Πρώτο το «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ» του Νίκου Καββαδία. Γιατί είναι το πιο γνωστό και συνδέεται νοηματικά με τον πρόλογο της πρώτης έκδοσης των Μαραμπού, ο οποίος στην οριστική μορφή της συλλογής αφαιρέθηκε. Το ποίημα στέλνεται σαν απάντηση σ’ αυτόν που υπέγραψε τον, κατά τ’ άλλα, εγκωμιαστικό πρόλογο. Μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις για την απομάκρυνση του προλόγου που άφησε ξεκρέμαστο το ποίημα.
Το κείμενο περιείχε βέβαια οξυδερκείς επισημάνσεις και θα είχε ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις πολλές κριτικές που υποδέχτηκαν το Μαραμπού. Οι απόψεις όμως του Καίσαρα Εμμανουήλ, εν είδει εισαγωγής στα ποιήματα, περιόριζαν, αν δεν αποπροσανατόλιζαν, την πρόσληψή τους από τους αναγνώστες και γι’ αυτό πιθανόν αγνοήθηκαν στις επόμενες εκδόσεις. Θα σταθώ σε ορισμένα χαρακτηριστικά σημεία μονομέρειας και υπερβολών του Καίσαρα Εμμανουήλ που ισοπεδώνουν αισθήματα, πρόσωπα και καταστάσεις.
–Λόγου χάριν για την προσωπικότητα του ποιητή γράφει: «Με μιαν έντονη κλίση προς κάθε διάστροφο και σαπρό, άρρωστο και απαγορευμένο… Ο Καββαδίας εκλέγει κατά προτίμησιν τα θέματά του από τα στρώματα της κοινωνικής υποστάθμης. Ένας κόσμος υπόπτων ναυτικών, στιγματισμένων, πορνών και ανισορρόπων, ηθικά και κοινωνικά εκμηδενισμένος, με τις παράδοξες περιπέτειές τους και τις νοσηρές επιθυμίες τους, με τα απόκρυφα δράματά τους και τις φρικώδεις πληγές τους».
Θα αντιπαραβάλλω τα παραπάνω με την κατακλείδα της κριτικής του Φώτου Πολίτη, στην Πρωία (15/12/1933): «Ο νέος αυτός ποιητής έχει πραγματικήν ανθρωπιά μέσα του. Και ξέρει να μεταδίδει και σ’ εμάς τις συγκινήσεις του. Μπορεί να εξελιχτή ποιητικά, μπορεί να δώση άλλη τροπή στο πνεύμα του. Αυτά δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει η παρατήρησή του, η λαχτάρα του για γνώση και για ευρύτερη ζωή. Τέτοιοι νέοι είναι τα πρώτα θεμέλια ενός πολιτισμού μελλοντικού, που θ’ ανανεώση τις ηθικές ανθρώπινες αξίες».
Στη συνέχεια, ο Καίσαρ Εμμανουήλ, για να ερμηνεύσει «τη ροπή και την αγάπη προς τη θάλασσα», σε συνδυασμό με την ποιητική διάσταση του Νίκου Καββαδία, δανείζεται όρο από την ψυχοπαθολογία και τον χαρακτηρίζει «ιδεοληπτικό της ποιήσεως και του γλαυκού αχανούς».
Ένας σύγχρονος ποιητής όμως, ο Δημήτρης Αγγελής, εμβαθύνει στο θέμα: «η θάλασσα γι’ αυτόν δεν ήταν απλώς βιοπορισμός, περιπέτεια, γυναίκα, φυγή, ήταν επίσης η θεατρική σκηνή των ποιημάτων του και της ίδιας του της ζωής». Συμπληρώνω ότι ήταν ένας ολόκληρος κόσμος, ένα υπαρξιακό πλαίσιο στο οποίο συνυπάρχουν οι σκέψεις, τα όνειρα και οι εφιάλτες του. Η θάλασσα δεν ήταν μόνο περιεχόμενο αλλά και το πεδίο πάνω στο οποίο εξελίσσονταν οι ποιητικές και υπαρξιακές του αναζητήσεις.
Τα τρία γράμματα-ποιήματα
Νίκος Καββαδίας
Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ
«Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…»
Καίσαρ Εμμανουήλ
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.
Κάτι που θα ’κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.
Κάτι που θα ’κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιο τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτήτε… Εγώ.
Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.
[…]
Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι’ εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
(Απόσπασμα)
Από τη συλλογή Μαραμπού (1933)
Καίσαρ Εμμανουήλ
‒Στον ποιητή Ίσαντρο Άρι–[1]
(γράμμα)
Μες στην ανθολογία που μου δανείσατε
εχτές τα δάχτυλά μου όπως πλανιόνταν,
το πτώμα ενός ωραίου ναρκίσσου ανάσυραν
κλιτό πλάι στου Regnier τη «Lune jaune».[2]
Χλωμός, με τα κοκκάλινα τα φύλλα του,
δεν ευωδιάζει πια στο θάνατό του,
κ’ η άνθινη μούμια ασάλευτη αναπαύεται
μέσα στη χάρτινή της σαρκοφάγο.
Ανάμεσα σε στίχους απαλότατους,
–το πιο θλιμμένο ποίημα του βιβλίου–
των λουλουδιών ο πρίγκιπας παράδωσε
του ελεγειακού του μύρου την αλκόλη.
Κάποια αλαφρά άσπρα χέρια κοριτσίστικα
που άνθη μπορούν μονάχα να κρατήσουν,
ίσως της αδερφής τα ’βρα τα δάχτυλα,
ή της ρομαντικής αγαπημένης…
Ίσως και τα δικά σας, όταν θα ’σαστε
ο Ιππόλυτος των είκοσι απριλίων,
‒‒ω, τώρα πια στα βέβηλα τα χέρια μας
δε ζουν, δε ζουν οι ασφόδελοι, όπως πρώτα!‒
μιαν ώρα που αλητεύαν κρύα και ράθυμα
μες στου βιβλίου τα κίτρινα φύλλα,
γιατί πολύ ευωδούσε ‒ίσως‒ τον έθαψαν
ανάμεσα σε δάκρυα και σε στίχους…
Πειραιεύς
Περιοδικό Η Σύγχρονη Σκέψη, Σικάγο, 3/1928
Νίκος Χάγερ Μπουφίδης
Απάντηση στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ
[...]Είτανε σούρουπο σαν έλαβα το γράμμα σου,
μόλις ξεχώριζαν, στο θάμπος μέσα, οι στίχοι
κι όμως, οι ανάμνησες, εντός μου, πώς εξύπνησαν
ωσάν χαμένοι κόσμοι, σβυσμένοι ήχοι…
Ωσάν παλιά καντάδα, που στα χρόνια τα
εφηβικά μας κείται, ξεχασμένη,
και που ακούμε, ξάφνου, να ’νακρούεται
από κάποια ρομβία μισοσπασμένη…
Κι ωσάν της νοτισμένης γης η ευωδιά
που ένα θερμό απόβραδο του Απρίλη,
στο είναι μας ξαναφέρνει το φρικίασμα
που αφίσαν, κάποιαν άνοιξη, δυο χείλη…
Καίσαρ, Ποτέ να μάθης μη ζητήσης,
των πεθαμένων λουλουδιών τα μυστικά.
Αχ, δεν τα μαρτυρούνε ούτε σ’ όσους
σκύβουνε πάνω τους, πονετικά…
Κι ίσως, τέτοιο μνημόσυνο τα ταίριαζε
μονάχα, στον χλωμό το νάρκισσό μου…
Εκεί, μες στων ερώτων μου την Άνοιξη,
Ας κείτεται και το χαμένο τ’ όνειρό μου…
Περιοδικό Η Σύγχρονη Σκέψη, Σικάγο, 6/1929
[1] Ψευδώνυμο του Νίκου Χάγερ Μπουφίδη.
[2] «La lune jaune» («Το κίτρινο φεγγάρι») είναι ποίημα του γάλλου συμβολιστή ποιητή Ανρί ντε Ρενιέ (1864-1936), από τη συλλογή La Cité des eaux (Η Πολιτεία των υδάτων). Ξεκινάει ως εξής: «Αυτή η μεγάλη μέρα τέλειωσε μ' ένα κίτρινο φεγγάρι / που αναδύεται απαλά μέσ' απ' τις λεύκες...» (υπόδειξη: Αντώνης Καραβασίλης).