Tο ίδιο διάστημα δημοσιεύονταν και πορτρέτα συγγραφέων γεννημένων τον 19o αιώνα, τα οποία συνέθεταν λόγιοι παραπλήσιας ηλικίας που τους είχαν γνωρίσει. Δίνονταν σπάνιες βιογραφικές πληροφορίες από πρώτο χέρι. Διάλεξα να παρουσιάσω δύο από αυτούς με διαχρονικό ενδιαφέρον: τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο (1867-1911) και τον Μιχαήλ Μητσάκη (1868-1916), όπως τους σκιτσάρισαν αντίστοιχα οι πολύπλευρα δραστήριοι ομότεχνοί τους Φώτος Γιοφύλλης (1887-1981) και Στέφανος Στεφάνου (1868-1932).
Κωνσταντίνος Χρηστομάνος
Ο Φώτος Γιοφύλλης, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Σπύρου Μουσούρη, άφησε πλούσιο έργο σε όλα τα είδη γραφής. Ως δημοσιογράφος διετέλεσε αρχισυντάκτης σε πλήθος ποικίλων εντύπων, πριν και μετά τον πόλεμο. Σε υψηλούς, αλλά όχι αταίριαστους, τόνους σκιαγραφεί τη συμβολή του Χρηστομάνου στο θέατρο. «Είναι εκείνος», γράφει, «που το μεταρρύθμισε, το ανανέωσε και του άνοιξε νέο δρόμο με τη “Νέα Σκηνή”. Από τη ρομαντική εποχή το έφερε στη ρεαλιστική και την πιο σύγχρονη αντίληψη. Θεατρικός συγγραφέας με ταλέντο και τεχνική πρωτοτυπία. Έδειχνε στη θεατρική του εργασία αφάνταστο ζήλο. Όλα, και τα ελάχιστα, έπρεπε να τα φτιάσει, να τα επιβλέψει, να τα συνδέσει σ’ ένα σύνολο. Αργούσε κάποτε ν’ ανοίξει η αυλαία γιατί ο Χρηστομάνος ήθελε να διορθώσει τον φιόγκο της πρωταγωνίστριας». Υπογραμμίζει το γούστο και την καλαισθησία του και τον θεωρεί ένα φαινόμενο πολιτισμένου και εξελιγμένου καλλιτέχνη στο «μισοάγριο τότε περιβάλλον του τόπου μας». Προσπερνά στη συνέχεια την κύφωσή του και περιγράφει την ωραία του εμφάνιση. «Τα μάτια του ήταν λαμπερά και το παρουσιαστικό εξαιρετικό και αξιοπρεπές. Ντυνότανε πάντα με γούστο και σύμφωνα με την τελευταία μόδα». Ο Γιοφύλλης αναφέρεται βέβαια και στην παραμονή του Χρηστομάνου στη Βιέννη, στις σπουδές του και στην ανάληψη, με τη μεσολάβηση του Νικολάου Δούμπα, καθηκόντων συνοδού και δασκάλου της ελληνικής της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ. Παραλείπω τα σχόλια με το σχετικό βιβλίο γιατί έχουν πολλά γραφτεί. Παραθέτω δύο στιγμιότυπα που διέσωσε ο Γιοφύλλης, ελάχιστα γνωστά σήμερα.
Θεατρικό. Το 1909 ανέβασε με πολλές προσδοκίες στη Νέα Σκηνή τον Κοντορεβιθούλη, κωμωδία χαμένη μέχρι το 1972, οπότε βρήκε τρεις πράξεις της ο, προσφάτως εκλιπών, Κώστας Γεωργουσόπουλος. Η κωμωδία εκείνη «απέτυχε θορυβωδέστατα». Στη μέση της 2ας πράξεως έπεσαν όλα τα μαξιλάρια της πλατείας επάνω στη σκηνή. Διακόπηκε η παράσταση, έκλεισε το θέατρο. «Ο Χρηστομάνος πρόσμενε επιτυχία. Σκόπευε να βγει στη σκηνή, είχε φέρει και το φράκο του, να ευχαριστήσει το κοινό».
Ταξιδιωτικό. Όταν κάποτε πήγε στη Βενετία τριγυρνούσε στην πόλη με μια γόνδολα και παζάρευε ν’ αγοράσει μέγαρα. Ρωτούσε τιμές και εξέταζε τις λεπτομέρειες.
–Δεν ξέρεις αγαπητέ, εξήγησε σε κάποιον φίλο του, την ηδονή που αισθάνομαι όταν παζαρεύω αυτά τα ωραία μέγαρα. Φαντάζομαι πως θα μπορούσαν να ’ναι και δικά μου. Αυτή η ηδονή είναι κάτι… (περιοδικό Εβδομάς, 2/7/1931).
Μιχαήλ Μητσάκης
Ο αξέχαστος φίλος μου Λάκης Παπαστάθης ξεχώριζε αυτόν τον πεζογράφο ως έναν οξυδερκή ρεπόρτερ που πρόσφερε άφθονη ύλη για ντοκιμαντέρ. Τα πεζογραφήματά του άρεσαν ιδιαιτέρως και στον Μανόλη Αναγνωστάκη, γι’ αυτό τα περιέλαβε στο ενδέκατο τομίδιο της σειράς «Η πεζογραφική μας παράδοση» των εκδόσεων Νεφέλη. Την άνοιξη του 1989 επισκεφθήκαμε την Πάτρα για την παρουσίαση της σειράς μαζί με τον ποιητή και τον εκδότη Γιάννη Δουβίτσα. Ψάξαμε, βρήκαμε και περιεργαστήκαμε το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεττανία, όπου διέμενε ο αφηγητής του περίφημου διηγήματος «Αυτόχειρ».
Ο Στέφανος Στεφάνου ήταν σημαντικός δημοσιογράφος, έγραψε ποιήματα και θεατρικά έργα ενώ διετέλεσε, στις αρχές του 20ού αιώνα, και διευθυντής του Βασιλικού, αργότερα Εθνικού, Θεάτρου. Υπήρξαν συνάδελφοι με τον Μητσάκη σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά: Ασμοδαίος, Μη Χάνεσαι, Σατυρικόν Άστυ, Εφημερίς, Ακρόπολις, Χρόνος κ.ά. Τα Αθηναϊκά Νέα (27/2/1936) φιλοξένησαν το πορτρέτο του Μητσάκη, γραμμένο με πινελιές ακριβείας κάποια χρόνια πριν, από τον συνομήλικό συνάδελφό του Στέφανο Στεφάνου.
«Λογογράφος νευρώδης. Άνθρωπος ιδιότροπος. Εγωιστής παθολογικός. Ενόμιζεν ότι αυτός είναι το σύμπαν. Ήταν τόσο μύωψ, που για να διαβάσει μια εφημερίδα έπρεπε να κολλήσει τη μύτη του επάνω εις το χαρτί. Μια μύτη σουβλερή. Μουστάκι ψαλιδισμένο. Μαλλιά κουρεμένα πάντοτε. Εθαύμαζε τον εαυτό του, την ανύπαρκτον ομορφιά του, και ιδίως τα δόντια του, κανονικά και κάτασπρα, τα οποία διαρκώς εκύτταζε μέσα σ’ ένα μικρό καθρεφτάκι. Γεννήθηκε στα Μέγαρα, εις το 1868. Ήτο όμως Σπαρτιάτης. Εκεί και εσπούδασε. Μετρίου αναστήματος, με μιαν ρεπούμπλικα μαύρην, που διαρκώς εσυγύριζεν εις το κεφάλι του. Είχε την ιδέα ότι ήτο κομψότατος και ότι είχε σώμα φειδιακού αγάλματος. Νάρκισσος σωστός. Η ομιλία του όχι στρωτή. Του ήρεσαν τα επιφωνήματα, αι απροσδόκητοι αποστροφαί, αι απότομοι κινήσεις· περπατών εταλαντεύετο· εγύριζε διαρκώς πίσω του για να δει ποιος τον παρακολουθεί· εχαιρετούσε τον κόσμο με ξεφωνητά, νευρικός, αεικίνητος, ξεφυλλίζων μανιωδώς τα βιβλία, κατατρώγων τις εφημερίδες, μονολογών, άλλοτε εκδηλώνων διά κραυγών ανάρθρων ψυχικάς ικανοποιήσεις και άλλοτε μεταπίπτων εις μίαν μελαγχολίαν στυγνήν, ληθαργικήν, αδικαιολόγητον…»