Σύνδεση συνδρομητών

Όταν ο Δικαιόπολις συναντά τον δύστυχο Εσκιμώ

Κυριακή, 26 Οκτωβρίου 2025 11:41
Ο Μάνι Μάτερ.
Hans Krebs / Bilderwelten No. 5 / Reportagefotografien / Comet Photo AG / Archiv der Fotoagentur / ETH-Bibliothek Zürich / Bildarchiv
Ο Μάνι Μάτερ.

Έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά για την επιρροή που δέχτηκε η μουσική και η ποίηση τους Διονύση Σαββόπουλου από καλλιτέχνες διεθνούς εμβελείας όπως ο Μπομπ Ντίλαν και ο Φρανκ Ζάππα, όμως η κατάταξή του στο Πάνθεον της μουσικής του 20ού αιώνα φαίνεται δύσκολη έως αδύνατη. Αυτό οφείλεται σε μια ιδιομορφία του έργου του, στο γεγονός ότι η πολιτισμική επιρροή του περιορίζεται αυστηρά στα όρια της ελληνικής γλώσσας. Για να αξιολογήσουμε το έργο του θα πρέπει να το συγκρίνουμε με το έργο καλλιτεχνών που χαρακτηρίζεται από την ίδια ιδιομορφία – την μεγάλη επιρροή του σε ένα γλωσσικά περιορισμένο κοινό και την σχεδόν παντελή αγνόησή του πέρα από αυτό το όριο, κάτι που είναι προφανώς πολύ δύσκολο ακριβώς λόγω του γλωσσικού φράγματος.

Με μόνο το γλωσσικό κριτήριο θα μπορούσε να πει κανείς ότι Σαββόπουλοι υπάρχουν σχεδόν σε κάθε γλωσσική κοινότητα και ότι όλοι μοιράζονται την ίδια μοίρα. Όμως αν θέσουμε και ως κριτήριο σύγκρισης το πνεύμα της ποίησης του καλλιτέχνη, τότε ο κύκλος των πιθανών υποψηφίων μειώνεται δραστικά – κάτι που κάνει το έργο της αξιολόγησης και της κατάταξης στο Πάνθεον ακόμα πιο δύσκολο.

Από καθαρή τύχη γνώρισα το έργο ενός ευρωπαίου ποιητή και τραγουδοποιού, η ποίηση του οποίου μοιράζεται με τους στίχους του Διονύση Σαββόπουλου το ίδιο μείγμα βαθιού στοχασμού, ειρωνείας, χιούμορ και σπιρτάδας – το μουσικά τους στυλ διαφέρουν αρκετά αν και οι δυο ανήκουν στην γενική κατηγορία της «εθνικής ροκ μουσικής». Πρόκειται για τον Ελβετό Μάνι Μάττερ (Mani Matter) που γεννήθηκε το 1936 στο καντόνι της Βέρνης και έφυγε δυστυχώς από τη ζωή στην ηλικία των 36 ετών, το 1972. Ο Μάνι Μάττερ άρχισε την μουσική του καριέρα ως ερασιτέχνης σπουδάζοντας παράλληλα νομικά –αργότερα άσκησε το δικηγορικό λειτούργημα παράλληλα με την καριέρα του ως επαγγελματίας μουσικός–, μια πορεία που δυστυχώς διακόπηκε πρώιμα όταν καθοδόν για μια παράσταση έπεσε θύμα ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Παρ’ όλα αυτά πρόλαβε να εκδώσει τέσσερεις δίσκους ενώ ο πέμπτος εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.

Ο πρώιμος θάνατός του διέκοψε την πορεία της μουσικής του εξέλιξης, η μουσική του Μάττερ έμεινε στο επίπεδο των πρώτων δίσκων του Σαββόπουλου – βασικά στη συνοδεία των τραγουδιών με μια κιθάρα.

Όμως σε ό,τι αφορά το βάθος των στίχων του και τη λεπτή ειρωνεία της έκφρασης και το πικρό, καμιά φορά κατάμαυρο, χιούμορ του, ο Μάνι θα μπορούσε να τραγουδήσει τους στίχους του Σαββόπουλου κι ο Σαββόπουλος του Μάνι. Κρίμα που η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε οι τροχιές τους να μη διασταυρωθούν ποτέ.

Έχω μεταφράσει μερικά τραγούδια του Μάττερ στα ελληνικά – κάτι αρκετά δύσκολο αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι στίχοι του είναι γραμμένοι στη διάλεκτο της Βέρνης και επιπλέον βρίθουν ιδιωματικών εκφράσεων που δεν υπάρχουν στην κοινή γερμανική γλώσσα. Ένα από αυτά αναφέρεται σε έναν ανώνυμο Εσκιμώ ο οποίος μια μέρα. μαγεμένος από ένα κλασικό κομμάτι που ακούει στο ραδιόφωνο εκεί στην αρκτική ερημιά, αποφασίζει να αγοράσει ένα πιάνο –ένα τσέμπαλο για την ομοιοκαταληξία του στίχου– και να γεμίσει την μοναξιά του με μουσική. Όμως η μοίρα τού επιφυλάσσει μια τραγική κατάληξη. Η επιμονή του δύστυχου Εσκιμώ να φτιάξει τον δικό του κόσμο αψηφώντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν αφιερώνει κανείς τη ζωή του στην τέχνη, μου θυμίζει τον σαββοπουλικό Δικαιόπολι που κι αυτός ακολουθεί το στόχο που έχει βάλει – να επιτύχει τον τερματισμό του πολέμου, αψηφώντας τις ορδές των καρβουναραίων από το Μενίδι και ανυψώνεται «είρωνας, με το ματάκι παιχνιδιάρικο και το κεφαλάκι πάνω στον πάγκο του χασάπη».

Παραθέτω εδώ τους στίχους του Μάττερ στα ελληνικά, αφιερωμένους και στους δυο, τον Νιόνιο και τον Μάνι, αλλά και σε όλους τους άλλους καλλιτέχνες που περιμένουν κάποιον να τους απαλλάξει από τους φραγμούς της γλώσσας.

Ο Εσκιμώ (Μάνι Μάττερ)

Έναν μύθο θα σας πω
για τον δύστυχο Εσκιμώ
θάνατο που βρήκ’ εδώ
μέσ’ στους πάγους, αχ, φριχτό.

Άκουγε ραδιόφωνό,
κι ευθύς «μουσική και ’γώ
να παίξω», είπε, «ναι μπορώ».

Κι έτσι έγινε αυτό
το μοιραίο το κακό,
γιατί ένα τσεμπαλό
έφερ’ από το χωριό,
στο ιγκλού του το μικρό
– δυο φλασκιά λίπος καλό
έδωσε αυτός γι’ αυτό.

Παίζοντας στο τσέμπαλό
όμως με φορτίσιμο
ένα πολικό θεριό,
τον έκανε μεμιάς νεκρό.

Τέχνη ρίσκο φοβερό,
κι έτσι βρήκε θάνατο.
Και το δίδαγμα είν’ αυτό:
ποτέ ένα τσέμπαλό
να μην κάνετε δικό
σας, γιατί μέγα το κακό
θα σας λάχει τρομερό,
σαν τον δύστυχο εσκιμώ
θάνατο που βρήκ’ εδώ
μεσ’ στους πάγους, αχ, φριχτό.

Είμαι σίγουρος ότι ο Νιόνιος έχει συναντήσει ήδη τον Μάνι και κει πάνω γίνεται τώρα γλέντι τρικούβερτο.

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.