεν είναι καινούργια. Ήδη από το 2007, στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, ο Πούτιν κατήγγειλε τη Δύση ότι «επιβάλλει μια μονο-πολική τάξη» και προειδοποίησε πως η Ρωσία δεν πρόκειται να την αποδεχθεί. Η εισβολή στη Γεωργία το 2008, η Κριμαία το 2014 και ο πόλεμος του 2022 εντάσσονται στην ίδια ακριβώς λογική: ανατροπή των συμφωνημένων συνόρων και επιβολή σφαιρών επιρροής – με τη βία, όταν χρειάζεται.

Ο πόλεμος που υποτίθεται θα κρατούσε «72 ώρες» και θα έφερνε το Κίεβο σε ρωσικά χέρια συνεχίζεται για Τρίτη χρονιά. Αυτή η αποτυχία κατέδειξε ότι η Ρωσία, ενώ παραμένει επικίνδυνη στρατιωτικά, δεν διαθέτει πια την ισχύ που θα της επέτρεπε να λειτουργήσει ως ισότιμος ανταγωνιστής των Ηνωμένων Πολιτειών ή της Ευρώπης. Ωστόσο, η αναθεωρητική της ταυτότητα δεν μετριέται μόνο σε τανκς και πυραύλους. Μετριέται και σε αφήγημα: στην επιμονή να ξαναγραφεί ο χάρτης, να νομιμοποιηθεί η βία μέσω της «ιστορικής αλήθειας».

Σε αυτό το σημείο, η ρητορική του Πούτιν συναντά επικίνδυνα παραδείγματα άλλων αναθεωρητικών καθεστώτων. Όπως η Τουρκία με τη «Γαλάζια Πατρίδα» επιχειρεί να αμφισβητήσει συνθήκες και σύνορα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, έτσι και η Ρωσία επικαλείται την «Νέα Ρωσία» για να δικαιολογήσει εδαφικές διεκδικήσεις. Πρόκειται για το ίδιο λεξιλόγιο περί «ιστορικών αδικιών» που πρέπει να διορθωθούν, το ίδιο ιδεολόγημα του «ζωτικού χώρου» που στη δεκαετία του 1930 αιματοκύλησε την Ευρώπη.

Η αναθεωρητική φύση της Ρωσίας δεν περιορίζεται στην Ουκρανία. Φαίνεται στη Συρία, όπου στήριξε το καθεστώς Άσαντ για να αποκτήσει μερίδιο στην Ανατολική Μεσόγειο, στον Καύκασο όπου παρεμβαίνει συνεχώς στις συγκρούσεις Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν και στη Βαλτική όπου απειλεί με πυρηνικά σενάρια χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ.

Η εικόνα μιας Ρωσίας που μπορεί να λειτουργεί ως υπεύθυνος εταίρος της διεθνούς κοινότητας έχει πλέον καταρρεύσει. Στη θέση της μένει μια δύναμη η οποία θεωρεί την ιστορία εργαλείο και τα σύνορα προσωρινές γραμμές που αλλάζουν όποτε το επιβάλλει η ισχύς. Κι αυτό ακριβώς είναι το αποτύπωμα μιας αναθεωρητικής δύναμης: όχι η διατήρηση της τάξης αλλά η διαρκής αμφισβήτησή της.

 

3. Ιστορικός αντιδυτικισμός και το ρωσικό κόμπλεξ απέναντι στην Ευρώπη

Η Ρωσία δεν έγινε αναθεωρητική δύναμη μόνο επειδή έτσι το αποφάσισε ο Βλαντίμιρ Πούτιν. Η τάση αυτή έχει βαθιές ιστορικές ρίζες που φτάνουν στον 19ο αιώνα, όταν η ρωσική διανόηση χωρίστηκε σε δύο μεγάλα ρεύματα: τους Δυτικιστές, που πίστευαν ότι η Ρωσία έπρεπε να ακολουθήσει την πορεία της Ευρώπης, και τους Σλαβόφιλους, που έβλεπαν τη χώρα τους ως ξεχωριστό, ανώτερο πολιτισμό, με αποστολή να σώσει την ανθρωπότητα από την «παρακμή της Δύσης».

Στην τελευταία κατηγορία ανήκουν μερικά από τα πιο εμβληματικά ονόματα της ρωσικής λογοτεχνίας. Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, στις «Ημερολογιακές Σημειώσεις» του, καταφέρεται εναντίον της Ευρώπης που, όπως έγραφε, «σαπίζει ηθικά και πνευματικά», ενώ μόνο η Ρωσία μπορεί να κρατήσει ζωντανή την αληθινή χριστιανική παράδοση. Ο Λέων Τολστόι, με τη σειρά του, αντιμετώπιζε τη Δύση ως παγιδευμένη στον βιομηχανικό εγωισμό και την αποξένωση, ενώ εξυψώνει τη ρωσική γη και την αγροτική κοινότητα ως πηγή αυθεντικής ηθικής.

Αυτό το αίσθημα ανωτερότητας αλλά και καχυποψίας απέναντι στη Δύση δεν έμεινε στις σελίδες της λογοτεχνίας. Διαπότισε την πολιτική κουλτούρα της Ρωσίας, ενισχύθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία και βρήκε στο πρόσωπο του Πούτιν έναν ηγέτη που το μετέτρεψε σε κρατική ιδεολογία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σημερινοί Ρώσοι αξιωματούχοι μιλούν συνεχώς για την «παρακμή της Δύσης», επαναλαμβάνοντας σχεδόν αυτούσιες τις παλιές σλαβόφιλες φόρμουλες.

Πίσω από αυτόν τον αντιδυτικισμό κρύβεται και ένα βαθύτερο κόμπλεξ απέναντι στην Ευρώπη. Η Ρωσία ήθελε πάντοτε να αναγνωρίζεται ως ισότιμη με τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης, αλλά ταυτόχρονα απέρριπτε τις αξίες και τους θεσμούς τους. Αυτός ο διχασμός –ανάμεσα στην επιθυμία για ευρωπαϊκή αναγνώριση και στην ανάγκη διαφοροποίησης– αποτελεί τον πυρήνα του ρωσικού αναθεωρητισμού.

Σήμερα, η ίδια ρητορική αναπαράγεται με άλλο λεξιλόγιο: «πολυ-πολικός κόσμος», «παραδοσιακές αξίες», «πνευματική Ρωσία απέναντι στη διεφθαρμένη Δύση». Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχεια μιας παλιάς εμμονής: ότι η Ρωσία υπάρχει για να αμφισβητεί, να διορθώνει και, τελικά, να «σώζει» την Ευρώπη από τον ίδιο της τον εαυτό.

 

4. Ο πόλεμος των «72 ωρών» που έγινε τριετής

Όταν τα ρωσικά στρατεύματα πέρασαν τα ουκρανικά σύνορα τον Φεβρουάριο του 2022, το Κρεμλίνο ήταν βέβαιο ότι όλα θα είχαν κριθεί μέσα σε τρεις ημέρες. Η εικόνα που καλλιεργούσε ο ίδιος ο Πούτιν ήταν εκείνη ενός αστραπιαίου πολέμου: το Κίεβο θα έπεφτε, η κυβέρνηση Ζελένσκι θα κατέρρεε και στη θέση της θα εγκαθίστατο ένα πειθήνιο καθεστώς. Όμως η πραγματικότητα δεν υπάκουσε στα σχέδια της Μόσχας. Στους δρόμους του Κιέβου, στο Χάρκοβο και στη Μικολάιβ, οι Ουκρανοί πολέμησαν με την αποφασιστικότητα όσων δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να υπερασπιστούν την ίδια τους την ύπαρξη.

Μέσα σε λίγες εβδομάδες, η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» μετατράπηκε σε πόλεμο φθοράς. Ο υποτιθέμενος Blitzkrieg εξελίχθηκε σε μια σύγκρουση που σέρνεται ήδη για τρία χρόνια, διαβρώνοντας τη στρατιωτική ισχύ, την πολιτική σταθερότητα και το διεθνές κύρος της Ρωσίας. Η αποτυχία στην κατάληψη του Κιέβου δεν σήμανε μόνο μια στρατηγική οπισθοχώρηση· κατέρριψε και το μύθο της παντοδυναμίας του ρωσικού στρατού, ενός μύθου που αποτελούσε βασικό εργαλείο της ρωσικής διπλωματίας επί δεκαετίες.

Οι γεωπολιτικές συνέπειες ήταν τεράστιες. Η Ευρώπη, που πολλοί τη θεωρούσαν ανίκανη να αντιδράσει ενιαία, συσπειρώθηκε γύρω από την Ουκρανία και βρήκε ξανά έναν κοινό λόγο ύπαρξης. Το ΝΑΤΟ, που ο Πούτιν ήθελε να αποδυναμώσει, βγήκε ενισχυμένο: η Φινλανδία και η Σουηδία, δύο χώρες με μακρά παράδοση ουδετερότητας, επέλεξαν να προσχωρήσουν στη Συμμαχία, μετατρέποντας τα βόρεια σύνορα της Ρωσίας σε μια νέα γραμμή αντιπαράθεσης. Αντί να περιορίσει τη δυτική επιρροή, ο πόλεμος επέφερε το αντίθετο αποτέλεσμα: η Μόσχα είδε τον γεωπολιτικό της χώρο να συρρικνώνεται.

Στο εσωτερικό, η Ρωσία αναγκάστηκε να μπει σε μια διαδικασία επιστράτευσης και διαρκούς πολεμικής οικονομίας. Η αυταρχική σταθερότητα που προσέφερε ο Πούτιν άρχισε να δείχνει ρωγμές, με πιο χαρακτηριστικό επεισόδιο την ανταρσία της Βάγκνερ το καλοκαίρι του 2023. Εκεί φάνηκε ότι ακόμη και οι πιο πιστοί μηχανισμοί του καθεστώτος μπορούν να στραφούν εναντίον του. Το Κρεμλίνο, ενώ προσπαθούσε να παρουσιάσει την εικόνα της απόλυτης δύναμης, βρέθηκε να αμύνεται απέναντι σε σκιές εσωτερικής αμφισβήτησης.

Κι αν στρατιωτικά η Ρωσία εξακολουθεί να κατέχει τμήματα του ουκρανικού εδάφους, γεωπολιτικά έχει ήδη ηττηθεί. Από την εικόνα του ακαταμάχητου στρατού, πέρασε στην πραγματικότητα ενός κράτους που χρειάζεται ιρανικά drones και βορειοκορεακά πυρομαχικά και στρατό για να συνεχίσει τον πόλεμο. Από το στόχο της διάσπασης της Δύσης, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια Ευρώπη περισσότερο ενωμένη και ένα ΝΑΤΟ πιο διευρυμένο από ποτέ. Από την προσπάθεια να αποδείξει ότι είναι ισότιμη με τις Ηνωμένες Πολιτείες, κατέληξε σε μια σχέση εξάρτησης με την Κίνα, όπου το Πεκίνο κρατά το ρόλο του ρυθμιστή.

Έτσι ο «πόλεμος των 72 ωρών» μετατράπηκε σε πόλεμο τριετίας. Κι αν η Ουκρανία πληρώνει το τίμημα σε αίμα και καταστροφή, η Ρωσία πληρώνει σε κύρος, αξιοπιστία και διεθνή ισχύ. Ο κόσμος δεν τη βλέπει πια ως πανίσχυρη αυτοκρατορία αλλά ως μια δύναμη που, εγκλωβισμένη στις δικές της ψευδαισθήσεις, άνοιξε έναν πόλεμο τον οποίο δεν μπορεί να κερδίσει.

 

5. Οι εσωτερικές ήττες της Ρωσίας

Ο πόλεμος δεν μέτρησε μόνο τα μέτωπα της Ουκρανίας· μέτρησε και τις αντοχές της ίδιας της ρωσικής κοινωνίας. Στην αρχή, το καθεστώς του Πούτιν προσπάθησε να επιβάλει την εικόνα μιας «κανονικότητας». Τα καταστήματα παρέμεναν ανοιχτά, οι μεγάλες πόλεις έμοιαζαν ανέγγιχτες, η καθημερινότητα υποτίθεται ότι συνέχιζε όπως πριν. Όμως η αλήθεια ήταν διαφορετική: οι κυρώσεις της Δύσης έπληξαν σε βάθος την οικονομία, η φυγή νέων ανθρώπων πήρε διαστάσεις εξόδου και η κοινωνία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια σιωπηλή αλλά διαρκή αιμορραγία.

Στα αεροδρόμια της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης σχηματίστηκαν ουρές χιλιομέτρων. Νέοι, μορφωμένοι, ειδικευμένοι επιστήμονες και επαγγελματίες έφευγαν με ό,τι βίζα μπορούσαν να βρουν, για να μην καταλήξουν στο μέτωπο ή σε ένα κράτος ολοένα πιο κλειστό. Αυτή η διαρροή εγκεφάλων δεν είναι μια προσωρινή απώλεια· είναι ένα στρατηγικό πλήγμα που θα ακολουθεί τη Ρωσία για δεκαετίες, στερώντας της το πιο δημιουργικό κομμάτι του πληθυσμού της.

Στην οικονομία, το αφήγημα της «αυτάρκειας» δεν άντεξε. Η Ρωσία μπορεί να εξακολουθεί να πουλά ενέργεια, κυρίως προς την Κίνα και την Ινδία, αλλά το τίμημα είναι βαρύ: οι τιμές που αποσπά είναι χαμηλότερες, ενώ η εξάρτηση από λίγους αγοραστές περιορίζει δραματικά τα περιθώρια διαπραγμάτευσης. Η Μόσχα μετατρέπεται σε προμηθευτή πρώτων υλών, χωρίς πρόσβαση στην τεχνολογία και στα κεφάλαια που κάποτε της παρείχε η Ευρώπη. Το γεγονός ότι χρειάζεται ιρανικά drones και βορειοκορεατικά πυρομαχικά δεν είναι μόνο στρατιωτικό στοιχείο· είναι σύμπτωμα της συνολικής παρακμής ενός κράτους που χάνει την ικανότητα να παράγει προηγμένα οπλικά συστήματα.

Ακόμη και στο πολιτικό πεδίο, όπου ο Πούτιν φαινόταν ατσαλάκωτος, οι ρωγμές δεν μπορούν πια να κρυφτούν. Η ανταρσία της Βάγκνερ το καλοκαίρι του 2023 αποκάλυψε κάτι που κανένας δεν περίμενε: ότι μια ιδιωτική στρατιωτική εταιρεία μπορούσε να φτάσει σε απόσταση αναπνοής από τη Μόσχα, αμφισβητώντας ανοιχτά την κρατική εξουσία. Η κρίση αυτή έληξε χωρίς άμεση ανατροπή, αλλά το μήνυμα ήταν σαφές· το καθεστώς δεν είναι άτρωτο και οι εσωτερικές αντιφάσεις μπορούν ανά πάσα στιγμή να πάρουν εκρηκτικές διαστάσεις.

Οι εσωτερικές αυτές ήττες δεν μένουν μέσα στα σύνορα της Ρωσίας· έχουν γεωπολιτικό αντίκτυπο. Μια χώρα που αιμορραγεί πληθυσμιακά και οικονομικά, που εξαρτάται από την Κίνα για να επιβιώσει, που χρειάζεται αυταρχισμό για να συγκρατήσει την κοινωνία της, είναι μια χώρα με περιορισμένο διεθνές μέλλον. Η εικόνα της υπερδύναμης αντικαθίσταται από εκείνη μιας περιφερειακής δύναμης που τρέφεται από τις δικές της ψευδαισθήσεις και, ταυτόχρονα, εγκλωβίζεται σε αυτές.

Η Ρωσία μπορεί ακόμη να βομβαρδίζει την Ουκρανία και να προβάλλει την ισχύ της στους χάρτες, αλλά στο εσωτερικό της έχει ήδη χάσει το πιο πολύτιμο όπλο: την εμπιστοσύνη του ίδιου του λαού της και την αίσθηση ότι βαδίζει προς ένα μέλλον. Και αυτή η απώλεια, περισσότερο από τα κατεστραμμένα τανκς ή τις κατεστραμμένες πόλεις, είναι η βαθύτερη ήττα του πολέμου.

 

6. Η Ρωσία και η διεθνής της απομόνωση

Η εισβολή στην Ουκρανία δεν απογύμνωσε μόνο τις εσωτερικές αδυναμίες της Ρωσίας· ανέδειξε και τα όρια της διεθνούς της επιρροής. Η Μόσχα θέλησε να εμφανιστεί ως εναλλακτικός πόλος απέναντι στη Δύση, ως ηγετική δύναμη ενός «πολυ-πολικού κόσμου». Αντί γι’ αυτό, κατέληξε πιο εξαρτημένη από ποτέ και πολιτικά απομονωμένη.

Στη Μέση Ανατολή, όπου άλλοτε εμφανιζόταν ως ρυθμιστής, η Ρωσία βρέθηκε σε δεύτερο ρόλο. Η εμπλοκή της στον πόλεμο της Συρίας της εξασφάλισε στρατιωτικές βάσεις και έναν δίαυλο με το καθεστώς Άσαντ, αλλά μετά το 2022 η επιρροή αυτή ξεθώριασε. Η Τουρκία του Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε το κενό για να διαπραγματευθεί ταυτόχρονα με τη Μόσχα και τη Δύση, ενώ το Ιράν εμφανίστηκε ως ο πραγματικός προμηθευτής όπλων και τεχνολογίας. Η Μόσχα δεν καθορίζει τις εξελίξεις· απλώς προσπαθεί να μη μείνει εκτός παιχνιδιού.

Στον Νότιο Καύκασο, η αποδυνάμωση της ρωσικής επιρροής είναι ακόμη πιο εμφανής. Για δεκαετίες, η Ρωσία εμφανιζόταν ως ο απόλυτος διαιτητής μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Όμως, η πρόσφατη συμφωνία υπό την αιγίδα του Ντόναλντ Τραμπ, που αποκαθιστά διαύλους επικοινωνίας και ανοίγει νέες οδούς συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες, έδειξε ότι η Μόσχα έχει χάσει το ρόλο του μεσολαβητή. Η πρωτοβουλία αυτή παραμερίζει όχι μόνο τη ρωσική αλλά και την ιρανική και την τουρκική επιρροή, καταδεικνύοντας πως η Ουάσιγκτον μπορεί να προσφέρει μια εναλλακτική αρχιτεκτονική ασφαλείας σε μια περιοχή που θεωρούνταν ανέκαθεν μέρος της ρωσικής σφαίρας. Είναι ένα από τα πιο απτά σημάδια ότι η «παραδοσιακή» ισχύς της Μόσχας συρρικνώνεται σε περιοχές όπου άλλοτε είχε τον πρώτο λόγο.

Στην Ευρώπη, η απομόνωση είναι ακόμη πιο έντονη. Η ΕΕ, που για δεκαετίες έβλεπε τη Ρωσία ως αναγκαίο εταίρο στην ενέργεια, σήμερα οικοδομεί μεθοδικά την απεξάρτησή της. Οι αγωγοί που κάποτε τροφοδοτούσαν τη Γερμανία έχουν αντικατασταθεί από υγροποιημένο αέριο των ΗΠΑ και νέες πηγές από τη Μεσόγειο και τη Νορβηγία. Τα έσοδα της Gazprom μειώθηκαν δραματικά και, μαζί τους, χάθηκε το ισχυρότερο διπλωματικό όπλο της Μόσχας: η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης.

Ακόμη και εκεί όπου η Ρωσία νομίζει ότι έχει συμμάχους, η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Η Κίνα, η μεγάλη της «στρατηγική εταίρος», δεν δίνει ποτέ περισσότερα από όσα χρειάζεται. Το Πεκίνο αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε χαμηλές τιμές, αλλά αποφεύγει να παραβιάσει ανοιχτά τις δυτικές κυρώσεις. Στην πραγματικότητα, χρησιμοποιεί τη Ρωσία ως φθηνή αποθήκη πρώτων υλών και ως μοχλό πίεσης προς τη Δύση, χωρίς να αναλαμβάνει το κόστος μιας πραγματικής συμμαχίας. Έτσι, ο Πούτιν, που ήθελε να σταθεί δίπλα στην Κίνα ως ισότιμος εταίρος, καταλήγει να μοιάζει περισσότερο με εξαρτημένο πελάτη.

Η διπλωματική εικόνα συμπληρώνεται από την απαξίωση που γνωρίζει η Ρωσία σε διεθνείς θεσμούς. Από το Συμβούλιο της Ευρώπης εκδιώχθηκε, στον ΟΗΕ αμφισβητείται ανοιχτά ο ρόλος της, ενώ σε διεθνή φόρα –από την G20 έως τις πολυμερείς συνδιασκέψεις για το κλίμα– η παρουσία της είναι σκιασμένη από την ιδιότητα του παραβάτη. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και παραδοσιακοί εταίροι, όπως η Ινδία, κρατούν επιφυλακτική στάση: συνεργάζονται για οικονομικούς λόγους, αλλά αποφεύγουν να ταυτιστούν πολιτικά με μια δύναμη που θεωρείται διεθνώς απομονωμένη.

Η γεωπολιτική πραγματικότητα είναι αμείλικτη: η Ρωσία δεν μπορεί πια να διεκδικήσει το ρόλο του παγκόσμιου ρυθμιστή. Μπορεί να παρεμβαίνει, να δημιουργεί κρίσεις, να απειλεί με πυρηνικά· αλλά δεν έχει πια τη δυνατότητα να διαμορφώσει κανόνες. Από ισότιμος συνομιλητής έχει μετατραπεί σε δύναμη τακτικής αναστάτωσης, σε μια χώρα που μετρά την ισχύ της όχι από τη δημιουργία, αλλά από τη διαρκή της ικανότητα να καταστρέφει.

 

7. Είναι πράγματι αδύναμη η Ευρώπη;

Η εικόνα μιας «παρηκμασμένης Ευρώπης» είναι ίσως το πιο αγαπημένο αφήγημα της ρωσικής προπαγάνδας. Ο Πούτιν επιμένει ότι η Γηραιά Ήπειρος δεν έχει αντοχή, ότι εξαρτάται πλήρως από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ότι αργά ή γρήγορα θα κουραστεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όμως τα γεγονότα δείχνουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Η Ευρώπη όχι μόνο στάθηκε στο πλευρό της Ουκρανίας με οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, αλλά ταυτόχρονα άρχισε να οικοδομεί μια νέα ενεργειακή και αμυντική αρχιτεκτονική που μειώνει δραστικά την εξάρτησή της από τη Μόσχα. Στο κέντρο αυτής της αλλαγής βρίσκεται η ίδια η συνειδητοποίηση ότι η Ρωσία δεν είναι απλώς ένας δύσκολος εταίρος, αλλά μια δύναμη που απειλεί ευθέως την ύπαρξη της ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων.

Η φράση «η Ευρώπη είναι αδύναμη» αποκτά άλλο νόημα όταν τη δει κανείς στο φως της νέας διεθνούς πραγματικότητας. Διότι η αδυναμία δεν είναι μόνο ζήτημα στρατιωτικής ισχύος· είναι και ζήτημα αξιοπιστίας, οικονομικής ανθεκτικότητας, ικανότητας να παράγεις συμμαχίες. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η αντίθεση με τη Ρωσία. Η Ευρώπη, παρά τα εσωτερικά της προβλήματα, παραμένει οικονομικός γίγαντας και θεσμικό παράδειγμα. Η Ρωσία αντίθετα αναζητά στήριξη σε μια μόνο κατεύθυνση: προς την Κίνα.

Και εδώ βρίσκεται η μεγάλη ειρωνεία. Η Κίνα δεν ενδιαφέρεται να «σώσει» τον Πούτιν· ενδιαφέρεται να ενισχύσει τον εαυτό της. Για το Πεκίνο, η Ρωσία είναι χρήσιμη ως ταραχοποιός, ως αντίβαρο που κρατά τη Δύση απασχολημένη στην Ουκρανία και αποδυναμώνει την αμερικανική προσοχή στον Ειρηνικό. Όμως η βοήθεια που παρέχει είναι υπολογισμένη και περιορισμένη. Η Κίνα αγοράζει ρωσική ενέργεια σε χαμηλές τιμές, εξάγει βασικά προϊόντα και τεχνολογία διπλής χρήσης, αλλά ποτέ δεν προσφέρει αυτό που θα μπορούσε να ανατρέψει τον πόλεμο: ούτε όπλα τελευταίας γενιάς, ούτε ανοικτή στρατιωτική στήριξη. Ο λόγος είναι απλός· το Πεκίνο δεν θέλει να καεί μαζί με τον Πούτιν. Θέλει να κρατήσει για τον εαυτό του το ρόλο του αληθινού αντιπάλου της Δύσης, να εμφανιστεί ως η μόνη δύναμη που μπορεί να σταθεί απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία, όσο κι αν φωνάζει για στρατηγική συμμαχία, καταλήγει σε μια σχέση εξάρτησης. Στην πράξη μετατρέπεται σε προμηθευτή πρώτων υλών και φθηνής ενέργειας για την Κίνα, ενώ χάνει την ικανότητα να διαμορφώνει αυτόνομα την εξωτερική της πολιτική. Η Μόσχα που κάποτε έπαιζε το ρόλο της «ισότιμης υπερδύναμης» τώρα στέκεται στη σκιά του Πεκίνου, αρκούμενη στο να μοιράζεται την αντιδυτική ρητορική.

Από γεωπολιτική άποψη, αυτό είναι το πραγματικό δίλημμα για την Ευρώπη. Η ρωσική απειλή είναι άμεση, αλλά το βάθος της μακροπρόθεσμης πρόκλησης βρίσκεται στην Κίνα. Κι εδώ η Ευρώπη καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη να στηρίξει την Ουκρανία και στη στρατηγική της σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες για τον Ειρηνικό. Όμως, σε αντίθεση με τη Ρωσία, που εγκλωβίζεται στη μονοδιάστατη σχέση της με το Πεκίνο, η Ευρώπη έχει επιλογές. Διατηρεί παγκόσμιες εμπορικές συμμαχίες, παραμένει θεσμικός πυλώνας στη διεθνή σκηνή και μπορεί, εφόσον το αποφασίσει, να μετατρέψει την κρίση της Ουκρανίας σε ευκαιρία για την ενίσχυση της δικής της γεωπολιτικής ταυτότητας.

Η απάντηση στο ερώτημα αν η Ευρώπη είναι αδύναμη δεν δίνεται με αριθμούς στρατιωτικών δαπανών. Δίνεται από το γεγονός ότι, ενώ η Ρωσία βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στην εξάρτηση από την Κίνα, η Ευρώπη, με όλα της τα ελαττώματα, παραμένει μέρος μιας ευρύτερης Δύσης που έχει ακόμη τη δύναμη να ορίζει την παγκόσμια ατζέντα. Κι αυτό είναι που κάνει τη Μόσχα να φοβάται περισσότερο: ότι η αδυναμία που καταγγέλλει για την Ευρώπη είναι στην πραγματικότητα ο δικός της καθρέφτης.

 

8. Τι μένει: Αναθεώρηση συνόρων;

Το ερώτημα αν η Ευρώπη μπορεί –ή πρέπει– να δεχθεί αναθεώρηση συνόρων δεν είναι τεχνικό· είναι το θεμέλιο της ίδιας της ευρωπαϊκής τάξης ασφάλειας μετά το 1945 και, ξανά, μετά το 1990. Η λογική είναι απλή: αν η βίαιη μεταβολή συνόρων «επιβραβευθεί», όλο το οικοδόμημα καταρρέει. Η Ουκρανία παύει να είναι εξαίρεση και γίνεται προηγούμενο. Κάθε αναθεωρητική ατζέντα –από τον Καύκασο μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο– αποκτά νομιμοποίηση.

Γι’ αυτό και παρά τις διακυμάνσεις τόνου, η ευρωπαϊκή γραμμή έχει μείνει σταθερή: μη αναγνώριση εδαφικών τετελεσμένων που επιβλήθηκαν με πόλεμο. Το Κίεβο μπορεί να κληθεί σε δύσκολες διαπραγματεύσεις για κατάπαυση πυρός, για ζώνες ασφαλείας, για αποστρατιωτικοποιημένες περιοχές· όμως άλλο «παγώνω τη γραμμή επαφής για να σταματήσει το αίμα» κι άλλο «αναγνωρίζω νέες γραμμές ως σύνορα». Η πρώτη επιλογή, όσο οδυνηρή κι αν είναι, αφήνει άθικτη τη νομική αξίωση της Ουκρανίας και τη διεθνή αρχή ότι τα σύνορα δεν αλλάζουν με τη βία. Η δεύτερη θα ακύρωνε την καρδιά του ευρωπαϊκού κεκτημένου.

Στον ρεαλισμό της επόμενης μέρας, το πιθανότερο σενάριο δεν είναι μια «μεγάλη ειρήνη» που σφραγίζει νέους χάρτες, αλλά μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός/ανακωχής με ισχυρούς μηχανισμούς επιτήρησης, σκληρό καθεστώς μη αναγνώρισης για τα κατεχόμενα και μακρόπνοες εγγυήσεις ασφαλείας προς την Ουκρανία. Αυτό σημαίνει διπλωματική και στρατιωτική «ομπρέλα» τύπου ΝΑΤΟ, ενταγμένη σε ευρωατλαντικό πλαίσιο, συνέχιση των κυρώσεων όσο παραμένει η κατοχή και σταδιακή ένταξη της Ουκρανίας στην ευρωπαϊκή οικονομική/θεσμική αρχιτεκτονική. Με άλλα λόγια: «πάγωμα» χωρίς νομιμοποίηση, αποτροπή χωρίς αυταπάτες.

Η αντίθετη επιλογή –η de jure αποδοχή ρωσικών κτήσεων– θα είχε γεωπολιτικό τίμημα που υπερβαίνει κατά πολύ την Ουκρανία. Θα αποθάρρυνε μικρά και μεσαία κράτη να εμπιστευθούν διεθνείς εγγυήσεις, θα μείωνε την αποτρεπτική αξία της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και θα ενθάρρυνε κάθε αναθεωρητή να δοκιμάσει «τετελεσμένα» ελπίζοντας σε μια νέα διαπραγμάτευση συνόρων αργότερα. Η Ευρώπη θα έμπαινε έτσι σε εποχή «ορφανοποιημένης ασφάλειας», όπου η ισχύς –και όχι ο κανόνας– ορίζει τα όρια.

Ασφαλώς, η πολιτική πίεση για «κάποια λύση» θα αυξηθεί όσο ο πόλεμος μακραίνει. Όμως εδώ βρίσκεται και το νέο στοιχείο ωριμότητας της Ευρώπης: έχει ήδη επενδύσει σε ενεργειακή απεξάρτηση, ξαναχτίζει αμυντική βιομηχανία, και καταλαβαίνει ότι το κόστος μιας βιαστικής «ειρήνης με ανταλλάγματα» είναι μεγαλύτερο από το κόστος μιας μακράς αντίστασης, μιας στάσης αρχών. Η πραγματική επιλογή δεν είναι ανάμεσα στην ειρήνη και τον πόλεμο, αλλά ανάμεσα σε μια ειρήνη που σταθεροποιεί την τάξη και σε μια ειρήνη που την υπονομεύει.

Συνεπώς, τι μένει; Μια στρατηγική υπομονής με καθαρούς κανόνες: καμία αναθεώρηση συνόρων διά της βίας· στήριξη της Ουκρανίας ώστε να μη συντριβεί· ανοιχτή πόρτα για κατάπαυση του πυρός με διεθνείς εγγυήσεις· και μακρόπνοη ενσωμάτωση του Κιέβου στη δυτική αρχιτεκτονική. Αν υπάρξει ειρήνη που να αξίζει το όνομά της, θα περάσει από εδώ. Όλα τα άλλα θα ήταν ένα μοιραίο γράμμα υποχώρησης – όχι μόνο για την Ουκρανία, αλλά για την Ευρώπη την ίδια.

 

9. Ο  μικρός ηθοποιός και η μεγάλη αυτοκρατορία

Από την πρώτη στιγμή της ρωσικής εισβολής, το προπαγανδιστικό οπλοστάσιο του Κρεμλίνου στόχευσε προσωπικά τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Στα ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης της Μόσχας, αλλά και σε φιλορωσικούς κύκλους της Δύσης, ο ουκρανός πρόεδρος εμφανίστηκε ως «θεατρίνος», «κλόουν», «πιόνι της Ουάσιγκτον». Το αφήγημα ήταν σαφές: η Ρωσία, «ιστορική υπερδύναμη», δεν μπορεί παρά να συντρίψει σε λίγες μέρες έναν άπειρο πολιτικό που προερχόταν από τον κόσμο της σάτιρας και της τηλεόρασης.

Η προπαγάνδα αυτή βρήκε έδαφος και σε κοινωνίες όπου η ρωσική επιρροή ήταν ισχυρή, όπως η ελληνική. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υιοθέτησαν την εικόνα του «μικρού ηθοποιού», περιμένοντας ότι ο Πούτιν θα φυσήξει και θα τον εξαφανίσει. Κι όμως, ο «καραγκιοζάκος» άντεξε. Όχι μόνο δεν κατέρρευσε, αλλά εξελίχθηκε σε ηγέτη-σύμβολο αντίστασης. Η σταθερή του απόφαση να μείνει στο Κίεβο τις πρώτες ώρες της εισβολής, η καθημερινή του επικοινωνία με τον λαό, η αξιοποίηση κάθε διεθνούς βήματος –από τα Κοινοβούλια μέχρι τα Όσκαρ– ανέτρεψαν την εικόνα. Ο «θεατρίνος» έγινε στρατηγός επικοινωνίας, ικανός να κινητοποιήσει δυτικές κοινωνίες και κυβερνήσεις.

Η ρωσική προπαγάνδα, που είχε τις ρίζες της ήδη στον κυνισμό των σοβιετικών μηχανισμών, βρέθηκε αντιμέτωπη με το ίδιο της το όπλο: την εικόνα. Και στην εικόνα, ο Ζελένσκι νίκησε κατά κράτος. Τρεις και πλέον χρονιές μετά, ο «αστείος ηθοποιός» εξακολουθεί να στέκεται απέναντι στον «ισχυρό ηγεμόνα», ενώ η Ρωσία μετρά πληγές, οικονομικές, στρατιωτικές και διπλωματικές.

 

10. Σύγχρονη αποτίμηση και προοπτικές

Τι έχουμε, λοιπόν, σήμερα;

Στο πεδίο: Ο πόλεμος συνεχίζεται δίχως ορατό τέλος. Η Ρωσία κατέχει ακόμη εδάφη στην ανατολική και νότια Ουκρανία, αλλά έχει αποτύχει να υποτάξει το Κίεβο. Οι απώλειες είναι τεράστιες – δεκάδες χιλιάδες νεκροί στρατιώτες και εκατοντάδες χιλιάδες τραυματίες και από τις δύο πλευρές.

Στην οικονομία: Η Ρωσία επιβιώνει χάρη σε πωλήσεις ενέργειας προς Κίνα και Ινδία, αλλά με έκπτωση τιμών και με αυξανόμενη εξάρτηση. Η Ευρώπη, αντίθετα, έχει κατορθώσει μέσα σε δύο χρόνια να μειώσει δραματικά την εξάρτηση από το ρωσικό αέριο· η Γερμανία, που το 2021 κάλυπτε πάνω από το 50% των αναγκών της με ρωσικές εισαγωγές, βρίσκεται πλέον κάτω από το 10%.

Στις συμμαχίες: Το ΝΑΤΟ βγήκε ενισχυμένο, με νέα μέλη (Φινλανδία, Σουηδία). Η ΕΕ, παρά τις εσωτερικές τριβές, έχει επενδύσει πολιτικά και οικονομικά στην Ουκρανία, χτίζοντας ένα μακροπρόθεσμο τείχος αποτροπής. Η Ρωσία, αντίθετα, έχει μετατραπεί σε περιφερειακή δύναμη εξαρτημένη από το Πεκίνο και το Ιράν.

Στις προοπτικές: Η Ευρώπη ξαναχτίζει την αμυντική της βιομηχανία, επενδύει σε νέα δίκτυα ενέργειας και μαθαίνει να σκέφτεται στρατηγικά. Για πρώτη φορά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο διαμορφώνεται μια κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση ασφάλειας, με σαφή στόχο την αποτροπή κάθε αναθεωρητισμού.

Το συμπέρασμα είναι πικρό για τη Μόσχα: ο πόλεμος που ξεκίνησε για να αναστήσει την «ιστορική Ρωσία» έχει μετατρέψει τη χώρα σε μικρότερο παίκτη, περιορισμένο, αναξιόπιστο και εξαρτημένο. Αντίθετα, η Ουκρανία –παρά την καταστροφή και το αίμα– κέρδισε κάτι που καμιά προπαγάνδα δεν μπορεί να αφαιρέσει: την αναγνώριση ότι υπάρχει, ότι ανήκει στην Ευρώπη και ότι μπορεί να σταθεί απέναντι στον φόβο.

 

 

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης

Συγγραφέας. Βιβλία του: Μια κοινή περιπέτεια του σώματος (1989), Γυναικωνίτης (1995), Η μέρα άρχισε με το αλεύρι (2001), Οι καλύτερες μέρες (2007), Από στήθους (2009), Αθήνα (2015), Ο παράξενος ταξιδιώτης της Μπολιβάριας (2020),  Το λευκό κουστούμι (2022), Το καλοκαίρι του μεγάλου καύσωνα (2024).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.