Για το παλτό του Παπαδιαμάντη γράφει ο Στέφανος Στεφάνου:
«Ένα καπέλλο της κακής ώρας. Πουκάμισο σαν νυχτικό. Λαιμοδέτη, άλλοτε φορούσε και άλλοτε όχι. Πανταλόνι με ξέφτια, γόνατα και χρώματος ακαθορίστου. Παπούτσια σαν αρβύλες. Και για να κρύψει αυτό το χάλι, εφορούσε από πάνω ένα μαύρο χοντρό παλτό, που είχε όλα τα χρώματα της ίριδος, φόδρες σχισμένες, λεκέδες, τρύπες, μπαλώματα, ξέφτια στα μανίκια, τσέπες ξεχαρβαλωμένες σα σακούλες, ζαρωματιές – γιατί ο Παπαδιαμάντης ποτέ του δεν έβγαζε το παλτό. Με αυτό έμενε ώρες εις το γραφείο του, με αυτό έγραφε, με αυτό έτρωγε, με αυτό περπατούσε στο δρόμο χειμώνα καλοκαίρι, ίσως με αυτό και να κοιμότανε… Ο κολάρος του παλτού του λιγδωμένος γύρω τριγύρω και γεμάτος πιτυρίδα».
(Αθηναϊκά Νέα, 10/2/1936)
Το παλτό του ήρωα του Νικολάι Γκόγκολ στο ομώνυμο μυθιστόρημα:
«Ο Ακάκι Ακακίεβιτς εδώ και κάμποσο καιρό, ένιωθε ότι η πλάτη και οι ώμοι του υπέφεραν ασυνήθιστα πολύ, μολονότι προσπαθούσε να διανύσει την απόσταση με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Άρχισε τελικά ν’ αναρωτιέται μήπως έφταιγε το παλτό του. Το επιθεώρησε προσεχτικά στο σπίτι, και ανακάλυψε ότι σε δυο σημεία, δηλαδή στις ωμοπλάτες, είχε λεπτύνει τόσο πολύ, που έμοιαζε με τουλπάνι. Το ύφασμα ήταν φθαρμένο σε τέτοιο βαθμό, που φέγγιζε πια, και η φόδρα είχε γίνει κομμάτια. Και, για να ξέρετε: το παλτό του Ακάκι Ακακίεβιτς ήταν αντικείμενο χλεύης για όλους τους συναδέλφους του, που αρνιόντουσαν επίμονα να του προσδώσουν ακόμη και την ευγενή ονομασία “παλτό”, και το αποκαλούσαν με διάφορους άλλους τρόπους. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν ένα θαύμα ραπτικής: ο γιακάς λιγόστευε χρόνο το χρόνο, καθώς χρησίμευε για να μπαλώνει άλλα σημεία. Τα μπαλώματα δε φανέρωναν ιδιαίτερη δεξιοτεχνία εκ μέρους του ράφτη και, για να λέμε την αλήθεια, ήταν σακουλιασμένα και κακομούτσουνα».
(Νικολάι Γκόγκολ, Το παλτό, μετάφραση: Χρηστίνα Πολίτη, εκδ. Γράμματα, 2013)
Τα δύο κείμενα που επελέγησαν δεν είναι μόνο θεματικά συγγενή, αλλά τα διαπερνά κι ένας σατιρικός πόνος, όπως επακριβώς τον ορίζει ο Κ. Θ. Δημαράς: «Ένας πόνος που προέρχεται από μια στέρηση ή από μια αποδοκιμασία. Αν πάμε βαθύτερα στις έννοιες αυτές, θα συναντήσουμε βεβαίως την οργή, θα συναντήσουμε την εχθρότητα· το μίσος είναι συστατικό της σάτιρας. Αλλά αν προσπαθήσουμε να φτάσουμε στο βάθος, στον αρχικό πυρήνα της σάτιρας, θα βρούμε την αγάπη. Υπάρχει κάποια βασική αγάπη στον σατιρικό. Η αγάπη αυτή δεν βρίσκει ικανοποίηση» (Σάτιρα και πολιτική στη Νεώτερη Ελλάδα, Εταιρεία Σπουδών, 1979).