Με δέχτηκε με καχύποπτο ύφος, καθισμένος στην πολυθρόνα του, σε ένα γραφείο στο οποίο απαγόρευε να μπει τάξη. Τίποτε δεν προμήνυε την άνοιξη του 1976 που πρωτοπήγα με τον Βασίλη Σακκόπουλο, τη μεγάλη φιλία μας. Γίναμε αδερφοποιτοί! Ξημεροβραδιαζόμουν κάμποσα χρόνια στην Ζωοδόχου Πηγής 49, όπου βρισκόταν το μαγαζί του.
Ο Χρήστος Καρανάσης είχε γεννηθεί στο χωριό Φόνισσα Μεσσηνίας το 1930. Έκανε γυμνάσιο στην Πάτρα, όπου και έμαθε την τέχνη της τυπογραφίας, προφανώς τη προτροπή του πρώτου εξαδέλφου του, του τυπογράφου Τάκη Παπακυριακόπουλου, που είχε θητεύσει και στη Μακρόνησο. Από νέος έμεινε ορφανός από μητέρα. Αξίζει κανείς να διαβάσει το αυτοβιογραφικά του διηγήματα, Το τελευταίο καμίνι…
Εκεί γνώρισα τον Τάκη Παπακυριακόπουλο, πρώτο εξάδελφο του Καρανάση, που ήταν σπουδαίος τυπογράφος. Γνώρισα επίσης τον Νίκο Παππά και τη Ρίτα Μπούμη Παππά, καθώς και τον Γιώργο Φέξη, τελευταίο απόγονο της μεγάλης οικογένειας εκδοτών, εγγονό του ιδρυτού, γεννημένου το 1927. Ο Καρανάσης είχε κάνει αρκετές επανεκδόσεις λογοτεχνικών βιβλίων των εκδόσεων Φέξη, τα χρόνια της δικτατορίας πολλά βιβλία τους πωλούνταν από το Χρηματιστήριον του Βιβλίου, από τους πάγκους δηλαδή του Γιώργου Λαδιά, του μεγαλύτερου παλαιοβιβλιοπωλείου της Αθήνας εκείνη την εποχή, επί της οδού Ιπποκράτους 22.
Ο Τάκης Παπακυριακόπουλος ήταν συμμαθητής και στενός φίλος του ποιητή Μιχάλη Κατσαρού, από την εποχή του Γυμνασίου, στην Κυπαρισσία. Στην παρέα τους ήταν και ο Δημήτρης Κυριαζής, ιδιοκτήτης των Εκδόσεων Μνήμη που, εκείνα τα χρόνια, βρίσκονταν στην οδό Ακαδημίας και Μπενάκη, στο Μέγαρο Σκαμπαβία. Στην Κατοχή, αυτοί οι τρεις έκλεψαν την κάσα, κάποιους κυλίνδρους και χαρτί από το τυπογραφείο της εφημερίδας Ο Αγών της Τριφυλίας, των αδελφών Κωνσταντινίδη και, σε μια σπηλιά, τύπωναν μια αντιστασιακή εφημερίδα, καθώς και προκηρύξεις του ΕΑΜ. Με διάφορα υλικά τους τροφοδοτούσε κι ένας άλλος συμπατριώτης τους και φίλος του Παπακυριακόπουλου, ο Αντώνης Ρωμανός.
Ο Καρανάσης ήρθε στην Αθήνα μετά το στρατό και άρχισε ξανά να συνεργάζεται με τον Παπακυριακόπουλο. Δούλεψε σε τυπογραφεία και, προς το τέλος της δεκαετίας του 1960, άνοιξε ένα δικό του, σε έναν μικρό χώρο στην οδό Γιατράκου, στο Μεταξουργείο. Αργότερα, επί χούντας, το μετέφερε στη Ζωοδόχου Πηγής 49, στα Εξάρχεια.
Μου διηγόταν πώς ήλθε σε επαφή επί δικτατορίας με το ΠΑΚ και πώς έκλεισε ραντεβού με τον Παπανδρέου στην Ολλανδία, μέσω Βρυξελλών. Ο Καρανάσης ήταν μαγεμένος με την προσωπικότητα του Ανδρέα. Έπειτα από συνεννοήσεις μαζί του, γύρισε και εξέδωσε τα βιβλία του. Ήταν ο λόγος που, μετά το Πολυτεχνείο, η χούντα του Ιωαννίδη, έπειτα από βασανιστήρια στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, τον έστειλε εξορία στη Γυάρο. Σπαρταριστές ήταν οι διηγήσεις του από την περίοδο κράτησής του στην ΕΣΑ και οι διάλογοί του με τον Θεοφιλογιαννάκο, για τις εκδόσεις και για τα βιβλία του Ανδρέα Παπανδρέου:
«Πόσα βγάζεις ρε π…., από τα βιβλία αυτουνού του αλήτη;»
«Πολλά».
«Πόσα ρε; Θα σου δώσω τα διπλάσια… Λέγε πόσα, είκοσι, τριάντα χιλιάδες το μήνα; Πόσα; Θα σου δώσω τα διπλάσια…».
«Πιο πολλά…».
«Πόσα ρε;»
«Ένα εκατομμύριο την ημέρα…».
Παύση για μερικά δευτερόλεπτα. Μετά ο «σκύλος της ΕΣΑ» τον πλάκωσε στο ξύλο…
Εκδότης της Εξόρμησης
Ο Καρανάσης ήταν ασυμβίβαστος άνθρωπος και διώχτηκε πολλές φορές, φυλακίστηκε και εξορίστηκε γι’ αυτά που πίστευε. Στον βραχύ βίο του δημοσίευσε μερικές συλλογές διηγημάτων και ποιημάτων καθώς κι ένα βιβλίο, το Αγράμματων και ανειδίκευτων (1991), όπου περιγράφει τον βίο του κατά την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας. Μετά τη μεταπολίτευση εξέδωσε την Εξόρμηση, την εφημερίδα του ΠΑΣΟΚ, και το περιοδικό Ο Κόσμος των Αδεσμεύτων. Στις εκδόσεις με το όνομά του εξέδωσε τα ποιητικά βιβλία του, Ωσαννά! (1986), Μικρά κι ασήμαντα (1986), Τρία ποτήρια κρύο νερό (1986), Ο εικοστός ο πρώτος (1987) και Άγιοι και λείψανα (1989), καθώς και τις συλλογές διηγημάτων Το τελευταίο καμίνι (1986) και Στη σούδα της λεωφόρου (1987).
Όταν πρωτοπήγα εκεί, μου ανέθεσε να οργανώσω το αρχείο του Περιοδικού Ο Κόσμος των Αδεσμεύτων. Έβλεπε με μεγάλη συμπάθεια το Κίνημα των Αδεσμεύτων και λάτρευε τον στρατάρχη Τίτο, ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας και του Κινήματος των Αδεσμεύτων. Η έδρα του περιοδικού ήταν ένα μικρό διαμέρισμα στη οδό Μάνης 3, κάθετο δρομάκι στην Ζωοδόχου Πηγής που κατέληγε στη Μεσολογγίου. Επικρατούσε πλήρης ακαταστασία. Λίγες ημέρες μετά με κάλεσε στο μαγαζί του. Είχε ήδη έλθει σε ρήξη με το ΠΑΣΟΚ και είχε χάσει την όρεξή του για συνέχιση της έκδοσης του περιοδικού. Έκοψε και με την Εξόρμηση – την οποία, μετά τη χούντα, εξέδιδε με δικά του έξοδα. Αναζητώντας πληροφορίες για την Εξόρμηση στο ίντερνετ, δεν βρήκα να αναφέρεται οτιδήποτε για τον Καρανάση και για τη σχέση του με την εφημερίδα αυτή. Μόνο στο βιογραφικό του, στο σάιτ του ΕΚΕΒΙ, γίνεται μια μικρή αναφορά.
Η εφημερίδα μετά την αποχώρησή του, το 1976, συνέχισε με διευθυντή τον Δημήτρη Μαρούδα, μετέπειτα υπουργό Τύπου του ΠΑΣΟΚ, και στελέχη της τον Αντώνη Στρατή, προσωπικό φίλο του Ανδρέα από τα φοιτητικά χρόνια στη Νομική Αθηνών, τον Γιάννη Βουτσινά, τον Ανδρέα Χριστοδουλίδη και τον Σωτήρη Κωστόπουλο, ο οποίος και μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία συνέχισε να εκδίδει τα βιβλία του στις εκδόσεις Καρανάση. Ο ίδιος ο Καρανάσης, πάντως, δεν μπορούσε να διαχειριστεί την παραμονή του στα ανώτατα κλιμάκια του ΠΑΣΟΚ. Ήταν αυθόρμητος ερασιτέχνης της πολιτικής, δεν άντεχε να συγκρούεται με τους επαγγελματίες. Και απομακρύνθηκε.
Πολλές φορές τα μεσημέρια και σχεδόν όλα τα βράδια τρώγαμε στα μαγειρεία της Ζωοδόχου Πηγής και της Καλλιδρομίου ή στην πιτσαρία του Μάινα. Δευτέρες και Τετάρτες πηγαίναμε στην πλατεία Εξαρχείων για καφέ. Εκεί συναντούσαμε έναν ηλικιωμένο τυπογράφο, παλιό κομμουνιστή, τον Γιάννη Νικολακόπουλο, παλιό κομμουνιστή, που είχε μεταφέρει το τυπογραφείο του από το Μεταξουργείο στο υπόγειο της μπλε πολυκατοικίας. Ήταν πάντα κοστουμαρισμένος, ντυμένος στην πένα και όταν τον έβλεπα, μου θύμιζε τον Νίκο Γκάτσο. Ήταν μέγας εραστής της τσόχας και λάτρης του ωραίου φύλλου. Δίπλα από το δικό του τυπογραφείο, βρισκόταν άλλο ένα μικρότερο, του Λουκά Γιοβάνη – μιας άλλης περίεργης μορφής, που γνώρισα εκείνα τα χρόνια.
Ο Καρανάσης ήταν καυστικός και με πηγαίο χιούμορ. Ένας μεγαλοεκδότης της εποχής, του οποίου ο εκδοτικός οίκος δεν υπάρχει σήμερα, είχε αρχίσει να χτίζει στην Πεντέλη ένα σπίτι-καταφύγιο, έτσι καυχιόταν, για να σωθεί από τις ατομικές βόμβες που θα έριχναν οι Σοβιετικοί, όπως έλεγε, όταν θα ξεκινούσε μετ’ ολίγον, ο «θερμός πόλεμος», συνέχεια του Ψυχρού Πολέμου. Όταν το άκουσε ο Καρανάσης, σκέφτηκε λίγο και είπε: «Τώρα που έφτιαξε το πυρηνικό καταφύγιο ο Ηλίας […], είμαστε ευτυχισμένοι, γιατί από όλο το ελληνικό έθνος θα σωθεί το σπέρμα του κι έτσι θα συνεχιστεί η τρισχιλιετής ιστορία των Ελλήνων…».
Συνεργάτες μεταφραστές του ήταν η Φανή Κομνηνού (ή Δασκαλοπούλου, αν θυμάμαι καλά), η Μαίρη Αντωνοπούλου (που μετέφρασε το βιβλίο Σεξ και Ρατσισμός του Κάλβιν Χέρντον), ο Γιώργης Πικρός (Γιώργης Βαγιάκης) που επιμελήθηκε το βιβλίο του Νίκου Καρβούνη Καστανή βίβλος, Καταδίκη του Φασισμού, κι αργότερα ένα πολύτομο έργο για το Καλπάκι, ο Μιλτιάδης Κρητικός που μετέφρασε το βιβλίο Ο Νόμος Της Αξίας και ο Ιστορικός Υλισμός του Σαμίρ Αμίν, ο Σπύρος Σιδεράς, ο Κώστας Βαλέτας... Εξέδωσε βιβλία της Έλλης Αλεξίου, τα Άπαντα του Τσε Γκεβάρα, τα 4 φιλοσοφικά δοκίμια του Μάο Τσε Τούνγκ, το βιβλίο του Φερνάντο Αραμπάλ, Ζήτω ο θάνατος. Αργότερα συνεργάστηκε και ο Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης, μεταφράζοντας το βιβλίο του Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς, Απολύτρωση. [Τον Λεωνίδα Χατζηπροδρομίδη τον είχα γνωρίσει στο Τυπογραφείο του Δημήτρη Γκαντήραγα, το 1974. Είχε τότε ένα εκδοτικό, τον Αρμό, στη Ζωοδόχου Πηγής 3, πάνω από το βιβλιοπωλείο του Θανάση Καστανιώτη. Θυμάμαι μου χάρισε δύο βιβλία του Σαντιάγο Καρίγιο, γραμματέα του Ισπανικού ΚΚ και μία βιογραφία του Τρότσκι, γραμμένη από τον Ισαάκ Ντόιτσερ.]
Στου Καρανάση γνώρισα ακόμη τον Δημήτρη Λιβιεράτο, μορφή του τροτσκιστικού κινήματος, με τον οποίο γίναμε φίλοι. Ο Λιβιεράτος, ανιδιοτελής και φίλος του Μιχάλη Ράπτη, είχε παίξει κάποιο ρόλο στην Αλγερινή Επανάσταση εναντίον των Γάλλων τη δεκαετία του 1950. Είχε εκδώσει δύο βιβλία στον Καρανάση: την Αλγερινή Επανάσταση και το Ελληνικό Εργατικό Κίνημα. Πριν αποχωρήσω από το «Κόμμα» με είχε επηρεάσει πολύ, γρήγορα όμως αποδεσμεύτηκα από την επιρροή του, υιοθετώντας ακόμη πιο αριστερίστικες αντιλήψεις, οι οποίες κατέρρευσαν μπροστά στον τρόμο, που μου δημιούργησε ο υπαρκτός σοσιαλισμός στη Ρουμανία.
Η παρουσία μου στα βιβλία και στις εκδόσεις χωρίζεται σε δύο περιόδους: την πρώτη 1975-1976 και τη δεύτερη, μετά τις σπουδές μου στη Ρουμανία, το 1983-1985. Στη δεύτερη αυτή περίοδο, ο Χρίστος Καρανάσης επιχείρησε να αλλάξει τον προσανατολισμό των εκδόσεών του. Μέσα στην τρέλα μας, με ονόμασε άτυπο διευθυντή και ξεκινήσαμε ένα μακρόπνοο πρόγραμμα με έλληνες και ξένους συγγραφείς... Έτσι έφερα έναν καινούργιο κόσμο στο εκδοτικό. Έγιναν συνεργάτες ο αγαπημένος μου φίλος Δημήτρης Αρμάος, ο οποίος είχε μεταφράσει τη Διαλεκτική της Κρίσης του Κάρελ Κόσικ και το δοκίμιο του Έριχ Άουερμπαχ, Ο Μπωντλαίρ, τα Άνθη του κακού και το ύψος. Βγάλαμε και ωραία λογοτεχνία, θυμάμαι καλά Τα οράματα της Αγίας Κλάρας του Πάβελ Κόχουτ και το Αγαπητέ Πεθερέ του Μαγυάρου Τίμπορ Ντέρι. Είχαμε προγραμματίσει να εκδώσουμε και τον αγαπημένο μου Ντανίλο Κις, καθώς και ένα έργο της Κρίστα Βολφ, με την οποία είχα μια μικρή, υπόγεια αλληλογραφία, μέσω Βιέννης. Η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε. Στο αρχείο του Χρήστου Καρανάση μπορεί και να υπάρχουν οι απαντητικές επιστολές της ανατολικογερμανίδας συγγραφέα.
Εκείνα τα χρόνια επανασυνδέθηκα με τον Ηρακλή Λογοθέτη, παλιό φίλο από τον καιρό της δικτατορίας και του εκδώσαμε το πρώτο βιβλίο του, υπό τον τίτλο Παραληρηματική Ελεγεία για το κόκκινο και το μαύρο. Ήταν κι άλλοι στην παρέα: ο ζωγράφος Γιάννης Μαράβας του οποίου εκδώσαμε την μοναδική του ώς τώρα ποιητική συλλογή: Ο Αναχωρητής των λουτροπόλεων, ο αγαπημένος μου φίλος Ξενοφών Μπρουντζάκης του οποίου εκδώσαμε το πρώτο βιβλίο, τον Περίπατο πρώτο, ή ο τρυφερός και ευαίσθητος Χρίστος Αρβανιτίδης (τον φωνάζαμε «Σλαβομακεδόνα», γιατί ήταν παιδί πολιτικών προσφύγων στην Πολωνία και σπούδασε στα Σκόπια), νεότατος αδικαιολογήτως απών. Και πολλά άλλα ονόματα που γλιστρούν και χάνονται από τη μνήμη…