Σύνδεση συνδρομητών

Αποσταγμένος λυρισμός

Σάββατο, 01 Ιουνίου 2024 00:48
Η Άντεια Φραντζή.
Μιχάλης Αναστασίου
Η Άντεια Φραντζή.

Άντεια Φραντζή, Το έσω χάραγμα 1975-2015, Sestina, Αθήνα 2021, 272 σελ.

Η ποίηση της Άντειας Φραντζή αισθητικοποιεί το μικρό, το λίγο και το ταπεινό, ψηλαφεί ανέγγιχτες όψεις του πραγματικού κόσμου: στάχτες, σκόνες, σταγόνες, σπόρους και ψίχουλα, βλέμματα, επιθυμίες και σκιρτήματα.

 

Καθώς μικρή σιωπή, ψίχουλο ψέμα

Άντεια Φραντζή, Στεφάνι (1993)

Κάθε συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων δημιουργεί νέες προϋποθέσεις για την ανάγνωση ενός ποιητικού έργου, δίνοντας τη δυνατότητα για εποπτική θέαση, μετατοπίζοντας την προοπτική και φωτίζοντας αλλιώς το επιμέρους μέσα στο ευρύτερο σύνολο.

Οι δέκα ποιητικές συλλογές της Άντειας Φραντζή σε διάστημα σαράντα χρόνων (1975-2015), που στεγάζονται υπό τον τίτλο Το έσω χάραγμα σε νέα συγκεντρωτική έκδοση, δεν συνιστούν μια ιδιαίτερα ογκώδη ποιητική παραγωγή. Αν μάλιστα υπολογίσουμε και τον σχετικά μικρό αριθμό ποιημάτων που περιέχουν οι περισσότερες συλλογές αλλά και το ολιγόστιχο και ολιγόλεξο της συντριπτικής πλειονότητας των ποιημάτων, ακτινογραφούμε με ακρίβεια μια ποιητική της σταγονομετρίας, ένα «βασανιστήριο της σταγόνας» (σ. 29),[1] όπου «μιά μιά στάζουν σταγόνες λέξεις» (σ. 263).

Το ανάπτυγμα της ποιητικής της Φραντζή, μοντερνιστικό, αλλά οπωσδήποτε και εγγεγραμμένο στη λυρική παράδοση («ρίχνω λοιπόν τους νέους ήχους / μες στο παμπάλαιο νερό», σ. 182), χωρίς ωστόσο βερμπαλιστικές εξάρσεις και αποφορτισμένο από συναισθηματικούς χειμάρρους, αισθητικοποιεί το μικρό, το λίγο και το ταπεινό, ψηλαφεί ανέγγιχτες όψεις του πραγματικού κόσμου: στάχτες, σκόνες, σταγόνες, σπόρους και ψίχουλα, βλέμματα, επιθυμίες και σκιρτήματα.

Η ποίηση της Φραντζή είναι κατεξοχήν υλική, με την οικοδομική-τεχνική έννοια του όρου, δηλαδή του κτισίματος και κυρίως του λαξέματος, αλλά και με την ανθρωπολογική, δηλαδή τη σωματική έννοια. Η υλική διάσταση του ποιητικού της κόσμου βασίζεται στα αρχέγονα στοιχεία της φύσης. Το ποιητικό της αρμολόι αποτελείται από πέτρα, χώμα, νερό, ήλιο, φωτιά και βέβαια ως συνισταμένη όλων αυτών το ανθρώπινο σώμα. Ο τίτλος της συλλογής του 1982 Μεταποίηση υλικών υποδηλώνει, εκτός των άλλων, και την επιμελημένη επεξεργασία όλων αυτών των ανθεκτικών υλικών στο ποιητικό της έργο.

Η πρόθεση να σκάψει ορύγματα στο ποιητικό μεταλλείο εκδηλώνεται ήδη από το «σεφερικό» της ξεκίνημα, στην πρώτη εκείνη συμμετοχή στη συλλογική έκδοση Ποίηση 7 (1975), με τον τίτλο Μετά τη σιωπή. Διαβάζουμε σκόρπιους ενδεικτικούς στίχους: «οι πέτρες / ρυτιδώσανε στην αναμονή» (σ. 17), «Γυμνή αφή των δέντρων – καλοκαίρι / διψάσαμε – μα τα νερά σταματημένα» (σ. 17), «πού ν’ ακουμπήσω / δίχως βάρος / πέτρες πάνω στις πέτρες / κορμιά διαμελισμένα / δαγκάνες πελώριες / προϊστορικές» (σ. 16), «Πελώρια τείχη και πώς / να τα κουνήσεις / με έκρηξη/ με μπουρλότο / ή με φωτιά» (σ. 16). Σε αυτή την πρώτη εμφάνιση μπορεί να επισημανθεί -όχι μόνο στο προφανές του τίτλου- ένα στοιχείο που συνέχει και το μεταγενέστερο έργο της Φραντζή: η ποίησή της δεν φοβάται αλλά προϋποθέτει τη σιωπή. Οι λιγοστές αλλά ακριβές λέξεις για να κυλήσουν και να γίνουν ποίημα προϋποθέτουν εσωτερική τήξη τόνων σιωπής, σοβαρή συνείδηση της τέχνης και επίπονη άσκηση στην εκφραστική οικονομία.

 

Προγραμματική δυστοκία

Η ποίηση για την Φραντζή δεν είναι προϊόν θεόσταλτης έμπνευσης, παρότι άλλοτε παρακαλά τη Μούσα («Του Πάνα - την αγκάλη που ποθώ / Γυρεύω να μου δώσει πάλι η Μούσα», σ. 239) και άλλοτε προσέρχεται ικετευτικά σε «τελετές στο κύμα» («Με διάφανα φτερά / στη γυάλινη γραμμή / ακουμπώ τα κομμάτια απ’ τη σπασμένη / λέξη στο κύμα», σ. 213). Στα ποιήματα που συμπυκνώνουν την ποιητική της και αποτελούν από μόνα τους έναν βασικό άξονα, η ποίηση περιγράφεται ως τέχνη του τεχνίτη, χειροποίητη και απολύτως υλική:

«Μιλώ για τον ποιητή» (σ. 220)

Πρώτα πρέπει να γίνεις τεχνίτης

με σφυρί και καλέμι και πέτρα

να χαράξεις το όνομά σου βαθιά μες στη γη

να το κρύψεις ανέγγιχτο να μείνει.

Δίχως οι λέξεις να παριστάνουν

το πράγμα που είναι και ωστόσο δεν είναι

δίχως το χρώμα να παίζει παιγνίδια στο φως

μόνο εσύ μες στη σιωπή που διαλέγεις

να τρέμεις στο φθόγγο της κάθε στιγμής.

Χτίζεις ένα σπίτι ποιητή για να μείνουν τα όνειρα∙

ένα σπίτι της ζωής που ξέρει από θάνατο.

Η Φραντζή ήδη από την Περιπέτεια μιας περιγραφής (1978) θεματοποίησε την περιπέτεια της λογοτεχνικής δημιουργίας, τη στιχουργική εν προκειμένω περιπέτεια, τη δυσκολία δηλαδή να γεννηθεί το μονάκριβο και καινούργιο ποίημα: «Ένα μωρό σκούζει στα σπλάχνα μου / πεισματικά να γεννηθεί γυρεύει / στο σκοτάδι» (σ. 44). Αυτή η δυστοκία, προγραμματική για την ποίησή της, ενσώματη, ενδομήτρια και θηλυκή, υπηρετείται με την κομβική μεταφορά της γέννας και την «ποιητική της κυοφορίας».[2] Η κατάκτηση της ποίησης δεν ταυτίζεται με τη γραφή της:

«Γέννα ή γέννηση» (σ. 81)

Μια γέννα δε σημαίνει αναγκαστικά μια γέννηση∙

όπως ένα κρύο πρωί

δε σημαίνει αναγκαστικά τον χειμώνα

Η γέννηση ενός βρέφους ή ενός ποιήματος είναι και μια εμπειρία θανάτου, καθώς πάντα στην ολοκλήρωση ακούγεται ένας επιθανάτιος σπασμός:

«Γέννα» (σ. 80)

Πρέπει να μάθουμε πώς να πεθάνουμε∙

μια γυναίκα, ας πούμε,

πεθαίνει πάνω στη γέννα.

Ειδικά στην Τελετή στο κύμα (2002), την πιο ώριμη και οριακή, κατά την εκτίμησή μου, ποιητική της δουλειά, διάστικτη από αυτοαναφορικά ποιήματα ποιητικής, εργαλεία χρήσιμα για την κατανόηση του έργου της, οι ωδίνες και οι οδύνες της ματαίωσης, της ακυρωμένης κυοφορίας έχουν αρχέγονο, ιεροτελεστικό χαρακτήρα:

«Το μονάκριβο ποίημα» (σ. 181)

[…]

Ακουμπάς το χώμα στο σώμα

κουβαλάς φύλλα

φέρνεις κλαδιά

ανάβεις φωτιά∙

στο στόμα το βάζεις

το παρακαλάς να μιλήσει

το εκβιάζεις

το βρίζεις

πέφτεις στα γόνατα

το προσκυνάς.

Μπορεί στο τέλος να σε λυπηθεί∙

αν λιώσει στο στόμα το χώμα

το αίμα να κυλήσει στις φλέβες ξανά.

να σου δοθεί το μονάκριβο ποίημα.

Κάποτε μάλιστα, στις ύστερες συλλογές, οπότε και αραιώνει αισθητά η συχνότητα ποιητικών εμφανίσεων, καθώς «ξέμαθα να γράφω στίχους / μόνο μηνύματα στους τοίχους / κι αυτά χλευάζουν τον καιρό» (σ. 182), ξαφνιάζεται και η ίδια με τις απρόσμενες επισκέψεις της έμπνευσης: «…Φευγαλέα / Ξύπνησε το ποίημα μέσα μου / κι ήταν γαλάζιο και φαιό / θα μπορούσα να το ζωγραφίσω / αν δεν άλλαζε συνεχώς σχήμα» (σ. 217). Η ολιγογραφία, ο μινιμαλισμός και η στιχουργική δεξιοτεχνία δεν συνδέονται λοιπόν με κάποια εμμονή στην εργαστηριακή ποίηση, αλλά με την κυλιόμενη ψυχική διαθεσιμότητα της ποιήτριας να υποδεχτεί το ακαριαίο της στιγμής που θα γεννήσει το ποίημα.

 

Τα φευγαλέα και τα χαραγμένα

Τα θέματα αυτής της λιτής ποιητικής δεν θα μπορούσε παρά να περιστρέφονται γύρω από τους αιώνιους πυρήνες της ανθρώπινης περιπέτειας που διερευνά ο λυρισμός. «Μιλώ για την αγάπη», «Μιλώ για το ταξίδι», «Μιλώ για τον ποιητή» είναι τρεις τίτλοι ποιημάτων από τα Φευγαλέα που αντιστοιχούν, νομίζω, στις θεματικές της. Η ποίηση της Φραντζή πράγματι, όπως μνημειώθηκε στον τίτλο της προηγούμενης συγκεντρωτικής έκδοσης (Φευγαλέα, Ύψιλον, Αθήνα 2010) είναι ψίθυροι για τα φευγαλέα αυτής της ζωής – και τι δεν είναι φευγαλέο…: ο έρωτας και η μοναξιά, η επιθυμία και η ματαίωση, η ευτυχία, η νιότη και η φθορά, η απώλεια, η καλλιτεχνική-ποιητική έμπνευση, η ανθρώπινη παρουσία. Ωστόσο, τα φευγαλέα ποιήματα και αισθήματα, συν τω χρόνω, τώρα που η Φραντζή βάζει σε τάξη, ανατοποθετεί και συνοψίζει την ποιητική της σοδειά, αποκρυσταλλώνονται και γίνονται σε αυτή τη συγκεντρωτική έκδοση Το έσω χάραγμα, εσωτερική βραχογραφία χαραγμένη στις ενδότερες σπηλιές της.

Από την άποψη αυτή ο τίτλος της  φροντισμένης, με τον αγαπητικό τρόπο των φίλων, έκδοσης της Sestina, είναι ακριβέστερος και με προοπτική διαρκείας. Άλλωστε αυτό υποδηλώνεται στο εξώφυλλο και στη μία εσωτερική σελίδα που κοσμούνται εικαστικά με λεπτομέρειες από τις αποτυπώσεις προϊστορικών βραχογραφημάτων  του συντρόφου της ποιήτριας, αρχιτέκτονα και εκδότη του περιοδικού Αντί Χρήστου Παπουτσάκη, στ’ Ασφέντου της επαρχίας Σφακίων στην Κρήτη.[3] Αυτό «το έσω χάραγμα», μύχιο, κρυφό και βαθύ, ανεξίτηλο στον χρόνο, αλλά με επουλωμένες τις πληγές, υπογραμμίζει τη διάρκεια και την αντοχή των εμπειριών και των συγκινήσεων που εκθέτει με επιγραμματικό τρόπο το ποιητικό έργο της Φραντζή.

Η «ποιητική της απόκρυψης», για την οποία έχω κάνει λόγο και αλλού,[4] καβαφική επιλογή, εξαρχής συνειδητή, με «λέξεις που λεν και κρύβουν», γίνεται ολοένα και πιο αινιγματική βαδίζοντας προς τις τελευταίες συλλογές. Γίνεται πια, εκτός από εκφραστική ανάγκη, και εμπρόθετη ποιητική στάση. Το βιωματικό υπόβαθρο αυτής της ποίησης, κάποτε σκοπίμως αναγνωρίσιμο αλλά κυρίως συσκοτισμένο με τεχνικές απόκρυψης, δεν υποδηλώνει αυτοβιογραφική έπαρση, αλλά μια αξιοπρεπή ποιητική απόφαση: την αυστηρή συνθήκη να γράφει κανείς γι’ αυτά που βιώνει και γνωρίζει.

 

Τεχνοτροπική και μορφική ανεξιθρησκία

Η ποίηση δεν χαρίζεται απλόχερα στην Φραντζή. Προκύπτει μόνον όταν η ύπαρξη περικυκλώνεται από τους χυμούς της ζωής, τους φόβους της απώλειας ή της ματαίωσης, τη συνείδηση του ανολοκλήρωτου. Ποίηση υπαινικτική, «σχεδόν αίνιγμα», σκοτεινή και ενδοστρεφής, αλλά όχι ερμητική και δυσνόητη, με έγνοια για τη σημασία («Μένω παραμένω / εμμένω υπομένω. / Τι να σημαίνω;», σ. 183), την οποία φωτίζουν ακόμα και στα πιο σκοτεινά ποιήματα στίχοι-πυγολαμπίδες. Σ’ αυτή την αφαιρετική και ελλειπτική γραφή οι λέξεις καρφώνονται σαν πρόκες ή πέτρες, τίποτα δεν περισσεύει. Η Φραντζή ελέγχει τις θερμοκρασίες, καταφεύγοντας στον θερμοστάτη των εναλλαγών στους ρυθμούς, τα μέτρα και τις τονικότητες. Ούτε ψυχρότητα ούτε έξαψη, μόνον αποσταγμένος λυρισμός. Αυτός ο συναισθηματικός έλεγχος της συγκίνησης επιτρέπει το άνετο πέρασμα, όποτε θέλει, στο ανάλαφρο, στο παιδικό, στο παιγνιώδες, στον μουσικό ρυθμό.

Μετά το μοντερνιστικό ξεκίνημα των πέντε πρώτων συλλογών, το ρητό ενδιαφέρον για την έμμετρη μορφή αποτυπώνεται διακριτικά στα «Ατίθασα» δίστιχα, τους δεκαπεντασύλλαβους και τα χάικου της Μεταποίησης Υλικών και πιο εμβληματικά στα έντεκα άτιτλα σονέτα της συλλογής Στεφάνι (1993), που διαβάζονται σαν ένα ποίημα, με την κυκλικότητα και τη σκυταλοδρομία των στίχων, όπου ο τελευταίος κάθε σονέτου γίνεται ο εναρκτήριος του επόμενου. Εδώ, το ενιαίο «σονέτο-στεφάνι», με την αυστηρή φόρμα και την κοινή θεματική, εξυπηρετεί την εκφραστική ανάγκη της ποιήτριας να αφηγηθεί μια τραυματική ιστορία που δύσκολα θα έβρισκε πιο αποδραματοποιημένο και παραμυθητικό τρόπο αφήγησης. Η εναλλαγή λοιπόν μέτρων και ρυθμών, η αξιοποίηση ακόμα και του πεζοποιήματος και η αέναη επιστροφή στη σονετογραφία προδίδουν μια εντυπωσιακή μορφική και τεχνοτροπική ανεξιθρησκία, μια ποιητική που κινείται με ευελιξία ανάμεσα στον ελεύθερο και τον έμμετρο στίχο και κυρίως χωρίς νεοφορμαλιστικές ιδεοληψίες, αλλά με αίσθηση κάθε φορά της λειτουργικότητας και της αποτελεσματικότητας της φόρμας.[5]

Παρότι πανεπιστημιακή φιλόλογος η Φραντζή δεν πάσχει από τη συνήθη νόσο των φιλολόγων ποιητών: την επιδειξιομανία τεχνικής, γνώσεων και λογιοσύνης και την υπερτροφική διακειμενικότητα. Ο κόσμος της δεν είναι φιλολογικός, είναι ποιητικός και έχει αξιοσημείωτη συνοχή. Τα επόμενα ποιήματα πάντα διαβάζουν εσωτερικά και προϋποθέτουν τα προηγούμενα, αλλά και τη μακρά νεοελληνική λυρική παράδοση. Η παλίμψηστη γραφή της απογειώνεται στο ποίημα «Της πατρίδας» (σ. 192), ένα από τα πιο γνωστά γενεαλογικά της ποιήματα, υπόδειγμα της σχέσης με τους προγόνους.

Γράφοντας για την ποίηση της Άντειας δεν μπορώ να υποδυθώ υποκριτικά τον ουδέτερο αποστασιοποιημένο αναγνώστη. Ίσως δεν έχει καμία σημασία για την «ξερή φιλολογία» και τη γραμματολογική της τοποθέτηση, έχει όμως αξία για εμάς που την αγαπάμε και τη διαβάζουμε, αναγνωρίζοντας τη φωνή και το πρόσωπό της, να τονίσουμε ότι η ποιητική στάση που περιέγραψα, κατεξοχήν καρυωτακική, ένα εκκρεμές χαρμολύπης, μεταξύ ειρωνείας, ελεγείας και σάτιρας, μια άσκηση συναισθηματικής ακροβασίας και εντέλει ισορροπίας, είναι κοινή απέναντι στη ζωή και την ποίηση. Η απόσταση ανάμεσα στο ποίημα και το βίωμα έχει καταλυθεί.

 

[1] Άντεια Φραντζή, Το έσω χάραγμα 1975-2015, Sestina, Αθήνα 2021. Όλες οι εντός παρενθέσεως παραπομπές σε σελίδες αφορούν τη συγκεκριμένη έκδοση.

[2] Bλ. Αθηνά Βογιατζόγλου, «Η ποιητική της κυοφορίας. Άντεια Φραντζή, Φευγαλέα. Ποιήματα 1975-2010, Ύψιλον, Αθήνα 2010», Νέα Εστία 175: 1861 (Μάρτιος 2014), σ. 298-302.

[3] Βλ. Χρήστος Γ. Παπουτσάκης, Βραχογραφίες, Οι Φίλοι του Περιοδικού Αντί, Αθήνα 2009 (εκτός εμπορίου).

[4] Κώστας Καραβίδας, «Μινιμαλισμός και ποιητική της απόκρυψης. Άντεια Φραντζή, Στιχάρι, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2014», Ποιητική 16 (Φθινόπωρο 2015), σ. 302-307.

[5] Τη συνέπεια προς την εκάστοτε φόρμα που επιλέγει η Φραντζή επισημαίνει εύστοχα ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Παλιά μουσική. Άντεια Φραντζή, Στεφάνι, Κέδρος 1993», Εντευκτήριο 26 (Άνοιξη1994), σ. 97-98.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.