Ένα βράδυ, χειμώνας του 1972, είπαμε να πάμε στο Θέατρο της Μαριέττας Ριάλδη, όπου έπαιζε το θρυλικό έργο Σκ (δηλαδή Σκατά), μια σάτιρα εναντίον της χούντας. Το θέατρο ήταν κάπου ψηλά στην Ακαδημίας, μπαίναμε σε μια πολυκατοικία όπου στο βάθος υπήρχε μια σκάλα κι ανεβαίναμε στον ημιώροφο, όπου βρισκόταν μια μικρή αμφιθεατρική αίθουσα· αυτό ήταν το θέατρο της Μαριέττας Ριάλδη. Εκεί, το 1971, είχα δει και την παράσταση Ουστ.
Στο διάλειμμα βγήκαμε στο φουαγιέ για τσιγάρο. Το φουαγιέ βρισκόταν πάνω από την αίθουσα του θεάτρου. Σ’ ένα τμήμα του φουαγιέ βρισκόταν ένας νέος, που πουλούσε βιβλία. Ψηλός, λεπτός με μακριά μαλλιά. Ο Γιώργος Τσιλδερίκης. Νομίζαμε ότι κάπου είχαμε ξαναϊδωθεί κι αρχίσαμε τα πού σε ξέρω, πού με ξέρεις; Τελικά χωρίσαμε χωρίς να ανακαλύψουμε από πού γνωριζόμασταν… Μια συμπάθεια ωστόσο δημιουργήθηκε αμέσως μεταξύ μας. Εγώ εργαζόμουν σ’ ένα πολυκατάστημα της Ερμού εκείνη την εποχή. Δεν είχα σχέση με τα βιβλία.
Αργότερα τον συνάντησα να πουλά τα βιβλία του στην μπουάτ Ορίζοντες, στην Πλάκα, εκεί όπου ο Θάνος Μικρούτσικος παρουσίαζε τα τραγούδια του σε στίχους του Βολφ Μπίρμαν και του Ναζίμ Χιχμέτ, μαζί με τον Θόδωρο Δημήτριεφ, τη Μαρία Δημητριάδη και την αδελφή της Αφροδίτη Μάνου. Μαζί τους ήταν και ο Σταύρος Πασπαράκης, μια καταπληκτική, δωρική φωνή. Λέγαμε ένα γεια όταν τον έβλεπα σε όλα αυτά τα μέρη. Όπως στο φουαγιέ του κινηματογράφου Στούντιο του Σωκράτη Καψάσκη, κοντά στην πλατεία Αμερικής, όπου είχε δημιουργήσει ένα παρόμοιο στέκι με το φουαγιέ της Μαριέττας Ριάλδη.
Όταν πήγα για δουλειά στον Παπαζήση, την άνοιξη του 1974, ένα πρωί βλέπω έκπληκτος τον Τσιλδερίκη να μπαίνει για να αγοράσει βιβλία. Μου είπε ότι έχει ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο, το Χνάρι, μαζί με τη Μαρία Δημητριάδη, στην οδό Κιάφας – και με κάλεσε να πάω να το δω.
Από τότε και μέχρι να φύγω για σπουδές στη Ρουμανία, τον Σεπτέμβριο του 1978, έγινα καθημερινός επισκέπτης στο Χνάρι του Γιώργου και με τον ίδιο γίναμε πολύ στενοί φίλοι. Τον έβλεπα με αγάπη και πάντα τον άκουγα όταν με συμβούλευε, εκείνα τα χρόνια της πολιτικής μου ακαμψίας.
Το Χνάρι εξελίχθηκε σε στέκι πολιτισμού. Ήταν μια ζωντανή γωνιά της Αθήνας. Περνούσε από εκεί κόσμος και κοσμάκης. Από τις αρχές του 1975 καθιέρωσε μια σειρά εκδηλώσεων με τίτλο «Βραδιές Συντροφιάς». Θυμάμαι με νοσταλγία εκείνες τις εκδηλώσεις. Γινόταν ένας χαμός από την πολυκοσμία. Γέμιζε τότε και το πεζοδρόμιο, γέμιζε και ο δρόμος, μια και η Κιάφας εκείνη την εποχή δεν ήταν πεζόδρομος.
Ήταν μια καινούργια εμπειρία για εμάς που είχαμε μεγαλώσει μέσα στη δικτατορία, να βρισκόμαστε με αγαπημένους συγγραφείς.
Εκεί παρουσίασαν το έργο τους δημοσιογράφοι, πεζογράφοι και ποιητές καθώς και μουσικοί ‒ συνθέτες και τραγουδιστές. Ο Τσιλδερίκης, μια σβούρα πραγματική, γυρίζοντας εκείνα τα χρόνια και στήνοντας μικρά βιβλιοπωλεία σε θέατρα, κινηματογράφους και μπουάτ, είχε αποκτήσει τεράστιες γνωριμίες και συμπάθειες σε πολλούς χώρους.
Στο Χνάρι παρουσίασαν τα βιβλία τους πολλοί αγαπημένοι μου, Ο ποιητής και εκδότης του Διογένη Κώστας Κουλουφάκος. Ο ποιητής και θεατρικό συγγραφέας (και οδοντίατρος) Θανάσης Κωσταβάρας. Ο δημοσιογράφος Γιάννης Κάτρης, Ο Βασίλης Ρώτας και η Βούλα Δαμιανάκου. Ο ιστορικός της Αυγής Τάσος Βουρνάς. Η Κωστούλα Μητροπούλου. Η Έλλη Αλεξίου. Οι δημοσιογράφοι Δημήτρης Σαπρανίδης και Δημήτρης Γουσίδης και πολλοί άλλοι. Ποιήματά τους παρουσίασαν ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Γιώργος Μαρκόπουλος ο Δημήτρης Ποταμίτης, η Βερονίκη Δαλακούρα, η Παυλίνα Παμπούδη, ο Λευτέρης Πούλιος, ο Ανδρέας Παγουλάτος, ο Βασίλης Στεργιάδης – τέλος δεν έχει ο κατάλογος. Κι ακόμη, έπαιξαν τις μουσικές και τα τραγούδια τους ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Θωμάς Μπακαλάκος, ο Νότης Μαυρουδής, παρουσία του Φώντα Λάδη, του Μανώλη Ρασούλη (ο οποίος εκείνη την εποχή εξέδιδε το περιοδικό Αυγό, μαζί με τη μεγάλη στιχουργό Βάσω Αλλαγιάννη, η οποία έχει γράψει του στίχους, πολλών εξαιρετικών τραγουδιών του Νίκου Παπάζογλου). Παρούσες και παρόντες, τραγουδίστριες και τραγουδιστές: η αγαπημένη Μαρία Δημητριάδη, η Αφροδίτη Μάνου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Πέτρος Πανδής και πολλοί άλλοι.
Μια ακόμη πρωτοτυπία που καθιέρωσε ο Τσιλδερίκης εκείνη την εποχή ήταν οι εκθέσεις ζωγραφικής. Στο Χνάρι παρουσιάστηκαν ακόμη εκθέσεις με υλικό και αφίσες από τα απελευθερωτικά κινήματα της Ιρλανδίας, της Αγκόλας, της Ισπανίας, της βασανισμένης Χιλής, της Παλαιστίνης και άλλων χωρών.
Θυμάμαι ακόμη μια έκθεση βιβλίων της Νέας Ελλάδας – που ήταν το εκδοτικό των πολιτικών προσφύγων στη Σοβιετική Ένωση. Η έκθεση έγινε με πρωτοβουλία και τη δουλειά του Τσιλδερίκης στο πατάρι του βιβλιοπωλείου και με βιβλία που τον είχα δει να τα πουλά ακόμη και επί χούντας, στο πατάρι της Μαριέττας Ριάλδη..
Πολύ συχνός επισκέπτης του βιβλιοπωλείου ήταν κι ο Νικόλας Άσημος, ο οποίος άφηνε στο Γιώργο τις κασέτες με τα τραγούδια του. Είχα επίσης δει εκεί αρκετές φορές τον Μιχάλη Ράπτη (τον περίφημο Πάμπλο) μαζί με την αγαπημένη του σύντροφο, Έλλη Δυοβουνιώτη. Κι ακόμη τον εκδότη του Ιδεοδρόμιου εκείνη την εποχή Λεωνίδα Χρηστάκη, τον δημοσιογράφο της Ελευθεροτυπίας Γιώργο Βότση, τον Αντώνη Τρίτση και πολλούς άλλους γνωστούς αριστερούς και δημοκρατικούς πολίτες. Εκεί ερχόταν κι ο αγαπημένος σύντροφος και φίλος Νίκος Μπαλής, για τον οποίο θα μιλήσουμε εκτενέστερα αλλού.
Ο Γιώργος, ο αδερφικός φίλος, κράτησε στη ζωή το Χνάρι ώς το 2002. Μετά, άρχισε ν’ αλλάζει η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής. Στις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν, πολλά βιβλιοπωλεία χάθηκαν. Άφησε κι ο Γιώργος το Χνάρι και χάθηκε στη χοάνη της μεγαλούπολης. Κάποια στιγμή τον βρήκα ξανά, μέσω του Χρήστου Παπαδιώτη, στον Ωρωπό, όπου είχε αναλάβει σύμβουλος του δημάρχου για τα πολιτιστικά… Μιλήσαμε, συγκινηθήκαμε, αλλάξαμε λόγια αγάπης και είπαμε να βρεθούμε. Πέρασε καιρός αλλά χαθήκαμε και πάλι.
Ένα Σάββατο μεσημέρι, το 2010, φεύγοντας από το καφενείο Μουριά, το στέκι των ναυαγών της Αριστεράς, στην Καλλιδρομίου, κατέβηκα τη Ζωοδόχου Πηγής κι ασυνείδητα έστριψα και πέρασα από την Κιάφας. Ο δρόμος έρημος, στάθηκα και κοίταξα το Χνάρι του Γιώργου. Ω του θαύματος, η μεγάλη επιγραφή από «νέον» υπάρχει ακόμη: “Βιβλία Χνάρι”… Η άλλη, η μικρή, ήταν σπασμένη. Μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως μέσα υπήρχαν ακόμη τα ράφια και το μικρό γραφείο του Τσιλδερίκη, γεμάτο με τους όμορφους σελιδοδείκτες που τύπωνε και μοίραζε δωρεάν στους πελάτες. Μου φάνηκε, ότι αν ανοίξω την πόρτα θα δω στο χώρο των περιοδικών, να κρέμεται το περιοδικό Ο Κόκορας που λαλεί στο σκοτάδι του Μιχάλη Πρωτοψάλτη και το Ιδεοδρόμιο του Χρηστάκη κι από δίπλα το Σύστημα του Μιχάλη Κατσαρού. Και αίφνης θα εμφανίζονταν μπροστά μου οι αγαπημένες φίλες και συναδέλφισσες Εύη Βλάσση που έγινε Ευρυδίκη, η Μάρω Λεμπέση και η Μαρίνα Κουλουμούνδρα.
Με πλημμύρισε ένα αίσθημα αγάπης για όσες και όσους πέρασαν από εκεί. Για την Ιωάννα Κοκκοράκη, σύζυγο τότε του Γιώργου, και τη Μαρία… Με πήρε το παράπονο.
***
Εκείνο το απομεσήμερο πείσμωσα και είπα μέσα μου: θα τον βρω και θα πάω να τον δω. Και τον βρήκα στο Μαρκόπουλο στα Μεσόγεια. Από τότε και έως σήμερα μιλώ στο τηλέφωνο πολύ συχνά μαζί του κι έχω πάει και μερικές φορές στο σπίτι του, εκεί όπου ζει με τη σύντροφο του Αλεξία Αλλαγιάννη και τα δύο όμορφα παιδιά τους. Ο αγαπημένος μου φίλος, Γιώργος Τσιλδερίκης…