Σύνδεση συνδρομητών

Τέλλος Άγρας. O “Β.” στη Βιογραφία του Κλέωνος Παράσχου

Δευτέρα, 19 Μαϊος 2025 01:12
O Tέλλος Άγρας (αριστερά) και ο Κλέων Παράσχος.
Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη
O Tέλλος Άγρας (αριστερά) και ο Κλέων Παράσχος.

Η ψυχολογία του Τέλλου Άγρα, όπως την παρουσιάζει ο Κλέων Παράσχος στη σελίδα 66 της Βιογραφίας του και τη σχολιάζει ο αναγνώστης του βιβλίου, Χαρίλαος Σακελλαριάδης, φιλόλογος και λαογράφος.

Πότε, θα λέμε κάτι αγνό, εκλεχτό: για τη φιλία,

Για ένα πορτραίτο, ένα σοφό σονέττο – μα ολοένα

Μιαν άλλη θα μας δένη μυστική συνομιλία,

Που θα ’ναι δίχως λόγια, με τα χείλη σφαλισμένα.  

                                                                              Τ.Α.

Είχα την τύχη να προμηθευτώ από παλαιοπωλείο, γύρω στο 1970, το βιβλίο του ποιητή, κριτικού και μεταφραστή Κλέωνος Β. Παράσχου Βιογραφία (1951). Αντίτυπο με το πλεονέκτημα να έχει στον ψευδότιτλο χειρόγραφη αφιέρωση από τον συγγραφέα: «Στον αγαπητό μου Χαρίλαο Σακελλαριάδη.  Ολόκαρδα». Ο παραλήπτης φιλόλογος  και λαογράφος έγινε περισσότερο γνωστός από τη στενή φιλία του με τον Κώστα Καρυωτάκη. Στις σελίδες της Βιογραφίας σημειώνει με μελάνι τα ονόματα εκείνων στους οποίους αναφέρεται ο Κλέων Παράσχος. Η εγκυρότητα της ταύτισης των προσώπων με τα αναφερόμενα από τον βιογράφο αρχικά, τουλάχιστον ως προς τον Τέλλο Άγρα, στηρίζεται στην παλιά γνωριμία μαζί του. Σε κείμενό του στη Νέα Εστία (αρ.1138/1974) γράφει ότι τον γνώριζε από τον Νοέμβριο του 1916, την εποχή που είχε φουντώσει ο Εθνικός Διχασμός. Σε κάποιες από εκείνες τις φοιτητικές διαδηλώσεις, «ένα βράδυ έτυχε να μας συντροφεύη ένας λεπτοκάμωτος νέος με γυαλιά, που η απόλυτη σιγαλιά και η βαρυθυμιά του τόσο πολύ ερχόταν σε αντίθεση με τον βρασμό της ψυχικής ορμής των άλλων συντρόφων του, που ασυγκράτητοι τράβηξαν κατά τη λεωφόρο Αμαλίας και το Ζάππειο…». Εκτός όμως από την επίκληση της γνωριμίας, ο Χαρίλαος Σακελλαριάδης στο ίδιο άρθρο παραπέμπει στην ψυχολογία του Τέλλου Άγρα, όπως την παρουσιάζει ο Κλέων Παράσχος στη σελίδα 66 της Βιογραφίας του . Οι αναφορές βέβαια γίνονται στον “Β.”, Βαγγέλης (Ευάγγελος Ιωάννου, ήταν το πραγματικό όνομα του Τέλλου Άγρα).

 

Βασανισμένη ζωή

«Είμαι βέβαιος ότι εκείνο το στριφτό (κυριολεκτικά και το σώμα του ακόμα κάνει μια παράξενη κάμψη) που έχει ο Β. τα άχτια του, που δε μπορούν να φανερωθούν θαρρετά, ξεκάθαρα, και γίνονται στο φέρσιμό του κάτι το πολύ μαλακό, το συμβιβαστικό, το υποχωρητικό, και στο γράψιμό του κάτι το φευγαλέο, το αμφίλογο, το ποτέ κατηγορηματικό ή το επίτηδες υπερβολικό (στον έπαινο), οφείλονται κατά μέγα μέρος στις σωματικές του ταλαιπωρίες. Το διαπίστωσα πάλιν προχτές. Δεν τρώω τίποτε το βράδυ, μου είπε, γιατί και το λίγο φαγητό μού κόβει τον ύπνο. Τρώγω όμως το μεσημέρι καλά. –Νεύρα τσακισμένα. Και όμως είχα την ιδέα (από κάτι κουβέντες του, τον περασμένο χειμώνα, που έδειχναν τόση αυτοπεποίθηση, τόση δύναμη) ότι είχαν γερέψει. Αυτό το ένα του γεύμα πήγε το νου μου 15 - 20 χρόνια πίσω, όταν έμενε ο Β. σε ένα περίεργο χαμόσπιτο της οδού Γερανίου, όπου είχε εγκαταστημένο ολάκερο αυτοσχέδιο ηλεκτρικό εργαστήριο για τα νεύρα του.» Κλ. Π.

Σαν παρένθεση, σημειώνει ο Σακελλαριάδης (ό.π.) για τον Τέλλο Άγρα: «…τον βάραινε η πληχτική ζωή του γραφείου. Αναγκασμένος σε μια δουλειά ολότελα ξένη προς τις βαθύτερες διαθέσεις του και την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία, συνέχεια, όπως ο για τον ίδιο λόγο τυραννισμένος Καρυωτάκης, αναζητούσε, χωρίς όμως να το πετύχη, ένα τρόπο ζωής που να ξεγλυτώση, πότε λογαριάζοντας να επιμεληθή ένα κτήμα μαζί με τον Λαπαθιώτη κοντά στην Πάτρα, πότε  ένα αγρόκτημα με ορνιθοτροφείο και συντροφιά τον Κλέωνα Παράσχο…»

 

Βρικόλακας του Μπωντλαίρ

«Οι ψυχικές του όμως ταλαιπωρίες είναι πολύ μεγαλείτερες. Είναι υποδουλωμένος (κυριολεκτικά) σε δυο γυναίκες. Σε μια “ερωμένη”[1], 10 – 15 χρόνια μεγαλείτερή του, (όπως μου λένε) και όπου είναι κολλημένος

comme le forçat à la chaîne

comme au jeu le joueur têtu

– comme à la bouteille l’ivrogne,

– comme aux vermines la charogne…

καθώς τον παίχτη στα χαρτιά,

καθώς τον πότη στο μπουκάλι

και το νεκρό στη σκουληκιά,

–Καταραμένη ας είσαι πάλι!

                      μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας

Γιατί ποιος ξέρει με τι μέσα τον εκβιάζει (να σκοτωθεί αν την αφήσει, να τον σκοτώσει και να σκοτωθεί), γιατί θα τον συνδέει μαζί της εκείνη η “φρικτή αφοσίωση”, καμωμένη από συνήθεια, συμπόνοια και “μνήμη” (μαζί της έζησε τόσα και τόσα!) και η στοργή της προς αυτόν, που καθώς μου εξομολογήθηκε κάποτε, σε καμιά άλλη γυναίκα δεν τη βρήκε. (Και που τόσο τη λαχταράει. Πράμα που εξηγεί την τρυφεράδα που φέρνεται –τον είδα– με τις γυναίκες των πορνείων, τη ζέση που μιλά για μερικές τέτοιες γυναίκες και την προσπάθειά του συνδεθεί συναισθηματικά μαζί τους, όπως και την προθυμία του να επισκέπτεται –το διαπίστωσα ξανά τελευταία με κάτι “διευθύνσεις” που μου ‘δειξε– πορνεία, φανερά και “κρυφά”).

Ο άλλος ζυγός του, πιο βασανιστικός, μακρότερος και διαρκέστερος, είναι η μητέρα του. Παραξενεύτηκα, όταν τότε που μου πρωτομίλησε και του είπα ότι με τη μητέρα του θα ήταν το πράμα για μένα λιγάκι δύσκολο, μου αποκρίθηκε ψυχραιμότατα, για να μου βγάλη αυτό το φόβο από το νου μου: “Μα η μητέρα μου ώς τότε θα ’χει πεθάνει”».

*Ευχαριστώ τον Αντώνη Καραβασίλη για τον εντοπισμό των στίχων του Baudelaire και τη Θάλεια Ιερωνυμάκη για τη βιβλιογραφική συνδρομή.

 

[1] Βελγίδα, χήρα ή χωρισμένη και με μια κόρη στο Βέλγιο, που άγνωστο πώς, είχε φτάσει ώς εδώ και παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών (η πληροφορία από τον Κώστα Στεργιόπουλο).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.