Πάντα πίστευα ότι η αποστολή του φιλόλογου είναι να βγαίνει με το κείμενο στο χέρι, είτε μπροστά σε μεμονωμένα άτομα, είτε σε μικρές ομάδες, είτε ακόμα και σε δημόσιους χώρους και να ερμηνεύει τόσο τα κλασικά όσο και τα νεότερα κείμενα.
Α. Μ.
Ο Ανδρέας Μπελεζίνης (1929-2011) ήταν ένας οξυδερκής κριτικός με ολική όραση που αρεσκόταν «στην περιγραφή και τη μελέτη των συμπεριφορών στο χώρο του πολιτισμού». Υποδειγματικός δάσκαλος (ήταν ευρύτατα γνωστός ως φροντιστής) και παρεμβατικός κριτικός, έγραψε λίγα και ουσιαστικά. Τον παρουσιάζουμε σήμερα μέσω μιας ραδιοφωνικής του συνέντευξης στον Γιάννη Κοντό και στον Κώστα Παπαγεωργίου – και τον αφήνουμε να μιλήσει για όλα, χωρίς σχόλια:
Γεννήθηκα στην Πάτρα το 1929, σε μία δηλαδή εποχή που η πόλη αυτή διέσωζε ακόμη κάποιον από τον πολυεθνικό χαρακτήρα της, για τον οποίο έχει μιλήσει ο μακαρίτης Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Έβγαλα το γυμνάσιο, αρχικά στη Μέση Σχολή της Πάτρας που τότε ήταν αρκετά ονομαστή για τους καλούς μαθηματικούς της και, στη συνέχεια, στο 4ο Γυμνάσιο Αρρένων. Το παράδοξο είναι πως έγινα φιλόλογος, γιατί δεν θα ήθελα να κρύψω ότι στις πρώτες τάξεις, όχι απλώς ήμουν αφανής μαθητής, αλλά θα έλεγα στην κόψη του ξυραφιού. Μάλιστα, να μου επιτραπεί να αναφέρω ένα συμβάν: όταν ήμουν στην τετάρτη Γυμνασίου, με σήκωσε ένας καθηγητής μου, σε ώρα μάλιστα που δεν ήταν φιλολογική, ιστορία δίδασκε, και μου ζήτησε να γράψω στον πίνακα τη λέξη ψωμί. Εγώ τον κοίταξα απορημένος αλλά εκείνος επέμεινε. Πήρα λοιπόν την κιμωλία και έγραψα “πσωμί”, δηλαδή πι σίγμα, δεν είχα καν την έννοια του στοιχείου ψ. Ο καθηγητής, βέβαια, με έδειξε με το δάκτυλο και είπε: βλέπετε, κύριοι, ότι ο Μπελεζίνης είναι φοβερά ανορθόγραφος και ίσως να είναι εγγενής αυτή του η δυσκολία. Και στ’ αλήθεια ήταν. Τώρα, πώς μου ήρθε να σπουδάσω φιλολογία στην Φιλοσοφική Αθηνών; Ε, να, στην πέμπτη του τότε οκταταξίου Γυμνασίου, βρέθηκε ένας εμπνευσμένος φιλόλογος, ο αξιομακάριστος Παναγιώτης Γκίνης. Όταν την πρώτη μέρα μπήκε στην αίθουσα είχε ένα λογοτεχνικό περιοδικό στην τσέπη του σακακιού, χωρίς να πει τίποτε, απλώς με τη χειρονομία του αυτή και με την όλη του παρουσία ξεσήκωσε ολόκληρη την τάξη, έτσι που, σε δυο χρόνια μέσα, είχαμε καταφάγει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Πάτρας και μας φοβούνταν πια και οι φιλόλογοι. Σ’ αυτόν λοιπόν τον σπουδαίο φιλόλογο, που δίδασκε μόνο με την πράξη του και όχι με τα λόγια, οφείλω τον έρωτά μου στη φιλολογία. Σπούδασα, λοιπόν, στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών με πολλές περιπέτειες γιατί δεν ήμουν τακτικός φοιτητής. Έκανα πάνω από δώδεκα χρόνια να πάρω το πτυχίο. Μετά άρχισα να παραδίδω μαθήματα κατ’ ιδίαν ή σε φροντιστήρια στην Πάτρα, μέχρις ότου, το 1962, διορίστηκα στο Δημόσιο για κάποια χρόνια. Στη συνέχεια και ενώ ήμουν ακόμα διορισμένος, ήρθα στην Αθήνα για διετή μεταπτυχιακή εκπαίδευση, κοντά στους καθηγητές Κακριδή, Χουρμουζιάδη και άλλους, αλλά επειδή έβλεπα την επερχόμενη θύελλα της Δικτατορίας, παραιτήθηκα και μετά από δελεαστικές προτάσεις, δεν το κρύβω, ξαναγύρισα στα φροντιστήρια.
Πώς ασχολήθηκες με την κριτική της μεταπολεμικής λογοτεχνίας και σχεδόν αποκλειστικά της ποίησης;
Στην αρχή, μια δυο δεκαετίες, δεν έγραφα ούτε δημοσίευα. Έκανα ακριβώς αυτό που είπα προηγουμένως. Γινόμουν, αν θέλετε, ένας προαγωγός της ποίησης και προς την ποίηση. Έπιανα οποιονδήποτε καλοθελητή, μαθητή μου ή φίλο μου, και του διάβαζα ποιήματα και μαζί προσπαθούσαμε να εμβαθύνουμε ή έβγαινα σε δημόσιους χώρους. Έτσι, νομίζω ότι η πρώτη ομιλία και η πρώτη ανάλυση έγινε για το Άξιον Εστί του Ελύτη στην Πάτρα, στο εκεί Γαλλικό Ινστιτούτο, όταν πρωτοβγήκε το Άξιον Εστί (1959 -1960), χωρίς όμως και πάλι να δημοσιεύσω. Χρειάστηκε να βγάλει ο Σκαρτσής στην Πάτρα ένα μικρό περιοδικό, το Όστρακο, και εκεί μαζί του άρχισα να δημοσιεύω κείμενα με γλωσσολογικούς προσανατολισμούς ή, τουλάχιστον, με κύρια έγνοια τη γλώσσα, κυρίως στην ποιητική της έκφανση. Άρχισα να δημοσιεύω όταν ήρθα στην Αθήνα.
Ερχόμαστε στο περιοδικό Σπείρα που έχεις ιδρύσει με άλλους συνεργάτες. Ποιο είναι το μέλημα αυτού του περιοδικού; Ποιο είναι το ειδικό ενδιαφέρον; Τι θέλετε να προβάλετε, τι να μελετήσετε;
Αφορμή υπήρξε η πρόθεση του Άρη Μπερλή να βγάλουμε ένα περιοδικό που θα γινόταν γέφυρα ανάμεσα στις θεωρίες της λογοτεχνίας, που είχαν ήδη από την τελευταία εικοσαετία, τουλάχιστον στην Ευρώπη, φουντώσει, και στη λογοτεχνική πράξη. Έτσι ιδρύσαμε τη Σπείρα τo 1975.
Θα πρέπει να κάνω μια μικρή διάκριση. Το περιοδικό Σπείρα έχει δύο περιόδους. Στην πρώτη, σημειωνόταν και υπότιτλη ένδειξη: Γλώσσα, Ποίηση. Συνευθύνη υπήρξε ανάμεσα σε μένα και στον Άρη Μπερλή. Δοκιμάσαμε ακριβώς να κλείσουμε το χάσμα αυτό, το μεγάλο κενό που υπήρχε στην ελληνική βιβλιογραφία. Συνεπώς, προτιμήσαμε να δώσουμε θεμελιώδη κείμενα της γλωσσολογίας, κυρίως με νομολογικές κατευθύνσεις. Θα έλεγα ότι μας καθοδηγούσε η παρατήρηση του μεγάλου ρώσου γλωσσολόγου Ρόμαν Γιάκομπσον, σύμφωνα με την οποία ο γλωσσολόγος που είναι κουφός στην ποιητική λειτουργία της γλώσσας, όπως και ο φιλόλογος που είναι αδιάφορος στα γλωσσολογικά προβλήματα και αδαής των γλωσσολογικών μεθόδων, είναι εξίσου δεινοί αναχρονισμοί. Έτσι, σε μετάφραση κυρίως του Άρη Μπερλή, μεταφέρθηκαν θεμελιώδη μελετήματα. Αναφέρω ενδεικτικά: Ρόμαν Γιάκομπσον: «Γλωσσολογία και Ποιητική», Suzan Sontag: «Η αισθητική της σιωπής», Edward Stankiewicz: «Η γλωσσολογία και η μελέτη της ποιητικής γλώσσας», Tzvetan Todorov: «Η γραμματική του αφηγηματικού λόγου». Ιδιαίτερα θα μνημόνευα του ίδιου συγγραφέα τη «Λογοτεχνία και Σημειωτική», σε μετάφραση της Αριστέας Παρίση.
Στη δεύτερη περίοδο αποχωρεί ο Άρης Μπερλής (ίδρυσε τότε τον εκδοτικό οίκο Κρύσταλλο) και διευθύνεται από συντακτική επιτροπή: Γιώργος Αριστηνός, Βαγγέλης Δημητρέας, Άννα Καφέτση, Α. Μ., Ελένη Μποναφάτου, Σωτήρης Σόρογκας. Γίνεται άνοιγμα στις εικαστικές τέχνες και δημοσιεύονται μελέτες προωθημένου προβληματισμού, μερικά μεταδομολογικά.
Εκτός από τη δημοσίευση θεωρητικών κειμένων ασχολείσαι συστηματικά και με την κριτική της τρέχουσας ποιητικής παραγωγής.
Άρχισα τη σημειωματογραφία παρουσιάζοντας πολλές ποιητικές συλλογές. Αυτή η λύση έπασχε γιατί αφιέρωνα λίγες αράδες στην καθεμία γράφοντας βιαστικά ή στο πόδι. Προέκρινα πλέον τις εκτενείς κριτικές. Δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκην θα έπρεπε να επιλέξω τους καλύτερους. Η κριτική κάλλιστα μπορεί να καταπιαστεί με ένα κείμενο που δεν αξιολογείται θετικά αλλά έχει κάτι να δώσει, κάτι να πει. Στη λογοτεχνία τίποτα δεν πηγαίνει χαμένο.
Απόσπασμα ραδιοφωνικής συνέντευξης στους Γιάννη Κοντό και Κώστα Παπαγεωργίου στη σειρά των εκπομπών του Α΄ Προγράμματος της ΕΡΑ «Κριτική και Δοκίμιο» (7/11/1987).