Πήρα το γράμμα σου
Η στήλη «Πήρα το Γράμμα σου» της ηλεκτρονικής έκδοσης τού Books’ Journal διακόπτει σήμερα τη δημοσίευση γραμμάτων από το αρχείο, για να δημοσιεύσει το διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη, «ΔΥΟ ΜΙΚΡΟΙ» δημοσιευμένο στο περιοδικό Εστία[1] του 1889. Το περιέλαβε ο Μανόλης Αναγνωστάκης στον τόμο, στον οποίο ανθολόγησε κείμενα του συγγραφέα με τίτλο: Μιχαήλ Μητσάκης Πεζογραφήματα και για τον οποίο μεταξύ άλλων λέει: «Αν κανόνας είναι ο χρόνος να λειτουργεί αρνητικά για τους περισσότερους συγγραφείς και το έργο τους, η λαμπρή εξαίρεση του Μιχαήλ Μητσάκη έρχεται να διαψεύσει –ή να επιβεβαιώσει- τον κανόνα. Απαράμιλλος στυλίστας, οξύς παρατηρητής της ζωής, γλωσσικά και κοινωνικά απροσάρμοστος, με προδρομικά στίγματα μιας νέας γραφής, προσφέρεται σήμερα σε μια καινούργια ανάγνωση, σχεδόν αποκαλυπτική από ορισμένες πλευρές»[2].
Ο Μάκης δεν κατάφερε να βρει δουλειά στη στεριά την δεκαετία του 1980. Έκανε μια προσπάθεια μεταξύ 1982 και '87, ανοίγοντας μαγαζί σχολικών ειδών, το οποίο όμως δεν μπόρεσε να ζήσει την οικογένεια. Από το 1987 και μετά το δούλεψε η γυναίκα του, μέχρι το 1996 που το έκλεισαν κι έβγαλαν στο ενοίκιο το κτίριο.
Η μετά το 1981 αλληλογραφία του Μάκη και της Αλεξάνδρας δείχνει ότι οι ελπίδες για δουλειά του Μάκη στη στεριά διαψεύστηκαν, παρά τις χαμηλές προσδοκίες τους σε σχέση με το εισόδημα. Έμεινε τέσσερα χρόνια στη στεριά αλλά χρειάστηκε να ξαναμπαρκάρει, σε κρουαζιερόπλοιο αυτή τη φορά, με μεγαλύτερες απαιτήσεις, ενώ τα πράγματα για το επάγγελμα των ασυρματιστών έγιναν δυσκολότερα, καθώς χρειάστηκε ν’ ανταποκριθούν σε νέες τεχνολογίες μαθαίνοντάς τες πάνω στη δουλειά. Έτσι αυτοί οι δύο άνθρωποι αναγκάστηκαν να ικανοποιούν την μεγάλη λαχτάρα τους για κοντινή επαφή με το ασθενές υποκατάστατο των τηλεφωνημάτων και των γραμμάτων.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΤΙΝΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΙΑΣ
Έχετε ακόμη τον χρόνο να διαβάζετε επιστολές;
Ελπίζω πως ναι. Οι επιστολές είναι σαν να διαγράφουν μια κυκλική πορεία στη ζωή: πρώτα τις αγαπάμε, μετά τις ξεχνάμε και ύστερα τις χάνουμε, νομίζω όμως ξαναγυρίζουμε πάντα σ’ αυτές.
Στέφαν Τσβάιχ, 14 Σεπτεμβρίου 1912
Τράβηξα απ’ το σωρό της μικρότερης επιστολογραφίας ένα γράμμα. Ένιωθα σαν εκείνον που βρήκε το μπουκάλι με το τζίνι στο παιδικό παραμύθι. Μέσα από το μπουκάλι - γράμμα βγήκαν ένα όνομα «Γιάννης», ένας τόπος «Μουρμάνσκ», μια ημερομηνία «22 Αυγούστου 1982», μία προσφώνηση «Αγάπη μου», μια υπογραφή «Μάκης».
Ο Pollys από την Αθήνα ζει το 1925 στην Αφρική, ενώ τα τελευταία τέσσερα χρόνια δουλεύει στο Χαρτούμ. Φαίνεται ότι κερδίζει πολλά λεφτά αλλά είναι μόνος και πλήττει. Γράφει στο ξάδελφό του Σπύρο και ζητά απεγνωσμένα ένα τεχνικό βιβλίο για την δουλειά του, μια όμορφη νύφη αλλά κα βιβλία «ηδονικά». Ο Σπύρος στέλνει αλλά όχι ακριβώς αυτά που ζητούσε ο Pollys. Αυτός κάνει αρνητική κριτική στο πρώτο και περνά - ίσως λόγω της ντροπής που αισθάνεται για το αίτημά του - σε διάφορα κυνικά σεξιστικά κλισέ σε μια προσπάθεια ενίσχυσης του ανδρισμού του.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΤΙΝΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΙΑΣ
Έχετε ακόμη τον χρόνο να διαβάζετε επιστολές;
Ελπίζω πως ναι. Οι επιστολές είναι σαν να διαγράφουν μια κυκλική πορεία στη ζωή: πρώτα τις αγαπάμε, μετά τις ξεχνάμε και ύστερα τις χάνουμε, νομίζω όμως ξαναγυρίζουμε πάντα σ’ αυτές.
Στέφαν Τσβάιχ, 14 Σεπτεμβρίου 1912 [i]
Η «αποκατάσταση» των αδελφών του Σπύρου παραμένει εκκρεμής, παρά τις προσπάθειές του.
Η προσπάθεια επέκτασης των εμπορικών εργασιών
Ο Σπύρος, όπως έγραψα και στο προηγούμενο σημείωμα, πιάνει δουλειά στο Πυριτιδοποιείο που τότε βρισκόταν στην Ιερά Οδό και είχε δώσει και το όνομα σε παρακείμενη συνοικία της Αθήνας. Όμως δεν αρκείται σ’ αυτή την έμμισθη εργασία αλλά συνεχίζει τις προσπάθειες για παραγωγή και εμπόριο προϊόντων. Το μαρτυρούν τρεις επιστολές: μία προς άγνωστό του έμπορο κρασιών στην Αλεξάνδρεια στην οποία του προτείνει εξαγωγή ρετσίνας στην Αίγυπτο και άλλες δυο που αναζητούν πληροφορίες για την εισαγωγική κατάσταση του προϊόντος, καθώς και τη φερεγγυότητα του αρχικού εμπόρου.
Μετά την απόλυσή του από το στρατό, το 1923, ο Σπύρος συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να πάρει το πτυχίο του χημικού. Το 1927, τον βρίσκουμε πτυχιούχο πια να εξετάζει ερώτημα φίλου του από τη Μυτιλήνη, όπως φαίνεται από την απαντητική του επιστολή, σχετικά με την δημιουργία βιομηχανίας επεξεργασίας ρητίνης πεύκων.
Συνεχίζεται, σήμερα, η ιστορία του αθηναίου χημικού Σπύρου Πρ., οι στρατιωτικές σημειώσεις του οποίου, όπως έγραψα και στην πρώτη συνέχεια (https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3532-spyros-pr-enas-athinaios-ximikos-ton-mesopolemo-1), από τον Δεκέμβριο του 1921 ώς τον Σεπτέμβριο του 1922, δυστυχώς, έχουν χαθεί. Το εναπομείναν κείμενο ξεκινά απότομα στη σελίδα 77, μερικές αράδες στο ξεκίνημα έχουν παραληφθεί καθώς ήταν συνέχεια ενός τμήματος αφηγήσεως και από μόνες τους δεν έκαναν νόημα.
Τα χαρτιά του Σπύρου Πρ. που αγόρασα από ρακοσυλλέκτη του Ελαιώνα δεν αποτελούσαν αλληλογραφία, καλά φυλαγμένα προσωπικά κειμήλια από σχέσεις, αγάπες, φιλίες. Ήταν ασήμαντα χαρτιά, απομεινάρια μιας ζωής, ανάκατα και πάνω σε κάθε είδους χαρτί: σπουδαστικές σημειώσεις, πρόχειρα χειρόγραφα επαγγελματικά βοηθήματα για χημικές μεθόδους, ελλιπή αυτοβιογραφικά σημειώματα απ’ το στρατό ή από ερωτικές σχέσεις, βωμολοχικά ποιήματα (τα γνωστά που κυκλοφορούσαν στα γυμνάσια αρρένων), φοιτητικές σημειώσεις, στίχοι, αφορισμοί, ανέκδοτα, λογαριασμοί, άδειες εισόδου στο Πυριτιδοποιείο, μαθητικές εργασίες, σημείωμα λόγου για την 25η Μαρτίου, επαγγελματικά γράμματα και γράμματα από και προς τον αδελφό του στο Λονγκ Άιλαντ της Αμερικής, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.