Σύνδεση συνδρομητών

«Στο ορφανοτροφείο της νύχτας» [1]

Σάββατο, 01 Ιουνίου 2024 00:36
2012. Η Άντεια Φραντζή στο πλοίο για τα Χανιά.
Facebook
2012. Η Άντεια Φραντζή στο πλοίο για τα Χανιά.

Άντεια Φραντζή, Το έσω χάραγμα 1975-2015, Sestina, Αθήνα 2021, 272 σελ.

Η Άντεια Φραντζή είναι ο ήρωας του ποιητικού της έργου. Δεν εννοώ με αυτό ότι η ποίησή της είναι ευθέως αυτοβιογραφική· δεν ανεκδοτολογεί στιγμιότυπα του βίου, αλλά στηριζόμενη σε μύχιες, αυθεντικές εμπειρίες δημιουργεί και εκθέτει τον μύθο της βιογραφίας της. Στο κέντρο του σύμπαντός της ενοικεί ένα ποιητικό πρόσωπο, ένα αφηγηματικό εγώ που επαναλαμβάνει άοκνα από ποίημα σε ποίημα: «αυτή είμαι, δείτε με, σας μιλώ».

…Η ποίησή μας είναι η ζωή.

Μάτση Χατζηλαζάρου

Σαράντα –και παραπάνω– χρόνια πορείας στα ποιητικά μονοπάτια και δέκα συλλογές. Λίγο δεν το λες! Ιδιαίτερα αν αναλογιστείς ότι στο διάστημα αυτό η φίλη Άντεια εργάστηκε εντατικά με τρισυπόστατο ζήλο: ως ποιήτρια, βεβαίως, αλλά και ως νεοελληνίστρια, καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, και ως άοκνη συνεργάτρια, από τους βασικούς συντελεστές, του περιοδικού Αντί, σε όλη τη μακρόβια διαδρομή του. Παρακολουθώντας την εκ του σύνεγγυς, χρόνια τώρα, τολμώ να πω ότι ο ποιητικός εαυτός της είναι εκείνος που στήριξε κι εμψύχωσε το σύνθετο σύνολο των δραστηριοτήτων της: αντίδοτο στα φαρμάκια και τα ζόρια της ακαδημαϊκής ζωής· ανάσα στην πίεση, τα ξενύχτια και τον εκνευρισμό που απαιτεί η ανελλιπώς δεκαπενθήμερη παρουσία ενός δημοσιογραφικού εντύπου. Στα ποιήματά της κατέθετε τις αντοχές και τις ελπίδες της, το ζωντανότερο κομμάτι του εαυτού της και η κιβωτός αυτή των πολύτιμων βιωμάτων έσωσε την ψυχή της από κάθε αλλοτρίωση, μετάλλαξη ή ακύρωση. Όπως το λέει εύγλωττα ένας στίχος της από τη Μεταποίηση υλικών: «Το φόρεμα της Κυριακής / φτιαγμένο από κουρέλια της βδομάδας».[2]

Οι κριτικοί και οι γραμματολόγοι την έχουν ήδη εντάξει στην πολυπράγμονα «γενιά του ΄70», μια από τις τελευταίες «γενιές με ονοματεπώνυμο» που εξακολουθεί να ταράζει τα νερά της φιλολογικής λεπτολογίας, των σχηματοποιήσεων, ταξινομήσεων και αξιολογήσεων. Η ένταξη όμως δεν αναιρεί την ιδιοπροσωπία – και αυτή η τελευταία θα μας απασχολήσει εδώ, σήμερα, στη σύντομη περιδιάβαση στο ποιητικό σύμπαν της Άντειας. Πρώτος σταθμός στην πρώτη της εκδοτική εμφάνιση, το 1975· το ποίημα επιγράφεται «Είσοδος» κι εκφέρεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, με ένα «εμείς»:

Εντελώς καινούργιοι

                                    με κείνη την πέτρα στο λαιμό

που μας κάνει να ΄χουμε το βρυχηθμό

πρωτόπλαστου

Ξεκινάμε

στο δρόμο με τις χαρουπιές

και την ασπίδα του Αχιλλέα.[3]                                                               

Επισημαίνουμε εδώ τη συνείδηση μιας συλλογικότητας σε εκκίνηση (ξεκινάμε), καθώς διαβαίνει το κατώφλι ενός κόσμου μάλλον ξένου, που πρέπει να τον αντιμετωπίσει με επιθετική άμυνα – ως ασπιδοφόρος ιχνηλάτης.

Τα όπλα –ή εργαλεία– σε αυτή την περιπέτεια είναι οι λέξεις. Σε παλαιότερη συνέντευξή της είχε δηλώσει: «Οι λέξεις μού φαίνονται περισσότερο πλούσιες σε δυνατότητες. Έχουν ήχο, σχήμα, κινητικότητα, χρώμα και μπορούν συχνά να έχουν μυρωδιά, γεύση, ακόμα και αφή».[4] Πρόκειται λοιπόν για λέξεις-πράγματα, με τις οποίες μπορείς να παίξεις, να τις συνδυάσεις έτσι ή αλλιώτικα, να τις αναποδογυρίσεις, σκηνοθετώντας τους μια νέα πραγματικότητα.

«Να σε κυλήσω λέξη» τιτλοφορεί ένα ποίημα.[5] Σε άλλο («Η μικρή αράχνη»), δείχνει, με τη λεγόμενη «απογύμνωση του τεχνάσματος», τι μπορεί να κάνει με τις λέξεις:

Τώρα μπορώ να κόψω τη λέξη

ν’ αρθρώσω το νερό νεράκι

ν’ αφεθώ στο ξύπνημα

απ’ το θόρυβο της μικρής αράχνης.

Τώρα μπορώ να κόψω το νερό

ν’ αρθρώσω το θόρυβο

ν’ αφεθώ μικρή αράχνη

μέσα στο ξύπνημα της λέξης.

Ν’ αρθρώσω το θόρυβο

να κόψω τη λέξη :

Μικρή αράχνη νεράκι…[6]

Και αλλού («Στο κύμα»):                   

                                    Με διάφανα φτερά

στη γυάλινη γραμμή

ακουμπώ τα κομμάτια απ’ τη σπασμένη

λέξη στο κύμα.[7]

Με την ίδια απογυμνωτική διάθεση, εκθέτει το παιχνίδι με τους φθόγγους, με τη στίξη, με το μέτρο – πράγματα οικεία, καθημερινά, με τα οποία στήνονται τα ποιήματα:

Πέρα απ’ το σημείο

εκείνη η γραμμή

που δε λέει να γραφτεί.

Εν δυο χοπ

βάζεις το κόμμα·

εν δυο τελεία

η παύλα το ΄σκασε πάλι.[8]

Σε παραλλαγή («Επίμετρο») :

Αυτό το κόμμα ξέρει καλά πόσο με βασάνισε

ξέρει όμως επίσης καλά πως ετοιμάζεται

η αντικατάστασή του με τελεία

γι’ αυτό ίσως ζαρώνει – καμπουριάζει·

ελπίζει κι αυτό στη μεταμόρφωση.[9]

Και πιο παραστατικά :

Της λογοτεχνίας περιπέτεια

μέσα σε βιβλιογραφίες κοιμάσαι

και δεν ακούς τα νύχια μου να σ’ ακουμπούν

να μεγαλώνουν τα ρήματα

τα σύμφωνα να γίνονται σήματα

να τρίζουν τα φωνήεντα.[10]  

Και πιο παιγνιωδώς («Της μετρικής»):          

            Παρελθόν·

ο ανάπαιστος σβήνει

θρηνητικός ώς το παρόν·

ιαμβικός οξύτονος βηματισμός

σέρνεται στο μέλλον

με τον γρήγορο τροχαίο.

Ο τόνος βουλιάζει

και πάλι ανεβαίνει στο θρήνο.

Ποιο μέτρο και ποιο χρόνο εξετάζουμε;[11]

Το ποίημα-μυστήριο που παίζει το κρυφτό :

Και το θες

και δεν είναι

κι αρνιέται

και θέλει

και κατέχει

και ξέρει

να το δούμε

δε θέλει

            Αίνιγμα λεύτερο

και καρδιά μου καινούρια.

            Ώς εδώ.

Μην ομιλείτε ενώ

τραγουδώ.[12]

 

Ήρωας του έργου της

Το έχω ξαναπεί, αλλά το επαναλαμβάνω : «Η Άντεια είναι ο ήρωας του ποιητικού της έργου. Δεν εννοώ με αυτό ότι η ποίησή της είναι ευθέως αυτοβιογραφική· δεν ανεκδοτολογεί στιγμιότυπα του βίου, αλλά στηριζόμενη σε μύχιες, αυθεντικές εμπειρίες δημιουργεί και εκθέτει τον μύθο της βιογραφίας της. Στο κέντρο του σύμπαντός της ενοικεί ένα ποιητικό πρόσωπο, ένα αφηγηματικό εγώ που επαναλαμβάνει άοκνα από ποίημα σε ποίημα: “αυτή είμαι, δείτε με, σας μιλώ”. Τα ποιήματα είναι λοιπόν σχεδόν πάντα γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο και περιγράφουν τις πολλαπλές κι εναλλασσόμενες όψεις αυτού του εγώ: ανέμελες, τραγικές, φανταιζίστικες ή απελπισμένες».[13] Δείγμα μιας αυτοβιογραφικής ποιητικής της πρόζας:

Το μεγάλο μου μάτι μπροστά στον καθρέφτη καθρεφτίζεται. Η κόρη διαστέλλεται και βλέπει τον εαυτό της: καλοκαιράκι κι ένας αέρας φυσά και σηκώνει την άμμο. Το βλέφαρο ισορροπεί μια στιγμή, συστέλλεται· μετά γέρνει ωσάν σημαία σε σιωπητήριο. Κάτω από το μαξιλάρι παραφυλάει το μικρό μου μάτι κι αμέσως τεντώνει το νεύρο του και σαλπίζει το εγερτήριο, αυτό που φωτίζει το πυκνό σκοτάδι του ύπνου. Τότε εσύ μ’ αρπάζεις με βία απ’ το χέρι, με σπρώχνεις σχεδόν προς τον καθρέφτη που μέσα του καθρεφτίζεται το μεγάλο μου μάτι· ιδού το σκοινί και σφίγγοντας τους καρπούς μ’ ένα κόμπο γερό με προτρέπεις τον καθρέφτη να φυλακίσω τυλίγοντάς τον ένα γύρο με το ίδιο σκοινί κι έτσι μαζί με το μεγάλο μου μάτι να φυλακιστώ. Αυτό το έργο εκτελώ προσεκτικά κι ένα σκοινί ανησυχία με τυλίγει καθώς το άφαντο μικρό μάτι με οδηγεί άθελά μου σε μια χαραμάδα απ’ όπου κοιτώ το κόκκινο σήμα να στάζει τις ματωμένες του σταγόνες. Μαζεύω στη φούχτα μου το κύμα και στάλα στάλα το γεύομαι. Τώρα πια ξέρω. Απλώνω κι εγώ αποφασιστικά το χέρι μου στο μεγάλο μου μάτι και συμφωνώ: το μικρό μάτι πρέπει οριστικά να εκλείψει.[14]

Τούτη η αυτοαναφορικότητα χαρτογραφείται υπαινικτικά, συνθηματικά, με έσω χαράγματα κι ευφάνταστη εικονογραφία:

Βυθίζω το θερμόμετρο στο χώμα

βλασταίνει ο υδράργυρος

μπήγει φωνή

και σβώλοι σβώλοι

η θλίψη εξαφανίζεται.[15]

Αλλού, εγγράφεται ημερολογιακά («Η φωτογραφία»):

Να πεθάνουμε επιτέλους να πεθάνουμε

σαν άνθρωποι

κι όχι να τρέχεις στο τμήμα νυχτιάτικα

κρατώντας τα κομμένα χέρια

παρακαλώντας να σε συλλάβουν

να σε τιμωρήσουν.

Καλύτερα στη φωτογραφία εγώ νεκρή

κι αγαπημένη γιατί όσο ζω

βρυκολακιάζω και καταβροχθίζομαι.[16]

Γίνεται αφοπλιστική εξομολόγηση:

                        … Αντέχω στο λίγο. Άκρη σύριζα

αλλά όχι πιο πέρα.

Μικρά γιαπωνέζικα βήματα.

Ανοίγει ο αέρας μια πόρτα

και το κερί λιγώνει. Καληνύχτα.[17]

Και περιγραφή της επώδυνης ποιητικής γένεσης       («Της φυγής») :

Μαζεύω τώρα τα χαρτιά, τα βιβλία

τα όνειρα· δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω.

Να τα κάψω θα μείνουν οι στάχτες τους

να στοιχειώνουν τις νύχτες μου.

Το φεγγάρι θ’ ανοίγει τις σκόρπιες σελίδες

θα φωτίζει τα όνειρα·

θα γίνουν άγνωστες όλες οι λέξεις.

Όποιο χαρτί και να σκίσω

όποιο βιβλίο και να σβήσω

άρρητα όνειρα θα τριγυρίζουν φαντάσματα

τις μέρες και τις νύχτες μου.

Θα με σκοτώσουν ή θα τα σκοτώσω.[18]               

Η Άντεια έχει ακονίσει την ευαισθησία της στην ποίηση μειζόνων κι ελασσόνων ομοτέχνων της, παλαιότερων και νεώτερων και νεωτερικών. Η κριτική έχει επισημάνει την αίσθηση της γυναικείας σωματικότητας στα ποιήματά της, ιδιαίτερα στα ερωτικά. Χωρίς καμία διάθεση να ξετυλίξω εδώ το κουβάρι της λεγόμενης γυναικείας γραφής, αναγνωρίζω ότι η ποίησή της είναι γένους θηλυκού. Ηχείο μιας επώδυνης συμφιλίωσης του θήλεος με το φύλο του, με τους βιολογικούς σχεδόν καταναγκασμούς που αυτό επιβάλλει, διαχέει τη μελαγχολία μιας ματαιωμένης μητρότητας και μετασχηματίζει τις ήττες σε πικρό ελεγείο. Από την κυκλική ακολουθία των έξοχων σονέτων που απαρτίζουν το Στεφάνι, συλλογή του 1993, επιλέγω, δείγματος χάριν, το VII:

                        Της άκληρης ζωής παραμυθία,

βιολέτα του Μαγιού με ροζ κορδέλα

δεμένη τρυφερά μες στη δαντέλα

του νόστου· σιγαλή στιχομυθία

της ανοιξιάτικης βροχής: του κόσμου

αιμάτινος σπαρμός, κορμί που θάλλει·

και βρέφος ακουμπά μες στην αιθάλη,

πούπουλα και καπνός πνοής ευόσμου.

Να σκίσω μυστικό τούλι της πάχνης,

βελούδο του πανσέ, κρύο ατλάζι,

κορίτσι από χαρτί που θα μοιράζει

δρόσο του πρωινού, μόσκο και γάλα·

τα σκεύη να κρατώ, πανιά μεγάλα,

εφήμερα υφαντά μικρής αράχνης.

Έχοντας προσεγγίσει με αγάπη και οξυδέρκεια το έργο δύο σύγχρονων ποιητριών, της Ελένης Βακαλό και της Μάτσης Χατζηλαζάρου, είναι σίγουρα σε θέση να διακρίνει τις παγίδες που μπορεί να κρύβει μια μονοδιάστατη ανάγνωση του λεγόμενου έμφυλου λόγου και αποφεύγει έντεχνα τον εγκλωβισμό του λυρισμού της σε μια αισθηματολογική διάχυση ή εμμονική τραυματοφιλία.[19] Η Άντεια κρατά έντονα από την καρυωτακική γενιά τον αυτοσαρκασμό, τον κλαυσίγελο και μια δίκοπη ειρωνεία ως μέσα αποφορτισμού της συγκίνησης και παιγνιώδους ελιγμού ώστε να μη διολισθήσει το δράμα σε μελόδραμα. Παραπέμπω στις ενδιάθετες προτροπές της, εν είδει ηθικών επιταγών:

                                    Να αμαρτάνεις με τον πιο ενάρετο τρόπο

είπε

και εξαγνισμός να είναι η ακολασία σου. […]

.. Να δοξαστεί το παρελθόν

κι η ιστορία να γίνει

επιτέλους

παραμύθι.[20]

Σταθμεύω στο απολαυστικό διφωνικό σύνθεμα «Ο Πέτρος κι η Βαρβάρα» (Είπε ο Πέτρος / ακροβάτης κατ’ επάγγελμα / στην αγαπημένη του Βαρβάρα / το κορίτσι λάστιχο… κ.λπ.).[21] Κι επιλέγω από τη σειρά των «Χάικου» το σκανταλιάρικο:

Άκου ρώτημα·

τώρα με θες ή μετά;

Αυταπόδεικτον.[22]

Από τα δείγματα γραφής που παρατέθηκαν, είναι, νομίζω σαφές ότι η Άντεια Φραντζή καλλιεργεί με μαεστρία όλα τα είδη του ποιητικού λόγου. Εναλλάσσονται ο ελεύθερος και ο έμμετρος στίχος, οι σταθερές μορφές (σονέτο, χάικου), η ποιητική πρόζα, ποιήματα λιτά και ακαριαία, θαρρείς ποιητικές μονοκοντυλιές, αλλά και ευρύτερα ποιητικά συνθέματα με εσωτερική συνοχή.

Θα ήθελα να τερματίσω αυτή την περιδιάβαση με ένα από τα τελευταία ποιήματα του συγκεντρωτικού αυτού τόμου που νομίζω ότι απαντά με τόλμη σε εκείνο το αγέρωχο καρυωτακικό: Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους. Επιλογίζοντας, κατά κάποιον τρόπο την ποιητική σοδειά της, η Άντεια εκθέτει το «Κόκκινο μέσα»:

                                                      Ανοίγει μια χαραμάδα –

μια γρήγορη ματιά στη γρίλια

να φέγγει το κόκκινο μέσα

απλωμένο. Χλωμάδα

θερίζει τα βλέφαρα, χείλια

στο κόκκινο μέσα.

έτσι τα είδα

έτσι όπως τα θέλησα.[23]

Χαιρετίζω την κίνηση της φίλης μας να τακτοποιήσει το «ανεμοβάσταγο σπίτι» της που αποδεικνύεται γερό κάστρο και ταμπούρι. Ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκα ότι εκδίδοντας τα έως τώρα «Άπαντά» της η Άντεια θα σταματήσει τα πάρε-δώσε και το κρυφτό με την ποίηση. Εκτός του παρόντος τόμου, λοιπόν, δείγμα της εντελώς πρόσφατης ποιητικής της επίδοσης, ο «Ιππόκαμπος», με τον οποίο κλείνω οριστικά τούτο το ανοικονόμητο λογύδριο με την ευχή να συνεχίσει το άθλημα: ο ποιητικός στίβος τη χρειάζεται!

Αν ο χρόνος είναι ανεξαγόραστος

Τότε ο πόνος τι είναι;

Αν ο πόνος είναι ανυπόφορος

Τότε ο φόνος τι είναι;

Αν ο φόνος είναι αξεπέραστος

Τότε ο φθόνος τι είναι;

Αν ο φθόνος είναι πυρκαγιά

Τότε ο στόνος τι είναι;

Αν ο στόνος είναι οδυνηρός

Τότε ο κλώνος τι είναι;

Αν ο κλώνος είναι χρυσός

Τότε ο γόνος τι είναι;

Αν ο γόνος είναι παρθενογένεση

Τότε το μέλλον του αιώνος τι είναι

Αν το μέλλον του αιώνος είναι ποίημα

Τότε, μόνο του είναι.

Έτσι μίλησε ο Ιππόκαμπος και με τα λόγια

αυτά

από αλογάκι της θάλασσας

μεταμορφώθηκε

σε αλογάκι της Παναγίας.[24]

 

 

[1] Άντεια Φραντζή, Μεταγραφή ημερολογίου (1984), σ. 103. Όλες οι παραπομπές γίνονται στην παρούσα συγκεντρωτική έκδοση, επ’ ευκαιρία της οποίας γράφηκε το παρόν κείμενο κι εκφωνήθηκε σε σχετική εκδήλωση (3 / 10 / 2021).

[2] Ά. Φ., Μεταποίηση υλικών (1982), σ. 59.

[3] Ά. Φ., Μετά τη σιωπή (1975), σ. 13.

[4] Διαβάζω, 69 (18 / 5 / 1983), σ. 52-53.

[5] Ά. Φ., Τελετή στο κύμα (2002), σ. 179.

[6] Αυτ., σ. 198.

[7] Αυτ., σ. 213.

[8] Ά. Φ., Η περιπέτεια μιας περιγραφής (1978), σ. 25.

[9] Ά. Φ., Μεταποίηση υλικών, ό.π.,σ. 88.

[10] Ά. Φ., Τελετή στο κύμα, ό.π., σ. 177.

[11] Αυτ., σ. 184.

[12] Ά. Φ., Σχεδόν αίνιγμα (1987), σ. 157.

[13] Λίζυ Τσιριμώκου, «Ανεμοβάσταγο το σπίτι μου…», Αυγή, 8 / 5 / 2011.

[14] Ά. Φ., Τελετή στο κύμα, ό.π., σ. 195.

[15] Ά. Φ., Μεταποίηση υλικών, ό. π., σ. 79.

[16] Ά. Φ., Μεταγραφή ημερολογίου, ό.π., σ. 115.

[17] Ά. Φ., Σχεδόν αίνιγμα, ό.π., 140.

[18] Ά. Φ., Φευγαλέα (2010), σ. 230.

[19] Βλ. Άντεια Φραντζή, Έμενε ποίημα. Μια περιδιάβαση στο ποιητικό «δάσος» της Ελένης Βακαλό, Νεφέλη, 2005. Πρβλ. επίσης το αφιέρωμα στην Ελένη Βακαλό του (ηλεκτρονικού) περιοδικού Χάρτης, 25 Ιανουάριος 2021), με αφορμή τα 100χρονα από τη γέννησή της, που συνεπιμελήθηκε με τη Μαρία Κακαβούλια. Και για τη Μάτση Χατζηλαζάρου: Άντεια Φραντζή, Ερωτικές μεταμορφώσεις. Σημειώσεις για την ποίηση της Μ. Χ., εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015 (μια πρώτη μορφή του μελετήματος αυτού ανάγεται στο 1989 και στις εκδόσεις «Πολύτυπον»).

[20] Ά. Φ., Μεταγραφή ημερολογίου, ό.π., σ. 95.

[21] Ά. Φ., Φευγαλέα, ό,π., σ. 122-123.

[22] Ά. Φ., Μεταποίηση υλικών, ό.π., σ. 91.

[23] Ά. Φ., Στιχάρι (2014), σ. 259.

[24] Ά. Φ., Χάρτης – hartismag.gr, 27 (Μάρτιος 2021).

Λίζυ Τσιριμώκου

Ομότιμη καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας του Τμήματος Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Έχει εκδώσει τη Λογοτεχνία της πόλης (1988), τον συγκεντρωτικό τόμο δοκιμίων Εσωτερική ταχύτητα (2000), τη σχολιασμένη αλληλογραφία του Γιάννη Ρίτσου με την Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου, Τροχιές σε διασταύρωση (2008).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.