Τον κριτικό Δημήτρη Ραυτόπουλο τον γνώρισα ως συστηματικός αναγνώστης της Επιθεώρησης Τέχνης τη δεκαετία του 1960. Διάβαζα τα κριτικά του σημειώματα και ενημερωνόμουν κυρίως για τα πεζογραφήματα που κυκλοφορούσαν. Με ενδιέφεραν και τα μαχητικά άρθρα του που έθιγαν κυρίως ζητήματα πνευματικής ελευθερίας. Με αδιάπτωτο ενδιαφέρον συνέχισα να παρακολουθώ την πνευματική του δραστηριότητα ως ανένταχτου αριστερού όταν, τη μεταπολίτευση, επέστρεψε από το Παρίσι. Τώρα που έχει κλείσει η δημιουργική διαδρομή του, μπορώ να επιχειρήσω να την ορίσω. Ήταν η πορεία ενός ρεπόρτερ της λογοτεχνίας με οξύ κριτικό πνεύμα, ολική ματιά στον κόσμο και ιστορικό βάθος. Δανείζομαι κάποια χαρακτηριστικά που έχουν αποδοθεί στον Τέλλο Άγρα, πνευματικό ομόλογο του Δημήτρη Ραυτόπουλου:
–Ρεπορτάζ ο ίδιος δεν έχει κάνει, τον τράβηξαν άλλοι δρόμοι της τέχνης, βρίσκει όμως μεγάλη συγγένεια στα δυο είδη.
–Το ρεπορτάζ είναι πολύ συμβιβάσιμο με τη φιλολογία. Ο Μπαλζάκ μας λέει: «Από τη στιγμή που βλέπεις τον κόσμο όχι σαν ένα ζήτημα προς λύσιν, αλλά αποκλειστικά και μόνο σαν ένα θέμα για ρεπορτάζ, από τότε είσαι λογοτέχνης» (βλ. Τέλλος Άγρας, Κριτικά Δ΄, Επιμέλεια: Κώστας Στεργιόπουλος).
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος πραγματοποίησε και ακραιφνή ρεπορτάζ, όπως αυτό για τα καφενεία της πόλης του, του Πειραιά. Με αφορμή την έρευνα του χώρου, ο 34χρονος τότε συγγραφέας, ακριβολόγος, πυκνός, φανερώνει τις πεζογραφικές του αρετές, το έξυπνο και δροσερό του χιούμορ. Το κείμενό του που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στην Αυγή, της οποίας προδικτατορικά υπήρξε τακτικός συνεργάτης, στις 9 Μαρτίου 1958.
Δημήτρης Ραυτόπουλος
Τα παλιά καφενεία του Πειραιώς
Τα κέντρα των «σιναφιών», των οργανοπαικτών, των διανοουμένων. Καφέ-σαντάν και Ελληνικό Μελόδραμα δίπλα-δίπλα. Η ιεραρχία των καφέδων: 70 ειδών καφέδες! Το λυτό και το δεμένο λιοντάρι.
Τελευταία έκλεισε ένα από τα παλιά καφενεία του Πειραιώς, ο «Μιαούλης», απέναντι στο Μέγαρο Βάττη. Μα τα τελευταία χρόνια, τα καινούργια καφενεία ξεφυτρώνουν στον Πειραιά σαν τα μανιτάρια. Τόσο πολλά είναι τα καφενεία, που το Σωματείο Καφεπωλών έκανε απεγνωσμένα διαβήματα στους αρμοδίους να καθιερωθή ένα ελάχιστο περιοριστικό μέτρο: να μην ανοίγη καινούργιο καφενείο εκεί που υπάρχει άλλο σε 50 μέτρων απόστασιν. Αλλά η υπόδειξις δεν έγινε δεκτή.
Και τα καφενεία στην πρώτη μας εργατούπολιν αυξάνονται και πληθύνονται: 650 είναι οι συνδικαλισμένοι καφεπώλαι στον Πειραιά και άλλοι 350 στην Κοκκινιά, μας κάνουν μια χιλιάδα καφενεία, χώρια τα «ανοργάνωτα». Θα μπορούσε να βγάλη κανείς πολλά συμπεράσματα απ' αυτό. Φτάνει να μπείτε μια εργάσιμη ώρα σ’ ένα από τα ναυτικά καφενεία του Πειραιώς, στο «Σαρωνικό», το «Ναυαρίνο», στα Ανδριώτικα, τα Χιώτικα, τα Υδραίικα και να δείτε τους ανέργους ναυτικούς, που τα γεμίζουν περιμένοντας τον ανθρωπομεσίτη για δουλειά, ή να βρεθείτε σε συνοικιακό καφενείο και να δείτε την άνεργη νεολαία μας, που της έχουν αποκλείσει την δουλειά, την μόρφωσιν, τα σπορ, το μέλλον...
Αλλά μιλώντας για την σημερινή αλματώδη αύξησιν του αριθμού των καφενείων, δεν έχουμε σκοπό να αναπτύξουμε αυτό το θέμα. Αντίθετα, θα πάμε προς τα πίσω, προς την εποχή που τα καφενεία του Πειραιώς ήταν όλα - όλα δέκα και έπαιζαν κάποιο ρόλο στην κοινωνική του ζωή. Μερικά απ’ αυτά, μάλιστα, άφησαν εποχή, βάζοντας τη σφραγίδα τους σε μια ολόκληρη περίοδο της ζωής του Πειραιώς. Καφενεία - κέντρα, που τα είχε «στέκια» η παλιά μαστοράντζα, τα «σινάφια», και που έγιναν κέντρα των πρώτων εργατικών αγώνων και των πρώτων συνδικαλιστικών κινήσεων. Άλλα που συγκέντρωναν τους διανοουμένους της εποχής, που έδιναν στέγη στους φιλολογικούς καυγάδες, στα φλογερά κηρύγματα, τις φάρσες και τα όνειρα των νέων. Καφενεία που περίμεναν οι βιολιτζήδες τους παλιούς μερακλήδες νοικοκυραίους του «Περαία» να τους καλέσουν στ’ αρχοντικά τους τα βράδυα, καφέ αμάν με τους νταήδες τους, καφέ σαντάν, καφενεία περίφημα για τους καφέδες τους, για τους ναργιλέδες τους και για τους τύπους που σύχναζαν εκεί...
Διατηρούνται ακόμη
Και σήμερα ακόμη, στον παλιό Πειραιά, υπάρχουν μερικά παμπάλαια καφενεία, απομεινάρια της εποχής εκείνης, που δεν λένε να κλείσουν ούτε και να συγχρονισθούν.
Ακόμη στου Καμπούρη το μαγαζί, στην οδό Εθνικής Αντιστάσεως, συχνάζει η «μαστοράντζα», οι παλιοί οικοδόμοι, που είναι τον περισσότερο καιρό άνεργοι. Άλλοτε ήταν οι «μαστόροι» –σπάνιζαν τότε οι πολιτικοί μηχανικοί και οι αρχιτέκτονες– καλοστεκούμενοι νοικοκυραίοι, σεβαστοί. Σύχναζαν τότε και στο καφενείο του Παππού, στην Γεωργίου Α'. Ήταν καλοντυμένοι τα βράδυα κατά την μόδα που επικρατούσε σε κάθε επάγγελμα, αλλά τα χέρια τους ήταν τραχειά, δουλεμένα, οι κουβέντες τους μετρημένες, ντόμπρες. Μπορεί να μην είχαν διπλώματα, αλλά έχτιζαν με μεράκι, δεν περιφρονούσαν το περιττό, το παραπανίσιο. Τώρα, όσοι ζουν ακόμη παλιοί μαστόροι, πού να βρουν δουλειά στα τσιμεντένια κουτιά, που χτίζονται για πολυκατοικίες...
Στον ίδιο δρόμο, παρακάτω, γωνία Εθνικής Αντιστάσεως και Βενιζέλου, ήταν το καφενείο του Αραμπή –τώρα της χήρας Άννας Ψυρρή– που σύχναζαν και συχνάζουν ακόμη οι μαρμαρογλύπτες. Είναι ίσως το παλιότερο από τα καφενεία που σώζονται ακόμη, πάνω από πενήντα χρόνια «στέκι» του επαγγέλματος. Και τούτο το επάγγελμα γνώρισε μεγάλη πέραση εκείνη την εποχή, που οι εύποροι συναγωνίζονταν ποιος θα στολίση καλύτερα το σπίτι του και οι φαμίλιες να αποκτήσουν τον οικογενειακό τους τάφο.
Η παράδοσις των «επαγγελματικών» καφενείων διατηρείται ακόμη, μια που το συνδικαλιστικό κίνημα δεν έχει δώση στους εργαζομένους τίποτε περισσότερο από το καφενείο. Στα παραλιακά καφενεία, το «Ναυαρίνο» και το «Σαρωνικό» πάνε οι μηχανικοί θαλάσσης και οι άλλοι ναυτικοί, καθώς και στα νησιώτικα του Βουβουράκη, όπου πάνε οι Σπετσιώτες, τα Ανδριώτικα του Λυγίζου («Η Άνδρος») και του Σπύρη («Γάβριου»), τα Χιώτικα («Ωραία Χίος» και «Οινούσαι»), τα Σαντορινιά του Γάσπαρη και του Κατσίπη κ.ά. Στον «Αβέρωφ» της χήρας Σκαλτσά πηγαίνουν ακόμη οι καϊκτσήδες από τότε που τα καΐκια έδεναν μπροστά στο «Ρολόι». Στου Καλαροντάκου (οδός Γούναρη) συχνάζουν οι μηχανικοί εσωτερικής καύσεως. Από τα παλιά καφενεία είναι των «Κυνηγών», όπου συγκεντρώνονται ακόμη οι Πειραιώτες κυνηγοί και λένε τα κατορθώματά τους, φανταστικά κατά το πλείστον. Το «Καφενείον των ΤΤΤ», απέναντι στο Τηλεγραφείο, είναι από τα παλιότερα σήμερα καφενεία του Πειραιώς και ο ιδιοκτήτης του κ. Στεφάνου από τους πιο παλιούς Πειραιώτες επαγγελματίες.
Βιολιτζήδες και καλαμαράδες
Στου Λεωνίδα Τραϊφόρου το καφενείο, γωνία Γεωργίου Α' και Κουντουριώτου (όπου είναι τώρα αποθήκη καπνών), πήγαιναν οι οργανοπαίκτες: βιολί, σαντούρι, ούτι, κλαρίνο και «κανονάκι», τότε που ο Πειραιάς ήταν χωριό σχεδόν, με 10 καφενεία. Το καφενείο ήταν γνωστό σαν «Κολοκοτρώνης», από μια τεράστια χαλκογραφία του ήρωα του ’21 που στόλιζε την αίθουσα. Μόλις σουρούπωνε, οι οργανοπαίκτες, με τα όργανα υπό μάλης, έπαιρναν την θέσιν τους γύρω στα τραπέζια, έπιναν το καφεδάκι τους για να ξενυστάξουν από το ξενύχτι της προηγουμένης και περίμεναν. Εκεί ήξεραν πως θα τους βρουν όσοι είχαν γλέντια, και τότε οι πρώτοι αστοί του Πειραιώς δεν... αστειεύονταν στα γλέντια τους. Κέντρα πολυτελείας, τζαζ και «μπουζουκλερί» δεν υπήρχαν, τα γλέντια γίνονταν στα σπίτια, με τα εθνικά και τ’ ανατολίτικα όργανα, με τον τσάμικο και τον καλαματιανό.
Έφταναν, λοιπόν, τα λαντώ και τα μόνιππα, με τους ίδιους τους νοικοκυραίους ή με παραγγελίες: «Ο κυρ Τζελέπης θέλει την παρέα του Κρητικού και λέει να μην ξεχάσετε το κανονάκι...».
Τις Απόκριες και τις μεγάλες γιορτές τ’ αμάξια έκαναν ουρές έξω από τον «Κολοκοτρώνη» να βρουν οργανοπαίκτες, μα τη Σαρακοστή... έπαιζε ταμπουράς, γιατί οι τοτινοί νυκοκυραίοι ήταν θεοφοβούμενοι και δεν γλεντούσαν.
Οι διανοούμενοι πάλι μαζεύονταν στο Πασαλιμάνι. Εκεί ήταν τρία καφενεία, από τα παλαιότερα: Του Χρυσοστομίδη, εκεί που είναι τώρα η ταβέρνα Μήτσου (και δίπλα το περίφημο θέατρο Χρυσοστομίδη, τώρα «Ολύμπια») και απέναντι άλλα δύο καφενεία, οι «Διόσκουροι» του Συνοδινού (σήμερα «Βερσαλλίες») και Διονυσιάδη (σήμερα «Σπλέντιτ»), που είχε από πίσω και το θέατρο του ίδιου του Διονυσιάδη. Στο θέατρο αυτό κατέβαινε συχνά τα καλοκαίρια το Ελληνικό Μελόδραμα –πρόγονος της Λυρικής Σκηνής– που ήταν τότε «μπουλούκι». Συνέβαινε μάλιστα να παίζουν ταυτόχρονα τα βράδυα τα «όργανα» στο καφενείο και το Μελόδραμα δίπλα στη μάντρα του Διονυσιάδη και να γίνεται... ιλαροτραγωδία. Κάποτε, μάλιστα, μια λίγο νευρικιά πριμαντόνα, απηυδισμένη από την αντίπραξιν μιας καφεσαντανίστριας, που ξελαρυγγιζόταν δίπλα, διέκοψε στο πιο κρίσιμο σημείο μια άρια της «Τραβιάτας» και φώναξε στην συνάδελφό της:
– Θα το βουλώσης, μωρή, επί τέλους...
Στου Διονυσιάδη, πριν από 50 - 60 χρόνια έπαιρναν τον καφέ ή το ούζο τους οι περισσότεροι λόγιοι της εποχής: Ο Νιρβάνας, ο Πορφύρας, κάποτε κι’ ο Βουτυράς, ο τενόρος ο Μωραΐτης, που ήταν διάσημος πότης και πειραχτήριο και άλλοι. Εκεί κατέβαινε κι’ ο Χρηστομάνος το πρωί και τ’ απόγευμα νωρίς, που είχε ησυχία, κι’ έγραφε σε μια γωνιά τα έργα του κυττάζοντας τη θάλασσα. Οι Πειραιώτες τον ήξεραν ο «καμπούρης» αλλά όλοι τον αγαπούσαν γιατί ήταν ήσυχος και γλυκομίλητος.
Αρειμάνιοι δήμαρχοι
Στου Διονυσιάδη πήγαιναν και οι δήμαρχοι και γενικώς οι πολιτευόμενοι, όπως ο Τρύφων Μητσόπουλος, ο Ρετσίνας, ο Δαμαλάς, ο Δημοσθένης Σκυλίτσης. Κάθε απόγευμα έφτανε με το αμάξι του ο τότε δήμαρχος Τρύφων Μητσόπουλος, με τον ακόλουθό του, τον Δημήτρη Παλούκη. Ο Διονυσιάδης, κατ’ εξαίρεσιν, έτρεχε να σερβίρη ο ίδιος τον «κύριο δήμαρχο». Ο Μητσόπουλος είχε έναν αμίμητο τρόπο να διώχνη όσους τον φορτώνονταν στο καφενείο για ρουσφέτια. Κάποτε τον πλησίασε ένας παίδαρος συστημένος από μια κυρία και του ζήτησε δουλειά «ελαφριά» για να μην... κουράζεται.
– Ξέρεις γράμματα; τον ρώτησε ο δήμαρχος.
– Όχι.
– Α, να σου πω, παιδί μου, πήγαινε πουθενά αλλού, γιατί εγώ θέλω ή γραφιά ή σκαφτιά...
Ο Δημοσθένης Σκυλίτσης πάλι ήταν... σκυλί στο δημαρχιλίκι του. Ο ίδιος, με τη μαγκούρα απαραίτητα στο χέρι, επέβλεπε τα έργα οδοποιίας μέσα στο λιοπύρι παρ’ όλο το σκληρό κολλάρο και την καπελλαδούρα. Ήταν ο μόνος δήμαρχος, που δεν μπόρεσε να τον ξεγελάση ο περιβόητος Λιγδοτάμπαρος, ο εργολάβος της πέτρας και να κλέψη τον Δήμο. Ίσως και γι’ αυτό υπάρχουν ακόμη δρόμοι του Σκυλίτση στον Πειραιά...
Τα εμπορικά
Προς το λιμάνι ήταν πάλι τα εμπορικά καφενεία. Στου Αναστάση Χαρβαλιά, στο οίκημα Αριστείδη Σκυλίτση, που έβγαινε και δήμαρχος, γίνονταν προ 80 ετών οι δημοπρασίες και οι πλειστηριασμοί. Ο ειδικός εκφωνητής επανελάμβανε την τελευταία προσφορά και φώναζε το γνωστό, αλά ούνα, αλλά ντούε, αλά τρε, χτυπώντας και το ξύλινο σφυρί στο τραπέζι. Το παλιό ξύλινο πάτωμα του καφενείου ήταν κεντημένο σαν μωσαϊκό από μαύρα σημάδια από τα καρβουνάκια των ναργιλέδων, που έπεφταν κάτω, μέσα στη νευρικότητα της διαδικασίας του πλειστηριασμού.
Παλαιότατα εμπορικά κέντρα ήταν και το καφενείο Σαγκανά, που είναι ακόμη το εμπορικό χρηματιστήριο του Πειραιώς.
Την ίδια εποχή στην περιοχή εκείνη ήταν τα καφενεία του Σκριβάνου, απέναντι στον σταθμό, του Δημόπουλου, κάτω από το «Ρολόι», του Αραμπή (Ναυαρίνου και Τσαμαδού), που πουλούσε και τα «τουμπεκιά», του Ζέρβα, στην πλατεία Τελωνείου, του Παπούτσα στην Τρούμπα, του Τζελέπη (στο πρώτο σπίτι που έκτισε ο Τζελέπης στην παραλία του λιμανιού), που αργότερα πήρε ο Κρανιδιώτης, διάσημος παλληκαράς, και το έκανε καφέ αμάν.
Ο χρυσούς αιών των καφετζήδων
Τότε, που δεν υπήρχε μόνιμο θέατρο, κινηματογράφος, ραδιόφωνο και κέντρα διασκεδάσεως, πολλά καφενεία αντικαθιστούσαν λίγο - πολύ όλα αυτά. Εκτός από τα καφέ αμάν, τα καμπαρέ της εποχής, υπήρχαν πολλά καφέ σαντάν που παρουσίαζαν προγράμματα με τραγούδια και ορχήστρα και κάποτε διάφορα νούμερα ή παντομίμα. Τέτοια ήταν του Μπέη και Μεζελιώτη στον Τιτάνειο Κήπο (Ο Μεζελιώτης ήταν ένας από τους γραφικώτερους τύπους της εποχής), του Κατσούρη, στην πλατεία αμαξάδων, όπου ήταν το αμαξοστάσιο (Λαϊκή Τράπεζα τώρα) και η βρύση όπου πότιζαν τα άλογα, του Νικολάου στην Στοά Πολίτου, του Μπαβέα στην οδό Τσαμαδού, του Σαλιπάστρα στην πλατεία Θεμιστοκλέους.
Τα καφενεία αυτά έβγαζαν τραπεζάκια στα πεζοδρόμια και στις πλατείες και μερικά μάλιστα, όπως του Αβδή, στον Τινάνειο Κήπο έπαιζε η Φιλαρμονική του Δήμου –περίφημη τότε–, είχαν… τζάμπα ορχήστρα. Τα περισσότερα όμως είχαν δύο - τρία βιολιά και κάποια ντιζέζ… μεγάλων καλλιτεχνικών αξιώσεων και διασκέδαζαν την πλατεία.
Κανένας περιορισμός δεν υπήρχε και τα τραπεζάκια σκέπαζαν όλες τις πλατείες και τους κήπους. Μάλιστα, τόση είναι η ασυδοσία της ελεύθερης πρωτοβουλίας, που μπροστά ακριβώς στο Δημοτικό Θέατρο κάποιος καφετζής, που είχε «δόντι», έστησε παράγκα και γέμιζε την πλατεία μπροστά στο θέατρο με καρέκλες και τραπέζια.
Για να προλαβαίνουν την πελατεία –το καλοκαίρι προπαντός– και για να έχουν… στυλ τα καφενεία, είχαν δημιουργήσει ειδικούς στην εκφώνησιν των παραγγελιών σερβιτόρους. Ένας αρτίστας στο είδος αυτό σερβιτόρος ήταν ο περίφημος «δεκανέας» στο καφενείο Σταυρόπουλου, στην πλατεία Θεμιστοκλέους τότε (που το 1928 την πούλησε ο δήμαρχος Τάκης Παναγιωτόπουλος και έγιναν εκεί τα μέγαρα των μεγάλων Τραπεζών). Όταν είχε καλλιτεχνικό πρόγραμμα παντομίμας, η πλατεία Θεμιστοκλέους έπηζε από κόσμο. Ο δεκανέας τότε ήταν στις δόξες του. Κι’ απ’ τα δυο αυτιά έπαιρνε παραγγελίες μαζεμένες και ποτέ δεν τα έχανε. Αλλά ήταν και σωστός τενόρος, καμπάνα φωνή. Έβαζε το χέρι δίπλα στο στόμα κι’ έδινε παραγγελιές από την πλατεία στον «ταμπή», πενήντα καφέδες μαζεμένους, με δική του ιδιόρρυθμη μελωδία που ήταν χάρμα να τον ακούς:
– Μάστοραααα κάνε καφέδες σαράντααα, οι 4 σκέτοι, οι 5 με πολλά ολίγην, οι άλλοι 3 με ολίγην, 10 μέτριοι… Και συνέχιζε:
– Όχι πολλά γλυκοί, γλυκοί, πολλά γλυκοί, βαρύ γλυκοί. Εξηνταοκτώ ως εβδομήντα ειδών καφέδες περιελάβανε η καφεδοποιητική επιστήμη – το βεβαιώνουν αξιόπιστοι παλαιοί καφετζήδες. Και η ιεραρχία ήταν αυστηρότατη στην παραγγελία. Πρώτα τους σκέτους και κατά σειρά από τους πιο πικρούς προς τους πιο γλυκούς και καταλήγοντας στα «μισά φλυτζάνια» έπρεπε να δοθή η παραγγελία, διαφορετικά χαλούσε η ιεροτελεστία. Τα «μισά φλυτζάνια» τα έπιναν τα κουτσαβάκια της εποχής, με τα τζογέ πανταλόνια και τα ψηλοτάκουνα σκαρπίνια χωρίς κορδόνια.
Ήταν η εποχή των τύπων και ο Πειραιάς είχε άφθονους πάντοτε. Ένας από αυτούς –μια που μιλάμε για καφετζήδες– ήταν και ο Μακριδάκης, που είχε καφενείο - περίπτερο απέναντι στο Δημοτικό Θέατρο. Ήταν ένας Κρητίκαρος θεόρατος, με μακρυές μουστάκες και στιβάνια, που του είχε κάτσει η λόξα να βρη το «αεικίνητο» και σταύρωνε τους πελάτες του με τα σχέδιά του.
Μια χαριτωμένη ιστορία διηγούνται για έναν άλλο καφετζή της πλατείας Θεμιστοκλέους, που φώναξε τον Θεοδοσίου, τον «ποιητή του κάρρου», που έκανε και τον ζωγράφο, να του ζωγραφίση ένα λιοντάρι στον εξωτερικό τοίχο του καφενείου του. Ο Θεοδοσίου ζητούσε μερικά τάλληρα για την δουλειά, αλλά ο καφετζής του έδινε ένα μόνο.
– Αν το θέλης λυτό, του λέει τέλος ο Θεοδοσίου, πάει καλά, αλλά αν το θέλης δεμένο, θα πληρώσης όσα σου ζητάω.
– Μόνο κάνε το λυτό, του λέει ο καφετζής ευχαριστημένος που πέτυχε τόσο εύκολα την έκπτωσι.
Ο Θεοδοσίου το έκανε, αλλά με την πρώτη βροχή το λιοντάρι έγινε άφαντο από τον τοίχο. Ο περίφημος φαρσέρ ποιητής του κάρρου το είχε κάνει με φτηνές νερομπογιές.
– Ποιος σου είπε να μην το κάνεις δεμένο, να το ’χης σίγουρο, απαντούσε ο Θεοδοσίου στις διαμαρτυρίες του καφετζή.
Μα και δεμένο να το είχε κάνει ο Θεοδοσίου, το λιοντάρι δεν θα υπήρχε πια στο πειραιώτικο καφενείο. Αν δεν το είχε πάρει η βροχή, θα το έπαιρνε η κατεδάφισις.
Τα παλαιά καφενεία του Πειραιώς με την φυσιογνωμία τους και τα μεγαλεία τους, δεν υπάρχουν πια.
Βιβλιογραφική σημείωση: Δύο άρθρα για τα καφενεία του Πειραιά: Θεόδωρος Βελλιανίτης (Εστία 14/6/1924), Ο Πειραιώτης (Τα Νέα 21/1/1948)
Βιβλία του Δημήτρη Ραυτόπουλου
Οι ιδέες και τα έργα, Δίφρος, 1965
Τέχνη και εξουσία, Καστανιώτη, 1985
Κρίσιμη λογοτεχνία, Καστανιώτη, 1986
Σημεία στίξεως, Στοχαστής, 1987
Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Σοκόλη, 1996
Αναθεώρηση Τέχνης, Η Επιθεώρηση Τέχνης και οι άνθρωποί της, Σοκόλη, 2006
Εμφύλιος και λογοτεχνία, Πατάκη, 2012
Κριτική της κριτικής, Gutenberg, 2017