Οι συνεντεύξεις είναι ένα είδος επικοινωνίας που του άρεσε, έχουν προσφέρει πολλά, έλεγε, στην ελληνική ζωή, τη διπλωματική και την πολιτική. Από τις συνεντεύξεις, πρόσθετε, μαθαίνουμε πολλά που δεν υπάρχουν στα βιβλία ούτε στο λεγόμενο έργο των συγγραφέων, των πολιτικών ή των καλλιτεχνών.
Πολλές φορές οι δημοσιογράφοι επανέφεραν το ερώτημα: «γιατί σταμάτησε να γράφει;»
Αναγκαζόταν ν’ απαντάει βιαστικά, κάπως αυθόρμητα, συμβατικά, επηρεασμένος, ή μάλλον πιεσμένος, από αυτόν που τον ρωτούσε. Κι ενώ υιοθετούσε, έλεγε αφορμής δοθείσης, την άποψη του Κώστα Ουράνη ότι «η συνέντευξη ανήκει περισσότερο σ’ αυτόν που την παίρνει παρά σ’ εκείνον που τη δίνει». Δεν τον ικανοποιούσαν οι απαντήσεις του.
Εξοικειωμένος από νέος με το μαγνητόφωνο, χρησιμοποιούσε ένα Grundig του 1960, ηχογραφούσε τις σκέψεις του, ακόμη και τις πολύ προσωπικές. Αντιδρώντας στις πιεστικές ερωτήσεις έστηνε και μαγνητοφωνούσε δικές του συνεντεύξεις στις οποίες ρωτούσε και απαντούσε ο ίδιος.
Η φωνή ενός ανθρώπου που μιλάει μόνος του και ηχογραφεί τη φωνή του, συνήθως ακούγεται πιο «αντικειμενική» ή «αναλυτική». Μιλάει δίνοντας μεγαλύτερη προσοχή στις λέξεις του, να αναλογίζεται περισσότερο πώς ακούγεται. Συχνά, υπάρχει μια αίσθηση εσωτερικής αναζήτησης ή ενδοσκόπησης, καθώς ο ομιλητής προσπαθεί να οργανώσει τις σκέψεις του για να τις εκφράσει με σαφήνεια.
Εγώ τώρα θα ήθελα να σε ρωτήσω, γιατί έχεις σταματήσει να γράφεις;
Μα τι ερώτηση είναι αυτή; Εγώ ειλικρινά δεν την καταλαβαίνω. Γιατί έχω σταματήσει να γράφω; Θα σου δώσω μια απάντηση κατηγορηματική, αν θες πίστεψέ την: από ένα σημείο και πέρα δεν μπορώ να γράψω. Γιατί είμαι υποχρεωμένος, δηλαδή, σε όλη μου τη ζωή να γράφω ποίηση; Αυτό δεν το καταλαβαίνω. Έχουμε μια μεταφυσική ιδέα για την ποίηση, πραγματικά, μια ιδέα πολύ υψηλή, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η οποία κάνει τους ποιητές να φουσκώνουν και να νομίζουν ότι αυτοί είναι τα υπέρτατα όντα, διότι εκφράζουν πλέον το απόσταγμα, εκφράζουν κάτι το καταπληκτικό, κάτι φοβερό. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Σαν εκφραστικό είδος η ποίηση, επειδή είναι συμπύκνωση, επειδή είναι απόσταγμα των πραγμάτων και απεχθάνεται τη φλυαρία και την πολυλογία, απεχθάνεται το μακροσκελές, συμπυκνώνει τις έννοιες, θέλει ειδικές ικανότητες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτός που τις έχει υπερέχει και σε άλλα από όσους δεν τις έχουν. Εγώ ειλικρινά αισθάνομαι ότι έχω αυτή την ευχέρεια, είχα πάντα αυτή την ευχέρεια, την αίσθηση την ποιητική. Μάλλον όχι ποιητική αίσθηση, ικανότητα να εκφράζομαι με ποιητικό τρόπο. Άλλο πράγμα είναι η ποιητική αίσθηση και άλλο πράγμα να μπορείς να εκφράζεσαι με τον τρόπο της ποίησης. Θα ήθελα να μπορούσα να εκφραστώ με τη μουσική, θα ήθελα να εκφραστώ με τη ζωγραφική, όχι με τη γλυπτική γιατί δε μ’ αρέσει. Περιορίζομαι στις δυο τέχνες, ζωγραφική και μουσική, που πραγματικά με κομπλεξάρουν. Πολύ θα ήθελα να είχα αυτό το ταλέντο. Εγώ μπορώ να μεταστοιχειώνω όλες μου τις ευαισθησίες, τις ευπάθειες, όσα συλλαμβάνουν οι κεραίες μου, σε ποιητικό λόγο.
Πώς βλέπεις την έντονη επιθυμία καλλιτεχνών και διανοουμένων να γράφουν ποιήματα και να αναδειχθούν ως ποιητές;
Συμβαίνει το εξής περίεργο: άνθρωποι που έχουν μια ιδιαίτερη επίδοση και επιτεύγματα σε ορισμένα είδη τέχνης, μουσική, ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική ή είναι διανοητές ή φιλόσοφοι, κατά βάθος θέλουν να είναι ποιητές. Έχουν γράψει και πού και πού εκδίδουν μια ποιητική συλλογή. Βέβαια και πολλοί ποιητές ασχολούνται ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική, που φαίνεται πως κάπως συγγενεύει με την ποίηση. Όλοι οι άλλοι, όπου κι αν ανήκουν, θα σου ξετρυπώσουν και μια ποιητική συλλογή. Μα είσαι ηθοποιός, σκηνοθέτης, μουσικός, ζωγράφος ή αρχιτέκτονας, βγάζεις και μια ποιητική συλλογή, γιατί θεωρείς ότι η ποίηση είναι κάτι που σε εκπροσωπεί καλύτερα. Αυτό εγώ ειλικρινά δεν το καταλαβαίνω.
Θα επιμείνω περισσότερο για τη «σιωπή».
Έφτασα σ’ ένα σημείο πια που δεν μπορώ να λειτουργήσω, να εκφραστώ με τον ποιητικό λόγο. Μήπως μπορώ να εκφραστώ με άλλο τρόπο; Πιθανόν να μην μπορώ να εκφραστώ και με κανέναν τρόπο, κακό είναι αυτό; Αυτό που είχα μέσα μου, το ποιητικό δυναμικό, ήταν πολύ μικρό, ήταν πολύ λίγο. Επίτρεψέ μου έναν υπερφίαλο παραλληλισμό. Αισθάνομαι πάρα πολύ άνετα, σαν παρέα, με έναν Γρυπάρη, παραδείγματος χάριν. Ο Γρυπάρης έδωσε αυτό που έδωσε, από κει και πέρα τελείωσε. Ασχολήθηκε με τις μεταφράσεις, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να δώσει κάτι παραπάνω. Κι όμως, ο Γρυπάρης έχει μείνει περισσότερο από πολλούς φλύαρους, οι οποίοι ώς το τέλος της ζωής τους εξακολουθούσαν να γράφουν ποίηση. Αισθάνομαι πάρα πολύ καλά με τον Κάλβο, ο οποίος έγραψε και σταμάτησε.
Πιστεύω ότι ο ποιητής, οι περισσότεροι ποιητές, αυτό που δίνουν το δίνουν στη νεανική τους ηλικία, η οποία δεν συμπίπτει πάντα με τη βιολογική. Μπορεί να επεκτείνεται περισσότερο αλλά είναι κάπως περιορισμένη χρονικά. Από κει και πέρα, πολύ λίγοι είναι οι ποιητές που εξακολουθούν και δίνουν έργο ώς τα βαθιά γεράματα ή ώς μια προχωρημένη ηλικία. Δίνοντας όμως μια ποίηση όχι καλύτερη αλλά διαφορετική από την προηγούμενη· αλλάζουν και εκφραστικούς τρόπους. Ό,τι γράφτηκε στην ηλικία των είκοσι χρόνων διαφέρει από αυτό που γράφτηκε στα πενήντα ή στα εξήντα, σαν ύφος, σαν στυλ, σαν ήθος.
Υπάρχουν παραδείγματα ποιητών που εξελίχθηκαν;
Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι ένα καλό παράδειγμα. Γράφει τώρα τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι έγραφε κάποτε. Δεν είναι άλλος άνθρωπος, είναι ο ίδιος. Ένας μελετητής θα ανιχνεύσει βαθύτερα στοιχεία σε όλες τις συλλογές του, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο: μια βιωματική αλλαγή. Σ’ εμένα δεν υπήρξε, γιατί να επιμένουμε σ’ αυτό το θέμα; Πες ότι ο ποιητής Αναγνωστάκης πέθανε βιολογικά σε ηλικία σαράντα χρόνων. Δεν είμαι εν ενεργεία ποιητής…
Σημείωση: Οι ερωταπαντήσεις αυτές αποτελούν μικρό τμήμα ευρύτερης αυτοσυνέντευξης του Μανόλη Αναγνωστάκη. Ένα άλλο μέρος δημοσιεύτηκε στα Νέα (21-22 Ιουνίου 2025).
Φωνοθήκη: Γιώργος Ζεβελάκης
Συνεργάτης: Λάκης Δόλγερας