Σύνδεση συνδρομητών

«Δραπέτευσα από την Γκεστάπο»

Δευτέρα, 28 Απριλίου 2025 08:55
Παράνομη εφημερίδα Δόξα, όργανο της ΠΕΑΝ, φύλλο της 10ης Μαρτίου 1943. Η πρώτη σελίδα εκείνου του φύλλου ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Κώστα Περρίκου, αρχηγού της οργάνωσης που είχε εκτελεστεί από τους γερμανούς ναζί λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στις 4 Φεβρουαρίου 1943, επειδή με άλλα μέλη της ΠΕΑΝ είχαν ανατινάξει τα γραφεία της εθνικοσοσιαλιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ στις 20 Σεπτεμβρίου 1942, επειδή στρατολογούσε Έλληνες για λογαριασμό του πολυεθνικού τμήματος των Waffen SS.   
Γενικά Αρχεία του Κράτους
Παράνομη εφημερίδα Δόξα, όργανο της ΠΕΑΝ, φύλλο της 10ης Μαρτίου 1943. Η πρώτη σελίδα εκείνου του φύλλου ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Κώστα Περρίκου, αρχηγού της οργάνωσης που είχε εκτελεστεί από τους γερμανούς ναζί λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στις 4 Φεβρουαρίου 1943, επειδή με άλλα μέλη της ΠΕΑΝ είχαν ανατινάξει τα γραφεία της εθνικοσοσιαλιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ στις 20 Σεπτεμβρίου 1942, επειδή στρατολογούσε Έλληνες για λογαριασμό του πολυεθνικού τμήματος των Waffen SS.  

Ο κόσμος χθες, σήμερα, αύριο, με τη Γιολάντα Τερέντσιο.[i] Εκπομπή 1η, 7/5/1994, 2η, 3η  4/5/1994[ii]. Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας

Το μεγάλο αυτό το μήνα δεν είναι γραπτό αλλά η ραδιοφωνική συνέντευξη του Αντώνη Μυτιληναίου, στελέχους της ΠΕΑΝ (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζόμενων Νέων),  που τοποθέτησε τη βόμβα στην ανατίναξη της εθνικοσοσιαλιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ.

Ο Μυτιληναίος συνελήφθη έπειτα από πληροφορίες στις 11 Νοεμβρίου 1942. Κατά την ανάκρισή του στην Γκεστάπο του Πειραιά κατάφερε να δραπετεύσει και να επανασυνδεθεί με την ΠΕΑΝ, πέρασε στην παρανομία και, έξι μήνες μετά, προωθήθηκε με άλλους για τη Μέση Ανατολή. Έπειτα από περιπέτειες ενός μήνα, συνελήφθη από τους  Ιταλούς στην Εύβοια. Μεταφέρθηκε στις φυλακές Καρύστου, ενώ αργότερα, μεταφερόμενος στις φυλακές Αβέρωφ, δραπέτευσε και πάλι. Αυτή την φορά η φυγή του στη Μέση Ανατολή ήταν πάλι περιπετειώδης αλλά επιτυχημένη. Επέστρεψε στην Ελλάδα στην απελευθέρωση, με την Ταξιαρχία του Ρίμινι.

Το μικρό της ρουμπρίκας αποτελείται από το κομμάτι της προσωπικής αφήγησης της  δραπέτευσης του μυθιστορηματικού αυτού ανθρώπου από την Γκεστάπο του Πειραιά, στη Γιολάντα Τερέντσιο, κάτι που είναι σχετικά άγνωστο.   

Ραντεβού έχεις;

Γιολάντα Τερέντσιο: Τις προάλλες έλαβα μια πρόσκληση να πάω στο Πανεπιστήμιο για να ακούσω ομιλίες για την ενωμένη Εθνική Αντίσταση 1941-1944. […] Είχα την τύχη έτσι να συναντήσω τον Αντώνη Μυτιληναίο. Μου τον σύστησαν […], ζει στον Καναδά, στο Οντάριο, όπου έχει και δύο αγόρια και τη γυναίκα του και ζουν πολύ ωραία εκεί πέρα. […] Θέλησε να ’ρθει και να μου μιλήσει στο μικρό μου μαγνητόφωνο για την εξαιρετική δράση του. Πραγματικά ακούγεται σαν μία αφήγηση μυθιστορηματική αυτή η συζήτηση που ’χα με τον Αντώνη Μυτιληναίο[iii]. Είναι πραγματικά ένας θρύλος των αγώνων και κυρίως γιατί είναι εκείνος που έβαλε τη βόμβα[iv] και ανατίναξε την ΕΣΠΟ, την εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση που συνεργαζόταν με τους Γερμανούς και, το 1942, ανατινάχτηκε στην οδό Πατησίων, […] σκοτώθηκαν πάρα πολλοί από αυτούς τους προδότες.

Αντώνης Μυτιληναίος: Μετά δραπέτευσα από την Γκεστάπο Πειραιώς.

Αυτό είναι ένα κατόρθωμα που το έχετε περιγράψει βεβαίως στην τηλεόραση.

Πολλές φορές. Και στον Φρέντυ τον Γερμανό και σε μία άλλη ειδική εκπομπή…

Πώς μπορεί να το κάνει κανένας απ’ αυτό το πράγμα, πώς μπορεί να το σκάσει;

Στο ερώτημά σας πώς μπορεί να το σκάσει κανείς δεν…  Ήμανε έντεκα μέρες στα χέρια της Γκεστάπο και με βασάνιζαν. Ήξερα ότι τελικά θα μ’ εκτελούσαν. Υπήρχαν λοιπόν δύο πράγματα, μέχρι τότες κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων δεν είχα ομολογήσει τίποτα. Αυτοί όμως περίμεναν να τους περιγράψω, όπως μου είπε, τελευταία, εκείνη την ημέρα ο ανακριτής πριν να δραπετεύσω, «πρέπει αύριο να μας τα πεις όλα, γιατί τα ξέρουμε, εσύ ανατίναξες την ΕΣΠΟ, θέλουμε να μας τα περιγράψεις, διότι αύριο θα σε εκτελέσουμε αν δεν μας τα πεις». Έτσι μου είπε.

Ενώ δεν θα σας εκτελούσε αν τα λέγατε, έλεγε…

Έτσι μου έλεγε. Εν πάση περιπτώσει, εγώ από μέρες είχα ετοιμάσει δύο σενάρια. Το ένα ήταν να αυτοκτονήσω, γιατί τελικά κανείς δεν ξέρει πόσο μπορεί ν’ αντέξει στα βασανιστήρια, και το άλλο ήτανε μήπως μπορούσα να δραπετεύσω. Στο βάθος του κελιού που ’ταν κάτω από μια σκάλα στην Γκεστάπο του Πειραιώς, στην πλατεία Ελευθέρας Μεραρχίας, έψαχνα μέσα στα χώματα και βρήκα δύο λάμες από ξυριστικές λεπίδες…

Υπήρχαν!

Υπήρχαν, αυτές που ήταν μέσα στα χαρτάκια, που ήταν δίκοπες τότες, και ψάχνοντας συνέχεια βρήκα δύο λάμες. Λοιπόν, αμέσως κοίταξα πώς να χρησιμοποιήσω τις λάμες. Υπήρχε ένα μικρό παραθυράκι που έβγαζε μέσα σε ένα γραφείο πλαϊνό που χρησιμοποιούσαν οι διερμηνείς των Γερμανών, έλληνες διερμηνείς. Από κει, από εκείνο το γραφείο έβγαινες ακριβώς μπροστά στην εξώπορτα του κτιρίου. Με τα ξυραφάκια είχα εξασφαλίσει την αυτοκτονία. Άρχισα, λοιπόν, να προετοιμάζω τη δραπέτευση. Έσκαβα το πλαίσιο.

Με τι;

Με τη σιδερόλαμα που βρήκα, έσκαβα μεταξύ της λιθοδομής και του πλαισίου του παραθύρου για να βγάλω όλο το κούφωμα μέσα από τον τοίχο. Σιγά, σιγά, σιγά, σιγά σκάβοντας. σκάβοντας, κατόρθωσα κι έχωσα τη λάμα μεταξύ της λιθοδομής και του πλαισίου του παραθύρου, κι άρχισα να το κουνάω σιγά σιγά, και φυσικά πέσανε βέβαια και λίγα χώματα κάτω…

Δεν γινότανε θόρυβος;

Πολύ λίγος θόρυβος, γιατί αυτό το έκανα τη νύχτα που τα γραφεία είχαν φύγει όλοι κι έμενε μόνος ένας αξιωματικός υπηρεσίας απάνω. Η πόρτα άνοιγε όταν χτυπούσε το κουδούνι κάποιος∙ πατούσαν ένα κουμπί από πάνω κι άνοιγε η πόρτα. Όλα αυτά με το αφτί και κατά τη διάρκεια που με ανεβοκατέβαζαν για ανάκριση τα παρακολουθούσα. Την τελευταία, λοιπόν, ημέρα δίπλα στο διπλανό κελί ήταν ο Σκούρας και ο Λόης.

Ο καημένος ο Λόης.

Ο Δημήτρης ο Λόης∙ εκείνη λοιπόν την ημέρα ή ο Λόης ήταν ή ο Διονύσης ο Παπαδόπουλος, δεν είμαι βέβαιος, αλλά ο Σκούρας ήταν μέσα[v]. Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, έπρεπε να φύγω αφού είχαν κλείσει τα γραφεία και σε χρόνο που να μου δώσει την ευκαιρία να φτάσω μέχρι την Καλλιθέα που είχα τον φίλο μου, τον γκαρδιακό, τον Ζαφείρη, να μου παράσχει άσυλο. Δεν είχα άλλον γνωστό εγγύτερα.

Ήσασταν  και δεμένος με αλυσίδες;

Με χειροπέδες.

Και μέσα εκεί;

Είχα χειροπέδες στα χέρια πάντοτε, δεν μου τις βγάζανε παρά μόνο στην ανάκριση. Εν πάση περιπτώσει, εννιά η ώρα, δεν είχα και ρολόι και διαρκώς ρωτούσα τον Σκούρα και του έλεγα τι ώρα είναι; τι ώρα; Και τη δεύτερη φορά που το ρώτησα, «καλά», μου λέει, «ραντεβού έχεις;», έκανε χιούμορ. Εν πάση περιπτώσει, κατά τις εννέα έβαλα τη λάμα και σιγά σιγά κατάφερα και τράβηξα όλο το κούφωμα του παραθύρου από τη λιθοδομή και το έβγαλα από το κάτω μέρος μόνο∙ το απάνω έμεινε αλλά εγώ από το κάτω πέρασα και πέρασα…

Έγινε μόνο μια τρύπα.

Ναι, μόλις πενήντα εκατοστά ήταν. Πέρασα μέσα στο γραφείο των διερμηνέων. Ευρήκα ένα καπέλο κι έβαλα στο κεφάλι μου, γιατί το κεφάλι μου ήταν ξυρισμένο, με είχαν κουρέψει γουλί. Πηγαίνω στην πόρτα που έβγαινε στο διάδρομο της εισόδου, εκείνη ήτανε κλειστή, αλλά ήταν κάτι παλιές πόρτες που ήτανε εξωτερικά η κλειδαριά∙ βρίσκω έναν χαρτοκόπτη ξεβιδώνω το κυπρί της κλειδαριάς, την ανοίγω κι εκείνη την ώρα που ήμουν έτοιμος ν’ ανοίξω την πόρτα, χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας.

Κάποιος για να μπει ήθελε;

Για να μπει, Γερμανός ήτανε. Χαμηλώνει το ραδιόφωνο από πάνω ο αξιωματικός υπηρεσίας, βγαίνει στο κεφαλόσκαλο, πατάει το κουμπί, ανοίγει η πόρτα κι αρχίζει μία συζήτηση μεταξύ του αξιωματικού υπηρεσίας και του Γερμανού που ήτανε κάτω για δέκα λεπτά, κάτι λέγανε, δεν ξέρω τι έλεγαν γερμανικά.

Άνοιξε η πόρτα.

Άνοιξε η πόρτα.

Αλλά δεν ανέβαινε αυτός επάνω.

Όχι, δεν ανέβαινε∙ ο ένας ήταν στο κεφαλόσκαλο, ο άλλος κάτω και το συζητούσαν∙ εγώ πίσω από την πόρτα [του γραφείου] και περίμενα. Στο τέλος πέρασαν δέκα λεπτά που συζητούσαν, λέει gut nacht ο ένας, gut nacht ο άλλος. Κλείνει την [εξώ]πορτα  εκείνος που ήτανε κάτω. Ο Γερμανός που ήταν απάνω, ακούω να σηκώνεται πάλι, (είχε ένα ραδιόφωνο κι έπαιζε), να σηκώνεται η ένταση της φωνής του ραδιοφώνου. Εγώ ανοίγω την πόρτα, αφήνω να περάσουν δυο τρία λεπτά, ανοίγω την πόρτα και βρίσκομαι στην είσοδο. Τραβάω τον σύρτη της εξώπορτας και πετάγομαι έξω. Πετάγομαι έξω! Κι εκείνο που θυμάμαι είναι ότι μ’ έλουσε ένα φεγγαρόφωτο∙ ήταν 18 Νοεμβρίου του 1942, μ’ είχαν πιάσει στις 11 Νοεμβρίου, πετάγομαι έξω και μ’ έλουσε αυτό το φεγγαρόφωτο, κι εκείνο που μου ’δωσε περισσότερο δύναμη ήταν ο καθαρός αέρας, ένας δροσερός, καθαρός αέρας.

Καλά, δεν είχανε φρουρούς;

Δεν είχανε φρουρούς γιατί ήταν γραφεία, βασιζόντουσαν μόνο στα κελιά τα οποία ήταν σιδερόφρακτα. Μας παίρνανε από τις Φυλακές Αβέρωφ, μας κατεβάζανε στην Γκεστάπο του Πειραιώς και μας επανέφεραν στις Φυλακές Αβέρωφ, και δεν είχανε φρουρούς, αυτό το είχα διαπιστώσει…

Σας πήγαιναν μόνον για ανάκριση και σας επανέφεραν την επομένη…

…Ναι, μόνο για να συνεχίσουν τις ανακρίσεις. Μόνο ανακριτικά γραφεία ήταν. Πετάχτηκα έξω αλλά μόλις μ’ έλουσε το φως είχε ένα κηπάριο απέναντι και χώθηκα μέσα. Ύστερα έστριψα αριστερά που πήγαινε ο δρόμος προς το Πασαλιμάνι∙ για ν’ αποφύγω τη μεγάλη λεωφόρο της Ελευθέρας Μεραρχίας μέσα από μικρά στενά πήγαινα. Τα χέρια μου τα είχα χωμένα μέσα στο παλτό που ήταν απάνω και σκέπαζε την στολή του καταδίκου για να μη φαίνονται οι χειροπέδες και προχωρούσα, ήταν το σκοτάδι βέβαια, συσκότισις. Βρέθηκα από την Ελευθέρας Μεραρχίας στο Πασαλιμάνι [...].

Κόσμος δεν υπήρχε στο δρόμο;

Υπήρχε λίγος κόσμος μόνο μια παρέα με το φεγγαρόφωτο  από νεαρά παιδιά που καθόντουσαν σε μια μάντρα και τραγουδούσαν και το χαιρόμουνα αλλά προχωρούσα βιαστικά και γρήγορα από τα μικρά σοκάκια και τις παρόδους για να φτάσω στον φίλο μου τον Ζαφειρίου.

Χωρίς να τον έχετε ειδοποιήσει βέβαια…

Πού να τον ειδοποιήσω; Ούτε ήξεραν ότι με είχανε συλλάβει. Έφτασα στην Καλλιθέα, πήγα στο σπίτι του, χτύπησα το κουδούνι και μόλις με είδε τα ’χασε.

Θα ήταν έντεκα.

Ναι, περίπου. Έφτασα στην ώρα που απαγορευότανε η κυκλοφορία, μπήκα εκεί πέρα, μου έκοψε… ήταν  οδοντοτεχνίτης αυτός, μου έκοψε τις χειροπέδες.[…]

 

[i] Ελληνίδα συγγραφέας και δημοσιογράφος (1922-2006). Γεννήθηκε στην Αθήνα, Γερμανική Σχολή, αργότερα εισήχθη στη Νομική Σχολή. Δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές της, γιατί κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνελήφθη από τους Γερμανούς και κρατήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αυστρία έως το τέλος του πολέμου (413 μέρες, Βιβλιοπωλείον της Εστίας). Μετά τον πόλεμο αποφοίτησε από την Ανωτέρα Σχολή Δημοσιογραφίας του Παρισιού. Τον Νοέμβριο του 1967, έφυγε για το Λονδίνο όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο BBC σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. Οι εκπομπές και ανταποκρίσεις της Γιολάντας Τερέντσιο κατά τη διάρκεια της επταετίας βοήθησαν αποφασιστικά στην ενημέρωση του ελληνικού λαού, της διεθνούς κοινής γνώμης, αλλά και στην τόνωση του δημοκρατικού φρονήματος των Ελλήνων. Από τη μεταπολίτευση και μετά εργάστηκε στην Καθημερινή, στην αρχή ως ανταποκρίτρια απ’ το Λονδίνο και μετά ως μέλος της συντακτικής ομάδας της εφημερίδας. Η προσφορά της, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, αναγνωρίστηκε από όλο τον ελληνικό λαό και γι’ αυτό το λόγο τιμήθηκε επανειλημμένα. Πέθανε στην Αθήνα 13 Ιουνίου 2006 (βασική πηγή: Βιβλιονέτ).

[ii] Τις εκπομπές διέσωσε ο Γιώργος Ζεβελάκης στη Φωνοθήκη του και μου τις παραχώρησε.

[iii]Διήγηση του Αντώνη Μυτιληναίου για την προετοιμασία και την τοποθέτηση της βόμβας στην ΕΣΠΟ, Τα Νέα, Παρασκευή 25 και Σάββατο 26 Απριλίου 1980: «Σάββατο απόγευμα πήγαμε με τον Γαλάτη και φτιάξαμε το δέμα. Είχαμε βάλει μέσα στο κουτί δέκα οκάδες δυναμίτη. Βάλαμε δυο εμπυρεύματα, έτσι ώστε αν δεν ανάψει το ένα, να ανάψει το άλλο. Τυλίξαμε κι ένα φυτίλι οχτώ μέτρα, για να μας δώσει δέκα λεπτά καιρό να απομακρυνθούμε. Ύστερα βάλαμε το κουτί σε μια σακούλα για ψώνια, αφήσαμε τις άκρες των φυτιλιών λίγο έξω, γεμίσαμε τη σακούλα λαχανίδες και την παραδώσαμε στην Ιουλία».  

«Στο μεσότοιχο που χώριζε την πέτρινη σκάλα από το μεσοπάτωμα ήταν μια κορνίζα. Βάλαμε διαγώνια μια πήχη που κρατούσαμε από τα πριν και κει ακουμπήσαμε τη σακούλα με τα εκρηκτικά. Τράβηξα τα δυο εμπυρεύματα κι έβαλα φωτιά. Βγήκαμε ήρεμα και σιγά, ενώ τα φυτίλια καίγανε».

[iv] Ώρα 12 και τρία λεπτά ακριβώς της 22ας Σεπτεμβρίου 1842, η ΕΣΠΟ τινάζεται στον αέρα και μεταβάλλεται σε ερείπια. Από το ζαχαροπλαστείο Αστόρια, στη γωνιά της Πανεπιστημίου με τα Χαυτεία, ο Κώστας Περρίκος, ο Αντώνης Μυτιληναίος, η Ιουλία Μπίμπα, ο Σπύρος Γαλάτης και ο Νίκος Μούρτος παρακολουθούσαν το «θέαμα».

[v] Οι συμμετέχοντες Λόης, Σκούρας και Παπαδόπουλος, εκτελέστηκαν στις 7 Ιανουαρίου 1943 σε αντίποινα για σαμποτάζ που έγινε στον Πειραιά, ενώ δεν παραπέμφθηκαν στην δίκη της ΕΣΠΟ. Πηγή: Ευάνθης Χατζηβασιλείου (2008). ΠΕΑΝ (1941-1945), Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.