Editorials

Για να μπορέσει κάποιος να αποκωδικοποιήσει το χάος που εξελίσσεται από τα μέσα Μαρτίου στην Ουάσιγκτον σχετικά με την πολιτική δασμών της κυβέρνησης Τραμπ πρέπει να γνωρίζει τα παρακάτω οχτώ δεδομένα.
Πρώτον, η αμερικανική οικονομία είναι παγκόσμιος πρωταθλητής ανάπτυξης και δημιουργίας πλούτου. Καμιά άλλη χώρα δεν έχει Silicon Valley. Καμία άλλη χώρα δεν έχει Wall Street. Καμιά άλλη χώρα δεν διαθέτει την επιστημονική και ερευνητική υπερδύναμη που ονομάζεται «αμερικανικό σύστημα ανώτατης παιδείας». Η μόνη χώρα που συγκρίνεται με τις ΗΠΑ είναι η Κίνα, η οποία θα φτάσει το βιοτικό επίπεδο των ΗΠΑ ύστερα από δεκαετίες – εάν το φτάσει ποτέ.
Δεύτερον, η ανεργία στις ΗΠΑ τα τελευταία 40 χρόνια κυμαίνεται μεταξύ 4 και 5%, εκτός φυσικά από τα χρόνια της χρηματοοικονομικής κρίσης των στεγαστικών δανείων. Οι ΗΠΑ, δηλαδή, έχουν πετύχει πλήρη απασχόληση. Τα οποιαδήποτε εμπορικά ελλείμματα δεν επηρεάζουν την ευημερία τους.
Τρίτον, η πιο ωφελημένη χώρα από το μεταπολεμικό καθεστώς ελεύθερου εμπορίου που επέβαλαν στον κόσμο οι ΗΠΑ είναι οι ΗΠΑ. Τελεία και παύλα. Αν μη τι άλλο, γιατί η βάση συναλλαγών στο σύστημα ελεύθερου εμπορίου ήταν –και είναι– το αμερικανικό δολάριο, κάτι που επέτρεψε στις ΗΠΑ να έχουν χρόνια ελλείμματα χωρίς να υφίστανται τις συνέπειες.
Τέταρτον, παρ΄ όλο που μερικοί βιομηχανικοί κλάδοι έχουν υποχωρήσει ή εξαφανιστεί, η βιομηχανική παραγωγή και η απασχόληση στη βιομηχανία τα τελευταία 50 χρόνια αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Κάθε χρόνο. Το ποσοστό του ΑΕΠ που οφείλεται στη βιομηχανία έχει μειωθεί όχι γιατί η βιομηχανία πεθαίνει αλλά γιατί άλλοι κλάδοι της οικονομίας μεγεθύνονται με ταχύτερους ρυθμούς.
Πέμπτον, αντίθετα με ό,τι διακηρύσσουν διάφοροι, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, τα εμπορικά ελλείμματα είναι αποτέλεσμα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και όχι των δασμών ή των περιορισμών που μπορεί να επιβάλλουν στις εισαγωγές οι εμπορικοί εταίροι μιας χώρας. Αυτό το πολύ απλό δεδομένο δεν είναι θεωρία ή γνώμη. Είναι μια αναντίρρητη πραγματικότητα, αποτέλεσμα της αριθμητικής ταυτότητας που περιγράφει τις πηγές του εθνικού εισοδήματος: κατανάλωση συν επενδύσεις συν δημοσιονομικές δαπάνες συν εμπορικό ισοζύγιο. Όταν έχεις δημοσιονομικά ελλείμματα, θα έχεις εμπορικά ελλείμματα. Αυτό δεν μπορεί να αποφευχθεί. Και οι ΗΠΑ πέρυσι είχαν δημοσιονομικό έλλειμμα ίσο με 1,9 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή 6,6% του ΑΕΠ.
Έκτον, τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ άρχισαν να παρουσιάζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν, πρώτα η κυβέρνηση Τζόνσον και μετά η κυβέρνηση Νίξον ξεκίνησαν να εκτελούν ελλειμματικούς προϋπολογισμούς για να πληρώσουν για τον πόλεμο στο Βιετνάμ παράλληλα με το ευρύ πρόγραμμα κοινωνικών παροχών που έγινε γνωστό ως Great Society. Τα εμπορικά ελλείμματα εκτοξεύθηκαν τη δεκαετία του 1980, τα χρόνια του Ρόναλντ Ρέιγκαν, μαζί με το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος. Μετά, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, περιορίστηκαν όταν η κυβέρνηση Κλίντον δημιούργησε τα τελευταία δημοσιονομικά πλεονάσματα που είχε η Αμερική. Και όπως θα περίμενε κανείς, εκτοξεύθηκαν πάλι στην προεδρία Μπους, όταν ο Λευκός Οίκος και το Κογκρέσο «ξετίναξαν την μπάνκα» ξοδεύοντας τρισεκατομμύρια σε δύο πολέμους ενώ, παράλληλα, μείωναν τους φορολογικούς συντελεστές, δημιουργώντας εφιαλτικά δημοσιονομικά ελλείμματα.
Έβδομον, είναι αλήθεια ότι, μολονότι η αμερικανική οικονομία έχει τις καλύτερες επιδόσεις από όλες τις δυτικές οικονομίες και το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξάνεται ταχύτερα από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, η μεσαία και η κατώτερη τάξη των ΗΠΑ υποφέρουν, εδώ και δεκαετίες. Όμως δεν υποφέρουν λόγω της ανόδου της Κίνας ή λόγω της «αποβιομηχάνισης» της χώρας, όπως έχει πείσει τους ψηφοφόρους του ο ένοικος του Λευκού Οίκου. Ο λόγος είναι ότι εδώ και 45 χρόνια η εσωτερική αγορά των ΗΠΑ έχει γίνει η λιγότερο ανταγωνιστική από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ και οι περισσότεροι κλάδοι κυριαρχούνται από ολιγοπώλια (5-10 εταιρείες) που επιβάλλουν υψηλές τιμές στους καταναλωτές. Έτσι, η εντυπωσιακή αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος διοχετεύεται, μέσω πολύ υψηλών τιμών, σε σχετικά μικρό αριθμό εταιρειών, οι οποίες σημειώνουν κάθε χρόνο εντυπωσιακή αύξηση κερδών, πετυχαίνουν γιγαντιαίες αποτιμήσεις στο χρηματιστήριο και δημιουργούν πλούτο για τους κύριους μετόχους τους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ανήκουν στο περίφημο 1%.
Όγδοον, κάποτε η Αμερική είχε τους αυστηρότερους νόμους εναντίον των μονοπωλίων και των ολιγοπωλίων. Το Sherman Antitrust Act, που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο το 1890, ήταν ο πρώτος νόμος περιορισμού μονοπωλιακών πρακτικών που ψηφίστηκε στον κόσμο. Δυστυχώς, από το 1981 και μετά, διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν χαλαρώσει την επιβολή του νόμου, κυρίως ως αποτέλεσμα πολιτικών πιέσεων που έχουν από πίσω τους ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα τα οποία χρηματοδοτούν τις προεκλογικές εκστρατείες βουλευτών, γερουσιαστών και προέδρων.
Τη δεκαετία του 1980, ο μπαμπούλας ήταν η Ιαπωνία, που αναπτυσσόταν ταχύτατα και κλάδοι της οικονομίας της, όπως τα ηλεκτρονικά και τα αυτοκίνητα, οδήγησαν τους αμερικανούς ανταγωνιστές τους στη συρρίκνωση. Τώρα, ο μπαμπούλας είναι η Κίνα, που όχι μόνο αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, αλλά το πληθυσμιακό μέγεθός της προκαλεί τρόμο στο κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον.
Η εξίσωση είναι απλή: κατηγορούμε την «κομμουνιστική Κίνα» (που είναι, σήμερα, η πιο ακραία καπιταλιστική χώρα του κόσμου...) για καταχρηστικές και «άδικες» εμπορικές πρακτικές, ανεμίζουμε την αστερόεσσα όσο πιο ψηλά και πιο συχνά γίνεται και, με τον τρόπο αυτό, κάνουμε τους δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανούς που δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους κάθε μήνα να ξεχάσουν ότι υπεύθυνοι για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται είναι οι δισεκατομμυριούχοι που είναι σήμερα στον Λευκό Οίκο και στο Μαρ-α-Λάγκο. Το πιο παλιό κόλπο που υπάρχει...

H όχι και τόσο ανέφελη σχέση μεταξύ Ουάσιγκτον και Κιέβου, που βύθισε σε ανασφάλεια όχι μόνο την ηγεσία της Ουκρανίας αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη, είναι απλώς μία από τις πολλές ενδείξεις ότι η τρέχουσα αλλαγή του διεθνούς συστήματος, που συντελείται μετά την ανάληψη της αμερικανικής ηγεσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ, έχει συνέπειες. Όπως εξηγεί στη διαδικτυακή έκδοσή μας (booksjournal.gr) ο συνεργάτης μας, καθηγητής Andreas Umland, «οι αμερικανο-ουκρανικές εντάσεις μπορεί να συνεχιστούν, να υποχωρήσουν ή να αυξηθούν ακόμη περισσότερο. Είναι ήδη σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό την κυριαρχία του κινήματος MAGA, δεν θα υποστηρίζουν πλέον την παγκόσμια τάξη που προέκυψε ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του φασιστικού άξονα το 1943-1945, των υπερπόντιων αυτοκρατοριών τη δεκαετία 1940-1960 και της σοβιετορωσικής χερσαίας αυτοκρατορίας το 1989-1991».

Κι όμως, η υπόθεση είναι απλή. Ένα τρένο, εξαιτίας παραβίασης μιας σειράς κωδίκων ασφαλείας, μπήκε σε λάθος γραμμή και συγκρούστηκε. Για αυτή την παραβίαση υπάρχουν αντικειμενικές ευθύνες. Πρωτίστως ατομικές, πιθανόν όχι μόνο ατομικές. Η υπόθεση αφορά τη δικαιοσύνη και, όντως, η δικαιοσύνη έχει επιληφθεί, σε πλαίσιο μυστικότητας, όπως αρμόζει σε αυτού του τύπου τις περιπτώσεις. Εδώ, σε κανονικές συνθήκες, θα τελείωνε το δικαστικό μέρος της υπόθεσης των Τεμπών. Η ανεξάρτητη δικαιοσύνη, όπως συμβαίνει σε κάθε ευνομούμενη δημοκρατική χώρα, θα ανελάμβανε να ερευνήσει το δυστύχημα και να αποδώσει ευθύνες – αν υπάρχουν ποινικές ευθύνες πολιτικών, και στους πολιτικούς που ενέχονται.

Είναι αδιανόητο να θεωρούμε ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις μπορούν να αναστείλουν την ελευθερία που καθιστά δυνατή τη δημοκρατία.
Με αυτά τα λόγια έκλεινε το 2006 κείμενό του ο Ρόναλντ Ντουόρκιν (1931–2013), καθηγητής φιλοσοφίας στο Νew Υork University, έπειτα από την οξεία μουσουλμανική αντίδραση που έφερε η δημοσίευση από τη δανική εφημερίδα Jyllands-Posten, στις 20 Σεπτεμβρίου 2005, δώδεκα γελοιογραφικών σκίτσων του Μωάμεθ. Μερικά χρόνια μετά, τα σκίτσα αναδημοσίευσε στη Γαλλία η σατιρική, χωρίς φραγμούς εφημερίδα Charlie Hebdo. Στις 7 Ιανουαρίου 2015, δύο πάνοπλοι άνδρες, οι μουσουλμάνοι αδελφοί Σερίφ και Σαΐντ Κουασί, που σχετίζονταν με την ισλαμική τρομοκρατία, εισέβαλλαν στα γραφεία της εφημερίδας, πυροβολώντας αδιακρίτως, με αποτέλεσμα 12 νεκρούς – ανάμεσά τους και σπουδαίοι γελοιογράφοι, ο Βολινσκί, ο Καμπού, ο Σαρμπ.

Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι πανίσχυρο εργαλείο ανάπτυξης στα χέρια των κυβερνήσεων, πολύτιμος συνεργάτης των ερευνητών και των καινοτόμων και η πιο ελκυστική καραμέλα που πιπιλίζουν οι απανταχού δευτεροκλασάτοι δημοσιολογούντες. Η Ελλάδα (με σχετική καθυστέρηση – σχετική ως προς τη φρενίτιδα των εξελίξεων και έπειτα από αρκετές άκαρπες προσπάθειες) απέκτησε επιτέλους και αυτή μία εθνική Στρατηγική για την Τεχνητή Νοημοσύνη. Το κείμενο που την περιγράφει, παρότι σε ορισμένα σημεία έχει τις αδυναμίες των συλλογικών έργων, διαθέτει πολλές αρετές: είναι οραματικό χωρίς να βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, είναι ενημερωμένο με τις τελευταίες εξελίξεις και, σε γενικές γραμμές, ζυγίζει σωστά τις προτεραιότητες της χώρας. Ακόμη και μερικώς αν υλοποιηθεί αυτό το φιλόδοξο σχέδιο, δεν θα έχουμε χάσει το τρένο της Τεχνητής Νοημοσύνης για πάντα. Κι ίσως αργότερα να ταξιδεύουμε σε ένα κουπέ της πρώτης θέσης.

Στις 29/4/2022, ο φωτογράφος και καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Κατσάγγελος, έστειλε εξώδικο στον ζωγράφο Μιχάλη Μαδένη, ουσιαστικά κατηγορώντας τον για λογοκλοπή, επειδή ο ζωγράφος χρησιμοποίησε, δίκην μοντέλων, φωτογραφικό υλικό από λεύκωμά του με εικόνες από το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, που κυκλοφόρησε το 2001 και περιλαμβάνει φωτογραφίες ψυχικά ασθενών στο εν λόγω νοσηλευτικό ίδρυμα. Ο φωτογράφος κατηγορούσε τον ζωγράφο ότι προσβάλλει «με τον τρόπο αυτό κατάφωρα το περιουσιακό [τ]ου δικαίωμα και, ειδικότερα, τις εξουσίες αναπαραγωγής, διασκευής, διάθεσης και δημόσιας παρουσίασης των έργων [τ]ου, καθώς και τις ηθικές εξουσίες πατρότητας και ακεραιότητας αυτών, προσβολές που επισύρουν σοβαρές αστικές και ποινικές κυρώσεις».

Tο πρώτο τεύχος του Books’ Journal κυκλοφόρησε στις 13 Οκτωβρίου 2010, πριν από 14 χρόνια. Είχε εξώφυλλο τον Ρίσαρντ Καπισίνσκι, έναν δημοσιογράφο που βρέθηκε στην Αφρική τη δεκαετία του 1950 για να καταγράψει το τέλος της αποικιοκρατίας. Δεν ήταν υπερβολικά διάσημος, αλλά το κείμενο του Τάσου Τέλογλου γι’ αυτόν και τα βιβλία του (που στα ελληνικά κυκλοφορούν στο Μεταίχμιο) ήταν αριστοτεχνικά πλήρες – κι εμείς, ουσιαστικά μια παρέα, που θέλαμε να εκδίδουμε «ένα περιοδικό με γράμματα» για τα γράμματα δεν νοιαζόμαστε για τις διασημότητες. Θέλαμε απλώς να παρακολουθούμε ό,τι μας άρεσε και να παρεμβαίνουμε χωρίς αναστολές. Στα γράμματα, στις τέχνες, στην πολιτική, στις επιστήμες, στο χώρο των ιδεών.
Το Books’ Journal κυκλοφόρησε ως περιοδικό για μορφωμένους ανθρώπους, και τέτοιο παραμένει. Φιλοξενεί κείμενα μικρά ή μεγάλα που έχουν κάτι να πουν και το λένε αναλυτικά και καθαρά. Δεν συνταχθήκαμε με συρμούς, δεν συρθήκαμε πίσω από τις μόδες, δεν υπηρετήσαμε δημόσιες σχέσεις. Πολεμήσαμε το δήθεν, αρνηθήκαμε κείμενα επιδειξιομανή και ναρκισσιστικά. Στόχος μας είναι να δημοσιεύουμε όσο το δυνατόν περισσότερα κείμενα υψηλής εκλαΐκευσης, προσιτά στο μεγάλο κοινό – και ας είναι γνωστό ότι πολύ δύσκολα θα το συναντήσουμε, σε μια χώρα που ιδίως οι θεσμοί της παιδείας δεν ευνοούν την ανάγνωση και τη μελέτη.
Επιδιώξαμε να διακριθούμε ως κριτική φωνή, αναδεικνύοντας πάντα ό,τι θεωρούσαμε ότι αξίζει να συζητήσουμε. Δυστυχώς, λίγο μετά την έκδοσή μας, η χώρα χρεοκόπησε – και σε ένα περιβάλλον λαϊκισμού και τοξικότητας, το περιοδικό πήρε θέση. Περιοδικό για το βιβλίο, πολέμησε τον λαϊκισμό και τις προσπάθειες χειραγώγησης της πολιτικής ζωής, και όχι μόνο, αρχικά των βίαιων «Αγανακτισμένων» και στη συνέχεια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Περάσαμε την περιπέτεια του 2015 με άγχος αλλά καταφέραμε να κυκλοφορήσουμε ακόμα και το δύσκολο καλοκαίρι μετά τα capital control, με λιγότερες σελίδες και για πρώτη φορά χωρίς γυαλιστερό εξώφυλλο (με τον Τόμας Μπέρχαρντ).
Κατά βάση χώρος φιλελευθερισμού, δώσαμε βήμα εξίσου και σε συντηρητικούς διανοούμενους και στοχαστές αλλά και σε αριστερούς που πιστεύουν στον δημοκρατικό διάλογο και στην αναλυτική σκέψη. Οι σελίδες (και η ιστοσελίδα) του Books’ Journal είναι ανοιχτές στην αδογμάτιστη αναλυτική σκέψη, όποιο ιδεολογικό πρόσημο και αν επικαλείται. Προϋπόθεση, βεβαίως, είναι τα κείμενα, η τεκμηρίωσή τους και το ενδιαφέρον τους.
Συνεργαζόμαστε με σπουδαίους συγγραφείς, καθηγητές, δημοσιογράφους. Απολαμβάνουμε την εμπιστοσύνη με την οποία μας εμπιστεύονται τα χειρόγραφά τους και, μερικές φορές, την αυστηρή κρίση μας. Στόχος είναι, κάθε μήνα, οι αναγνώστες να έχουν στα χέρια τους ένα ωραίο, ελκυστικό περιοδικό κειμένων. Είναι ηθική ικανοποίηση όταν ο στόχος αυτός επιβεβαιώνεται από συνεργάτες μας αλλά, κυρίως, από αναγνώστες μας.
***
Με το τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας, το Books’ Journal μπαίνει στον δέκατο πέμπτο χρόνο. Δεν είμαστε όλοι όσοι ξεκινήσαμε μαζί. Στη διαδρομή, χάσαμε περίφημους φίλους και συνεργάτες, τη δουλειά των οποίων οι τακτικοί αναγνώστες είχαν απολαύσει πολλές φορές – τον Σταύρο Τσακυράκη, τον Σταύρο Καπλανίδη, τον Κώστα Καλφόπουλο και τόσους άλλους.
Κερδίσαμε όμως πολλούς καινούργιους φίλους και σπουδαίους συνεργάτες. Έχοντας εργαστεί πολύ και σκληρά η ομάδα που εκδίδει αυτό το περιοδικό, η αγάπη και ο σεβασμός των φίλων και των συνεργατών μας είναι η ανταμοιβή μας για τον χαμένο χρόνο. Μέσα σε αυτόν τον σεβασμό και την αγάπη ξανακερδίζεται ο χρόνος που χάνουμε σε διαβάσματα, συζητήσεις, καβγάδες, άγχη για τις προθεσμίες ή για τα λεφτά, κούραση και κάποιες απογοητεύσεις.
Τα χρήματα είναι ένα ειδικό κεφάλαιο σε αυτό το περιοδικό. Δυστυχώς για μας, επιλέξαμε να κινηθούμε διαφυλάσσοντας την ανεξαρτησία μας με αποτέλεσμα να έχουμε περιορισμένους πόρους, που προέρχονται αποκλειστικά από τους αναγνώστες (είτε μας αγοράζουν στα περίπτερα και τα βιβλιοπωλεία, είτε είναι συνδρομητές μας) και από τις λιγοστές διαφημίσεις. Επί 14 χρόνια, μας έχουν στηρίξει με τις διαφημίσεις τους συγκεκριμένοι εκδοτικοί οίκοι – και τους ευχαριστούμε γι’ αυτό. Η διαφήμιση είναι αναγκαία για την επιβίωσή μας και την ανάπτυξή μας. Το ίδιο και η εγγραφή νέων συνδρομητών. Αν έχετε φίλους που τους αγαπάτε πολύ, χαρίστε τους μια συνδρομή στο Books’ Journal. Είναι σημαντικό για μας.
Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, παράλληλα με τη χάρτινη έκδοση, λειτουργεί η ηλεκτρονική έκδοση του Books’ Journal στον διαδικτυακό τόπο booksjournal.gr. Αν και χρειάζεται να αναπτυχθεί ακόμα πολύ, έχει καταφέρει να ανανεώνεται καθημερινά και, εκτός από το μεγαλύτερο μέρος της ύλης της χάρτινης έκδοσης, φιλοξενεί γνώμες και παρεμβάσεις για όλα τα ζητήματα της επικαιρότητας, στην πολιτική και στο βιβλίο. Στόχος είναι να αναπτύξουμε την ιστοσελίδα μας. Ίσως να τα καταφέρουμε.
Μπαίνοντας στον δέκατο πέμπτο χρόνο μας, όλοι εμείς οι συνεργάτες στο Books’ Journal έχουμε μια υπόσχεση: θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε για μια δυναμικά παρεμβατική παρουσία. Έχουμε πείρα, φίλους και κέφι. Και την πεποίθηση ότι τα πρώτα 14 χρόνια είναι δύσκολα. Ευχαριστούμε τους αναγνώστες μας που μας συνοδεύουν σε αυτό το ταξίδι, που θα συνεχιστεί.

Η κλιμάκωση της πολεμικής σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή έχει δημιουργήσει ένα νέο δήθεν φιλειρηνικό ρεύμα στον πλανήτη, που πιέζει το Ισραήλ για κατάπαυση του πυρός. Είναι ένα ρεύμα που προτάσσει το πραγματικό ανθρωπιστικό δράμα στη λωρίδα της Γάζας αλλά κλείνει τα μάτια στο δράμα από το οποίο ξεκίνησε αυτός ο νέος κύκλος βίας: το πογκρόμ της τρομοκρατικής Χαμάς κατά άμαχων πολιτών του Ισραήλ και τη συνεχιζόμενη ομηρεία δεκάδων απαχθέντων εκείνη την τρομερή 7η Οκτωβρίου 2023.

Η αντοχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής ιδέας δοκιμάστηκε στις ευρωεκλογές και στις εκλογές που, αμέσως μετά, προκήρυξε ο πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, επιδιώκοντας την εξουδετέρωση της Ακροδεξιάς και υπολογίζοντας ότι, εντέλει, θα αυτοεξουδετερωθεί και η άκρα Αριστερά, παρά το Νέο Λαϊκό Μέτωπου που είχε συγκροτηθεί.

Το εξώφυλλο του τεύχους 153, που κυκλοφορεί, απεικονίζει (στο θαυμάσιο σχέδιο του Αλέκου Παπαδάτου) μια σημαντική προσωπικότητα της ιστοριογραφίας, τον καθηγητή Βασίλη Παναγιωτόπουλο. Ένα πρόσωπο με ανυπολόγιστη προσφορά στην ιστοριογραφία. Πρωτίστως, ένα πρόσωπο που ξέρει να εμπνέει μεγάλες ομάδες σε μεγάλης πνοής έργα – όπως η δεκάτομη Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, το τετράτομο Αρχείο Αλή Πασά Γενναδείου Βιβλιοθήκης ή του δίτομου έργου Ο Ανδρέας Παπανδρέου και η εποχή του.