Σύνδεση συνδρομητών

Η απειλούμενη δημοκρατία

Παρασκευή, 09 Μαϊος 2025 00:47
Αύγουστος 2019. Πανό στο Χονγκ Κονγκ με κύριο αίτημα τη δημοκρατία. Η ευημερούσα άλλοτε βρετανική αποικία και σήμερα ειδική διοικητική περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που έχει υψηλό βαθμό αυτονομίας, υπάρχουν φόβοι ότι θα τη χάσει, αν η Κίνα καταφέρει να την προσδέσει με λιγότερη αυτονομία στην επικράτειά της, που είναι πρότυπο αυταρχικής διακυβέρνησης και περιορισμένης πολιτικής συμμετοχής.      
Studio Incendo
Αύγουστος 2019. Πανό στο Χονγκ Κονγκ με κύριο αίτημα τη δημοκρατία. Η ευημερούσα άλλοτε βρετανική αποικία και σήμερα ειδική διοικητική περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που έχει υψηλό βαθμό αυτονομίας, υπάρχουν φόβοι ότι θα τη χάσει, αν η Κίνα καταφέρει να την προσδέσει με λιγότερη αυτονομία στην επικράτειά της, που είναι πρότυπο αυταρχικής διακυβέρνησης και περιορισμένης πολιτικής συμμετοχής.    

Γιώργος Σιακαντάρης, Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2024, 320 σελ.[1]

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι ένας συνεπής και ενημερωμένος διανοούμενος με συνεχή δημόσια παρουσία. Στο νέο βιβλίο του επικεντρώνεται στις μεταλλάξεις των δημοκρατιών του δυτικού κόσμου που, ενώ διατηρούν το περίβλημα και τις διαδικασίες του δημοκρατικού πολιτεύματος, έχουν αλλοιωθεί στο εσωτερικό τους καθώς σταδιακά υπονομεύεται το αξιακό τους υπόβαθρο.

Όλοι οι επιμέρους θεσμοί που συγκροτούν τα δημοκρατικά καθεστώτα, τα πολιτικά κόμματα, το αντιπροσωπευτικό σύστημα, οι ελεύθερες εκλογές, η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, η διαφάνεια αλλά και η συμμετοχή των πολιτών κλονίζονται τα τελευταία χρόνια κλονίζονται. Η αναβίωση των εθνικισμών και των θρησκευτικών συγκρούσεων σε συνδυασμό με ορισμένες εκδοχές του λαϊκισμού (εθνολαϊκισμός), η πολιτική των ταυτοτήτων και η κουλτούρα της ακύρωσης (cancel culture), η υποκατάσταση της αντιπροσώπευσης από μια δημοκρατία της συνηγορίας των κατακερματισμένων συμφερόντων (Κοινωνία Πολιτών, κοινωνικά κινήματα, ΜΚΟ), η υπερίσχυση της τεχνοκρατίας, αλλά και του οικονομικού πεδίου επί της πολιτικής δημιουργούν ένα περιβάλλον ανασφάλειας και μια δυσφορία, λόγω και των εντεινόμενων οικονομικών ανισοτήτων, που κλονίζουν την πίστη των πολιτών στη δημοκρατία.

Τα φαινόμενα που επισημαίνει ο Γιώργος Σιακαντάρης δεν είναι καινοφανή και ορισμένα είναι σύμφυτα με τις σύγχρονες δημοκρατίες. Ωστόσο, με το βιβλίο του επιδιώκει να ανοίξει διάλογο καλύπτοντας με πλήρη  βιβλιογραφική τεκμηρίωση ένα ευρύτατο φάσμα διακινδυνεύσεων των δημοκρατιών, προτείνοντας μάλιστα και λύσεις.

 

Η δημοκρατία νοσεί

Ο οργανισμός Freedom House, που αξιολογεί ετησίως την κατάσταση των ελευθεριών και της δημοκρατίας, έχει διαπιστώσει  ότι στα περισσότερα κράτη η δημοκρατία οπισθοχωρεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, παρότι ο αριθμός των δημοκρατικών πολιτευμάτων αυξανόταν τις δεκαετίες 1980 και 1990. Με βάση και άλλες κατατάξεις, όπως του Economist Intelligence Unit που εξετάζει την ποιότητα των δημοκρατιών, διαπιστώνεται ότι οι πλήρεις δημοκρατίες είναι μειοψηφία στον σύγχρονο κόσμο, ενώ αυξάνεται ο αριθμός των ατελών δημοκρατιών και των αυταρχικών καθεστώτων.

Η Ευρώπη είναι σε σχετικά καλύτερη θέση σε σχέση με άλλες περιοχές του πλανήτη, ως προς αυτούς τους δείκτες. Ωστόσο, αποτελεί κοινή διαπίστωση που τεκμηριώνεται από τους βασικούς οικονομικούς δείκτες ότι έχει χάσει την κεντρική θέση την οποία κατείχε στο παρελθόν στην παγκόσμια σκηνή, καθώς  στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί αναδύονται οι νέες δυνάμεις της Νοτιοανατολικής Ασίας και ιδιαίτερα η Κίνα και η Ινδία. Επιπλέον, οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, δεν πιστεύουν ότι οι επιλογές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) μπορούν να διαμορφώσουν το μέλλον του κόσμου, μολονότι, στους κόλπους της έχει διαμορφωθεί το πολιτειακό πρότυπο ενός φιλελεύθερου και δημοκρατικού καθεστώτος και ενός εκτεταμένου κράτους πρόνοιας που, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιούργησε τις πολιτικές συνθήκες ώστε να επιτευχθεί ευημερία σε συνθήκες ειρήνης και ασφάλειας. 

Σήμερα, το παραπάνω πρότυπο έχει κλονιστεί, όχι μόνο διότι η Ευρώπη υστερεί σε καινοτομία και ανταγωνιστικότητα έναντι των ΗΠΑ και της  Κίνας. Η στενή σύνδεση, πάνω στην οποία διαμορφώθηκε το ευρωπαϊκό πρότυπο μεταξύ δημοκρατίας και οικονομικής ανάπτυξης τη χρυσή τριακονταετία (1945-1975), πλέον αμφισβητείται. Η ασφάλεια αφενός δέχεται πιέσεις από τον συνεχιζόμενο πόλεμο Ρωσίας - Ουκρανίας και την ενεργειακή κρίση που προκάλεσε, αφετέρου εμφανίζονται φαινόμενα εν δυνάμει σύγκρουσης της δημοκρατίας με το κράτος δικαίου. Ο φιλελευθερισμός αμφισβητείται στο εσωτερικό της Ένωσης, όχι μόνο σημειακά αλλά και συνολικά, διότι η Κίνα, αντίπαλο πρότυπο αυταρχικής διακυβέρνησης και περιορισμένης πολιτικής συμμετοχής αλλά με εκτεταμένες οικονομικές ελευθερίες, εμφανίζεται στα μάτια πολλών κατοίκων του πλανήτη ως ελκυστικό, διότι συνοδεύεται από οικονομικές επιδόσεις και ευημερία. Όταν γίνεται λόγος για αντιφιλελεύθερη δημοκρατία (Όρμπαν, στην Ουγγαρία) αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ζήτημα δεν είναι περιθωριακό, αλλά έχει παγκόσμιες διαστάσεις, αν το συνδέσουμε και με τα χαρακτηριστικά που επιδιώκει να προσδώσει στο πολίτευμα των ΗΠΑ ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Σιακαντάρης αναλύει ευρύ φάσμα θεμάτων, από τα οποία επιλέγω όσα μου φαίνονται πιο ενδιαφέροντα, κυρίως για να εξηγήσω τους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς λόγους για τους οποίους έχει κλονιστεί το φιλελεύθερο-δημοκρατικό πρότυπο. Ήδη, από το New Deal του μεσοπολέμου (ως απόρροια της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου και της παγκόσμιας οικονομίας του 1929) του προέδρου Φράνκλιν Ρούσβελτ στις ΗΠΑ, τον μεταπολεμικό Ordungsliberalismus, δηλαδή τον καπιταλισμό της συναίνεσης σε Γερμανία και Γαλλία (Αντενάουερ, Ντε Γκολ) και το σκανδιναβικό κράτος πρόνοιας, διαμορφώθηκε ένα πρότυπο κοινωνικού συνεργατισμού που διεπόταν  από την κοινωνική ρύθμιση. Λόγω της οικονομικής κρίσης του 1973 (πετρελαϊκή κρίση), το μοντέλο αυτό αντικαταστάθηκε εν μέρει από έναν φιλελευθερισμό της απορρύθμισης των αγορών και της εργασίας ως απάντηση στην υπερβάλλουσα κρατική ρύθμιση, ενώ στο πολιτισμικό πεδίο συνοδεύτηκε από ένα άνοιγμα στη διαφορετικότητα και τον πλουραλισμό. Σήμερα, τα δύο αυτά παραδείγματα –πάνω στα οποία διαμορφώθηκαν οι μεταπολεμικές πολιτικές διακρίσεις Αριστεράς- Δεξιάς– έχουν εξαντληθεί και η αντίστοιχη διάκριση έχει χάσει την ερμηνευτική της ισχύ.

Στον άξονα ρύθμιση-απορρύθμιση, π.χ., μετέχουν και η Αριστερά και η Δεξιά. Η Αριστερά υιοθετεί τη σοσιαλδημοκρατική ρύθμιση αλλά μετέχει και στα κινήματα πολιτισμικής χειραφέτησης με την απελευθέρωση της επιθυμίας από παρωχημένους ηθικούς κανόνες (Μάης του ’68), η δε Δεξιά, μέσω του παραδοσιακού συντηρητισμού της, εστιάζει στην κοινωνική ευταξία και στον έλεγχο των ηθών και των συμπεριφορών (βλ. οι αμβλώσεις στις ΗΠΑ), ενώ στο πεδίο της οικονομίας ομνύει σε έναν νεοφιλελευθερισμό της αγοράς που ευνοεί την κατάργηση κανόνων και δεσμεύσεων. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά, επέφεραν ουσιώδεις αλλαγές και στο μοντέλο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που μεταπολεμικά βασιζόταν σε ισχυρές οργανώσεις (κόμματα - συνδικάτα) με μαζική βάση, που αντικαταστάθηκαν από τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα (ειρηνιστικό, οικολογικό, φεμινιστικό) της κοινωνίας των πολιτών. Οι νέες κοινωνικές συνθήκες διαμορφώθηκαν κατά τη μετάβαση από τη βιομηχανική στη μεταβιομηχανική κοινωνία της γνώσης και των υπηρεσιών, απ’ την επιρροή της εντεινόμενης παγκοσμιοποίησης και από τη φιλελευθεροποίηση ηθών και συμπεριφορών.

Αυτή τη δυναμική διαδικασία εγκολπώνεται ιδεολογικά η Δεξιά επειδή ευνοεί την κυριαρχία του ανταγωνισμού και την ένταξη σε αυτόν πεδίων τα οποία ανήκαν στη δικαιοδοσία του κράτους (υποδομές, εκπαίδευση, υγεία, πολιτισμός). Τον επιδιώκει και ένας αριστερός φιλελευθερισμός που ριζοσπαστικοποιεί τη βασική φιλελεύθερη αρχή της προστασίας των δικαιωμάτων προς τη διεύρυνσή τους και την ενδυνάμωσή τους. Έτσι υποβαθμίζεται, αν δεν παραμερίζεται, το γενικό αίτημα για ίσα δικαιώματα (π.χ ανδρών και γυναικών) χάριν των δικαιωμάτων ειδικών ομάδων (εθνοτικών, μειονοτικών, σεξουαλικών κ.λπ.), δηλαδή την παλιά πολιτική της ισότητας αντικαθιστά μια πολιτική των ταυτοτήτων. Ενώ ο νεοφιλελευθερισμός, η παγκοσμιοποίηση των αγορών και η άνοδος της οικονομίας της γνώσης προσέδωσαν δυναμική στην ανάπτυξη της οικονομίας, η απορρύθμιση και η εξασθένιση των εποπτικών μηχανισμών του κράτους οδήγησαν στην κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών αγορών και στη δραματική αύξηση του δημόσιου χρέους πολλών κρατών.

Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις μειώθηκαν σημαντικά οι κρατικοί πόροι που διατίθενται σε γενικές δημόσιες υπηρεσίες και σε κοινωνικές υποδομές, όπως η εκπαίδευση, οι μεταφορές, η υγεία, η στέγαση, με αποτέλεσμα η μεσαία τάξη, η ραχοκοκαλιά της παλιάς κοινωνικής δομής, να αισθάνεται απειλούμενη, ακολουθώντας σε αρκετά κράτη με αδύναμα κράτη πρόνοιας, όπως το δικό μας, καθοδική πορεία. Έτσι οδηγούμαστε σε ραγδαία μείωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς της δημοκρατίας, ουσιαστικά σε μια κρίση νομιμοποίησης, που αποτυπώνεται όχι μόνο στα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές αλλά και στη σημαντική μείωση του ποσοστού όσων θεωρούν ότι είναι σημαντικό να ζουν σε μια δημοκρατία (29%, έναντι 70% πριν από 30 χρόνια). Οι νομιμοποιητικές ανεπάρκειες των δημοκρατιών αποτυπώνονται σε ορισμένα φαινόμενα:

Στα δημοκρατικά πολιτεύματα αναπτύσσεται μια ολιγαρχική ροπή, μια κυριαρχία των ελίτ, που συντελεί στην αυτονόμηση της κρατικής εξουσίας από την κοινωνία και οδηγεί στην αποστασιοποίηση του λαού από την πολιτική – επειδή η γενική πολιτική αντιπροσώπευση και εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος υπονομεύεται από την εκπροσώπηση των ιδιωτικών συμφερόντων. Η δημοσιότητα και η διαφάνεια δεν μπόρεσαν να περιορίσουν την άσκηση εξουσίας, σε εποχή που οι τεχνολογίες χειραγώγησης των πολιτών πολλαπλασιάζονται απειλώντας τα δικαιώματά τους. Τέλος, αυξάνεται η εξουσία των τεχνοκρατών επί των πολιτικών, αφού τα περισσότερα προβλήματα είναι τεχνικά και απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, όπως φάνηκε στην πανδημία. Όλες οι παραπάνω παθογένειες είχαν αποτέλεσμα την αδυναμία της δημοκρατίας να εμπνεύσει τους πολίτες με το ήθος της συμμετοχής. Σε επίπεδο  θεσμών, συνέπεια αυτών των αλλαγών είναι: α) η αυξανόμενη ισχύς των διεθνών οργανισμών, β) η ενίσχυση των ΜΚΟ και γ) ο εντατικότερος έλεγχος που ασκούν τα δικαστήρια επί  των πολιτικών αποφάσεων, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της επιρροής των Ανεξάρτητων Αρχών πάνω στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Στα περισσότερα κράτη έχουν πολλαπλασιαστεί οι ρυθμιστικοί φορείς που διαφεύγουν τον δημοκρατικό έλεγχο, καθώς και οι περίπλοκες μορφές διακυβέρνησης που διαφεύγουν τη λογοδοσία (ιδιωτικοί φορείς με εξουσία, όπως οι διεθνείς αθλητικοί οργανισμοί και οι εταιρείες του διαδικτύου).

 

Ψηφιακή δημοκρατία και λαϊκισμός

Η δυσαρέσκεια για τη φιλελεύθερη δημοκρατία εντείνεται και από έναν επικοινωνιακό παράγοντα. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαμορφώνεται ένας ψηφιακός δημόσιος χώρος που διαφέρει από το παραδοσιακό πεδίο της  πολιτικής, όπου θεωρητικά η ανταλλαγή επιχειρημάτων γινόταν στη βάση ορθολογικά ελεγχόμενων επιλογών, καθώς εκεί κυριαρχούν, σχεδόν αποκλειστικά, συναισθηματικού τύπου  αντιδράσεις. Το διαδίκτυο έχει διευκολύνει την ανάδυση αυτόνομων κοινοτήτων που βασίζονται στην πίστη σε μια κοινή ταυτότητα. Στο περιβάλλον του διαδικτύου δεν αναπτύσσονται δεσμοί που συνδέουν τα μέλη μιας πολιτικής κοινότητας, ανεξάρτητα από τα ατομικά τους χαρακτηριστικά, αλλά δεσμοί που συνάπτονται ευκαιριακά και κατά βούληση. Ορισμένα από τα ανησυχητικά σημάδια αυτής της εξέλιξης είναι η αναπαραγωγή ψευδών ειδήσεων και η εξατομικευμένη στόχευση με αυτοματοποιημένα μηνύματα, σχεδιασμένα να επηρεάσουν το θυμικό των ψηφοφόρων και να εκμεταλλευτούν τις ατομικές προκαταλήψεις τους για να τους κατευθύνουν σε συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές.

Ένα από τα στοιχεία που προκαλεί δυσαρέσκεια απέναντι στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ειδικά στους νεότερους, είναι το πόσο καθυστερημένη και αδέξια παρουσιάζεται η δημοκρατία σε σύγκριση με την άμεση ικανοποίηση που προσφέρεται στο διαδίκτυο. Στα μάτια των νέων μέχρι τριάντα ετών, το σύγχρονο κράτος παραμένει ένας δύσχρηστος οργανισμός με αργόσυρτες διαδικασίες σε σχέση με την ταχύτητα επικοινωνίας των διαδικτυακών κοινοτήτων. Η δημοκρατία, με τις θεσμικές ασφαλιστικές δικλίδες της, τις ισορροπίες μεταξύ οργάνων και λειτουργιών της, τη γραφειοκρατία και τις χρονοβόρες διαδικασίες της φαντάζει ανοικονόμητη και πολυτελής.

Σε αυτόν τον πολωμένο κόσμο όπου κυριαρχούν συναισθήματα θυμού και αποδοκιμασίας, η κρίση του φιλελευθερισμού έρχεται αντιμέτωπη με τον ριζοσπαστισμό του λαϊκισμού. Όταν υπάρχει η αίσθηση ότι το πολιτικό σύστημα δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, τότε τουλάχιστον οι λιγότερο ευνοημένοι, κυρίως της εργατικής τάξης, θα στραφούν σε λαϊκιστικούς πολιτικούς φορείς. Όταν αυτή η αίσθηση ενισχύεται από τη διαπίστωση ότι οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν μικρά περιθώρια χειρισμών έναντι της ΕΕ και των παγκόσμιων αγορών, τότε η δυσαρέσκεια μετατρέπεται σε ευρωσκεπτικισμό.

Ο Σιακαντάρης αποτιμά τον λαϊκισμό περισσότερο ως σύμπτωμα μιας κρίσης παρά ως μακροπρόθεσμο εναλλακτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης, καθώς τον ορίζει ως αντιφιλελεύθερο, αντιπλουραλιστικό και εχθρικό στους συμβιβασμούς, διότι τους θεωρεί αποδυνάμωση της βούλησης του λαού και επιβεβαίωση της κυριαρχίας των ελίτ. Ο δεξιός εθνολαϊκισμός, λέει ο Σιακαντάρης, προτείνει προστατευτισμό της οικονομίας, περιχαράκωση του εθνικού κράτους και στήριξη της εθνικής ταυτότητας που απειλείται από τα μεταναστευτικά ρεύματα και τον φιλελεύθερο δικαιωματισμό των μειονοτήτων. Προσωπικά, θεωρώ ότι ο λαϊκισμός δεν είναι κυρίαρχο πολιτικό παράδειγμα επειδή, σε αντίθεση με τα μοντέλα του κοινωνικού κορπορατισμού και του φιλελευθερισμού που επιτελούσαν μια λειτουργία κοινωνικής ενσωμάτωσης, ο λαϊκισμός αντιτίθεται σε μια τέτοια λειτουργία, καθώς κυριαρχεί το σχήμα του απόλυτου ανταγωνισμού μεταξύ φίλου και εχθρού. Ο δεξιός λαϊκισμός αποστρέφεται την παγκοσμιοποίηση, τη μεταβιομηχανική κοινωνία των υπηρεσιών και την πολιτισμική ετερογένεια, υιοθετώντας μια νοσταλγική πολιτική πρόταση που επιζητεί την επιστροφή στο παρελθόν του κυρίαρχου εθνικού κράτους, στη ρυθμισμένη βιομηχανική κοινωνία και στην πολιτισμική ομοιογένεια.

Αλλ’ υπονομεύοντας το καθολικό δημοκρατικό εμείς με βάση το οποίο μπορεί να οικοδομηθεί αλληλεγγύη, να ενσταλαχθεί το καθήκον και να δοθεί έμπνευση για δράση, ουσιαστικά υπονομεύεται η διαδικασία συγκρότησης πολιτικών ταυτοτήτων συμπεριληπτικού τύπου και κλονίζεται η ιδιότητα του πολίτη. Η προσέγγιση αυτή απλώς ενδυναμώνει όλες τις διασπαστικές δυνάμεις που κυριαρχούν στην εποχή μας, οι οποίες αποδυναμώνουν το δημοκρατικό φρόνημα, την αίσθηση δηλαδή της ενότητας και της συμφωνίας σ’ ένα κοινό πλαίσιο δημοκρατικών αρχών.  

Θα τελειώσω με μια φράση του γάλλου φιλόσοφου Μαρσέλ Γκοσέ: «Η δημοκρατία είναι το καθεστώς με τις μεγαλύτερες δυσκολίες στη σωστή λειτουργία του, αφού απαιτεί διαρκώς την αποκατάσταση των προϋποθέσεων ύπαρξής του». Οι προϋποθέσεις αυτές σήμερα έχουν κλονιστεί και μένει να τις αποκαταστήσουμε.

 

[1] Γραπτή απόδοση προφορικής εισήγησης σε εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου στο δημαρχιακό μέγαρο της Δράμας (23/10/2024).

Παναγιώτης Μαντζούφας

Kαθηγητής συνταγματικού δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Βιβλία του: Το συνταγματικό ζήτημα στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (2000), Συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων στην κοινωνία της διακινδύνευσης (2006), Οικονομική κρίση και σύνταγμα (2014), Καλή νομοθέτηση και κράτος δικαίου (2018).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.