Σύνδεση συνδρομητών

Ο Κέδρος της Νανάς και άλλες ιστορίες…

Πέμπτη, 18 Αυγούστου 2022 17:23
Η Νανά Καλιανέση σε νεανική φωτογραφία.
Αρχείο Δημήτρη Κανελλόπουλου
Η Νανά Καλιανέση σε νεανική φωτογραφία.

Ο Κέδρος ήταν δημιούργημα της Νανάς (Σταματίου) Καλλιανέση, από την Κύμη της Εύβοιας, και του συζύγου της, Νίκου Καλλιανέση, από τη Μεσσηνία, αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού. Τον ίδρυσαν το 1954 και η πρώτη έδρα των εκδόσεων ήταν κάπου στην οδό Ευριπίδου. Αργότερα μεταφέρθηκαν στην οδό Πανεπιστημίου 44, στο βάθος της Στοάς, δίπλα από τον Μουσικό Οίκο Νάκας. Η Νανά και ο Νίκος Καλλιανέσης είχαν διωχθεί για τις πολιτικές τους αντιλήψεις και για τη συμμετοχή τους στην Εθνική Αντίσταση.

Το πρώτο βιβλίο των εκδόσεων ήταν μια βιογραφία του βέλγου ποιητή Εμίλ Βεράρεν (Emile Verhaeren, 1855-1916), έργο του Στέφαν Τσβάιχ. Σύντομα, ο Κέδρος συγκέντρωσε μια πλειάδα γνωστών συγγραφέων, κυρίως της Αριστεράς, Κώστα Βάρναλη, Γιάννη Ρίτσο, Στρατή Τσίρκα κ.ά., και εξελίχθηκε σε έναν από τους σπουδαιότερους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους. Ο Νίκος Καλλιανέσης πέθανε το 1965. Έτσι η Νανά συνέχισε μόνη της.

Βρέθηκα εκεί την άνοιξη του 1977, στο τμήμα διακίνησης των βιβλίων, το οποίο βρισκόταν σε ένα μακρόστενο γραφείο του 3ου ορόφου κι έμεινα μέχρι το τέλος Αυγούστου 1978. Ήταν τιμητικό να εργάζεσαι εκείνη την εποχή στον Κέδρο. Η πλειονότητα των βιβλίων που διακινούσαμε ήταν τα βιβλία των σπουδαιότερων ελλήνων συγγραφέων.

Από τους συγγραφείς του Κέδρου, ο Στρατής Τσίρκας ήταν ο πιο αγαπητός για μας, τους απλούς εργαζόμενους: έδειχνε μεγάλη αγάπη κι έναν ανεπιτήδευτο σεβασμό. Μάλιστα, λίγο πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων, μας καλούσε στο σπίτι του και μας έκανε το τραπέζι.

Εκεί είχα την τύχη, ανάμεσα σε άλλους, να δω τον Γιάννη Ρίτσο από κοντά. Αρκετές φορές, πάντα Πέμπτη απόγευμα, πήγαινα στο σπίτι του, στον Άγιο Νικόλαο Πατησίων, μεταφέροντας χρήματα από τα δικαιώματά του. Θυμάμαι την εντυπωσιακή διακόσμηση του μικρού του διαμερίσματος, όπου δέσποζαν κάποιοι μεγάλοι πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη. Ο μεγάλος ποιητής κατοικούσε σε μια λαϊκή γειτονιά.

 

Απ’ τα γκουλάγκ στην Πανεπιστημίου

Εκείνα τα χρόνια γνώρισα στον Κέδρο κι έναν περίεργο, πολύ συμπαθητικό άνθρωπο, μετρίου αναστήματος, σχετικά λεπτό τύπο, γύρω στα εβδομήντα. Ήθελε να εκδώσει ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο. Τη γνωριμία μου με αυτόν την οφείλω στο φίλο ζωής και συνάδελφο, Ηλία Τσολάκο. Μια μέρα μου είπε: «έλα να σε γνωρίσω με έναν ενδιαφέροντα άνθρωπο, έναν σύντροφο που μπορεί να σου βάλει μυαλό». Βγαίνω στο διάδρομο, μας ακολουθεί κι ο λεπτός περίπου εβδομηντάρης και μας συστήνει:

«Από δω Μήτσο, ο σύντροφος Κώστας Φυλακτόπουλος, παλιός εξόριστος στην ΕΣΣΔ, είναι ένα ζωντανό μνημείο της φύσεως και του κινήματος, ο Έλληνας που επέζησε των σοβιετικών γκουλάγκ… Το όνομά του είναι Κώστας Φυλακτόπουλος ενώ το επαναστατικό του ψευδώνυμό είναι Δημήτρης Ψαρράς κι επιβίωσε των γκουλάγκ της Σοβιετικής Ένωσης, όπου βρέθηκε εξόριστος για 18 χρόνια».

Μένω κεραυνοβολημένος. Έχω μπροστά μου ένα μνημείο των σταλινικών διώξεων. Είχα διαβάσει το Σπίτι των πεθαμένων του Ντοστογιέφσκι και το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Σολζενίτσιν, αλλά τώρα έβλεπα μπροστά μου, ζωντανό, έναν άνθρωπο που επέζησε αυτής της κόλασης, για την οποία, λίγο καιρό πριν, μου ήταν αδιανόητο, να αποδεχτώ την ύπαρξή της. Με τον σύντροφο αυτόν κάναμε παρέα κάμποσο καιρό.

Πριν από το γραφείο-λογιστήριο του Κέδρου, είχε το εργαστήριό του ένας χρυσοχόος, ο Χρήστος Τεριτζής. Ήταν παλιός τροτσκιστής και μας είχε εντυπωσιάσει ο τρόπος με τον οποίο γλίτωσε στην Κατοχή, όταν τον καταδίωξε η ΟΠΛΑ για να τον σκοτώσει. Αν θυμάμαι καλά, κατοικούσε στην Κοκκινιά. Μια μέρα με τη μάνα του και τον αδελφό του έτρωγαν στην τραπεζαρία του μικρού τους σπιτιού. Αίφνης αντιλαμβάνονται ότι κάποιοι έχουν κυκλώσει το σπίτι. Ο Χρήστος τραβιέται και κρύβεται πίσω από μια πόρτα, λίγο πριν εισβάλλουν μέσα στο σπίτι οι ένοπλοι φονιάδες. Σκοτώνουν επιτόπου τον αδελφό του πυροβολώντας τον, ψάχνουν στο άλλο δωμάτιο του σπιτιού, δεν βρίσκουν τον Χρήστο και φεύγουν. Αλλιώς θα σκότωναν και τα δύο παιδιά μιας μάνας, εκείνη τη μέρα, μπροστά στα μάτια της, επειδή ήταν τροτσκιστές. Έχω ακούσει ιστορίες σαν αυτή.

Κάποια στιγμή φέραμε σε επαφή τον Χρήστο Τεριτζή στον Κώστα Φυλακτόπουλο. Έγινε μια έκρηξη συζητήσεων εις βάρος της εργασίας μας στον Κέδρο. Ο ένας με τα γκουλάγκ κι ο άλλος με την αγωνία να διασωθεί από το κυνήγι της ΟΠΛΑ, άνοιξαν μια συζήτηση που κράτησε μήνες.

Εκεί, έξω από το γραφείο διακίνησης βιβλίων του Κέδρου άκουσα τον Φυλακτόπουλο να μιλά για την ιστορία του, που διαρκώς μου έφερνε στο νου Το αστείο του Μίλαν Κούντερα.

Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, τον είχε φυγαδεύσει το Κόμμα μ’ ένα σοβιετικό πλοίο από τον Πειραιά στην Οδησσό, το 1930 ή 1931. Εκείνη την εποχή ήταν στο προσκήνιο η «πάλη εναντίον των αρχειομαρξιστών». Η φυγάδευσή του στη Σοβιετική Ένωση είχε σχέση μ’ αυτήν. Εκεί τον παρέλαβαν οι σοβιετικοί σύντροφοι και τον έστειλαν στη Μόσχα. Κι αφού τον έγραψαν στο Πανεπιστήμιο, τον εγκατέστησαν σε μια κοινοβιακή φοιτητική εστία. Ένα βράδυ έκαναν ένα μικρό γλέντι στο Φοιτητικό Κοινόβιο και μια συμφοιτήτριά του, την οποία πολιορκούσε, τον κατέδωσε την επομένη στις αρχές της μυστικής αστυνομίας, ότι αστειεύτηκε με τα μουστάκια του Στάλιν. Έτσι, αυτός ο νεαρός, ένθερμος οπαδός του Στάλιν, βρέθηκε στα γκουλάγκ της Σιβηρίας, απ’ όπου απελευθερώθηκε μετά την άνοδο του Χρουστσόφ στην εξουσία.

Μας διηγήθηκε ακόμη μια συγκλονιστική ιστορία, ότι κατά τη μεταφορά του από το ένα γκουλάγκ στο άλλο, σε μια στάση του τρένου στη Σιβηρία, βλέπει μπροστά του να κατεβαίνουν από το βαγόνι κάποιοι μεταγόμενοι σε άλλο στρατόπεδο. Αίφνης αναγνωρίζει ανάμεσα σε αυτούς το φίλο και σύντροφό του από την Ελλάδα, Μιχάλη Μπεζαντάκο. Εγώ έκπληκτος τον ρωτάω: «ποιον Μπεζαντάκο; Τον “Οι αστοί τρομάξανε, και κάστρα φτιάξανε, να κλείσουν τα παιδιά των εργατών;”» «Ναι», μου απαντά! «Ήτανε δεμένος με αλυσίδες στο πόδι, μαζί με άλλους… Του φώναξα: Μιχάλη… Κι εκείνη την ώρα ο φρουρός με χτύπησε με το κοντάκι του όπλου στο κεφάλι κι έχασα τις αισθήσεις μου! Έμεινα ξερός για ώρες. Όταν συνήλθα, βρισκόμουν στοιβαγμένος στο βαγόνι με τους άλλους συγκρατούμενούς μου ενώ το τρένο έτρεχε στη στέπα».

Η σχέση μου με αυτόν τον άνθρωπο με κλόνισε. Ακόμη και σήμερα ακούω το θόρυβο που έγινε μέσα μου καθώς γκρεμιζόταν ο «κόσμος» με τον οποίο μεγάλωσα. Ο κόσμος μου!

Ύστερα, έφυγα για τη Ρουμανία κι έχασα τα ίχνη του. Όταν γύρισα, μια και δεν μπορούσα να τον βρω, οι φίλοι μου από τον Κέδρο δεν ήξεραν να μου πουν κάτι γι’ αυτόν, αναζήτησα το βιβλίο του, το οποίο δεν μπορούσε εκείνη την εποχή να το εκδώσει η Νανά, για πολλούς λόγους, παρότι ήταν τοποθετημένη στον ανανεωτικό χώρο των αριστερών ιδεών. Δεν τον βρήκα πουθενά, όσο κι αν τον έψαξα. Δεν είχε εκδοθεί. Αναζητώντας στοιχεία γι’ αυτόν, έφτασα προσφάτως στο φίλο και σύντροφό μου, Μπάμπη Γεωργούλα. Τον βρήκα στην Κρήτη, λόγω της πανδημίας. Του τηλεφώνησα. Τον θυμόταν πολύ καλά ο Μπάμπης, αλλά δεν ήξερε τίποτε για την τύχη του. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να τον αναζητήσω στο Ίντερνετ. Έγραψα το όνομά του και το ψευδώνυμό του και μου έβγαζε ότι είχε γράψει ένα κείμενο γι’ αυτόν ο Φίλιππος Ηλιού, που δημοσιεύτηκε στο Αρχειοτάξιο, το περιοδικό των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Στη συνέχεια, απευθύνθηκα στο φίλο μου ιστορικό Κώστα Τσικνάκη ο οποίος, ω του θαύματος, βρήκε και μου έστειλε το κείμενο, το οποίο αποτελείται από δύο απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του Ηλιού. Απ’ αυτό έμαθα πολλά πράγματα που αφορούσαν τον βίο και τις περιπέτειες του Κώστα Φυλακτόπουλου-Ψαρρά, τον οποίο μνημονεύω πολύ συχνά με τους παλιούς συναδέλφους μου από τις εκδόσεις Κέδρος, Ηλία Τσολάκο και Διονύση Καραβασίλη.

 

Γράμμα στη Ρουμανία

Στον Κέδρο, το 1977, προσελήφθη ένας κύριος ο οποίος έφερε το επώνυμο Καλλιανέσης. Ήταν ο Γιώργος Καλλιανέσης, ο οποίος τοποθετήθηκε στην αποθήκη του εκδοτικού οίκου, στη Ζωοδόχου Πηγής και έγινε ένας από τους αγαπημένους μου φίλους. Είμαι ευτυχής που τον γνώρισα. Ήταν μια πηγή αφήγησης από πρώτο χέρι περιστατικών της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφύλιου Πολέμου.

Μου είχε αμέσως κινήσει την περιέργεια η συνεπωνυμία του Γιώργου Καλλιανέση με τον Νίκο, του οποίου το επώνυμο είχε κρατήσει και η Νανά. Καταγόταν από τη Μεσσηνία και ήταν πρώτος εξάδελφός του. Είχε ενταχθεί από τους πρώτους στην Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ. Έφερε το ψευδώνυμο Μεσσήνης και υπήρξε Καπετάνιος στο 85ο Σύνταγμα ΕΛΑΣ Ηπείρου. Ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Το 1935 είχε αποταχθεί από το στράτευμα και επανήλθε το 1940 με το βαθμό του ταγματάρχη. Προσχώρησε στον ΕΛΑΣ, όπου αναδείχτηκε για τη δράση του σε έναν από τους ικανότερους αξιωματικούς. Στον Εμφύλιο βρέθηκε στη Βόρεια Ελλάδα, στα υψώματα της Μουργκάνας και, παρά τον κακό εξοπλισμό και τις τραγικές ελλείψεις, είχε οργανώσει αποτελεσματικά, όπου βρέθηκε, την άμυνα του Δημοκρατικού Στρατού. Ήταν έντιμος και ευαίσθητος άνθρωπος. Πιστός φίλος στο πλευρό του Νίκου Ζαχαριάδη μέχρι το τέλος της ζωής του, τον είχα δει να δακρύζει μιλώντας για εκείνον. Για την αγάπη του στον Ζαχαριάδη και την απόλυτη πίστη του σ’ αυτόν προπηλακίστηκε, συκοφαντήθηκε και καταδικάστηκε σε κάμποσα χρόνια φυλακή.

Λίγο πριν αναχωρήσω για σπουδές στη Ρουμανία, με κάλεσε στο τηλέφωνο και μου ζήτησε να περάσω από την αποθήκη. Πήγα. Εκεί μου είπε εμπιστευτικά ότι στο Βουκουρέστι έχει ένα φίλο, πρώην αξιωματικό του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, τον Γιώργη Ασσούρα. Τον ήξερα από ένα μικρό βιβλιαράκι που είχε γράψει ο Ασσούρας για το ΝΑΤΟ και είχε εκδοθεί εκείνα τα χρόνια, στη Σύγχρονη Εποχή. «Θα σου δώσω ένα γράμμα να του πας. Θα το κρύψεις να μην πέσει στα χέρια κανενός και θα το δώσεις μόνο σ’ αυτόν», μου είπε.  «Ναι σύντροφε», του είπα.

Πήρα το γράμμα το οποίο το έκρυψα καλά και, όταν βρέθηκα στο Βουκουρέστι, τον αναζήτησα ρωτώντας κάποιους στα γραφεία των πολιτικών προσφύγων. Μου είπαν ναι, εδώ είναι, αλλά δεν τον έβλεπαν συχνά κι ότι δεν ήξεραν πού μένει. Η απροθυμία τους να μου δώσουν πληροφορίες για το πού μπορώ να τον βρω με είχε εκνευρίσει, αλλά υποψιάστηκα ό,τι κάτι τους ενοχλούσε με τον Ασσούρα και σταμάτησα τις ερωτήσεις.

Την 28η Οκτωβρίου 1978, στη γιορτή που είχαν οργανώσει οι πρόσφυγες στα γραφεία τους, τον εντόπισα. Ήταν νομίζω εκεί κι ένας απόστρατος, ανώτατος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, είχε κάνει επίσημη επίσκεψη και αν θυμάμαι καλά ήταν ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος. Αυτός, κάποια στιγμή, απευθυνόμενος σε έναν ηλικιωμένο πολιτικό πρόσφυγα μετρίου αναστήματος, έδωσε συγχαρητήρια «στον αντίπαλό του» Γιώργη Ασσούρα, για μια μάχη σε ένα ύψωμα του Γράμμου. Τον βρήκα! είπα από μέσα μου. Όταν τέλειωσε η γιορτή, πλησίασα στην έξοδο και κατέβηκα στο δρόμο. Τον ακολούθησα και, κάποια στιγμή, του μίλησα. Σαν να ταράχτηκε λιγάκι. Έβγαλα το γράμμα και του το έδωσα. Το πήρε, το έβαλε στην τσέπη του, κοιτάζοντας γύρω του στον μισοφωτισμένο δρόμο, και μου είπε: «έλα μαζί μου παιδί μου, πιο πάνω». Με πληροφόρησε  ότι δούλευε εκεί κοντά. Φύλακας. Πάντοτε νυχτερινή βάρδια στο πολυκατάστημα Cocor. Εντυπωσιάστηκα. Ένας αξιωματικός που είχε τελειώσει τη Σχολή Ευελπίδων, «ήρωας» στο Γράμμο, καθώς έλεγε και ο Τσακαλώτος, ήταν φύλακας σ’ αυτό το κακοφωτισμένο πολυκατάστημα! Όταν φτάσαμε εκεί μου διηγήθηκε ότι, στη Σχολή Ευελπίδων, ήταν συμμαθητής στο ίδιο έτος με τον στρατηγό Ντάβο. Σιγά σιγά έπαψε να είναι επιφυλακτικός και με ρώτησε να του πω τα νέα για τον Γιώργη Καλλιανέση. Με ρώτησε ακόμη τι κάνω στο Βουκουρέστι. Του απάντησα ότι είχα έλθει για σπουδές και περίμενα να εγκριθεί η αίτηση εγγραφής μου, περίπου δυο μήνες. Όταν φτάσαμε στο πολυκατάστημα, άρχισε να μου μιλά θερμά. Κατάλαβα ότι κι αυτός ήταν πιστός του Ζαχαριάδη. Άνοιξε το γράμμα του Καλλιανέση και διαβάζοντάς το δάκρυσε. Με ρωτούσε πού δούλευε ο Γιώργης. Τον ενημέρωσα. Επειδή ήταν αργά, έφυγα. Συμφωνήσαμε να τον αναζητήσω πάλι εκεί ύστερα από κάνα δυο μέρες. Τον είδα ακόμη τρεις φορές. Μια φορά κάναμε περίπατο στο Πάρκο Τσιζμιτζίου. Ήταν Κυριακή. Μου είπε ανοιχτά ότι μετά το 1956 υπέφερε πολλά «από τους Κολιγιαννικούς», μια και ήταν γνωστή η σχέση του με τον Νίκο Ζαχαριάδη για τον οποίο, όταν μιλούσε, πάντοτε δάκρυζε. Είχε μια έμφυτη σεμνότητα, αυτός ο άνθρωπος:

«Έστελναν άρρωστους συντρόφους με πνευμονικά νοσήματα, να δουλέψουν στα χαλυβουργεία της Χουνεντοάρα. Οι συνθήκες εκεί, εκείνα τα χρόνια, ήταν τραγικές. Πολλοί πέθαναν από το κρύο. Κυρίως αυτοί που είχαν φυματίωση. Όταν θα κατεβείς στην Ελλάδα, δώσε χαιρετίσματα στον Γιώργη. Αργότερα, όταν εγκατασταθείς με το καλό εδώ, θα ’ρθείς και στο σπίτι μια Κυριακή, να φάμε».

Έβλεπα, όπως όλοι οι φίλοι μου, Έλληνες και Ρουμάνοι, ότι κάθε λίγο γύριζε και κοίταζε πίσω του, σαν να είχε έναν αόρατο φόβο….

 

Το αντίτυπο του Μιχάλη Κατσαρού

Στο λογιστήριο του Κέδρου, απ’ όπου ξεκινούσαμε κάθε πρωί τη δουλειά μας, προϊσταμένη μας ήταν η αδελφή της Νανάς, η Τούλα Βογιατζή, πολύ αγαπητός άνθρωπος. Αυτή, κατά καιρούς, κατέβαλλε και τα δικαιώματα στους συγγραφείς. Το Μεγάλο Σάββατο του 1977, ενώ είχε αρχίσει η μισθοδοσία μας από την κυρία Τούλα κι ετοιμαζόμασταν να κλείσουμε, ανοίγει ξαφνικά η πόρτα και εισέρχεται ρωμαλέος και ευθυτενής, ανήσυχος όμως, ο Μιχάλης Κατσαρός. Απαιτεί εκκαθάριση για να εισπράξει τα δικαιώματά του εν όψει του Πάσχα. Η κυρία Τούλα δυσανασχετεί:

«Μα κλείνουμε τώρα, κύριε Μιχάλη…».

«Τι πάει να πει κλείνετε, αφού είστε ακόμη ανοιχτοί».

«Ναι, αλλά τελευταία στιγμή…».

«Δείτε, σας παρακαλώ, τις πωλήσεις σας».

Η κυρία Τούλα ζητά τις καρτέλες. Ψάχνει τις πωλήσεις του Συγγράμματος… Από τα Χριστούγεννα μέχρι το Μεγάλο Σάββατο έχει πωληθεί ένα αντίτυπο.

Του λέει η κυρία Τούλα:

«Τι να σας δώσω, κύριε Μιχάλη; Ένα ἀντίτυπο μόνο έχει πωληθεί».

«Επωλήθη μόνον ένα αντίτυπο ενός τέτοιου Συγγράμματος; Κάποιο λάθος έχει γίνει», απαντά ο Μιχάλης Κατσαρός με στόμφο.

«Να σας δώσω 50 δραχμές».

«Μα με 50 δραχμές, δεν αγοράζω ούτε ένα ποδαράκι από το αρνί…».

Ο Μιχάλης ήταν ένας αξιαγάπητος άνθρωπος. Πάντοτε αστειευόταν κι έκανε λογοπαίγνιο με την επωνυμία του Κέδρου. Μας έλεγε:

«Σεις που εργάζεστε στις Εκδόσεις Κέρδος, συγγνώμη, Κέδρος ήθελα να πω…».

***

Ύστερα από λίγα χρόνια, πήρα άλλες κατευθύνσεις αλλάζοντας «διαρκώς ταυτότητα», όπως δηλώνει ο φίλος μου Χρίστος Ρουμελιωτάκης, σ’ ένα ποίημά του, το οποίο μου αφιερώνει, στην ποιητική του συλλογή Ξένος Ειμί. Ακολούθησε μια πενταετής «απουσία μου» από τα βιβλία. Όλα άλλαξαν. Άλλαξε κι ο Κέδρος χέρια. Δεν είναι πια ο Κέδρος της Νανάς…

Δημήτρης Κανελλόπουλος

Ποιητής, συγγραφέας, εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Οροπέδιο. Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές Ομίχλη πέτρινη (1986), Σκυθικές ερημίες (1996), Σιγή ασυρμάτου (2005), Κλίνη σπόρου, καλή (2010), Το φράγμα της μνήμης (Οροπέδιο 2017) και τη συλλογή διηγημάτων Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες (2018). Ετοιμάζεται το βιβλίο του, Στα χρόνια του Κόκκινου Κόμη.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.