Η συνάντησή μου με τα γραπτά του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου έγινε αρκετά χρόνια πριν να τον γνωρίσω προσωπικώς. Ήταν λίγο πριν από την πτώση της χούντας. Συστηματικά, όμως, άρχισα να τον μελετώ προς το τέλος αυτής της δεκαετίας.
Είχα δει τον Η.Χ.Π. μερικές φορές στις Εκδόσεις Κέδρος, όπου εργαζόμουν το 1977 και το 1978, μια φορά με τον Ηλία Πετρόπουλο και μια φορά με τον Τάκη Σινόπουλο. Ήταν καλοκαίρι και μου έκανε εντύπωση η ατημέλητη εμφάνισή του. Στη δεύτερη περίπτωση, σκεπτόμενος πως έχω μπροστά μου δύο συμπατριώτες μου διακεκριμένους, έναν ποιητή κι έναν πεζογράφο, έκανα να πλησιάσω τον ποιητή με την εγγλέζικη όψη. Ένα βήμα όμως πριν, «ο κοινωνικός τραυλισμός» που με διέκρινε εκείνη την εποχή με σταμάτησε. «Έχασες την ευκαιρία», μου είπε αργότερα η Νιόβη. «Ο Σινόπουλος ήταν πολύ δοτικός άνθρωπος, κυρίως με τους συμπατριώτες του»… [Τη Νιόβη την είχα γνωρίσει στις 15 Ιανουαρίου 1972, όταν την επισκέφθηκα ως ασθενής, στο ΙΚΑ της λεωφόρου Αλεξάνδρας, όπως μαρτυρά το Βιβλιάριο Υγείας που διατηρώ από εκείνη την εποχή. Τότε δεκαοκτάχρονος δεν είχα ξεμπλέξει ακόμη από τον Καζαντζάκη και τον Λουντέμη και δεν είχα υποπτευθεί τίποτε απολύτως περί Η.Χ.Π.]
***
Την ευκαιρία που έχασα το καλοκαίρι του 1977, την κέρδισα τριάντα εννιά χρόνια αργότερα. Το φθινόπωρο του 2006, εκδότης(!) πια του Οροπεδίου, θέλοντας να παρουσιάσω τον Η.Χ.Π. στο περιοδικό, άρχισα να τον ψάχνω επιμόνως στην Αθήνα, αλλά εκείνος βρισκόταν στην Πάρο. Ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης μου βρήκε το τηλέφωνό του στην Πάρο κι έτσι βρήκα μια άκρη.
Όπως προείπα, η γνωριμία μου με κείμενο του Η.Χ.Π είχε γίνει στις αρχές της δεκαετίας του 1970, από τη σειρά των εκδόσεων Κάλβος «Διήγημα ’69», με το διήγημα «Το πάρτυ», όπου για πρώτη φορά ο Η.Χ.Π. δημοσιεύει διήγημα με το πραγματικό όνομά του… Στο «Διήγημα ’69», για πρώτη φορά διήγημά του είχε δημοσιεύσει κι ένας άλλος, εξίσου αγαπημένος φίλος μου, ο Θανάσης Γιαλκέτσης, ο οποίος ποτέ δεν ξανάγραψε λογοτεχνικό κείμενο.
Γνώριζα ότι ο Η.Χ.Π. κατάγεται εκ Πύργου κι αυτό με έκανε να έχω μεγάλη συμπάθεια γι’ αυτόν. Όταν άρχισα να διαβάζω διηγήματά του, με είχε εντυπωσιάσει πολύ ο πυκνός, σύντομος, αλλά και περιεκτικότατος λόγος του, κάνοντάς με να τον ξεχωρίζω γι’ αυτόν από άλλους πεζογράφους. Διέκρινα μια λεπτή ειρωνεία κι ένα μοναδικό χιούμορ να διαπερνά τα γραπτά του κι αυτό με ερέθιζε.
Μεσούσης της στρατιωτικής μου θητείας, το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν εκτοξεύτηκε στα ύψη. Αιτία ήταν ένα τεύχος του περιοδικού Το Τέταρτο. Το είχε φέρει στη μονάδα κάποιος ναύτης Το είδα πάνω στο κρεβάτι του και του το ζήτησα. «Πάρε να διαβάσεις τον Βουστροφηδόν…», μου είπε.
«Βουστροφηδόν;», ρώτησα. «Τι σημαίνει Βουστροφηδόν;».
«Γράφει ανάποδα… Ανάποδος!», είπε γελώντας. «Διάβασέ τον, θα δεις…».
Το πήρα με περιέργεια έχοντας την απορία πώς γράφει ανάποδα. Κι αφού διάβασα διάφορα, ξεφυλλίζοντάς το, έφτασα στην ομώνυμη στήλη, ΒΟΥΣΤΡΟΦΗΔΟΝ, και με έκπληξη διαπίστωσα ότι η στήλη αυτή του περιοδικού ανήκε στον Η.Χ.Π. Το κείμενό του σ’ εκείνο το τεύχος είχε τίτλο «Ο Κομήτης του Χάλλεϋ». Χαμογέλασα. Αυτός είναι πράγματι «ανάποδος»!
Διάβασα το κείμενο μονορούφι. Ηλεκτρίζομαι από την πρώτη αράδα! Με τον γνωστό του τρόπο, επισημαίνει την έλλειψη χιούμορ «που μας χαρακτηρίζει ως λαό», όταν καταλαμβάνουμε «οιονδήποτε θώκον».
Βρισκόμαστε στο 1986, παραμονή Πρωταπριλιάς, και το δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ2 που καθυστέρησε αρκετή ώρα ξεσηκώνει τους πάντες, αναφέροντας το πέρασμα του κομήτη του Χάλλεϋ ως πρώτη είδηση. Ο κομήτης αναμένεται λίγα λεπτά μετά τις 12 τη νύχτα να περάσει απ’ ανατολάς προς νότον και θα είναι ορατός από την Ελλάδα».
Οι ένοικοι μιας πολυκατοικίας, μαζί και ο συντάκτης του κειμένου, σπεύδουν στην ταράτσα της, όπου «συνωθούνται μέσα στη νύχτα» για να απολαύσουν τη διέλευση του κομήτη διά γυμνού οφθαλμού, στον έναστρο ουρανό της Αθήνας.
Η ώρα περνάει, ο κομήτης δεν φαίνεται, οι ένοικοι στην ταράτσα αναμένουν με αγωνία, μια κυρία κατεβαίνει στο διαμέρισμά της και φέρνει κεφτεδάκια, άλλοι, «μετά του διαχειριστού, αναζητούν επιμόνως την ακριβή πορεία του κομήτη, ένας μεσόκοπος στριμώχνει την ξανθιά της πολυκατοικίας πίσω από ένα βαρέλι» κι αίφνης, ενώ όλοι επισκοπούν τον ουράνιο θόλο, ακούγεται μια φωνή:
—Πρωταπριλιάτικη φάρσα είναι, ρε μαλάκες!
***
Ένα από τα επόμενα βράδια, κι αφού κατά την έξοδό μου προηγουμένως είχα βεβαιωθεί περί της ερμηνείας της λέξεως βουστροφηδόν, μετά την κατάκλιση, διάβασα χαμηλοφώνως το κείμενο σε όλη την ομήγυρη στο θάλαμο ναυτοπαίδων. Και όταν τέλειωσα, μετά από σιγή δευτερολέπτων, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ευθυμίας, αρκετοί ήταν εκείνοι που με ρώτησαν για το συγγραφέα. Έγινε μια σχετική κουβέντα και μετά από κάμποση ώρα, ένας ναύτης έκραξε:
—Άντε, καληνύχτα ρε Βουστροφηδόν…
Ακολούθησαν γέλια και σχόλια τα οποία έσβησαν αργά, καθώς άρχισε σιγά σιγά να μας βαραίνει η νύστα τα βλέφαρα. Το παρωνύμι που μου κόλλησαν εκείνο το βράδυ κράτησε καθ’ όλο το υπόλοιπο της στρατιωτικής μου θητείας…
***
Πολύ αργότερα, όταν σχεδίαζα με ορισμένους φίλους τα πρώτα τεύχη του Οροπεδίου, κατά τον προγραμματισμό, είχα καταλήξει να είναι μέσα στα πρώτα τεύχη η παρουσίαση του Η.Χ.Π. Τον αναζήτησα αλλά βρισκόταν στην Πάρο.
Όταν περί το τέλος του φθινοπώρου ήλθε στην Αθήνα, του τηλεφώνησα και πάλι. Του έκανα την πρότασή μου αφού του μίλησα για το Οροπέδιο και τον ενημέρωσα ότι έχει έδρα τη Νεμούτα Ηλείας. Αντελήφθην ότι γνώριζε το περιοδικό αλλά, απ’ ό,τι κατάλαβα, δεν το είχε δει. Δεν είχε φτάσει ποτέ στα χέρια του. Με αποθάρρυνε από τηλεφώνου, ωστόσο δέχτηκε να συναντηθούμε. Μου πρότεινε να βρεθούμε σε μια καφετέρια της Φωκίωνος Νέγρη, κοντά στην πλατεία Κυψέλης.
Όταν έφτασα εκεί, γεμάτος συστολή, με τα δύο προηγούμενα τεύχη του Οροπεδίου ανά χείρας, με είχε καταλάβει αγωνία και άγχος. Ήταν Νοέμβριος. Με περίμενε με τη σύζυγό του Νιόβη. Την Νιόβη. Την αρχαία θεά! Την αγαπημένη.
Έτρεμα μήπως και δεν δεχτεί. Πράγματι, έφερε διάφορα προσκόμματα. Η Νιόβη από δίπλα, όμως, κρατούσε στα χέρια της τα δύο πρώτα τεύχη του περιοδικού και επέμενε να δεχτεί. Κάποια στιγμή, μου λέει:
—Κύριε Κανελλόπουλε, το περιοδικό εκδίδεται στο μονοτονικό σύστημα κι εγώ είμαι φανατικός εχθρός του μονοτονικού συστήματος!.. Βεβαιώθηκα ότι δεν το είχε ανοίξει. Τότε, πριν προλάβω να πω κάτι, επενέβη η Νιόβη δυναμικά, λέγοντας:
—Μα τι λες, Ηλία; Το περιοδικό είναι πολυτονικό! Δες το…
Ξαφνιάστηκε λίγο και είπε:
—Τότε να μιλήσουμε στο τηλέφωνο και θα δούμε…
Στη συνέχεια μιλήσαμε για τη Νεμούτα και άλλους τόπους της Ηλείας και μου είπε μια ιστορία, η οποία έλαβε χώρα στου Λάλα, όπου η οικογένειά του τον έστελνε τα καλοκαίρια για διακοπές. Η ιστορία αυτή θα μπορούσε να είναι ένα καταπληκτικό διήγημα με τίτλο: Αυτήκοος μάρτυς!
Χωρίσαμε χωρίς να έχει δεχτεί. Μια μικρή ελπίδα όμως είχε γεννηθεί με τη βεβαιότητά του πλέον ότι το περιοδικό εκδίδεται στο πολυτονικό σύστημα, καθώς και μετά την παρέμβαση της Νιόβης, τη σθεναρή επιμονή της να γίνει το αφιερωματικό τεύχος. Έφυγα με την αμφιβολία να με βασανίζει. Μετά από μερικές μέρες του τηλεφώνησα και με γέμισε μεγάλη χαρά. Δέχτηκε και μου είπε ότι εντός των ημερών θα λάβω οδηγίες. Πράγματι, έτσι έγινε.
Από τότε ξεκίνησε μια φιλία η οποία εξελίχθηκε σε αγάπη για τον Ηλία και τη Νιόβη, που ανεδείχθησαν τελικώς και κυριολεκτικώς οι μεγαλύτεροι ευεργέτες για το Οροπέδιο.
***
Ο συγχρωτισμός μου με τον σεβαστό κι αγαπημένο μου Η.Χ.Π. είναι μια διαρκής έκπληξη. Το Βουστροφηδόν, ως ψευδώνυμο, τελείωσε με τη λήξη της θητείας μου. Ωστόσο, ένα άλλο ψευδώνυμο έκανε μια μέρα αυθορμήτως την εμφάνισή του! Είχαν προηγηθεί κατά καιρούς διάφορες ερωτήσεις του σχετικά με πρόσωπα, τόπους, γεγονότα, καταστάσεις γύρω από λογοτεχνικά ή «ηλειακά» θέματα. Σε πολλές περιπτώσεις, όταν μιλούσαμε για κάποιον κοινό φίλο ή για κάποιον λογοτέχνη, εγώ, ως αριθμομνήμων, του απαντούσα τάχιστα λέγοντας το έτος γεννήσεως ή το τηλέφωνο του αναφερόμενου. Οπότε μια μέρα μου λέει: «Τι είσαι εσύ, βρε παιδάκι μου; Ο ίδιος ο ληξίαρχος Μαστραπάς;». Ο Μαστραπάς ήταν ο ληξίαρχος Πύργου επί 42 έτη. Μια πολύ γνωστή φυσιογνωμία του Πύργου ο οποίος γνώριζε τα πάντα, για τους πάντες. Έκτοτε είμαι ο Μαστραπάς! Ο Γενικός Ληξίαρχος…
***
Ο Πρόδρομος Μάρκογλου επιχειρώντας μια κατηγοριοποίηση του Η.Χ.Π. το 1996, επί των βιβλίων που είχε εκδώσει μέχρι εκείνη τη χρονιά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τέσσερις είναι οι κατηγορίες των διηγημάτων του:
α. Αφηγήματα, που είναι καθαρά αναμνήσεις, αναπολήσεις, μνήμες καθαρά βιώματα του παρελθόντος.
β. Μικτά, όπου η αφήγηση ή η ανάμνηση γεγονότων του παρελθόντος γίνεται με όρους και χρόνους του παρόντος.
γ. Αυτά που αναφέρονται ξεκάθαρα στο παρόν με αφηγήσεις και σχολιασμούς του συγγραφέα.
δ. Διάφορα ενύπνια που η αφηγηματική τους δομή θα μπορούσε να τα κατατάξει στη β' ή στη γ' κατηγορία. Αν αυτό δεν γίνεται είναι γιατί στη συνέχεια ο συγγραφέας έγραψε κι άλλα ενύπνια (βρίσκονται στα αθησαύριστα) κι έτσι δημιουργείται ήδη μια νέα κατηγορία αφηγηματικών κειμένων.
Στην τελευταία κατηγορία, ο Πρόδρομος Μάρκογλου, κατατάσσει τα «διάφορα ενύπνια». Ας μου επιτραπεί να κλείσω αυτό το μικρό κείμενό μου, το οποίο είναι μια πολύ μικρή αναφορά αγάπης προς τον Ηλία και τη Νιόβη, δυσανάλογα μικρή, μπροστά στην αγάπη και τη στοργή που μου χάρισαν σε πολύ δύσκολες περιόδους της ζωής μου, μ’ ένα «ενύπνιο» δικό μου. Τους το έχω διηγηθεί:
Το 2008 βρέθηκα για επαγγελματικούς λόγους στο Βουκουρέστι. Μερικές μέρες μετά την άφιξή μου, επισκέφτηκα το Δέλτα του Δούναβη και θαμπώθηκα από την ομορφιά του.
Μιλούσα πολλές φορές με τη Νιόβη και τον Ηλία καθημερινώς στο τηλέφωνο. Η έγνοια τους για μένα ήταν μεγάλη. Τούς περιέγραφα ξανά και ξανά, εντυπωσιασμένος τι είδα στον Δούναβη. Έτσι αποφασίσαμε μετά από λίγο καιρό να έλθουν στη Ρουμανία και να διασχίσουμε μαζί τον Μεγάλο Ποταμό. Για λόγους όμως που με ανάγκασαν να φύγω από τη Ρουμανία, το ταξίδι αυτό στην πραγματικότητα, δεν έγινε ποτέ, ωστόσο εγώ το ονειρεύτηκα, λίγες μέρες πριν εγκαταλείψω το Βουκουρέστι.
«Ένα βράδυ, με πήρε ο ύπνος νωρίς. Ένα όνειρο με οδήγησε σε μια γαλήνη και σε μια ψυχική ευφορία. Ήμασταν λέει οι τρεις μας, στην πλώρη ενός παλιού ποταμόπλοιου και κατεβαίναμε τον γαλήνιο Δούναβη, από τις Σιδηρές Πύλες προς το Δέλτα στον Εύξεινο Πόντο.
Θαυμάζαμε τους άγριους, βραχώδεις όγκους που βρίσκονταν στις όχθες του ποταμού που εναλλάσσονταν με καταπράσινους κάμπους οι οποίοι ξεκινούσαν από τις όχθες του κι έφταναν ώς εκεί που φτάνει το μάτι.
Φτάνουμε στην αρχαία Αιγισσό, τη σημερινή παραδουνάβια πόλη Τούλτσεα. Μετά την Τούλτσεα, τον Δούναβη τον χωρίζουν τρεις βραχίονες: η Κίλια (παρφθορά του ονόματος του Αχιλλέα ή από την ελληνική λέξη Κελιά), ο Άγιος Γεώργιος (αρχαία ονομασία Ιερόν στόμιον, βυζαντινή Άγιος Γεώργιος) και ο Σουλινάς (αρχαία ονομασία Καλόν στόμα ή Καλόστομον, βυζαντινή Σωλήν απ’ όπου και ο σημερινός Σουλινάς). Εμείς πλέουμε αργά στα ήρεμα νερά. Μπαίνουμε στα κανάλια του ποταμού, που στις όχθες του δεκάδες μικρά και μεγαλύτερα χωριά εναλλάσσονται πολλές φορές κρυμμένα από την οργιώδη βλάστηση.
Αρχίζουν τα έλη του τεράστιου υγροβιότοπου. Πολύχρωμα πουλιά πετούν γύρω μας κελαηδώντας μουσικές. Ο ήλιος μάς λούζει με το δυνατό του φως. Μπροστά μας απλώνεται το Δέλτα του Δούναβη, ο αληθινός παράδεισος. Ο τελευταίος παράδεισος της Ευρώπης.
Ο Ηλίας κι η Νιόβη στέκονται στην πλώρη. Διασχίζουμε το ακίνητο ποτάμι περνώντας μέσα από άνθη, κελαηδίσματα και μουσικές, οδεύοντας προς τον Πόντο. Από το πλάι, οι ηλιοκαμένοι ψαράδες της περιοχής μάς χαιρετούν. Είναι μια ευτυχισμένη στιγμή με τους αγαπημένους μου φίλους…
Τα όνειρα όμως δεν κρατούν πολύ. Ξυπνώ και προσπαθώ να καταλάβω αν πραγματικά είμαι με τον Ηλία και τη Νιόβη. Είμαι όμως μόνος και είναι χαράματα στο Βουκουρέστι που ξυπνά μέσα στην καλοκαιρινή υγρασία. Το ταξίδι στον Δούναβη δεν έγινε ποτέ. Η αγάπη μου γι’ αυτούς όμως εξακολουθεί να με ωθεί σε ανάλογους σχεδιασμούς…