Σύνδεση συνδρομητών

Η Μπέλα και ο Βίκτωρ Παπαζήσης στη ζωή μου

Τετάρτη, 04 Ιανουαρίου 2023 23:21
Το μακρινό 1974, η Μπέλλα και ο Βίκτωρ Παπαζήσης διεύθυναν έναν από τους επιδραστικότερους εκδοτικούς οίκους, ιδίως στους τομείς των κοινωνικών και των πολιτικών επιστημών, των διεθνών σχέσεων και της ιστορίας.
Αρχείο Δημήτρη Κανελλόπουλου
Το μακρινό 1974, η Μπέλλα και ο Βίκτωρ Παπαζήσης διεύθυναν έναν από τους επιδραστικότερους εκδοτικούς οίκους, ιδίως στους τομείς των κοινωνικών και των πολιτικών επιστημών, των διεθνών σχέσεων και της ιστορίας.

Στις εκδόσεις Παπαζήση με πήγε για δουλειά ο Αντώνης Καρκαγιάννης την άνοιξη του 1974, ακόμα ήταν χούντα. Ένα πρωί πήγαμε στη Φειδίου 16, στο παλιό μαγαζί των εκδόσεων. Πήγαμε πεζή. Από τη Μητρόπολη στην οδό Φειδίου. Εκεί συναντηθήκαμε με την Μπέλα Παπαζήση, γιατί ο Βίκτωρας, ο οποίος είχε αποφυλακιστεί με ανήκεστο βλάβη, έλειπε. Της είχε μιλήσει ο Αντώνης από τηλεφώνου και τα είχε κανονίσει. Κι έτσι από την επόμενη μέρα, στις εφτάμιση, έπιασα δουλειά εκεί. Η κυρία Μπέλα, μαζί με τον Δήμο Μαυρομάτη, ήταν οι ψυχές του εκδοτικού οίκου όσον καιρό ο Βίκτωρας βρισκόταν κρατούμενος στο ΕΑΤ/ΕΣΑ ή, αργότερα, στη φυλακή.

Δεν έχω γνωρίσει άνθρωπο πιο γενναίο και πιο μεγάλο δημοκράτη από τον Βίκτωρα Παπαζήση. Άκουγα ιστορίες ότι είχε επιχειρήσει να φέρει όπλα από την Ιταλία, με ένα μικρό σκάφος που είχε εκείνα τα χρόνια. Είναι αυτός που, κρατούμενος στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, δεν άνοιξε το στόμα του, παρά τα βασανιστήρια που υπέστη. Έχω ακούσει ακόμη ότι, όταν ήταν κρατούμενος, ανέπτυξε σχέσεις φιλίας με τον προσωπικό του βασανιστή, έναν στρατεύσιμο δεκανέα ΕΣΑτζή, τον οποίο έπεισε ότι θα του βρει γαμπρό για την αδελφή του κι ακόμη ότι θα τους διορίσει, αυτόν και την αδελφή του, στο Δημόσιο. Ο ΕΣΑτζής, θαμπωμένος από τις συζητήσεις με τον Βίκτωρα, τον άφηνε τα απογεύματα να καλεί την Μπέλα στο τηλέφωνο από το γραφείο του διοικητή της ΕΣΑ. Τον άκουγε να συζητά μαζί της για δοσοληψίες εκατομμυρίων δραχμών. Ποιος ξέρει τι εικόνα σχημάτισε ο κακομοίρης ο ΕΣΑτζής και, με την πάροδο του χρόνου, δέχτηκε κάποια απογεύματα να βγάζει τον Βίκτωρα από το ΕΑΤ/ΕΣΑ και να πηγαίνουν μαζί για καφέ στο Βυζαντινό του Χίλτον…

Ο Βίκτωρ συνέχιζε την πορεία των εκδόσεων, τις οποίες είχε ξεκινήσει ο πατέρας του, Αργύρης Παπαζήσης, το 1929. Ο Αργύρης Παπαζήσης, πολύ συμπαθητικός άνθρωπος και σπουδαίος εκδότης, προπολεμικά, μαζί με τον Μάριο Γεωργιάδη και κάποιον άλλον του οποίου το όνομα δεν θυμάμαι είχαν δημιουργήσει για λογαριασμό του Συνδέσμου Βιομηχάνων και Βιοτεχνών Πειραιά την ιδιωτική Σχολή Βιομηχανικών Σπουδών Πειραιώς, την οποία, το 1938, κρατικοποίησε ο Μεταξάς μαζί με ορισμένες άλλες. Η σχολή αυτή αργότερα μετονομάστηκε σε Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς – είναι το σημερινό Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Η εκδοτική δραστηριότητα που είχε αναπτύξει ο Αργύρης Παπαζήσης περιστρεφόταν γύρω από τις ανάγκες αυτής της Σχολής. Επιπλέον, όμως, είχε υποστηρίξει οικονομικά την κάθοδο του Μήτσου Παρτσαλίδη στις Δημοτικές Εκλογές του 1932, όπου εξελέγη δήμαρχος Καβάλας. Ήταν ο πρώτος «κόκκινος δήμαρχος», ο πρώτος κομμουνιστής δήμαρχος στην ιστορία της χώρας.

Εκείνα τα χρόνια, το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων μεταφέρθηκε στην Αθήνα και επί μακρόν βρισκόταν στην οδό Ακαδημίας 70 και Ζωοδόχου Πηγής 1, σε ένα παλιό όμορφο κτίριο που διασώζεται ώς σήμερα. Αργότερα μετακόμισαν στην οδό Φειδίου 16.

Οι εκδόσεις Παπαζήση συνεχίζουν και σήμερα να εκδίδουν οικονομικά, κοινωνιολογικά και ιστορικά βιβλία, υπό την ηγεσία του Αλέξανδρου-Αργύρη Παπαζήση, γιου του Βίκτωρα και της Μπέλας. Η τρίτη γενιά…

***

Στις εκδόσεις Παπαζήση τα πράγματα ήταν οργανωμένα. Υπήρχε ένα σταθερό σύστημα στη δουλειά. Δεν γινόταν δειγματισμός των νέων βιβλίων όπως στον Ολκό ή σε άλλους εκδοτικούς οίκους, όπου εργάστηκα αργότερα. Ο Βίκτωρ είχε το γραφείο του στο πατάρι. Λογιστής, τότε, ήταν ένας νεαρός από τη Δημοκρατική Άμυνα, ένας νέος, ο Τάσος, μου διαφεύγει το επώνυμό του, που είχε αποφυλακιστεί μερικούς μήνες πριν.

 Όταν εγώ έπιασα δουλειά στον Παπαζήση, υπήρχαν ακόμη δύο υπάλληλοι: ο Ηλίας Αθανασίου και ο Γιάννης Κιτσάτογλου που έφυγε στην Αμερική. Το πάνω χέρι είχε ο Ηλίας, με τον οποίο είχαμε προστριβές – αλλά στη μνήμη μου μένει μια γλυκιά νοσταλγία κι αγάπη γι’ αυτόν, από κείνα τα χρόνια. Απ’ ό,τι κατάλαβα, ήταν κι εκείνος ένα βασανισμένο παιδί που η ζωή δεν του χαρίστηκε. Αργότερα, πάντως, κατάφερε να διοριστεί σε μια δημόσια υπηρεσία απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Ο Γιάννης, χάθηκε στην Αμερική. Μετά τη δικτατορία, μας βοηθούσε ο φίλος και συγκάτοικός μου στην πολυκατοικία όπου βρισκόταν το πατρικό μου στου Γκύζη, ο Νίκος Ρόππος.

Μετά τη πτώση της χούντας, ο Βίκτωρ έφερε για δουλειά τον Νίκο Αρμένη, τον οποίο είχε γνωρίσει στη φυλακή. Όταν έγινε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, ο Νίκος Αρμένης υπηρετούσε τη θητεία του στο στρατό. Μαζί με άλλους δύο έφτιαξε αντιστασιακή ομάδα. Ο ένας εξ αυτών, όταν απελευθερώθηκαν, είχε ένα εργοστάσιο φωτιστικών στο Άνω Καλαμάκι. Δεν θυμάμαι δυστυχώς το όνομά του. Νομίζω ότι τον έλεγαν Ζαμπέλη. Αυτοί οι τρεις πιάστηκαν τον πρώτο καιρό της δικτατορίας και κατηγορήθηκαν για σύμπτυξη κομμουνιστικής ομάδας στο στρατό. Μετά από βασανιστήρια, καταδικάστηκαν με το νόμο 375 και έμειναν στη φυλακή εφτά ολόκληρα χρόνια. Βγήκαν τελευταίοι από τις φυλακές, περίπου ένα μήνα μετά τους υπόλοιπους πολιτικούς κρατούμενους, μαζί με τον μπάρμπα Γιάννη Λίππα από τον Πειραιά, έναν παλιό κομμουνιστή. Μετά τον Νίκο Αρμένη ήρθε η Κική, που ανέλαβε ταμίας και, ως υπάλληλοι, ορισμένα εκ Κερκύρας «παγανέλια», τα οποία μου θύμιζαν τα «πιλάφια» του Πολεμικού Ναυτικού…

Οι εκδόσεις Παπαζήση υπήρξαν για μένα σχολείο. Εκτός από την Μπέλα και τον Βίκτωρα, πρέπει ν’ αναφέρω ότι θυμάμαι με αγάπη τους γονείς της Μπέλας και την αδελφή της. Ο πατέρας της, ο κύριος Γιάννης, ερχόταν πολύ συχνά και βοηθούσε στο κατάστημα. Αλλά και η μητέρα της. Μια κυρία σπάνιας ομορφιάς και αριστοκρατικότητας. Θυμάμαι με αγάπη τον Αργύρη Παπαζήση, πατέρα του Βίκτωρα και ιδρυτή του εκδοτικού οίκου, καθώς και τη μητέρα του, την κυρία Ματίνα, που έρχονταν αραιά στο κατάστημα. Μια μέρα, τον πρώτο καιρό της Μεταπολίτευσης, είχε έλθει η κυρία Ματίνα να δει το καινούργιο μαγαζί της οδού Νικηταρά. Καθόταν πλάι στο ταμείο. Μπαίνει μέσα ο καθηγητής της Βιομηχανικής Μάριος Γεωργιάδης, παλιός συνεργάτης του Αργύρη, ο οποίος είχε σπουδάσει στη ναζιστική Γερμανία και, έντρομος, λέει στην κυρία Ματίνα:

«Με κατηγορούν Ματίνα μου οι φοιτηταί ότι ήμουν με το καθεστώς… Πες κάτι, εσύ ξέρεις ότι εγώ δεν είμαι με κανένα καθεστώς…». Και η κυρία Ματίνα του απάντησε:

«Ε, δεν μπορεί, κάτι θα ξέρουν “οι φοιτηταί”, Μάριε…».

Μετά την πτώση της δικτατορίας γύρισε από την Ιταλία και ο Άγγελος Παπαζήσης, ο αδελφός του Βίκτωρα. Κάτοχος κάποιας ζώνης στο τζούντο, αλλά και με την αίγλη του αγωνιστή της Avanguardia Operaia ή της Lotta Continua – δεν θυμάμαι καλά. Ο αγαπημένος μου φίλος Άγγελος… 

Πέρασαν από εκεί σχεδόν όλες οι κορυφές της οικονομικής επιστήμης. Εκεί γνώρισα πολλούς καθηγητές της Ανωτάτης Εμπορικής και της Βιομηχανικής αλλά και της Παντείου. Θέλω να μνημονεύσω τον Γεώργιο Βλάχο, τον οποίο είχα επισκεφθεί αρκετές φορές στο σπίτι του στους Αμπελοκήπους, πηγαίνοντάς του τα δοκίμια των βιβλίων του για διόρθωση. Τον Άγγελο Τούση που είχε εκδώσει το πρώτο λεξικό Κοινωνιολογίας. Τον Δημήτρη Πουρή, καθηγητή αγγλικών στην Βιομηχανική Πειραιώς, ο οποίος είχε και φροντιστήριο αγγλικών και έλεγε αστειευόμενος: με δυο χιλιάρικα βρε, ελάτε να πάρτε το Proficiency Κι ακόμη τον πρύτανη της Ανωτάτης Εμπορικής επί δικτατορίας, τον Ιωάννη Χρυσοκέρη, ο οποίος ήταν ένας καλότατος κατά τα άλλα άνθρωπος και με δημοκρατικό παρελθόν παλαιότερα. Τον Δρακάτο, τον Μάριο Γεωργιάδη, τον Στέφανο Ν. Κουμανούδη, τον Βοσταντζόγλου που είχε γράψει το Αντιλεξικό και έμενε σε ένα παλιό νεοκλασικό στην οδό Ακαδημίας, δίπλα από το Υποθηκοφυλακείο, τον νεοσσό Προκόπη Παυλόπουλο με το ολόμαυρο σαν βούρτσα μαλλί του και πολλούς άλλους που γλιστρούν και χάνονται πια από τη μνήμη…

Οι αντιστασιακοί έρχονταν εκεί και την περίοδο της χούντας. Αλλά μετά την πτώση της, πλήθος απ’ αυτούς γέμιζε τον εκδοτικό κάθε μέρα. Πρώτος, ο Γιάννης Κάτρης, ο δημοκρατικός αυτός άνθρωπος, δημοσιογράφος στο συγκρότημα Λαμπράκη και μετά στην Ελευθεροτυπία, καθώς και διευθυντής των Ασφαλειών Πλυτά, ο οποίος εξέδωσε στις εκδόσεις Παπαζήση το βιβλίο Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, που έκανε μεγάλες πωλήσεις.

Αξίζει να διηγηθώ ένα περιστατικό με τον Γιάννη Κάτρη. Αρκετές φορές είχα πάει στο κτίριο των Ασφαλειών Πλυτά, για να τον προμηθεύσω με αντίτυπα του βιβλίου του. Κάποια στιγμή, ήταν η προεκλογική περίοδος των πρώτων δημοτικών εκλογών, όπου αναμετρούνταν ο Γιάννης Παπαθεοδώρου εκ μέρους όλων των κομμάτων του «δημοκρατικού μπλοκ» και ο Πλυτάς εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας. Τότε είχα μια φίλη που συμμετείχε ενεργά στον προεκλογικό αγώνα του Γιάννη Παπαθεοδώρου και, ανεβαίνοντας την Πανεπιστημίου με τα βιβλία του Κάτρη στις τσάντες, σκέφτηκα πως μπορούσα να κλέψω λίγο χρόνο για να τη δω. Το εκλογικό κέντρο της παράταξης Παπαθεοδώρου βρισκόταν στην αριστερή πλευρά της Πανεπιστημίου όπως πηγαίνουμε προς Σύνταγμα, σ’ ένα κτίριο που αργότερα το πήρε η Ergobank. Το εσωτερικό του κτιρίου ήταν καταπληκτικό, με βαριά μάρμαρα και ξύλινες κουπαστές. Αλλ’ ο σεβασμός των παρευρισκόμενων αγωνιστών προς το κτίριο δεν ήταν ο κατάλληλος. Μπήκα μέσα στο εκλογικό κέντρο και, αφού είδα τη φίλη μου για δέκα λεπτά, αποχώρησα. Στην έξοδο, κάποια συναγωνίστρια κόλλησε στο αριστερό μέρος του στήθους μου, πάνω στο τζάκετ που φορούσα, ένα στρογγυλό αυτοκόλλητο με το σήμα της παράταξης Παπαθεοδώρου. Ψηφίζω Δημοκρατική Συνεργασία, κάτι τέτοιο νομίζω πως έλεγε. Περήφανος ανέρχομαι την Πανεπιστημίου, στρίβω στην Κοραή που τότε ήταν γεμάτη με αφετηρίες λεωφορείων και μπαίνω στην καταπληκτική Στοά της ΔΕΗ όπως τη λέγαμε τότε – τη Στοά που σήμερα βρίσκονται οι καφετέριες. (Παλιότερα, αμέσως μετά την Απελευθέρωση το 1944, το ΕΑΜ είχε καταλάβει το κτίριο και είχε εγκαταστήσει τα γραφεία του εκεί). Στη συνέχεια ανέβηκα τη Σταδίου και έφτασα στα γραφεία των Ασφαλειών Πλυτά, στην οδό Καραγεώργη Σερβίας. Εκεί, στο ισόγειο της πολυκατοικίας που υπάρχει ακόμη και σήμερα, βρισκόταν ένα υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης, ενώ μέχρι την δεκαετία του 1950 βρισκόταν στη θέση αυτή το καταπληκτικό παλιό βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη. Η εξωτερική όψη της πολυκατοικίας δεν ήταν η χειρότερη σε σχέση με άλλες που είχαν φυτρώσει γύρω από την πλατεία Συντάγματος. Σε κάθε όροφο, αντί για μπαλκόνια, ο αρχιτέκτονας είχε τοποθετήσει κάποιες εντοιχισμένες ζαρντινιέρες από τις οποίες κρεμόταν μια πρασινάδα. Ανέβηκα στον όροφο που βρισκόταν το γραφείο του κυρίου Γιάννη. Βγαίνοντας από το ασανσέρ, πέφτω πάνω σε ένα τσούρμο Οννεδίτες. Δεν ήξερα ότι τα γραφεία των Ασφαλειών Πλυτά λειτουργούσαν και ως εκλογικό κέντρο της δημοτικής παράταξης του υποψήφιου δημάρχου Γεωργίου Πλυτά. Κι ακόμη, είχα ξεχάσει το απαλό χέρι της συναγωνίστριας που μου είχε κολλήσει στο πέτο το σήμα της παράταξης Παπαθεοδώρου. Τρώω λοιπόν ένα βρωμόξυλο… Κι αν ο κύριος Γιάννης δεν αντιλαμβανόταν τι γίνεται μπορεί να με είχαν στείλει στο νοσοκομείο αυτοί οι θεματοφύλακες του νεοελληνικού πολιτισμού. Όταν ήρθε και με έσωσε ο Γιάννης Κάτρης, ανέκραξα: «Εδώ είναι ο νεοφασισμός, κύριε Γιάννη μου. Εδώ…». Αυτό τις επόμενες μέρες έγινε σύνθημα στις εκδόσεις Παπαζήση και τα γέλια που ακολουθούσαν δεν περιγράφονται.

Μια άλλη φυσιογνωμία με την οποία συνδέθηκα πολύ στις εκδόσεις Παπαζήση ήταν ο Πέτρος Γαβαλάς. Ο τρομερός Πέτρος Γαβαλάς που εξέδωσε επί χούντας το βιβλίο του Κάρλος Μαριγκέλα, Εγχειρίδιο του Αντάρτη των Πόλεων. Ήταν ευφυής, ανυπότακτος άνθρωπος, τολμηρός και ταυτόχρονα μέγας πλακατζής - κι η μεγάλη συμπάθειά μου. Με φώναζαν με την Μπέλα «σύντροφο». Δεν έλεγαν ποτέ «ο Μήτσος», έλεγαν ο σύντροφος… Όταν έσμιγα με τον Πέτρο γινόταν ο τρελός χαμός… Τον έχασα για πολλά χρόνια. Εν τω μεταξύ πέθαναν και η Μπέλα και ο Βίκτωρ και οι επαφές μου αραίωσαν με τις εκδόσεις Παπαζήση.

 Μια μέρα, ήταν το 2008 όταν ετοιμαζόμουν να φύγω για το Βουκουρέστι για να αναλάβω τη διεύθυνση της Εστίας Ελληνικού Πολιτισμού του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, βρέθηκα στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Αίφνης, από την πύλη του Βασιλικού Κήπου, βγαίνει ο Πέτρος καλοντυμένος με μια μακριά καμπαρντίνα, ευθυτενής, καλοχτενισμένος, ελάχιστα αλλαγμένος, παρότι τα χρόνια είχαν περάσει. Μου έκανε εντύπωση ότι πρώτος μου μίλησε αυτός, αναγνωρίζοντάς με και ρωτώντας με:

«Τι γίνεσαι Μήτσο, που είσαι βρε σύντροφε;». Θυμόταν και το όνομά μου. Αλλά μέχρις εκεί, διότι από τη συνέχεια της κουβέντας μας κατάλαβα ότι αυτά που έλεγε δεν είχαν ειρμό. Τον ξαναείδα λίγο καιρό μετά, μια μέρα, στην οδό Καψάλη στο Κολωνάκι. Του ζήτησα το τηλέφωνό του αλλά το νούμερο που μου έδωσε ήταν δωδεκαψήφιο. Στην παρατήρησή μου ότι είναι λάθος, μου είπε έναν άλλον αριθμό, πάλι λάθος… Δεν τον ξαναείδα.

Ένας άλλος σπουδαίος άνθρωπος που γνώρισα εκεί ήταν ο Τάσος Μήνης, ένας ασυμβίβαστος δημοκράτης. Γνωστός από την εμπλοκή του στη δίκη των αεροπόρων, την δεκαετία του 1950, ο Τάσος Μήνης είχε ιδρύσει επί δικτατορίας την αντιστασιακή οργάνωση ΑΑΑ. Είχε συλληφθεί και είχε υποστεί ξανά βασανιστήρια. Ερχόταν συχνά, κυρίως μετά την πτώση της χούντας, και ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος.

Κατά την μεταπολίτευση γνώρισα τον φιλόσοφο, τον «καλόν καγαθόν» Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο. Με σύστησε η Μπέλα, παρακαλώντας τον να μας διηγηθεί τι σκεφτόταν στη Μακρόνησο. Η διήγησή του ήταν συγκινητική. Μας διηγήθηκε ότι, την ώρα που τον βασάνιζαν οι αλφαμίτες του στρατοπέδου, σκεφτόταν πώς θα αντιδρούσαν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης σε μια παρόμοια περίπτωση και δεχόταν τα χτυπήματα των βασανιστών του χαμογελώντας.

Από τη σκέψη μου δεν φεύγει ο αγαπημένος μου σύντροφος και φίλος, Στέφανος Στεφάνου. Αυτός ο πάντα γελαστός και ευγενικός αριστερός, ο «Άγης» της Κατοχής. Ο Στέφανος εκείνη την εποχή, που δούλευε διορθωτής, συνεργαζόταν, μεταξύ των άλλων, και με τις εκδόσεις Παπαζήση. Όλοι τον εκτιμούσαν ως αγωνιστή και ως επαγγελματία. Ήταν από τους κορυφαίους διορθωτές - επιμελητές βιβλίων επί πενήντα χρόνια. Πολλά βιβλία του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, του Ιστορικού Αρχείου της Εθνικής Τράπεζας, των εκδόσεων Ολκός, των εκδόσεων Παπαζήση και άλλων εκδοτικών οίκων έχουν περάσει από τα χέρια του. Τελευταία φορά τον είδα και τον φωτογράφισα στην εκδήλωση που έγινε προς τιμήν του, στο παλιό Πιλοποιείο Πουλόπουλου, στα Πετράλωνα. Στον μακρύ βίο του, ο Στέφανος αγαπήθηκε πολύ από τους ανθρώπους. Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ.

Στα σπίτια των συγγραφέων πήγαινα εγώ τα βιβλία ή δοκίμια προς διόρθωση. Ανέφερα πιο πριν τον Γεώργιο Βλάχο. Είχα πάει ακόμη στο σπίτι του Σάκη Καράγιωργα στο Κουκάκι ή στο γραφείο του Γιάννη Φάτση στα Νέα, όπου κι άλλοι δημοσιογράφοι των Νέων εξέδιδαν στον Παπαζήση τα βιβλία τους. Είχα ακόμα γνωρίσει τον Σάκη Καράγιωργα, τον Αλέκο Παναγούλη, τον καλότατο καθηγητή Κώστα Σοφούλη, τον φίλο μου Γεράσιμο Νοταρά, τον σπουδαίο καθηγητή Αδαμάντιο Πεπελάση, τον αγαπημένο μου Θεόδωρο Π. Λιανό, την Έλενα Κλεώπα, τον καθηγητή Γεώργιο-Αλέξανδρο Μαγκάκη (ο αξιοπρεπέστερος Έλληνας που γνώρισα στη ζωή μου), τη Δανάη Μυλωνάκη και πολλούς άλλους.

Στου Παπαζήση, όπως προείπα, δεν δειγματίζαμε βιβλία. Έρχονταν συνήθως οι βιβλιοπώλες και αγόραζαν. Σε μερικές περιπτώσεις, όταν υπήρχε μεγάλη ανάγκη και δεν μπορούσαν να έλθουν οι ίδιοι ή δεν είχαν κάποιον να στείλουν, με μεγάλο προβληματισμό, ο Βίκτωρ έδινε εντολή να τους πάμε εμείς τα βιβλία. Ήταν παραχώρηση, επειδή δεν ήθελε να κουβαλάμε εμείς, οι υπάλληλοί του, βιβλία στους δρόμους.

Ο Βίκτωρ εκείνη την εποχή είχε αγοράσει ένα ρουμανικό αυτοκίνητο τύπου τζιπ. Ήταν ένα ARO, το οποίο πολύ συχνά βρισκόταν στο συνεργείο γιατί πάθαινε συνέχεια βλάβες. Μ’ αυτό πηγαίναμε στην αποθήκη, αρχικά κάτω από το πατρικό του σε μια κάθετο της Μιχαλακοπούλου και μετά στην Ανθούπολη, όπου συμμετείχα στη μεταφορά της. Το αυτοκίνητο αυτό ήταν η πρώτη σύνδεσή μου με τη Ρουμανία. Κάθε Σάββατο, ο Βίκτωρ και μια μεγάλη παρέα πήγαιναν στην Κατούνα της Εύβοιας όπου  είχε ένα κτήμα. Παρά τις προσκλήσεις του, δεν πήγα ποτέ. Δεν μ’ άφηναν τα κομματικά μου καθήκοντα…

Το καλοκαίρι του 1975 αποχώρησα από τις εκδόσεις Παπαζήση. Και παρά τις προτάσεις της Μπέλας να μιλήσει στον Γεράσιμο Νοταρά και να με προωθήσει προς πρόσληψη στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τραπέζης, προτίμησα να δοκιμάσω την τύχη μου ως εκδότης…

Δημήτρης Κανελλόπουλος

Ποιητής, συγγραφέας, εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Οροπέδιο. Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές Ομίχλη πέτρινη (1986), Σκυθικές ερημίες (1996), Σιγή ασυρμάτου (2005), Κλίνη σπόρου, καλή (2010), Το φράγμα της μνήμης (Οροπέδιο 2017) και τη συλλογή διηγημάτων Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες (2018). Ετοιμάζεται το βιβλίο του, Στα χρόνια του Κόκκινου Κόμη.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.