Η επανέκδοση του έργου του και μια συνέντευξη που δεν δόθηκε
Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη. Διηγήματα, Κίχλη, Αθήνα 2021, 96 σελ.
Η επανέκδοση της Οδοντόκρεμας με χλωροφύλλη ήταν το έναυσμα. Μια συνέντευξη με έναν συγγραφέα που χτίζει θαύματα με το λιτό και αυστηρό γλωσσικά ύφος του. Δεν έγινε δυνατή, ίσως γι’ αυτό φταίει η συγκυρία της πανδημίας. Αναζητήθηκαν, λοιπόν, οι απόψεις του σε παλαιότερες ραδιοφωνικές συνεντεύξεις του και τα έπεα πτερόεντα μπήκαν στο χαρτί. «Φαντάσου, ελληνικά ποιήματα».
***
Ο ολιγογράφος συγγραφέας, που απολαμβάνει της αποδοχής και της εκτίμησης των συναδέλφων του, δεξιοτέχνης του ύφους και των συγκινήσεων, και που τα απέριττα κείμενά του έχουν κάτι από την μελωδική προσωδία της ποίησης, Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, γεννήθηκε, το 1930, στον Πύργο της Ηλείας, από πατέρα δικηγόρο. Μετά το θάνατο του οποίου, το 1943, η οικογένεια πέρασε δύσκολες μέρες.
Tο 1949, τελειώνει το οκτατάξιο πρακτικό γυμνάσιο και βρίσκεται σε απελπισία· τα οικονομικά προβλήματα δεν του επιτρέπουν συνέχιση των σπουδών του· ένας συμμαθητής του του δίνει τη διέξοδο, μιλά για τις δωρεάν σπουδές στη στρατιωτική ιατρική σχολή της Θεσσαλονίκης. Αναγκαστικά την επιλέγει.
Το 1955, αποφοιτά ως στρατιωτικός γιατρός. Το 1958, προσπαθεί να φύγει από το στρατό και δεν τα καταφέρνει. Υπηρετεί σε πολλά μέρη της Βόρειας Ελλάδας, Καλπάκι, Βέροια, Νιγρίτα, Νάουσα, Καβάλα. Στην τελευταία μένει γύρω στα δέκα χρόνια, φτιάχνει το σπιτικό του με την αγαπημένη του σύζυγο, γιατρό, Νιόβη Κατάκη. Ασχολείται με τον κινηματογράφο και με τη λογοτεχνία. Με φίλους του λογοτέχνες ιδρύει τα περιοδικά Αργώ και Σκαπτή Ύλη, καθώς και την Κινηματογραφική Λέσχη της Καβάλας για τις ανάγκες της οποίας γράφει σχόλια και άλλα κείμενα. Το 1962. δημοσιεύει με ψευδώνυμο, στην Αργώ, το πρώτο του διήγημα με τίτλο «Οι Φρακασάνες». Το 1973, εκδίδει στη Θεσσαλονίκη την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, Οδοντόκρεμα με Χλωροφύλλη, χρησιμοποιώντας το κανονικό του όνομα παρά τη σχετική απαγόρευση της στρατιωτικής υπηρεσίας.
Το βιβλίο αγκαλιάζει η κριτική καθώς εντυπωσιάζει ο λιτός και περιεκτικός λόγος, η έλλειψη βαρύγδουπων επιθέτων και λυρισμού, η ελαφρά ειρωνεία και οι πολύ δυνατές αφηγηματικές εικόνες του. Από αυτή την πρώτη συλλογή καθιερώνεται ως μινιμαλιστικός διηγηματογράφος, ιδιότητα που ουδέποτε εγκατέλειψε στις επόμενες συλλογές του, ακόμη και στα δοκίμιά του.
Στο επόμενο διάστημα ώς το 1983, που αποστρατεύεται, εγκαθίστανται με την Νιόβη στην Αθήνα. Αργότερα δημιουργούν μια δεύτερη και αγαπημένη κατοικία στην Πάρο. Μένουν τον περισσότερο καιρό εκεί, ενώ ξεχειμωνιάζουν στην Αθήνα. Η πανδημία τους αποκλείει στην Αθήνα τα τελευταία δύο χρόνια.
Η γενέθλια του πόλη, το κτήμα όπου έμενε εκεί και οι μνήμες του από την παιδική και εφηβική του ηλικία, η φύση, η κατοχή και ο εμφύλιος, τα πρώτα στρατιωτικά χρόνια και γενικά η σκληρή εποχή τον γεμίζει με μνήμες, οι περισσότερες οδυνηρές που αρκετά αργότερα, επεξεργασμένες, τροφοδοτούν τα ευσύνοπτα διηγήματά του που στο σύνολό τους είναι ογδόντα οκτώ.
Η στρατιωτική υπηρεσία τον επηρεάζει πολλαπλά. Έρχεται σε επαφή με πολλούς τόπους και τους ανθρώπους τους, ωριμάζει ψυχικά και πνευματικά, ξεφεύγει από το περιοριστικό πλαίσιο του στρατού, ήπιος και ανεκτικός δέχεται τους ανθρώπους όπως είναι, κι αυτό εκφράζεται στα γραπτά του. Απ’ την άλλη πλευρά, ίσως για να ισορροπήσει τη γνωστή μελαγχολία και βαρεμάρα του στρατού, στρέφεται στην εφηβική του αγάπη, τη λογοτεχνία. Ενώ μπορεί η σύνταξη στρατιωτικών αναφορών και εγγράφων να τον έχουν επηρεάσει στον μινιμαλιστικό τρόπο της γραφής του.
Από το ξεκίνημα δουλεύει πολύ τα κείμενά του. Ισορροπούν μεταξύ πραγματικότητας, ονείρου και μεταλλαγμένης μνήμης. Είναι άχρονα και γι’ αυτό διαχρονικά. Διηγείται στο πρώτο πρόσωπο, με εικόνες στις οποίες η λιτή γραφή δίνει καθαρότητα και αναπάντεχη πληρότητα. Υπάρχει ένα σκληρό και σημαντικό, και κάποιες φορές ασήμαντο αλλά εμβληματικό βιωματικό γεγονός. Αυτά ονομάζει πραγματικότητά του που την προσδιορίζει ευρύτατα: συμμετέχουν όνειρα, μνήμες νεκρών φίλων, καθώς και ο βιωμένος χρόνος και τόπος. Βάζει το χέρι στον τύπο των ήλων, «η φρίκη κουβεντιάζεται», αποφεύγοντας όμως τους μεγάλους χαρακτηρισμούς, λυρισμούς ή άλλα φορτία. Τα δυνατά κείμενά του συνοδεύονται από κατανόηση, τρυφερότητα και αγάπη για τους ανθρώπους, αλλά και από χιούμορ, που ενίοτε φτάνει στη σαρκαστική ειρωνεία και την παρωδία. Η γλώσσα του ακριβής, πλούσια και πολύμορφη. Παραμένει σε όλη τη μακριά λογοτεχνική ζωή του εραστής της μικρής φόρμας (ακόμη και το μακρύ του ονοματεπώνυμο το μετατρέπει σε Η.Χ.Π.), παράλληλα δεν ξεχνά αγάπες και οφειλές σε ομοτέχνους του, γράφει δοκίμια γι’ αυτούς, αναδεικνύει τα προτερήματά τους.
Ενδιαφέρεται για την τελική εμφάνιση του βιβλίου που θα φθάσει στα χέρια του αναγνώστη, επιλέγει τυπογράφους που ενδιαφέρονται για την καλλιέπεια της έκδοσης, την οποία πάντα παρακολουθεί από κοντά. Είναι ασυμβίβαστος στην κατάκτηση της τελειότητας της έκδοσης, ενώ όλα του τα βιβλία είναι εικονογραφημένα από δόκιμους εικονογράφους.
Δημιούργησε, παρά το ευσύνοπτο της γραφής του, ένα μεγάλο σώμα διηγημάτων, δοκιμίων και κριτικών παρουσιάσεων άλλων λογοτεχνών, καθώς και συμμετοχών σε ποικίλα συλλογικά έργα, αφιερωμένο στη γυναίκα του, Νιόβη, την αεί πρώτη αναγνώστρια των κειμένων του.
Βιβλία του βραβεύονται, ενώ το 2015 παίρνει το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. Κάποια μεταφράζονται στα γαλλικά και τα αγγλικά, ενώ οι εκδόσεις Κίχλη, προβαίνουν σε μια μνημειακή και ποιοτική επανέκδοση (και το προσφέρουν στο ελληνικό κοινό), του συνολικού έργου του, καθώς αυτό παραμένει ζωντανό και επιθυμητό όχι μόνο από τους αναγνώστες των παλιών γενιών αλλά και των καινούργιων.
Τον Ιούλιο του 2021, το Books Journal, με την ευκαιρία της επανέκδοσης του έργου του, θέλησε να δημιουργήσει αφιερωματικό τεύχος για τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο και ζήτησε, δι’ εμού, συνέντευξή του. Απάντησε με το παρακάτω κείμενο:
Εν μέσω καύσωνος, πυρκαγιών και εξάρσεως της πανδημίας, έγκλειστος (επί πλέον!) στο διαμέρισμα των Αθηνών – «φαντάσου, ελληνικά ποιήματα…»
Με τη φράση «φαντάσου ελληνικά ποιήματα» παραπέμπει στο ποίημα «Ο Δαρείος», του Καβάφη. Θυμίζω ότι σ’ αυτό, σύμφωνα με τον ποιητή Φερνάζη, ο πόλεμος με τους Ρωμαίους δεν είναι κατάλληλος καιρός για να γραφούν «ελληνικά ποιήματα». Επικαλείται, λοιπόν, ο Η.Χ.Π., έναν άλλο πόλεμο, εκείνον της πανδημίας, καθώς και τις λοιπές αρνητικές κατάστάσεις του δύσκολου καλοκαιριού του 2021.
Η συνέντευξη που δεν έγινε
Για να προετοιμαστώ, ώστε να διατυπώσω τις ερωτήσεις, διάβασα κι άκουσα αρκετές συνεντεύξεις του. Διαπίστωσα ότι αυτές που έδωσε κατά καιρούς στο ραδιόφωνο είναι χαμένες για το σημερινό κοινό κι ότι θα μπορούσαν να αναστηθούν, δίχως αυτό φυσικά να σημαίνει ότι σήμερα δεν θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν οι σχετικές απαντήσεις του.
Παρακάτω, λοιπόν, υπάρχει μια συνέντευξη που δεν δόθηκε αυτούσια ποτέ. Οι απαντήσεις στις ερωτήσεις μου επιλέχτηκαν από ραδιοφωνικές συνεντεύξεις[i], είναι δόκιμες και ελπίζω η ανασύνθεσή τους να μην προσβάλει τον Η.Χ.Π. Η επιλογή τους έγινε από μένα και η σχετική ευθύνη φυσικά μου ανήκει.
Τα κείμενά σας είναι δουλεμένα, τίποτα δεν λείπει, τίποτα δεν περισσεύει. Η γλώσσα που χρησιμοποιείτε γοητεύει τον αναγνώστη, στοιχείο που επισημαίνεται κι από την κριτική. Πέρα απ’ αυτό, έχετε ενδιαφέρον και για τη συνολική παρουσίαση του κειμένου σας. Θα θέλατε να τα σχολιάσετε αυτά;
Όσον αφορά τη γλώσσα που χρησιμοποιώ, νομίζω ότι είναι μια τελείως φυσιολογική εξέλιξη, όταν έχουμε πίσω μας έναν Παπαδιαμάντη, έναν Βιζυηνό, είναι κωμικό να μιλάμε για μια γλώσσα που αρχίζει δήθεν από μας. Εμείς δεν έχουμε παρά να συνεχίσουμε τη γλώσσα, όσο μπορούμε, αυτών που προϋπήρξαν, προσαρμόζοντάς τη στα σημερινά δεδομένα. Ακριβώς από αυτήν την άποψη είμαι όχι απλώς αντίθετος, αλλά θεωρώ τελείως εγκληματική πράξη και ως ύβρη την επιβολή του μονοτονικού στη γλώσσα μας.
Επίσης, δεν μπορώ να αντιληφθώ ένα τυπογραφείο που δεν ξέρεις τον τυπογράφο. Δεν μπορώ να δουλέψω σε τέτοιους χώρους. Πρέπει να πω ότι τα κείμενα που γράφω τα φαντάζομαι και τυπωμένα. Και όταν λέω τυπωμένα, να τυπωθούν με το χέρι, ει δυνατόν, με στοιχεία της κάσας. Να τυπωθούν σε επίπεδο πιεστήριο. Να υπάρχουν όλα τα σημάδια της παράδοσης αυτής της τέχνης. Να έχουν μπει βαρείες εκεί όπου πρέπει, οι οποίες δεν είναι απλώς θέμα παράδοσης, είναι και θέμα έκφρασης, αν δηλαδή οι εκφωνητές μας ήξεραν να διαβάζουν και τι σημαίνει μια βαρεία και τι σημαίνει μια οξεία αλλιώς θα διάβαζαν το γιατί όταν έχει οξεία και αλλιώς όταν έχει βαρεία. Άλλο πράγμα σημαίνει το ένα και άλλο πράγμα σημαίνει το άλλο. Αυτά όλα με απασχολούν πάρα πολύ και γι’ αυτό τους τυπογράφους τους σέβομαι απολύτως.
Είναι γνωστό ότι υπηρετείτε και αγαπάτε τη μικρή φόρμα. Με την πάροδο του χρόνου τα κείμενά σας μάλλον γίνονται πιο ολιγόλογα. Είχατε πει κάποτε ότι θα ήσασταν δυστυχής αν είχατε παρασυρθεί και γράφατε μυθιστόρημα. Είστε ευτυχής που παραμείνατε απαρέγκλιτα στο μικρό αφήγημα;
Με πάθος εξακολούθησα να καλλιεργώ μια τέτοια τέχνη, του μικρού, και δεν ταυτίζω τα πολλά βιβλία, τα χοντρά βιβλία με τα μυθιστορήματα. Δόξα τω Θεώ, εγώ δεν υπέκυψα, ούτε ποτέ αισθάνθηκα την ανάγκη να κάνω ένα μυθιστόρημα. Αν το είχα κάνει, ναι, θα ήμουν σήμερα δυστυχής με την τροπή που έχει πάρει ο όρος μυθιστόρημα εν Ελλάδι. Θεωρώ ότι είναι διαφορετικά τα είδη. Δεν είναι εύκολο, για να μην πω ότι δεν είναι δυνατόν, ένας διηγηματογράφος να γράφει μυθιστόρημα όπως δεν είναι δυνατόν ένας μυθιστοριογράφος να γράφει ένα καλό διήγημα. Οι τεχνικές είναι τελείως διαφορετικές, οι όροι είναι τελείως διαφορετικοί. Δεν είναι δυνατόν να κάνουν και τις δύο δουλειές. Πιστεύω ότι είναι θέμα όχι μόνο τεχνικής, είναι θέμα δομής, αναπτύσσεται με τελείως διαφορετικό τρόπο κι ένας διηγηματογράφος σαν και μένα που τα κείμενά μου είναι βραχέα, δεν είναι καθόλου εύκολο να γράψει ένα μυθιστόρημα που απαιτεί άλλες προϋποθέσεις.
Στο διήγημά σας, «Οι τέσσερις δεκάρες του Αποστόλη του Κακόμη», στη συλλογή Μπάνιο με τον Γιάννη, το κύριο πρόσωπο είστε εσείς ο ίδιος. Σε μια περικοπή του ο φούρναρης της Σκιάθου ρωτά: «ξένος είσαι;» και απαντάτε: «ξένος». Αν συνέχιζε και σας ρωτούσε, «από πού;» τι θα απαντούσατε;
Γεννήθηκα και έζησα μέχρι τα δεκαοχτώ μου χρόνια στον Πύργο της Ηλείας. Σε μια επαρχιακή πόλη στη χειρότερή της ώρα, της παρακμής, και την ώρα που μετανάστευε η πόλη ομαδικά και μετεκινείτο από τον Πύργο στην Αθήνα. Υπήρχαν είκοσι χιλιάδες κάτοικοι στον Πύργο και σε λίγο, σε λίγα χρόνια, έγιναν είκοσι χιλιάδες Πυργιώτες στην Αθήνα. Αυτό σημαίνει ότι άδειασε κυριολεκτικά η πόλη. Δεν έμεινε τίποτα απολύτως, και ξαναγέμισε από επήλυδες, από χωριά. Αισθάνομαι παρ’ όλα αυτά Πυργιώτης.
Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα κατάγονται από τον Πύργο: εσείς, ο Τάκης Δόξας, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Γιώργης Παυλόπουλος, ο Νίκος Καχτίτσης, κ.ά. Αποτελεί φαινόμενο, χωρίς βέβαια να μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε κάποια ιδιαίτερη παράδοση, σχολή, ή άλλο συνεκτικό στοιχείο. Υπάρχει κάποια εξήγηση; Και κάτι άλλο: τους γνωρίσατε όλους αυτούς πριν φύγετε από τον Πύργο;
Ο Πύργος είχε μια ανεξάρτητη δυναμική, είχε ολόκληρη λογοτεχνική συντροφιά δημιουργήσει, με τον Πυργιώτικο «Παρνασσό», με το περιοδικό Οδυσσέας. Αλλά αυτοί ήταν μεγαλύτεροι από μένα, εγώ δεν τους παρακολουθούσα τότε. Ο Τάκης Δόξας ήταν που διέφερε, και που έγραφε, ήταν επιμελητής, σε ορισμένες φιλολογικές σελίδες εφημερίδων, έβγαζε βιβλία. Αυτός ήταν που ακουγόταν, αυτόν βλέπαμε, και κατά κάποιον τρόπο αυτόν θεωρούσαμε ότι πρέπει ν’ ακολουθήσουμε. Μέσα εκεί στον Οδυσσέα υπήρχαν και οι δύο ποιητές, ο Τάκης Σινόπουλος και ο Γιώργης Παυλόπουλος, δεν τους γνώριζα τότε (για να γνωρίσω τον Παυλόπουλο κατέβηκα ειδικά στον Πύργο όταν πια είχαν περάσει τα χρόνια)· ήταν φίλοι μου και τους αγαπώ εξαιρετικά· βλέπει κανείς στον Οδυσσέα όλο το δυναμικό της περιοχής. Στο περιοδικό αυτό υπάρχουν και τα πρώτα κείμενα (το δεύτερο ή το τρίτο κείμενο) του Καχτίτση.
Τον Καχτίτση τον γνωρίσατε πριν φύγετε από τον Πύργο;
Παρ’ όλο που πιστεύεται το αντίθετο, δεν τον είχα γνωρίσει. Είδα για πρώτη φορά το βιβλίο του, τον Εξώστη (ήταν η πρώτη επαφή που είχα με τα κείμενά του), το ’64· βγήκε στη Θεσσαλονίκη, και δημιούργησε ένα δεύτερο ωραίο βιβλίο, επειδή καθυστερούσε η έκδοση, την Περιπέτεια ενός βιβλίου.
Ο Πεντζίκης μου μιλούσε γι’ αυτόν, τον εκτιμούσε ιδιαιτέρως, και μου είπε να του στείλω κάτι, ή του έγραψε ο Πεντζίκης, δεν θυμάμαι πώς έγινε, όταν ο Καχτίτσης βρισκόταν στον Καναδά για ν’ αρχίσουμε μια ανταλλαγή και μια επαφή. Αλλά δεν πήρα ποτέ κάτι απ’ τον Καχτίτση.
Τα κείμενά του όμως μ’ ενδιέφεραν πάρα πολύ και, όπως είναι γνωστό, έχω γράψει πάρα πολλά και πάρα πολλές φορές και για τα βιβλία του Καχτίτση, και για τον ίδιο. Έχω κάνει δημοσιεύματα, πολεμικές, και εχθρούς, ένα φεγγάρι, για το γεγονός ότι είχαν χαθεί τα βιβλία του. Δυστυχώς, όταν άρχισαν να επανεκδίδονται, μετά από είκοσι χρόνια, κατά κάποιον τρόπο είχε χαθεί το τρένο. Ήταν αργά. Τότε που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα λογοτεχνικά πράγματα στην Ελλάδα δεν υπήρχαν. Τα εξέδιδε σε τρακόσια, το πολύ σε πεντακόσια αντίτυπα, τα χάριζε σε μερικούς φίλους και τα άλλα διέλαθαν από δω κι από κει.
Το έργο σας είναι βιωματικό. Μπορεί κανείς να δει σ’ αυτό τα παιδικά και εφηβικά σας χρόνια στον Πύργο, τα νεανικά σας στο Καλπάκι, στην Καβάλα, στη Νάουσα, στη Νιγρίτα, στη Θεσσαλονίκη. Θα θέλατε να το σχολιάσετε αυτό;
Ναι, υπάρχουν κείμενα που υποδύονται τα αυτοβιογραφικά. Εν τινι μέτρω είναι, αλλά τα πρόσωπα έχουν υποστεί σημαντικές αλλαγές. Το ένα πρόσωπο είναι πολλά. Τα γεγονότα δεν είναι ακριβώς έτσι, οι αντιδράσεις δεν είναι ίδιες. Το πρώτο πρόσωπο με διευκολύνει όταν γράφω να ταυτίζομαι με τον αφηγητή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοβιογραφούμαι. Υπάρχει ένας κορμός, υπάρχει ένας πυρήνας μιας ιστορίας, υπάρχει ένα συνταρακτικό γεγονός, ή και ασήμαντο γεγονός, τελείως ασήμαντο που μου έχει δώσει το έναυσμα για ένα διήγημα. Όμως υπάρχουν τόσο συνταρακτικά γεγονότα που δεν μπορώ να τα περάσω άμεσα στη διηγηματογραφία.
Για να μπορέσετε να αντλήσετε συγγραφικό υλικό από οδυνηρά βιώματα πρέπει να γίνουν μνήμες, είπατε κάποτε.
Έντονες μνήμες, και εφόσον έχει παρεμβληθεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κι έχουν κατασταλάξει τα πράγματα, αποτελούν τον πυρήνα διηγημάτων. Το ίδιο και ασήμαντα γεγονότα, τελείως ασήμαντα. Όπως προανέφερα. Ένα, ας πούμε, ξεκινάει από ένα εισιτήριο λεωφορείου (τόσο ασήμαντο), αλλά πίσω από αυτό υπάρχουν θα έλεγα πάλι συγκλονιστικά γεγονότα, γιατί το εισιτήριο το δίνει μια ηλικιωμένη που αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να κυκλοφορεί πια με λεωφορεία, ότι γίνεται ανήμπορη, και ένα τόσο απλό γεγονός, όσο το να σου δώσουν ένα εισιτήριο λεωφορείου, μπορεί να μετουσιωθεί σ’ ένα συνταρακτικό διήγημα. Η μνήμη είναι προϋπόθεση, αλλά βέβαια ό,τι γράφεται δεν σημαίνει ότι έχει βιωθεί κατά τον τρόπο που γράφεται. Όμως είναι χαρακτηριστικό ότι έχω ανάγκη ενός πράγματος για να γράψω. Δεν μπορώ να γράφω, δεν μπορώ να κατασκευάζω, δεν μπορώ να υπηρετώ αφηρημένες ιδέες, μου είναι αδύνατον. Πρέπει να υπάρχει ένα υπόβαθρο μνήμης και να υπάρχει κάποιο απ’ το πράγμα.
Ναι, «όλα είναι πραγματικά και όλα είναι επινοημένα», είπατε κάποτε. Αλλά ας έλθουμε σε ένα άλλο ζήτημα: είναι φανερή η αγάπη και η διαχρονική σχέση σας με τη γενιά των ελλήνων πεζογράφων του 1880. Ακολούθως, οι αγάπες σας έρχονται σε πολύ πιο κοντινούς, χρονολογικά, πεζογράφους, τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, τον Νίκο Καχτίτση…
Αγαπώ αυτούς τους νεότερους πεζογράφους. Για τον Καχτίτση ήδη σας είπα μερικά πράγματα. Όχι μόνο τους αγαπώ αλλά μ’ έχουν επηρεάσει. Το περίεργο είναι να επικαλούμαι τον Πεντζίκη ότι μ’ έχει επηρεάσει, με τον οποίο δεν έχω τίποτα το κοινό στα γραφτά, αλλά μ’ έχει επηρεάσει στον τρόπο να βλέπω τα πράγματα. Θυμάμαι μια φορά στην Καβάλα, όταν έγραφα τα πρώτα μου διηγήματα, είχε έρθει ο Πεντζίκης, και διάβασα ένα, το οποίο περιλαμβάνεται στην πρώτη συλλογή του 73, στην Οδοντόκρεμα με Χλωροφύλλη, ένα διήγημα με τίτλο «Η Ανάσταση». Όταν τελείωσα ο Πεντζίκης έμενε σιωπηλός, δεν έδειχνε καμιά αντίδραση, και με κοίταζε έτσι περιμένοντας να πω και κάτι άλλο. Οπότε αναγκάστηκα να τον ρωτήσω αν του άρεσε. Μάλλον άρχισα να δικαιολογούμαι κάπως, είπα: «Θέλω να πω, μ’ αυτά που γράφω», οπότε τινάχτηκε πάνω: «μα γιατί δεν τα λες;». «Πες τα πράγματα, μίλησε γι’ αυτά, περίγραψε αυτά».
Αυτή η παρατήρησή του σας επηρέασε καθοριστικά; Αποτέλεσε σημείο στροφής;
Με επηρέασε, όχι βέβαια, μόνο η παρατήρηση αυτή καθ’ εαυτή, αλλά τα βιβλία του, ο τρόπος με τον οποίο δούλευε ο Πεντζίκης· το γεγονός ότι επικέντρωνε στα πράγματα την περιγραφή του· ότι δεν του άρεσαν οι αφηρημένες ιδέες· ότι, προσπαθούσε να είναι ειλικρινής, να μην έχει πόζες. Το ίδιο και ο Παπαδιαμάντης, το ίδιο και ο Καχτίτσης. Όλα αυτά μου είχαν κάνει τρομερή εντύπωση και σιγά σιγά καταλάβαινα ότι κάπως έτσι θα ήθελα να μπορώ να γράψω. Έπειτα τους θεωρούσα σαν πιθανούς αναγνώστες. Δηλαδή όταν αποτολμούσα να γράψω κάτι έλεγα, «αν το διάβαζε ο Πεντζίκης, αν το διάβαζε ο Καχτίτσης, αν το διάβαζε ο Παπαδιαμάντης, πώς θα αντιδρούσε;» Ήθελα λοιπόν να είναι θετική η αντίδραση και προσπαθούσα να κινηθώ σε τέτοια πλαίσια που να μην προκαλέσω την μήνι αυτών που θαύμαζα.
Μένετε όπως είπατε, στα πράγματα. Ακόμη και σε περιπτώσεις που είναι φανερό ότι προέρχονται από πολύ οδυνηρές και πολλαπλά φορτισμένες εμπειρίες το συναίσθημα, η γενίκευση, η ιδεολογική ματιά, απουσιάζει, αυτό δίνει δύναμη στο κείμενο, πράγμα που χαρακτηρίζει όλο το έργο σας. Θα θέλατε να μας μιλήσετε λίγο περισσότερο γι’ αυτό;
Βρήκα ότι σ’ αυτό το κλίμα, έτσι, μπορούσα να κινηθώ. Αυτό ήθελα να κάνω. Να πω τα πράγματα. Αλλά έπρεπε να βγάλω από πάνω μου τα φορτία, τις μεγάλες φράσεις, τα βαρύγδουπα επίθετα, τα λυρικά που κουβαλούσαμε από την επαρχία. Ήταν δύσκολο ν’ απαλλαγώ από τα φορτία. Και είναι χαρακτηριστικό ότι μια φορά, ο Δόξας, που μιλούσαμε στον Πύργο, είχε δει την πρώτη μου συλλογή, μου έκανε την αντίθετη παρατήρηση: «Ωραία τα γράφεις, αλλά βάλε και λίγο λυρισμό».
Το κείμενο δεν βιάζομαι να το βγάλω να το δημοσιεύσω, και αφού τελειώσει, το βλέπω αρκετές φορές, γιατί μ’ ενδιαφέρει, έξω από όλα όσα είπαμε, μ’ ενδιαφέρει η μορφή, μ’ ενδιαφέρει το ύφος, μ’ ενδιαφέρει η γλώσσα, πρέπει να το δουλέψω.
Είχατε πει ότι ένα διήγημα που θα θέλατε να είχατε γράψει εσείς είναι ο «Κακόμης» του Παπαδιαμάντη.
Είναι ίσως από τα πιο άγνωστα, περνάει κάπως απαρατήρητο. Ένα διήγημα τελείως απλό. Ο Κακόμης είναι ένας χαμάλης, ο οποίος ζει μεταφέροντας από το λιμάνι, στη Σκιάθο, πράγματα και τρώει κάθε μέρα ένα φαγητό, τρώει γιουβέτσι, του το φτιάχνουν στο φούρνο, και όταν είναι νηστεία δεν βάζει λάδι, κι αυτό που κερδίζει, την πεντάρα που κερδίζει από το λάδι, τη δίνει σε κάποιον άλλο που δεν δούλεψε εκείνη τη μέρα. Τον βρίσκουν κάποτε νεκρό, τα παιδιά της γειτονιάς, σ’ έναν αχερώνα που έμενε, και βρίσκουν τη χαμαλίκα του, δηλαδή αυτό πάνω στο οποίο ακουμπούσε τα φορτία που μετέφερε (είναι του Αϊ Γιαννιού του Κλείδωνα), την παίρνουν τα παιδιά, τη χαμαλίκα, την καίνε και χορεύουν γύρω γύρω. Ναι, αυτό το διήγημα θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ.
Ναι, το δικό σας, «Οι τέσσερις δεκάρες του Αποστόλη του Κακόμη», ουσιαστικά είναι συνέχεια του διηγήματος του Παπαδιαμάντη. Και στα δύο κεντρικό ρόλο στην αφήγηση παίζει το γιουβέτσι στο φούρνο του Βούλγαρη. Εσείς, ως ήρωας του διηγήματός σας, τρώτε απ’ αυτό το γιουβέτσι. Πιστεύετε ότι τρώτε από το ίδιο πνευματικό γιουβέτσι με τον Παπαδιαμάντη;
Βέβαια, δεν θα τολμούσα να συγκριθώ με τον Παπαδιαμάντη, όμως οφειλές υπάρχουν. Μπορεί να τις δει κανείς σ’ ένα από τα κείμενα του βιβλίου μου, Επί πτίλων αύρας νυκτερινής, όπου έχω πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη· συγκεκριμένα στο «Εγκώμιον του διηγηματογράφου». Ακόμη και τεχνικές οφειλές, πώς αρχίζει ο Παπαδιαμάντης ένα διήγημα, πώς το κλείνει, πώς κλείνει ένα διήγημα με μια ερωτηματική φράση.
Σε κάποια διηγήματά σας μοιάζει ν’ αποχαιρετάτε ένα πρόσωπο, όπως π.χ., στα: «Ο Νίκος ο Σερέτης», ή στο «Μπάνιο με τον Γιάννη». Όταν κληθήκατε στην εκπομπή Προσωπική ανθολογία, τα κείμενα που ανθολογήσατε αφορούσαν όλα το θάνατο. Σας αρέσει ως θέμα ο θάνατος;
Όχι, δεν μου αρέσει, δεν έχω κανένα είδος νεκροφιλίας. Απλώς ήθελα να βρω ένα θέμα από τα συνταρακτικά της λογοτεχνίας, και νομίζω ότι το συνταρακτικότερο είναι ο θάνατος. Η γενιά η δική μου είχε τη θλιβερή ευκαιρία να έχει άμεση επαφή με τον θάνατο, τόσο στην κατοχή, όσο και μετά, στον εμφύλιο. Ήταν καθημερινό γεγονός το να βλέπεις όχι απλώς πεθαμένους αλλά ανθρώπους να εκτελούνται, να σκοτώνονται, να σκυλεύονται.
[i] Οι συνεντεύξεις του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου δόθηκαν στις εκπομπές, Πορτρέτα δημιουργών του Γιάννη Κοντού, 3/1/1984, και Δώδεκα και μισή, των Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχου, 21/2/1998. Τις κατέγραψε και τις διέσωσε στη Φωνοθήκη του ο Γιώργος Ζεβελάκης που ευγενικά μού τις παραχώρησε.