Editorials

Το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη με τους τουλάχιστον 67 νεκρούς –οι περισσότεροι νέοι, κι οι περισσότεροι ανάμεσά τους φοιτητές– δικαίως προκάλεσε σοκ στην ελληνική κοινωνία, που ακόμα μια φορά χρειάστηκε να θυμηθεί την παλιά φράση του Κώστα Σημίτη, αμέσως μετά από ένα άλλο επίσης σοκαριστικό δυστύχημα, το ναυάγιο του Εξπρές Σαμίνα το 2000: «αυτή εαίναι η Ελλάδα». Στα Τέμπη συνέβη ακόμα μια τεχνολογική καταστροφή, κατά την ορολογία που έχει χρησιμοποιήσει ο Παναγής Παναγιωτόπουλος στο βιβλίο του, Τεχνολογικές καταστροφές και πολιτικές του κινδύνου. Παλινδρομήσεις του κοινωνικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα 1947-2000 (Πόλις, 2013) – καταστροφή δηλαδή που οφείλεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε ανθρώπινο χειρισμό, λάθος ή παράλειψη.

Ένα χρόνο μετά την εισβολή της Ρωσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία, τα πράγματα παραμένουν τεταμένα. Η Ρωσία ηττάται κατά κράτος, χάνοντας στρατιώτες, βιοτικό επίπεδο, ελευθερίες, το γόητρό της και κάθε προοπτική εξωστρέφειας. Αποτυχημένο κράτος, υποταγμένο σε έναν αυταρχικό ηγέτη, ο οποίος χρησιμοποιεί σκοτεινούς οπλαρχηγούς και εγκληματικές μεθόδους για να κάμψει το φρόνημα των αμυνομένων, η Ρωσία έχει κόψει τις γέφυρες με τον δυτικό κόσμο, ενώ αδυνατεί να συνδεθεί με άλλες χώρες, όπως η Κίνα, που δυνητικά θα μπορούσαν να τη στηρίξουν. Μια χώρα απομονωμένη, όσο επικίνδυνη κι αν είναι για την παγκόσμια ισορροπία, είναι ταυτόχρονα ηθικά απαξιωμένη και οικονομικά περισσότερο ευάλωτη. Κάποια στιγμή, όταν η ηγεσία της κλονιστεί, θα αναγκαστεί να αναμετρηθεί με το πεπρωμένο της.

Η επανέκδοση του συνόλου του έργου του Νίκου Καζαντζάκη είναι ένα γεγονός. Ακόμα κι αν ο πολυδιαβασμένος έλληνας συγγραφέας, σήμερα, δεν βρίσκεται στην πρώτη σειρά των συζητήσεων και στους προβληματισμούς των αναγνωστών που παρακολουθούν τη λογοτεχνία, δεν παύει να είναι ο πιο γνωστός και ο πιο εμπορικός συγγραφέας της νεότερης Ελλάδας, στον κόσμο. Ο Αλέξης Ζορμπάς είναι πάντα στα σταντ των βιβλιοπωλείων στα αεροδρόμια τουλάχιστον του δυτικού κόσμου. Κι η μαθητική «υποχρέωση» άλλων εποχών, πριν τελειώσουμε το σχολείο να έχουμε διαβάσει τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, σε ένα βαθμό τηρείται – αν και μάλλον όχι πια στα αστικά κέντρα και στα μοντέρνα σχολεία, όπου η διδασκαλία της λογοτεχνίας γίνεται με κείμενα που θίγουν άλλα προβλήματα ή, έστω, αλλιώς αντιλαμβάνονται την εσωτερικότητα απ’ ό,τι ο έλληνας συγγραφέας.

Το τεύχος 127 του Books’ Journal (https://booksjournal.gr/teyxi/4109-teyxos-137), τελευταίο τεύχος του 2022, περιέχει ένα λιτό πλην ουσιώδες αφιέρωμα στη Μικρασιατική Εκστρατεία και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ένα επί της ουσίας μικρό αφιέρωμα, δηλαδή, για τη συντριβή της Μεγάλης Ιδέας και την εγκατάλειψη, σε μεγάλο βαθμό, των επεκτατικών εθνικιστικών ονείρων. Προτιμήσαμε να αφήσουμε τον επετειακό χρόνο να τελειώσει, αναμένοντας τις συζητήσεις που στο μεταξύ θα είχαν γίνει και το αποτύπωμα που θα είχαν αφήσει.

Η δεκαετία του 2010 ήταν η πιο περιπετειώδης δεκαετία στην πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας. Οδηγημένη από παραλογισμούς, που έγιναν πιστευτοί από έναν κόσμο που αντιμετώπισε με οδύνη την πιθανότητα διάλυσης της ζωής του έπειτα από μια ενδεχόμενη χρεοκοπία, η χώρα πέρασε οδυνηρές περιπέτειες στα νύχια του λαϊκισμού, ακροδεξιού και ακροαριστερού. Το 2018, ανακουφισμένος, ο πληθυσμός ψήφισε τη ΝΔ, ένα από τα κόμματα του πελατειακού κράτους που ευθυνόταν για την κατάσταση στην οποία περιήλθαμε το 2010, που την κρίσιμη στιγμή είχε αλλάξει την ηγεσία του, προτείνοντας έναν πολιτικό αρχηγό με χαρακτηριστικά κεντρώου ευρωπαϊστή, τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που υποσχόταν δημοκρατία, Ευρώπη, εκσυγχρονισμό και πρόοδο.

«Η επιλογή της επιτροπής των Νόμπελ να βραβεύσει τη γαλλίδα Αννί Ερνό δεν είναι παράλογη: το Νόμπελ καταφεύγει σε μια συγγραφέα που ξοδεύει όλη της τη συγγραφική οξυδέρκεια για να γράψει μια λογοτεχνία της υπεκφυγής. Μια λογοτεχνία που παράγεται στην ασφαλή μεριά της ζωής, εκεί όπου τα πραγματικά προβλήματα και τα πραγματικά θέματα δεν απασχολούν – και αντ' αυτών ένας τύπος δυτικού ψευτοριζοσπαστισμού ασχολείται με θέματα ταυτότητας, έμφυλων σχέσεων αλλά και ζητήματα της μορφής των αφηγήσεων».

Ο Αύγουστος αποδείχτηκε ταραχώδης μήνας στο πολιτικό προσκήνιο, στον αντίποδα της ραστώνης που κυριάρχησε στις ζωές μας, αφού στην ουσία ήταν ο πρώτος Αύγουστος χωρίς περιορισμούς λόγω της πανδημίας του κόβιντ-19. Η αποκάλυψη, από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, της επισύνδεσης, της νόμιμης παρακολούθησης δηλαδή των επικοινωνιών του Νίκου Ανδρουλάκη από τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες, προκάλεσε κλυδωνισμό στην κυβέρνηση, αναστάτωσε το κοινωνικό σώμα, κινητοποίησε τις δημοκρατικές ευαισθησίες (είτε τις «ευαισθησίες») πολιτών και οδήγησε στη συνήθη κλοτσοπατινάδα πολιτικών αψιμαχιών που, στην Ελλάδα, συχνά λογίζονται ως πολιτική αντιπαράθεση.

Το τεύχος 133 του Books' Journal που μόλις κυκλοφόρησε είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στον Ρόδη Ρούφο, μια προσωπικότητα της λογοτεχνίας που συνδύαζε πάθος, γνώση, μαχητικότητα και ακεραιότητα. Σε έναν φιλελεύθερο δημοκράτη των γραμμάτων (και της διπλωματίας) που η προσφορά του υποβαθμίστηκε επειδή δεν υπηρέτησε τη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή μυθολογία της Αριστεράς. Κλείνουν πενήντα χρόνια από τον πρόωρο θάνατο του Ρόδη Ρούφου (πέθανε στις 12 Οκτωβρίου 1972) και η επέτειος δίνει μια καλή αφορμή να ξαναδιαβάσουμε τη λογοτεχνία του και, μαζί, να ξαναδούμε την προσωπικότητά του.

Ακόμα κι οι αναγνώστες ενός περιοδικού όπως το Books’ Journal πρέπει να έχουν κουραστεί από τις συζητήσεις για το ελληνικό Πανεπιστήμιο. Το μέλλον του μοιάζει να μην αφορά ιδιαίτερα την ελληνική κοινωνία, ούτε καν τους φοιτητές, ούτε καν το περιβάλλον τους. Συζητούμε σοβαρά για την ανώτατη εκπαίδευση μόνο όταν υπάρχουν κρούσματα βίας, η οποία παρότι έχει καταργηθεί το άσυλο συνεχίζει να εκδηλώνεται κυρίως σε ορισμένα Πανεπιστήμια, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη (όπου το πανεπιστημιακό κάμπους είναι μόνιμη εστία παραβατικότητας ποινικών, εμπόρων ναρκωτικών και φυγόδικων), στην Κρήτη (στα Χανιά) και στα Γιάννινα. Ακόμα και οι σοβαρές ενστάσεις, που κατατέθηκαν από το περιοδικό μας, για ό,τι προβλέπει το υπό συζήτηση νέο νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση, ελάχιστους συγκίνησαν. Οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι, πλέον, το Πανεπιστήμιο είναι ακόμα ένας κλάδος του ελληνικού Δημοσίου, και αντιμετωπίζεται όπως κάθε κλάδος του Δημοσίου. Σύντομα δημιουργούνται συντεχνίες που υπερασπίζονται συντεχνιακά συμφέροντα, το σύστημα εργάζεται για να αποφεύγει τις αξιολογήσεις, οι πελατειακές σχέσεις στο Πανεπιστήμιο είναι σοβαρές και ενισχύονται από το ρόλο των κομμάτων. Σαν το Πανεπιστήμιο να λειτουργεί ερήμην της κοινωνίας την οποία αφορά.

Ο Καστοριάδης δεν ανήκε στους «φιλοσόφους του σπουδαστηρίου» αλλά στους λίγους στην εποχή του –κι ακόμη λιγότερους σήμερα– στοχαστές οι οποίοι έβλεπαν/βλέπουν την θεωρία απολύτως συνδεδεμένη με την πράξη και συμμετείχαν/συμμετέχουν οι ίδιοι ενεργώς στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, μερικοί ακόμη κι ως πρωταγωνιστές. Το ενδιαφέρον του για την πολιτική πράξη είναι σταθερό και τον συνοδεύει σε κάθε στάδιο της πνευματικής του εξέλιξης. Ίσως γι’ αυτό, οι αναφορές στο έργο του, στη σκέψη και στις παρεμβάσεις του δεν είναι επετειακές, αλλά ουσιώδεις.


Εδώ και 34 χρόνια, μια λεγόμενη αναρχική συλλογικότητα είχε καταλάβει έναν χώρο του Πανεπιστημίου, τον οποίο λειτουργούσε ως αυτόνομο στέκι. Φως, νερό και επικοινωνίες πληρώνονταν από το Δημόσιο (δηλαδή από μας), αλλά, προφανώς, ο χώρος λειτουργούσε με κριτήρια ιδιωτικότητας: αν δεν ανήκεις, δεν μπαίνεις. Τον περασμένο Νοέμβριο, κουκουλοφόροι που ξεκίνησαν από το στέκι έδειραν απρόκλητα φοιτητές οι οποίοι έπαιζαν ένα παιχνίδι σε άλλη αίθουσα του Πανεπιστημίου. Εγιναν καταγγελίες, αλλά η Αστυνομία δεν μπόρεσε να προσωποποιήσει κατηγορίες.