Κοινό χαρακτηριστικό των κειμένων του αποτελεί όχι ο ευθυμογραφικός ή παρωδιακός, αλλά ο κομψά παιγνιώδης τόνος. Μια ανάμνηση που αναδύεται απ’ το παρελθόν, μια διαπίστωση που αφορά τον περίγυρο, μια παρατήρηση που σχολιάζει το παρόν, αλλά και ένας συνειρμός, ένα όνειρο ή μια σκέψη παράγουν ευρύτατο φάσμα συγκινήσεων. Μαζί λοιπόν με το φιλοπαίγμον βλέμμα υπάρχει και η βαθιά νοσταλγία, μαζί με το ειρωνικό σκώμμα υπάρχει και η ενοχή, μαζί με τις ξεκαρδιστικές σκηνές υπάρχει και η υφέρπουσα λύπη. Πρόκειται για έναν τεράστιο συναισθηματικό πλούτο που, δοσμένος υπαινικτικά, συχνά οδηγεί σε μια συγκινησιακή αποκάλυψη, σε μια έλλαμψη, σε μιαν επιφάνεια. Η διαύγεια στην έκφραση και η σαφήνεια στην πλοκή, μαζί με την προσήλωση του πεζογράφου στη φαινομενική λεπτομέρεια, τον τοποθετούν στο μινιμαλιστικό ρεύμα. Μέσα στο περιβάλλον βουλιμικής πλησμονής και έντονης ψυχικής δυσφορίας, το έργο προσκαλεί τον αναγνώστη να επικεντρωθεί στο μικρό, στο σεμνό και στο απέριττο· και η ξεχωριστή του τεχνική κάνει τα καλοζυγισμένα του διηγήματα να απογειώνονται ανάλαφρα, και με την πτητική τους τάση να εξαφανίζουν την καταθλιπτική διάθεση της ύπαρξης και το καθημερινό άχθος.
Απόσπασμα από την μελέτη της Ελισάβετ Κοτζιά, Ελληνική πεζογραφία 1974-2010. Το μέτρο και τα σταθμά (Πόλις, 2020), σ. 428-429.