Δικτατορία: η κορύφωση της κρίσης των θεσμών
Η δικτατορία[1] ήταν ένα αυταρχικό, εν πολλοίς προσωποπαγές αλλά όχι ολοκληρωτικό καθεστώς[2], το οποίο απέτυχε να εκφράσει και να εκπροσωπήσει υπαρκτές και υπολογίσιμες κοινωνικές δυνάμεις –κάτι που, σε ένα βαθμό, πέτυχαν οι δικτατορίες στην Ισπανία (Φράνκο) και στην Πορτογαλία (Σαλαζάρ), οι οποίες υποστηρίχτηκαν από μεσαία στρώματα λόγω των εκτεταμένων προγραμμάτων οικονομικού εκσυγχρονισμού– διότι, ανάμεσα στα άλλα, δεν είχε την υποστήριξη του στέμματος[3] και της συντηρητικής παράταξης[4]. Με απλά λόγια, στερούνταν λαϊκής νομιμοποίησης[5], ενώ επέδειξε αξιοσημείωτες επιδόσεις στην καταστολή και στην εξουδετέρωση των αντιστασιακών οργανώσεων[6].
Οι ανώτερης βαθμίδας αξιωματικοί[7] που επέβαλαν το στρατιωτικό καθεστώς δεν είχαν την ενεργή υποστήριξη ούτε καν του συνόλου του στρατεύματος[8], ενώ ακολούθησαν ένα μείγμα πολιτικής λαϊκισμού[9] και επαρχιώτικου απομονωτισμού[10] με προνομιακές παροχές μαζικού χαρακτήρα σε συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες –δάνεια σε ημετέρους επιχειρηματίες, άδειες ταξί, διαγραφή χρεών σε αγρότες, δωρεάν βιβλία στους φοιτητές–, ενώ συνέχισαν σε γενικές γραμμές τις βασικές αναπτυξιακές επιλογές των προδικτατορικών κυβερνήσεων[11]. Ωστόσο, οι δικτάτορες δεν είχαν επαφή με το διεθνές περιβάλλον ούτε γνώση των διεθνών συσχετισμών, συνθήκη που τους οδήγησε να επιλέξουν την αποχώρηση της χώρας από το Συμβούλιο της Ευρώπης υπό την απειλή της αποπομπής τους[12].
Παρά τη συνέχιση της προηγούμενης οικονομικής πολιτικής, η δικτατορία ανέκοψε την πορεία θεσμικού εκσυγχρονισμού της χώρας και τη σύνδεση με τις δυτικές αξίες, αλλά και το ρεύμα αμφισβήτησης που κυριαρχούσε στον δυτικό κόσμο (Μάης του ’68, πολιτικά δικαιώματα στην Αμερική, κινητοποιήσεις στα πανεπιστήμια, αντιαποικιοκρατικός αγώνας), όπως είχε εκφραστεί εν μέρει και στην Ελλάδα με τις μεγάλες κινητοποιήσεις των Ιουλιανών του 1965[13]. Ο συνολικός πληθυσμός ανέχθηκε αλλά δεν αποδέχθηκε το καθεστώς.
Εκ του αποτελέσματος, η χούντα απαξίωσε το σύνθημα «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια» ως σύμπλεγμα αξιών και αντίπαλο δέος του κομμουνισμού[14]. Επίσης δυσφήμησε την ιδέα του έθνους, καταρράκωσε το κύρος του στρατού, ενώ πολιτιστικά αποτέλεσε έναν αναχρονισμό αμαυρώνοντας κάθε σύνδεση με τον δημώδη και λαϊκό πολιτισμό.
Επίσης, συνέβαλε στην κορύφωση της «κρίσης των θεσμών»[15], η οποία είχε αρχίσει από τα μέτρα που ακολούθησαν τον εθνικό διχασμό (εκτοπίσεις, «κατοχυρωτικό», «ιδιώνυμο»), συνεχίστηκε στη δικτατορία Μεταξά και εμπεδώθηκε στο μετεμφυλιακό κράτος (στρατόπεδα συγκέντρωσης, εξορίες, παρασύνταγμα, εκλογικές νοθείες). Έτσι, με τη μεταπολίτευση και την εκ των έσω κατάρρευση του καθεστώτος, υπήρξαν οι ιδεολογικές προϋποθέσεις αλλά διαμορφώθηκαν και οι πολιτικές συνθήκες από τον Κ. Καραμανλή και τους συνεργάτες του, με επιδέξιους χειρισμούς, ώστε να συντελεστεί σταδιακά τα επόμενα χρόνια η οριστική υπέρβαση της καχεκτικής[16] και ελεγχόμενης δημοκρατίας της προδικτατορικής περιόδου και να μπουν οι βάσεις για ένα νέο ξεκίνημα.
Μεταπολίτευση: οι θεσμικές βάσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του εξευρωπαϊσμού
Η μεταπολίτευση[17] είναι μια στιγμή, μια διαρκής διαδικασία ή μια εποχή[18]; Ολοκληρώνεται μέσα στο διάστημα του ενός χρόνου, την περίοδο της μετάβασης, όπου συντελείται η κατά κυριολεξία αλλαγή πολιτεύματος, όπου αποκαθίσταται η δημοκρατία με τις εκλογές, επιλύεται το πολιτειακό με το δημοψήφισμα[19], τίθεται σε ισχύ το Σύνταγμα του 1975[20] και αποκαθίσταται η νομιμότητα και με τις δίκες της χούντας[21] ή είναι μια μακρόσυρτη περίοδος την οποία μπορούμε να ορίσουμε με ποικίλα κριτήρια, οπότε η ολοκλήρωσή της παραμένει σε εκκρεμότητα[22]; Άραγε ολοκληρώνεται το 1981 με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ, φτάνει στο τέλος της με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων ή επεκτείνεται μέχρι την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη;
Μήπως φτάνει στα ακρότατα όριά της και εξαντλείται με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης ή αναμένεται ένα γεγονός εφάμιλλης έντασης για να κηρύξουμε το τέλος της[23]; Πάντως, στη συλλογική συνείδηση και στον δημόσιο λόγο η μεταπολίτευση ορίζεται ως μια μακρά περίοδος,[24] μολονότι τα παραπάνω ερωτήματα, ακόμα και σήμερα, παραμένουν ανοιχτά, ενώ η χρήση του όρου εξυπηρετεί συχνά συγκυριακές πολιτικές σκοπιμότητες[25].
Η μεταπολίτευση εντάσσεται σε ένα διεθνές περιβάλλον ψυχρού πολέμου και σε μια περίοδο όπου ολοκληρώνεται η αποαποικιοποίηση. Επίσης, η Ισπανία και η Πορτογαλία μεταβαίνουν στη δημοκρατία[26] και, αργότερα, το 1990, καταρρέουν τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης – για να περιοριστούμε στα γεγονότα που διαδραματίζονται στην Ευρώπη. Παρά τις ιδιαιτερότητές της, η ελληνική μεταπολίτευση δεν είναι ένα αποκομμένο απ’ τον διεθνή περίγυρο γεγονός.
Με τη μεταπολίτευση τίθενται, σε θεσμικό επίπεδο, τα θεμέλια, οι πυλώνες του σύγχρονου πολιτικού συστήματος: εγκαθιδρύεται η κοινοβουλευτική δημοκρατία χωρίς αποκλεισμούς κομμάτων, ο πολιτικός φιλελευθερισμός με την κατοχύρωση ευρύτατου φάσματος δικαιωμάτων στο σύνταγμα του 1975 και ανανεώνεται ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας[27] που ολοκληρώνεται με την είσοδό μας το 1980 στην τότε ΕΟΚ. Οι τρεις αυτές μείζονες επιλογές δεν θα ολοκληρώνονταν αν δεν είχε συντελεσθεί η αποκοπή και η συνταγματική οριοθέτηση από τα θεσμικά και εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας που ασκούσαν επιρροή από καταβολής ελληνικού κράτους: τη μοναρχία, το στρατό και τον ξένο παράγοντα[28], κυρίως τους Αμερικανούς[29], στους οποίους μεγάλο μέρος των πολιτικών δυνάμεων και της κοινής γνώμης απέδιδε ευθύνες για την επικράτηση της δικτατορίας και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Σε ιδεολογικό επίπεδο ανατράπηκαν τα ιδεολογικά και πολιτικά θεμέλια του μετεμφυλιακού κράτους: η ελληνοχριστιανική ιδεολογία, ο αντικομμουνισμός[30], ο αντισλαβισμός, η εθνικοφροσύνη αλλά και ο τρόπος που αντιλαμβάνονταν οι συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις τη σχέση του κράτους με το λαό, για τον οποίο θεωρούσαν ότι αν αφεθεί ανεξέλεγκτος θα απειλήσει το εθνικό κράτος[31]. Έτσι, στη μεταπολίτευση, αφού ο λαός είναι κυρίαρχος και εκφράζει το έθνος, επανέρχονται τα σύμβολα της ΕΑΜικής παράδοσης και των ηττημένων του εμφυλίου τους οποίους εκφράζει, κατά μεγάλο μέρος, ο ριζοσπαστικός λόγος του ΠΑΣΟΚ[32]. Στο πνεύμα αυτό, το 1974 δεν συντελέστηκε απλώς μια ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία. Η χρονιά εκείνη σήμανε και το τέλος του εμφύλιου πολέμου, με τα αρνητικά θεσμικά κατάλοιπα που τον συνόδευαν για 25 χρόνια (παρασύνταγμα) και, ουσιαστικά, το τέλος των δύο διχασμών (εθνικού και εμφύλιου) που ξεκίνησαν το 1915[33]. Η ελεύθερη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων και η κατάργηση της βασιλείας ήταν η προίκα του συντάγματος του 1975 και αποτέλεσαν δύο από τις θεσμικές αφετηρίες της νέας εποχής. Ο συμπεριληπτικός κοινοβουλευτισμός και ο εξευρωπαϊσμός ήταν τα επιτεύγματα της περιόδου, μολονότι στην εξωτερική πολιτική, και λόγω των γεγονότων στην Κύπρο, αποχωρήσαμε από το νατοϊκό δόγμα και υιοθετήσαμε μια αμυντική πολιτική εναντίον της Τουρκίας που, έκτοτε, λογίζεται ως η βασική απειλή της εθνικής κυριαρχίας. Ο κίνδυνος απ’ το Βορρά (κομμουνιστική απειλή) αντικαταστάθηκε από τον εξ Ανατολών κίνδυνο (Τουρκία)[34].
Ωστόσο, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης –πέραν της έντονης πολιτικοποίησης– ανακινήθηκαν και ζητήματα ταυτοτικού χαρακτήρα[35], με κυρίαρχο το ερώτημα της ιδιοσυστασίας του ελληνισμού και, κυρίως, αν ο τελευταίος ανήκει στη Δύση ή την Ανατολή. Με τη μεταπολίτευση μεταβλήθηκε ο τρόπος με τον οποίο οι Έλληνες αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με αυτό που ονομάζουμε κοινωνία και έθνος, δηλαδή με τον εαυτό τους. Τέτοιου είδους διλήμματα σε μεγάλο βαθμό υποχώρησαν καθ’ όσον παγιωνόταν η θέση μας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ενώ αναβίωσαν σε μάλλον εξασθενημένη μορφή την περίοδο της οικονομικής κρίσης.

Αρχείο Ανδρέα Μίγκου
18 Οκτωβρίου 1981, εκκλησία της Παναγίας, Λεχαινά Ηλείας. Ένθερμοι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου μετατρέπουν τη βάφτιση ενός παιδιού σε ιδιότυπη πασοκική φιέστα της εποχής.
Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης επικρατούσε ένα κλίμα πολιτικού ριζοσπαστισμού[36] και αυξημένων κοινωνικών προσδοκιών για κατανάλωση και απελευθέρωση των ηθών. Η μετάβαση στη δημοκρατία δεν είχε μόνο πολιτειακή και θεσμική διάσταση, αλλά συνοδεύτηκε και από μια πολιτιστική έκρηξη σε όλα τα επίπεδα[37]. Έτσι βιώνονταν, καθυστερημένα κατά μια δεκαετία απ’ τους περισσότερους, όσα επικράτησαν στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο τις δεκαετίες του 1960 και του 1970.
Επιπλέον, τα κόμματα μαζικοποιούνται[38] και σε μεγάλο βαθμό καταλαμβάνουν το κράτος και τον συνδικαλισμό, ο οποίος αναπτύσσεται αποκτώντας κυρίαρχο ρόλο σε μια οικονομία που, στην αρχή της μεταπολίτευσης[39] και για μεγάλο διάστημα, ελέγχεται από το κράτος (κρατικοποιήσεις Καραμανλή, ΠΑΣΟΚ και προβληματικές επιχειρήσεις).
Οι θεσμικές καινοτομίες του συντάγματος του 1975, η δοκιμασία της οικονομικής κρίσης και οι σύγχρονες αδυναμίες του κράτους δικαίου
Με το σύνταγμα του 1975 τέθηκαν οι θεσμικές προδιαγραφές για να εξελιχθούμε σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία, εξέλιξη στην οποία συνηγορούσε και η ένταξή μας στην ΕΟΚ που, δικαίως, θεωρήθηκε ότι, πέραν της οικονομικής ανάπτυξης, θα εξασφάλιζε και την πολιτική σταθερότητα[40]. Πράγματι, παρά την ακραία πόλωση που επικρατούσε κατά καιρούς, η ομαλή και αποδεκτή από όλους εναλλαγή των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία μπορεί να θεωρηθεί επίτευγμα σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν . Επιπλέον, η ένταξη στην τότε ΕΟΚ νομιμοποιούσε τις προσδοκίες των πολιτών για μισθούς και κοινωνικές παροχές αντίστοιχες με των υπόλοιπων Ευρωπαίων.
Στο επίπεδο των θεσμών, το θεμέλιο του πολιτεύματος, το σύνταγμα του 1975, γνώρισε καθολική αποδοχή στη διάρκεια του βίου του, κοινή αίσθηση η οποία ενισχύθηκε όταν, με την πρώτη αναθεώρησή του, απάλειψε τις λεγόμενες υπερεξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, διαμορφώνοντας ένα αμιγώς κοινοβουλευτικό πολίτευμα με εξαιρετικά λεπτομερείς ρυθμίσεις για την ανακήρυξη της κυβέρνησης και με ενισχυμένο το ρόλο του πρωθυπουργού. Αυτό το πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο ενισχύθηκε από θεσμούς που τυποποιούσαν αυστηρά τις αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας, όπως οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) και η πρόβλεψη της νομοθετικής εξουσιοδότησης.
Επιπλέον, η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων απέκτησε συνταγματική και διεθνή υπόσταση, ενώ τονίστηκε και η κοινωνική τους διάσταση, ως θεμέλιο εύλογων και αναλογικών περιορισμών. Σημαντικές καινοτομίες για την εποχή αποτέλεσε η πρωτοποριακή αναγνώριση του περιβάλλοντος (άρθρο 24 Σ.) ως συνταγματικό αγαθό και η πρόβλεψη διατάξεων (άρθρο 28 παρ. 2 και 3 Σ.) που θα διευκόλυναν την είσοδο της χώρας στην τότε ΕΟΚ.
Από το σύνταγμα του 1975 έχουμε διανύσει μισό αιώνα χωρίς πολιτειακή κρίση, χωρίς εκτροπή από τις ράγες ενός λειτουργικού κοινοβουλευτισμού, καθώς η ελεύθερη λειτουργία της λαϊκής κυριαρχίας, συνδυάστηκε με την ομαλή λειτουργία της αντιπροσωπευτικής αρχής[41]. Στο πλαίσιο ενός κοινοβουλευτικού συστήματος πλειοψηφικού τύπου παρατηρείται μια πλήρης εφαρμογή της κοινοβουλευτικής αρχής, που εμπλουτίστηκε με περιόδους όπου, πολυκομματικά και κατά βάσιν συναινετικά, κυβερνητικά σχήματα άσκησαν την εξουσία τα χρονικά διαστήματα 1989-1990 και 2011-2019.
Βέβαια, στην πράξη παρατηρήθηκε μια κριτική δυσπιστία απέναντι σε θεσμικά αντίβαρα, καθιερωμένα στα δυτικά πολιτεύματα, όπως η Δικαιοσύνη και οι ανεξάρτητες αρχές, γεγονός που ενισχύθηκε από ένα κλίμα λαϊκισμού ιδίως την περίοδο της κρίσης. Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία δοκιμάστηκε έντονα από τα κύματα του αριστερόστροφου λαϊκισμού και του δεξιού εξτρεμισμού και άντεξε, αν και έχασε πολύτιμο χρόνο προσαρμογής στα νέα δεδομένα.
Το σύνταγμα του 1975, παρά τη ρυθμιστική υπερφόρτωσή του σε ορισμένες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αναθεωρήσεις του, επέδειξε ανθεκτικότητα και σημαντική προσαρμοστικότητα, τόσο γιατί κατόρθωσε να ενσωματώσει ομαλά τη χώρα στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη όσο και επειδή σημείωσε προόδους στην προστασία των δικαιωμάτων και με την ευεργετική, κατά κανόνα, επιρροή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και της νομολογίας του Δικαστηρίου του Στρασβούργου (ΕΔΔΑ), ενώ ο έλεγχος συνταγματικότητας σε πολλά πεδία ασκήθηκε με μέτρο και ιστορική επίγνωση. Η Ελλάδα ρίζωσε, θέλω να πιστεύω αμετάκλητα, στο δυτικό υπόδειγμα πολιτευμάτων.
Δεν έλειψαν βέβαια και μετά το 1975 τα προβλήματα στο πεδίο των δικαιωμάτων: με τις αλλεπάλληλες παρατάσεις των προφυλακίσεων, τις παραβιάσεις της θρησκευτικής ελευθερίας, την καθυστερημένη απονομή της δικαιοσύνης στην οποία συνέβαλε μια πελατειακού τύπου πολυνομία η οποία ενίσχυσε την κακονομία και όχι σπάνια εξέβαλε σε ανομία, τις απαλλοτριώσεις που δεν ολοκληρώνονταν καθηλώνοντας τις ιδιοκτησίες σε αδράνεια, την απαράδεκτη κατάσταση των ελληνικών φυλακών. Αρκετά απ’ αυτά τα ζητήματα λύθηκαν και ορισμένα έμειναν σε εκκρεμότητα, καθώς ανώτατα δικαστήρια της χώρας όπως ο Άρειος Πάγος και λιγότερο το Συμβούλιο της Επικρατείας –μάθημα θρησκευτικών, ιθαγένεια, Nen bis in idem– έδωσαν και κατά ένα μέτρο δίνουν ακόμα αχρείαστες μάχες οπισθοφυλακής.
Ωστόσο, δεν πρέπει να αρνηθούμε ότι στη χώρα μας, παρά τις πάγιες συνταγματικές προβλέψεις, δεν επικράτησε στα δημόσια ήθη μια γνήσια φιλελεύθερη παράδοση που να δίνει έμφαση στις ατομικές επιλογές πέρα και πάνω από τις επιταγές και τις δεσμεύσεις της κοινότητας. Το κοινοτικό –ιδίως θρησκευτικό– πνεύμα[42] κυριαρχούσε επί δεκαετίες στις επιλογές των ατόμων και οδήγησε στο παρελθόν σε διώξεις μορφών τέχνης που θεωρήθηκαν βλάσφημες προς τη θρησκεία ή το έθνος (βλ. τις έντονες αντιδράσεις για την ταινία Ο τελευταίος πειρασμός, για όρους στο Λεξικό Μπαμπινιώτη ή για το βιβλίο Μι εις την Νι του Μίμη Ανδρουλάκη, για την εικαστική έκθεση Outlook, μέχρι και τον πρόσφατο βανδαλισμό έργων τέχνης στην Εθνική Πινακοθήκη). Ωστόσο, δεν θεωρώ εύστοχο το διχοτομικό σχήμα εκσυγχρονισμός/οπισθοδρόμηση - λαϊκισμός, ούτε το σχήμα των δύο Ελλάδων[43] –δήθεν η μία προοδευτική, ενώ η άλλη παραδοσιακή–, καθώς δεν επιβεβαιώνεται από τις ιστορικές εξελίξεις, ούτε μπορεί να αντιστοιχηθεί σε συγκεκριμένους πολιτικούς φορείς, πολύ δε περισσότερο δεν υπάρχουν εχθροί του συντάγματος[44] με την έννοια των αμετακίνητων αρνητών των συνταγματικών θεσμών.
Στο οργανωτικό μέρος του συντάγματος, μολονότι τα πράγματα κύλησαν σχετικά ομαλά, υπήρχε σχετική κατάχρηση στην έκδοση ΠΝΠ[45] και κυρίως στην ψήφιση άσχετων διατάξεων με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου. Αλλά και στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος και των συνταγματικών διευθετήσεων του κομματικού φαινομένου παρουσιάζονται προβλήματα. Ενδεικτικά, μπορεί να επισημάνει κανείς το έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας, την επιβίωση παρά τη λειτουργία του ΑΣΕΠ των πελατειακών σχέσεων και την απουσία, παρά τη σχετική νομοθεσία, αποτελεσματικού ελέγχου των χρηματικών ροών προς τα κόμματα και τους πολιτικούς. Ωστόσο, συνολικά, το θεσμικό αποτέλεσμα μπορεί να θεωρηθεί θετικό.
Ο βαθμός ικανοποίησης από το σύνταγμά μας –ένα από τα θεσμικά κεκτημένα της μεταπολίτευσης– μειώθηκε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της υγειονομικής πανδημίας και των συνεπειών που αυτές προκάλεσαν, αλλά συνολικά δεν ανατράπηκε η στήριξη των πολιτών σε αυτό[46].
Στο ίδιο πνεύμα, η πρόβλεψη ανεξάρτητων αρχών και ενός ενισχυμένου ρόλου της Δικαιοσύνης υπό την επιρροή του δικαίου της ΕΕ και της ΕΣΔΑ σηματοδοτεί ένα νέο θεσμικό δεδομένο για τη μεταπολίτευση. Αυτό επιβεβαιώθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης του 2009, όπου η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση από διεθνείς οργανισμούς έθεσε αυστηρούς κανόνες (μνημόνια)[47] στη χώρα προκειμένου να δανειοδοτηθεί και να αποφύγει την χρεοκοπία, παρά τις αστοχίες στην εκτίμηση των παρενεργειών των μέτρων στην οικονομία και στην κοινωνία. Αναμφίβολα, η συμμετοχή μας στην ΕΕ άσκησε εκσυγχρονιστική επίδραση στους εθνικούς θεσμούς και στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων ενώ συνέβαλε, παρά τις αντιστάσεις, σε συμμάζεμα της δημόσιας διοίκησης, διοχετεύοντας σε αυτή ισχυρούς οικονομικούς πόρους. Δεν θα απείχε απ’ την αλήθεια ο ισχυρισμός ότι σταθερά της μεταπολίτευσης είναι ένας διάχυτος εξευρωπαϊσμός και η ένταξη σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον παγκόσμιων αγορών που άσκησε πίεση στο αδύναμο παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Συμπερασματικά, αν δούμε τη μεταπολίτευση ως θεσμική τομή και εν συνεχεία ως εμπέδωση των φιλελεύθερων και δημοκρατικών θεσμών, θα καταλήξουμε σε έναν θετικό απολογισμό, μολονότι δεν πρέπει να θεωρούμε άτρωτη τη δημοκρατία μας. Επιπλέον, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι τα χρόνια που διανύσαμε δεν συντελέστηκε ένας ευρύτερος κοινωνικός και οικονομικός εκσυγχρονισμός, καθώς οι ανισότητες, η ελλιπής φιλελευθεροποίηση και οι παραγωγικές αδυναμίες της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης δεν μείωσαν την απόσταση από χώρες που ξεκίνησαν από την ίδια, πάνω-κάτω, θεσμική και αναπτυξιακή αφετηρία με εμάς, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Η μελέτη αποτελεί γραπτή αποτύπωση με τις αναγκαίες παραπομπές της συμμετοχής μου στην εκδήλωση που θα πραγματοποιούνταν στις 22/5/2025 με τίτλο «Μεταπολίτευση. Μύθοι και αλήθειες», στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τους καθηγητές Άγγελο Συρίγο και Σπύρο Βλαχόπουλο. Δυστυχώς, η εκδήλωση αναβλήθηκε για λόγους ασφαλείας – και τελικά ματαιώθηκε.
[1] Βλ. εντελώς ενδεικτικά δύο συνθετικά έργα: Μ. Μελετόπουλου, Η δικτατορία των συνταγματαρχών. Κοινωνία-ιδεολογία- οικονομία, 1996, Γ. Αθανασάτου - Α. Ρήγου - Σ. Σεφεριάδη (επιμ.), Η δικτατορία 1967-1974. Πολιτικές πρακτικές - Ιδεολογικός λόγος - Αντίσταση, 1999.
[2] Βλ. Ν. Διαμαντούρου, «1974. Η μετάβαση απ’ το αυταρχικό στο δημοκρατικό καθεστώς στην Ελλάδα», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 49, σ. 52-87.
[3] Βλ. Κ. Ε. Μπότσιου, Οι σχέσεις του στέμματος με τη δικτατορία των συνταγματαρχών, στον τόμο Η δικτατορία των συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας, εκδ. Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον κοινοβουλευτισμό και την δημοκρατία, 2016 (πρακτικά συνεδρίου), σ. 113 επ.
[4] Βλ. Θ. Βερέμη, Το κίνημα της 21ης Απριλίου και η «θεωρία» του, στον τόμο Η δικτατορία των συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας, ό.π., σ. 77 επ.
[5] Βλ. Σ. Ριζά, Νόμιμο καθεστώς ή παρένθεση: Κενό νομιμοποίησης, κρίση στρατηγικής και η αποτυχία της ελεγχόμενης πολιτικοποίησης 1970-1973, στον τόμο Η δικτατορία των συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας, ό.π., σ. 91 επ.
[6] Βλ. Γ. Νοταρά, Δικτατορία και οργανωμένη αντίσταση, στον τόμο Γ. Αθανασάτου - Α. Ρήγου - Σ. Σεφεριάδη (επιμ.), Η δικτατορία 1967-1974, ό.π., σ. 189 επ.
[7] Βλ. Λ. Καλλιβρετάκη, Η ομάδα Παπαδόπουλου στην τελική ευθεία για την εξουσία (1966-1967), στον τόμο Β. Καραμανωλάκη (επιμ.), Η στρατιωτική δικτατορία 1967-1974, 2010, σ. 59 επ.
[8] Βλ. γενικότερα για το ρόλο του στρατού στη μεταπολεμική Ελλάδα, Δ. Α. Παπαδιαμάντη, Στρατός και πολιτική εξουσία στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, 2014.
[9] Για τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά της δικτατορίας βλ. Δ. Παπαδημητρίου, Η δικτατορία της 21ης Απριλίου και η ιδεολογική προετοιμασία για την αποδοχή της, στον τόμο Η δικτατορία των συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας, ό.π., σ. 35 επ.
[10] Βλ. Ε. Χατζηβασιλείου, Απαρχές και χαρακτήρας της δικτατορίας των συνταγματαρχών: μια επανεκτίμηση, στον τόμο Η δικτατορία των συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας, ό.π., σ. 17 επ.
[11] Βλ. Π. Καζάκου, Πολιτικοί θεσμοί και οικονομική ανάπτυξη: Η εμπειρία της δικτατορίας 1967-1974, στον τόμο Η δικτατορία των συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας, ό.π., σ. 137 επ.
[12] Βλ. Χ. Χρηστίδη, Η Ευρώπη έναντι της δικτατορίας των συνταγματαρχών: Η περίπτωση της ελληνικής υπόθεσης στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στον τόμο Η δικτατορία των συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας, ό.π., σ. 405 επ.
[13] Για μια συνολική αποτίμηση της περιόδου μετά τον εμφύλιο και ιδίως για τα γεγονότα της δεκαετίας του 1960, βλ. Σ. Ριζά, Η ελληνική πολιτική μετά τον εμφύλιο πόλεμο: Κοινοβουλευτισμός και Δικτατορία, 2008.
[14] Στην αντίδραση σε αυτό το τρίπτυχο οφείλεται και η επιτυχία του κινήματος των Λαμπράκηδων που εξέφραζε την ανάγκη απελευθέρωσης της νεολαίας από το ασφυκτικό πλαίσιο του μετεμφυλιακού συντηρητισμού, Βλ. Ι. Παπαθανασίου, Η Νεολαία Λαμπράκη τη δεκαετία του 1960, Αρχειακές τεκμηριώσεις και αυτοβιογραφικές καταθέσεις, 2008 σ. 31 επ.
[15] Βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, 1983.
[16] Βλ. Η. Νικολακόπουλου, Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές 1946-1967, Πατάκη, 2010.
[17] Βλ. Α. Συρίγου - Ε. Χατζηβασιλείου, Μεταπολίτευση 1974-1975. 50 ερωτήματα και απαντήσεις, Πατάκη, 2024.
[18] Μια συνοπτική και ακριβής αποτίμηση των απόψεων για τον τρόπο με τον οποίο οι ερευνητές επιχείρησαν να περιοδολογήσουν τη μεταπολίτευση στην μελέτη του Κ. Κωστή, Μεταπολίτευση: Ένας όρος και μια εποχή, στον τόμο Κώστα Κωστή - Σωτήρη Ριζά (επιμ.), Ιστορίες της μεταπολίτευσης, Πατάκη, 2025, σ. 13 επ.
[19] Βλ. Η. Νικολακόπουλου, Οι εκλογές και το δημοψήφισμα του 1974, στον τόμο Η δικτατορία των συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας, ό.π., σ. 513 επ.
[20] Για την αντιμετώπιση της δικτατορίας ως χρονικού διαστήματος που αρχίζει με την κυβέρνηση εθνικής ενότητας και ολοκληρώνεται με τη θέση σε ισχύ του συντάγματος του 1975, βλ. ενδεικτικά, Α. Κλάψη, 1974. Μεταπολίτευση, Μεταίχμιο, 2021. Έτσι αντιλαμβάνονται και περιγράφουν τη μεταπολίτευση από νομική σκοπιά και όλα τα εγχειρίδια του Συνταγματικού Δικαίου.
[21] Βλ. Β. Καραμανωλάκη, Η. Νικολακόπουλου, Τ. Σακελαρόπουλου, στην Εισαγωγή του τόμου: Β. Καραμανωλάκη (επιμ.), Η μεταπολίτευση, 74-75. Στιγμές μιας μετάβασης, Θεμέλιο, 2016, σ. 29 επ.
[22] Βλ. Γ. Βούλγαρη, Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης 1974-1990. Σταθερή δημοκρατία σημαδεμένη από την μεταπολεμική ιστορία, Θεμέλιο, 2001 σ. 14 επ. Και του ιδίου, Μεταπολίτευση μια στιγμή, μια εποχή, στον τόμο Β. Γεωργιάδου - Χ. Κουλούρη (επιμ.), Μεταπολίτευση 1974, οι προκλήσεις της μετάβασης, Αλεξάνδρεια, 2024, σ. 47 επ.
[23] Βλ. Ευ. Βενιζέλου, Μια θεσμική αποτίμηση της Μεταπολίτευσης: πενήντα από τα διακόσια χρόνια του ελληνικού κράτους, στον τόμο Κώστα Κωστή - Σωτήρη Ριζά (επιμ.), Ιστορίες της μεταπολίτευσης, ό.π, σ. 22 επ.
[24] Βλ. Η. Νικολακόπουλου, Συνέχειες και ρήξεις: Ο αμφίσημος όρος μεταπολίτευση στον τόμο: Μ. Αυγερίδη - Ε. Γαζή - Κ. Κορνέτη (επιμ.), Μεταπολίτευση, Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, Θεμέλιο, 2015, σ. 429-431.
[25] Βλ. και τις εισηγήσεις από το συνέδριο του Κύκλου Ιδεών που συγκεντρώθηκαν στον τόμο Η καμπύλη της μεταπολίτευσης (1974-2024), Επίκεντρο, 2024, όπου δίνεται μια ολοκληρωμένη εικόνα από ποικίλες οπτικές της χρήσης του όρου μεταπολίτευση στον πολιτικό διάλογο.
[26] Βλ. Κ. Κορνέτη, Μεταβάσεις, συλλογική μνήμη και δημόσια ιστορία στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, στον τόμο: Μ. Αυγερίδη - Ε. Γαζή - Κ. Κορνέτη (επιμ.), Μεταπολίτευση, Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, ό.π., σ. 393 επ.
[27] Βλ. Σ. Βλαχόπουλου, Οι πρώτες «θεσμικές στιγμές» της μεταπολίτευσης, στον τόμο: Β. Γεωργιάδου - Χ. Κουλούρη (επιμ.), Μεταπολίτευση 1974, ό.π., σ. 25 επ.
[28] Βλ. Σ. Ριζά, Το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Τα θεμέλια της δημοκρατίας της Μεταπολίτευσης, 1974-2000, στον τόμο: Κώστα Κωστή - Σωτήρη Ριζά (επιμ.), Ιστορίες της μεταπολίτευσης, ό.π., σ. 39 επ.
[29] Βλ. Τζ. Λαλιούτη, Ο αντιαμερικανισμός και το εθνικό αφήγημα της μεταπολίτευσης. 1974-1985: Ανορθολογικά στοιχεία, ορθολογικές χρήσεις, στον τόμο: Μ. Αυγερίδη - Ε. Γαζή - Κ. Κορνέτη (επιμ.), Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, ό.π., σ. 197 επ.
[30] Βλ. Σ. Μπουρνάζου, Το κράτος των εθνικοφρόνων: αντικομμουνιστικός λόγος και πρακτικές, στον τόμο: Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμος Δ2, Βιβλιόραμα, 2009, σ. 9-49.
[31] Βλ. Ε. Γαζή, Μεταπλάσεις της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας και ταυτότητας στην μεταπολίτευση, στον τόμο: Μ. Αυγερίδη - Ε. Γαζή - Κ. Κορνέτη (επιμ.), Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, ό.π., σ. 246 επ.
[32] Βλ. Α. Πανταζόπουλου, «Για το λαό και το έθνος». Η στιγμή Ανδρέα Παπανδρέου 1965-1989, Πόλις, 2001, σ. 106 επ.
[33] Βλ. Σ. Ριζά, Το ελληνικό πολιτικό σύστημα…, ό.π., σ. 39 επ.
[34] Βλ. Κ. Φίλη, Εξωτερική πολιτική της Ελλάδας κατά τη Μεταπολίτευση, στον τόμο: Κώστα Κωστή - Σωτήρη Ριζά (επιμ.), Ιστορίες της μεταπολίτευσης, ό.π., σ. 529 επ.
[35] Βλ. Ευ. Βενιζέλου, Μια θεσμική αποτίμηση της Μεταπολίτευσης. Πενήντα από τα διακόσια χρόνια του ελληνικού κράτους, στον τόμο: Κώστα Κωστή - Σωτήρη Ριζά (επιμ.), Ιστορίες της μεταπολίτευσης, ό.π., σ. 22 επ.
[36] Βλ. Σ. Ζουμπουλάκη, 1974: Πύκνωση γεγονότων και απελευθέρωση δυνάμεων, στον τόμο: Β. Γεωργιάδου - Χ. Κουλούρη (επιμ.), Μεταπολίτευση 1974, ό.π., σ. 91 επ.
[37] Βλ. τις μελέτες που αφιερώνονται στο πεδίο κουλτούρα (τελευταίο μέρος της συλλογής), στον τόμο: Κώστα Κωστή - Σωτήρη Ριζά (επιμ.), Ιστορίες της μεταπολίτευσης, ό.π., σ. 689 επ.
[38] Βλ. Κάρμεν Μίσιου και Η. Ντίνα, Το ιδεολογικό εκκρεμές της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, στον τόμο: Κώστα Κωστή - Σωτήρη Ριζά (επιμ.), Ιστορίες της μεταπολίτευσης, ό.π., σ. 148 επ.
[39] Βλ. τις εισηγήσεις του κεφαλαίου: Η πρώτη και η δεύτερη μεταπολίτευση της ελληνικής οικονομίας στον τόμο Η καμπύλη της μεταπολίτευσης (1974-2024), ό.π., σ. 258 επ.
[40] Βλ. Π. Ιωακειμίδη, Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον τόμο: Κώστα Κωστή - Σωτήρη Ριζά (επιμ.), Ιστορίες της μεταπολίτευσης, ό.π., σ. 539 επ.
[41] Για μια πανοραμική κριτική παρουσίαση των εξελίξεων στο πολιτικό πεδίο από τη μεταπολίτευση μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης, βλ. Γ. Βούλγαρη, Η μεταπολιτευτική Ελλάδα, 1974-2009 (αναθεωρημένη έκδοση), Πόλις, Αθήνα, 2013.
[42] Βλ. Αντ. Μανιτάκη, Οι σχέσεις της εκκλησίας με το κράτος-έθνος. Στην σκιά των ταυτοτήτων, Νεφέλη, 2000
[43] Βλ. Ν.Διαμαντούρου, Πολιτιστικός δυισμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, Αλεξάνδρεια, 2000.
[44] Βλ. Ν.Αλιβιζάτου, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στην νεοελληνική ιστορία 1800-2010, (εισαγωγή) σ. 19 επ
[45] Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο κατά το έτος 2012 εκδόθηκαν είκοσι πέντε (25) ΠΝΠ, περισσότερες από όσες είχαν εκδοθεί κατά τα έτη 2000-2011, που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα ρυθμίσεων από δημοσιονομικά μέτρα ως μισθολογικές περικοπές με εύλογες αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά τους με το άρθρο 44 παρ.1 Σ. Βλ. αντί πολλών Κ.Χρυσόγονου, Η καταστρατήγηση του Συντάγματος στην εποχή των Μνημονίων, Λιβάνη, Αθήνα, 2013, σ. 27 επ.
[46] Βλ. Π. Μαντζούφα, 200 χρόνια ελληνικού Συνταγματισμού. Απ’ τα επαναστατικά Συντάγματα στην πανδημία: Υπερβάσεις και υστερήσεις στο δρόμο προς ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό Σύνταγμα, Τhe Books’ Journal, Φεβρουάριος 2022, και σε: ΔτΑ 93/2022.
[47] Βλ. Π. Μαντζούφα, Οικονομική Κρίση και Σύνταγμα, Σάκκουλας, 2014, σ. 13 επ.
Εξαιρετικό!
30 Οκτ 2025, 10:10