Φυσικά το παλιό πλεονέκτημα της στοχαστικής αναφοράς των τοπίων παραμένει. Θεωρώ αξεπέραστες τις περιγραφές των τοπίων του Πηλίου που περιέχονται σε κάποια διηγήματα.
Το αστείο είναι ότι εκεί, στα ίδια τοπία διάβαζα κι εγώ αυτό το καλοκαίρι το βιβλίο του. Δεν μπορούσα όμως, παρ’ όλο που βρισκόμουν ξαπλωμένος κάτω από λιόδεντρα και μουριές, να τα δω με τα μάτια τού Μιχάλη Μοδινού. Δεν έβλεπα αυτόν τον άλλο ομορφότερο και ολοκληρωμένο περιβάλλοντα κόσμο του βιβλίου. Τον γοητευτικό κόσμο που δημιουργούσε η στοχαστικότητά του, η λογοτεχνία του. Ιδιαίτερα αναφέρομαι στο διήγημα: «Φθινόπωρο ή Μνήμα ίσον Μνήμη»: λυρικά πεζά περιγράφουν αλλά και στοχάζονται με πυκνότητα και μεγάλη γοητεία πάνω στα ασυνήθιστα και αντιφατικά ερεθίσματα που προσφέρει η φθινοπωρινή φύση στο Πήλιο. Για παράδειγμα, οι φράσεις: «Καμιά φορά, όταν η νοεμβριάτικη μέρα αποκτά την ομορφιά και το άρωμα του ξινόμηλου, στρίβει σε κάποιον δασικό δρόμο. Αφήνει το αυτοκίνητό του στο πρώτο πλάτωμα και παίρνει ένα από εκείνα τα φιδωτά μονοπάτια που εξερευνούσε κάποτε τα καλοκαίρια με τον πατέρα του. […] Αναζητά μέσ’ από τις τούφες της ομίχλης που σέρνονται στην πλαγιά τα λασπωμένα τμήματα του μονοπατιού, τις προκατακλυσμιαίες καφετιές φτέρες, τους σπογγώδεις λεκέδες από τις λειχήνες και τις σκόρπιες πέτρες τις λειασμένες από τα μούσκλια» κ.λπ.
Φυσικά το βιβλίο δεν εξαντλείται στην ωραιότητα των περιγραφών του περιβάλλοντος, αλλά συζητά με πολλαπλούς τρόπους τις σχέσεις των φύλων, εξυμνώντας τη γυναίκα σε όλες τις παραμέτρους της. Δημιουργεί πυκνά γοητευτικά και απολαυστικά κείμενα με βασικές ηρωίδες γυναίκες. Ενώ σε κάποια είναι η σε πρώτο πρόσωπο ανώνυμη αφηγήτρια. Νομίζω ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί σημαντική μετατόπιση των ενδιαφερόντων του συγγραφέα.
Οι ηρωίδες και οι ήρωές του είναι δάνεια από λογοτεχνικά κείμενα τα οποία με τα χρόνια απέκτησαν μορφή μύθου. Ίσως προτείνει ότι ο κόσμος των μύθων ενδιαφέρει πιο πολύ από τον βιωμένο κόσμο. Ίσως ντύνει μ’ αυτούς δικά του βιώματα για να τα ομορφύνει. Ίσως τα καλύπτει για να τα κρατήσει αποκλειστικά προσωπικά και πολύτιμα, καθώς δεν θέλει να τα περιβάλει με την αποφορά της λογοτεχνίας.
Το εύρημα αυτό, που το χρησιμοποιεί μάλλον σε όλα τα διηγήματα, του προσφέρει συγγραφική ελευθερία για την πολλαπλότητα των χαρακτήρων του. Απογειώνεται από τη σύμφυτη, όπως λέει και ο ίδιος, «αποφορά της Ιστορίας» που μπορεί να ενυπάρχει σ’ ένα αυτούσιο βίωμα. Στάσεις, απόψεις ζωής κι ονόματα πολλών και διαφόρων άλλων συγγραφέων ή ηρώων, η εκτεταμένη διακειμενικότητα στην αφήγηση δηλαδή, προσθέτουν μια κοσμοπολίτικη διάσταση στο βιβλίο.
Τη λογοτεχνική δημιουργία του Μιχάλη Μοδινού στο μυαλό μου την παρομοιάζω με το πέταγμα μιας ωραίας πεταλούδας από οικοσύστημα σε οικοσύστημα, από αντίληψη σε αντίληψη, από λουλούδι σε λουλούδι, δράση δίχως σκοπό: απλώς, ακολουθεί την ομορφιά και, ασυνειδήτως, μεταφέρει γύρη (μαζί με σκόνη) και γονιμοποιεί. (Μιχάλη, συγχώρα με, ξέρω πόσο πολύ δουλεύεις και πόσο κόπο περιέχουν τα κείμενά σου). Προκύπτουν έτσι όμορφα και χρήσιμα για το ταξίδι της ζωής λογοτεχνήματα που έχουν τη χάρη του απλού αυθεντικού και άδολου. Ή μήπως όλο αυτό αποτελεί κυνήγι της ομορφιάς που καταργεί την πάλη των τάξεων, του ωραίου, στο οποίο το θήραμα διαμορφώνει τον κυνηγό;
Ο Μοδινός είναι «μύστης» της λογοτεχνίας – μιας θρησκείας χωρίς θεό, που επιμένει να θέλει να δώσει νόημα στο άναρχο σύμπαν και στην τυχαιότητα του γίγνεσθαι. Είναι συνέχεια μιας παράδοσης, όπου οι αρχαίοι αλλά και πιο σύγχρονοι μύστες προβλέπουν Παραδείσους και Αταξικές Κοινωνίες.
Υιοθετεί αντιλήψεις: Χωρίς στόχους η δράση, λέει ο ΝτεΛίλλο. Κινείται για να μην γκρεμιστεί, ο Λουίς Κάρολ. Όμως, τι απελπισία που είναι η αντίληψη ότι κινούμαστε απλώς για να καταφέρνουμε να υπάρχουμε; Αλλά συγχρόνως πόσο σωστική. Διέξοδος από την κυνικότητα και τον πεσιμισμό. Επιστροφή στη γη.
Στη συνέχεια, στην απέναντι σελίδα, παρουσιάζω απόσπασμα από το πρώτο διήγημα, «Ένα Νόμπελ για τη Ρεμέδιος», που μοιάζει να συνεχίζει την αφήγηση του Μάρκες στο Εκατό χρόνια μοναξιά και να διατηρεί τον μαγικό του ρεαλισμό. Η επιλογή μου έγινε με το κριτήριο που μου εμφύσησε ο ίδιος ο συγγραφέας, δηλαδή εκείνου της απόλαυσης της ομορφιάς.
Η ωραία Ρεμέδιος ξαναζεί
Απόσπασμα από διήγημα του Μιχάλη Μοδινού
«Με λένε Ρεμέδιος», είπε λάμποντας κάτω από το φως των πυροτεχνημάτων. «Έφερες γούρι στη χώρα μου απ’ ό,τι φαίνεται», πρόσθεσε χαμογελώντας κι έκανε μια πλατιά χειρονομία κυκλώνοντας στην πλατεία, την Ινκουισισιόν, το Αρσενάλ, τα καμπαναριά και όλη την παλιά πόλη.
Συστήθηκα από τη μεριά μου. «Άσε με να μαντέψω το επίθετό σου», είπα. «Μπουενδία, Ρεμέδιος Μπουενδία» πρόφερα αργά τις συλλαβές κι εκείνη απόμεινε έκθαμβη να με κοιτάει.
Έβαλε έπειτα τα γέλια. «Καλά το κατάλαβα πως είσαι μάγος», είπε. «Αλήθεια έχετε μάγους στη μακρινή σου χώρα;»
«Μπα», είπα «μιλάει το πεπρωμένο».
Στράγγισα το αγουαρδιέντε μου. Κεραστήκαμε άλλο ένα κι ο Ροντρίγκο μου έκλεισε το μάτι. «Ό,τι καλύτερο», ψιθύρισε στ’ αυτί μου διακριτικά. «Γενιές ολόκληρες σφάχτηκαν στο κατώφλι της».
Αργότερα χορεύαμε το «Colombia Tierra Querida» κάτω από τη στοά, μπροστά στην προβλήτα. Δεν χρειαζόταν να μιλάμε.
«Δεν είσαι κακός», είπε περιπαικτικά. «Μαθαίνεις γρήγορα».
Δασκάλα στη διάρκεια της εβδομάδας, εταίρα τα σαββατόβραδα. Έτσι ακριβώς την ήθελα. Πυροτεχνήματα έσκαγαν πάνω από το κάστρο του Σαν Φελίπε. Οι αστραπές από τη μεριά του απόμακρου Ρίο Μαγδαλένα, φώτιζαν τα γκαστρωμένα σύννεφα. Ξέσπασε μια σύντομη μπόρα. Οι μπάντες κατέφυγαν στις στοές όταν άρχισε καταιγίδα. Οι ξεπλυμένοι δρόμοι άστραφταν. Τα πλήθη πύκνωσαν κι άλλο.
Χορεύαμε κούμπια όπως δεν είχα χορέψει ποτέ ώς τότε. Με πήρε από το χέρι και πετάξαμε πάνω από τα πλήθη ώς ψηλά στη βεράντα μου στον έβδομο όροφο του Hotel Francis Drake.
Ήμουν αποκαμωμένος από ευτυχία. Της έβγαλα τα ξώφτερνα, έτριψα τις πατούσες της, φίλησα τα ακροδάχτυλά της, τα άλειψα με λάδι κοκοφοίνικα.
«Πεθαίνω», είπε. «Είσαι έκφυλος».
«Είμαι μύστης», απάντησα ψιθυριστά.
Γέλασε και τ’ απάνω χείλι της ανασηκώθηκε αυθάδικα.
«Πώς μπορεί να υπάρχει κάτι τόσο όμορφο όσο εσύ;» είπα. «Καταργείς την πάλη των τάξεων, ακυρώνεις τον εμφύλιο κάτω στην Αμαζονία, αντιστρέφεις τη ροή του Κακετά και του Πουτουμάγιο».
Τώρα πια δεν γελούσε, μόνο με κοίταξε με απορία, αλληθωρίζοντας ανεπαίσθητα από την εγκατάλειψη.
Μοιραστήκαμε ξεπνεμένοι τη μεγάλη αιώρα της βεράντας. Της έκανα αέρα με μια βεντάλια που θα ’χε ξεχαστεί τις προηγούμενες ασήμαντες νύχτες. Έπειτα φύσηξα στα ρουθούνια της. Τα κύματα έξω από την προβλήτα δεν φωσφόριζαν πια. Μέσα από τη νύχτα, μάντεψα τα ΄Ισλας Ροζάριο στ’ ανοιχτά – τα όστρακα, τους υφάλους και τα πολύχρωμα ψάρια.
«Πιστεύεις πως μπορούμε ν’ αντιστρέψουμε το χρόνο;», είπε μισοκοιμισμένη.
«Μαζί όλα τα μπορούμε», είπα.
«Μόνο μ’ εσένα μπορώ να ξαναπάω στο Μακόντιο», είπε εκείνη.
Αποκοιμηθήκαμε με πλεγμένα τα δάχτυλά μας, με τον απαλό ιδρώτα μας να στεγνώνει στην αρμυρή αύρα.
Ζήσαμε μαζί εκατό χρόνια. Στις μεγάλες βροχές που διαρκούσαν για μήνες χωρίς σταματημό, κοιμόμασταν αγκαλιά ψιθυρίζοντας μυστικά, αδιαφορώντας για τη μούχλα και τις σαύρες και την αποφορά της Ιστορίας. Οι συνευρέσεις μας έγιναν μύθος σ’ όλη την ακτή, τα χωριά της Μπαρανκίγια κρατούσαν την ανάσα τους, οι νυχτερίδες σκιάζονταν και τα πουλιά εποικούσαν τα δωμάτια του μεγάλου αρχοντικού των Μπουενδία, που σιγά σιγά ζωντάνευε.
Πριν επισκευάσω την στέγη, πριν βάλω μπρος τη φυτεία με τις μπανανιές και φυτέψω στην πίσω αυλή τη σέιμπα για τους απογόνους που αναπόφευκτα θα ’ρχονταν, αναπλεύσαμε το Ρίο Μαγδαλένα ώς απάνω τα υψίπεδα της Μπογιακά, πιλοτάροντας πέρα από τους καταρράχτες και τις δίνες, πλευρίζοντας τα μικρά ξυλόχτιστα λιμάνια της όχθης, φιλονικώντας με μικρεμπόρους, πίνοντας διπλά παγωμένα νταϊκίρι τις νύχτες στο κατάστρωμα, καλυμμένοι από μια κουνουπιέρα από μετάξι που είχε πλέξει η μακρινή προγιαγιά Ερέντιρα.
Σαν γυρίσαμε πίσω, πήραμε ένα πολύχρωμο λεωφορείο φορτωμένο κοφίνια, πουλερικά και Ίντιος. Ανεβήκαμε τη Σιέρα Νεβάδα ντε Σάντα Μάρτα, πάνω από τη μόνιμη νέφωση που ζώνει σα δαχτυλίδι το βουνό. Έπειτα στα ανατολικά κατάντη, μισθώσαμε μουλάρια για να διασχίσουμε την έρημο της Γκουαχίρα, πέρα από τη Ριάτσα.
Αφότου γυρίσαμε στο Μακόντιο δεν το ξανακουνήσαμε από κει.
Ήμασταν σαστισμένοι με το μυστήριο του να ’μαστε ζωντανοί σ’ αυτόν τον τόπο και σ’ αυτούς τους χρόνους. Με το σούρουπο καθόμασταν στο υπερυψωμένο ξύλινο περιστύλιο και ονειροπολούσαμε, με τον βαρύ υγρό ήλιο να χάνεται στα λιγούστρα, στα βρύα και τις καλαμιές. Τα κοράκια μαζεύονταν κοπαδιαστά σε χοντρά κλωνάρια σαν να ’χαν πάρει προ πολλού το μήνυμα της ύπαρξης, γερανοί σε σχηματισμό V πετούσαν ψηλά πάνω απ’ τα παράκτια έλη μες στην κεκλιμένη λεπίδα της φωτοχυσίας, και πετροχελίδονα κατέβαιναν άναρχα τιτιβίζοντας από τα μεσαία στρώματα ενός ουρανού που ’μοιαζε τότε με βαθύ ανεστραμμένο ωκεανό, γεμάτο ζωή. Λίγο μετά οι νυχτερίδες κυνηγούσαν έντομα βουτώντας στον κήπο κι έπειτα σκαρφάλωναν σε τεθλασμένες στο ακόμα φωτεινό στερέωμα. Κάποτε ο αέρας έφερνε σκόρπιες ψιχάλες και μυρωδιές αναερόβιας ζύμωσης απ’ τα μανγκρόβια δάση της Λαγκούνα κι από τα απόμακρα νησιά του Κόλπου. Τις γλείφαμε ο ένας στα χείλη του άλλου και μπαίναμε στο σπίτι. Οι νυχτοπεταλούδες ανακλώνται με ορμή στις νέες σίτες που είχα εγκαταστήσει, παράγοντας έναν ήχο σαν κούρδισμα κιθάρας.
Πηγαίναμε στον μοναδικό κινηματογράφο του χωριού που ’φερνε εναλλάξ μεξικάνικα μελοδράματα και αμερικάνικα ουέστερν. Στην έξοδο συζητούσαμε για λίγο με τον δουλικό αιθουσάρχη και την υπέρβαρη μαύρη ταμία. Η Ρεμέδιος χτυπούσε με έμπειρη ευστοχία ένα τούρκικο τσιγάρο στον αντίχειρά της και μου το άναβε μ’ έναν κιτρινισμένο λειασμένο από τη χρήση Zippo, που θύμιζε το πλακέ ρολόι τσέπης του πατέρα της – τώρα πια ιδιοκτησία μου. Το συμβουλευόμουν μόνο γιατί κουβαλούσε στους δείκτες του τους αγώνες της ανεξαρτησίας και τα διακόσια χρόνια που ακολούθησαν μετά τον Μπολιβάρ – ούτε καλύτερα ούτε χειρότερα. Επιστρέφαμε αργά στο σπίτι θρυμματίζοντας τον χρόνο. Της έδινα μια τζούρα, φυσούσε τον καπνό έτσι που ανακάτευε τα κατσαρωμένα από την υγρασία κρεολικά τσουλούφια της κι έφτυνε ένα κομματάκι καπνό που ’χε κολλήσει στη γλώσσα της. Σπάζαμε κάτω από τα πέλματά μας τους πεσμένους καρπούς των καμφορόδεντρων και οσφραινόμασταν το κηρώδες νυχτερινό άρωμα ανάμεικτο με βαμβακόσκονη.
Αν δίναμε καμιά φορά έδαφος στην πλήξη ήταν ίσα ίσα για να οξύνουμε την απόλαυση των μερόνυχτων του έρωτά μας.
[i] Οι τίτλοι: 1. Ένα Νόμπελ για τη Ρεμέδιος, 2. Περί ηρώων και ρόλων, 3. Η Υπόθεση της Ερυθράς βασίλισσας, 4. Μια αχρείαστη μορφή ελευθερίας, 5.Φθινόπωρο η Μνήμα ίσον Μνήμη, 6. Πίσω από τη Σόνια, 7. Ένας Γερμανός φίλος, 8. ΝτεΛίλλο ΙΙ, 9. Περί ατομικής ευθύνης, 10. Ανούκ Αιμέ ή Ένας άντρας και μία γυναίκα, 11. Σύνορα ή η Αλίκη στο Μεξικό, 12. Ο καθρέφτης, 13. Ο μακρύς δρόμος για τη Μοντάνα, 14. Μικρή Οδύσσεια, 15. Η τραγική συμπαντική ευθυμία, 16. Προσωρινός επίλογος: Η πλατφόρμα Κάφκα.
[ii] Τα εξής: Φοράμε την αρματωσιά μας και ορμάμε να κατακτήσουμε τον κόσμο. Φανταζόμαστε πως το στράτευμα προχωρεί, ακίνητοι όμως μαραζώνουμε. Γιασμίνα Ρεζά. Ας κυλήσουν άσκοπα οι μέρες. Ας κυλήσουν οι εποχές. Μην προωθείς τη δράση με κάποιο σχέδιο κατά νουν. Ντον ΝτεΛίλλο. Πότε θα σαλπάρουμε για την ευτυχία; Σαρλ Μπωντλαίρ.