Όμως, παρότι όλη η πλοκή του μυθιστορήματος εξελίσσεται στην παιδόπολη, το κύριο θέμα του μυθιστορήματος είναι η δύσκολη αναζήτηση ταυτότητας ενός έξυπνου αλλά έγκλειστου παιδιού. Το έσω και το έξω του κόσμου του καθορίζεται από σύρματα. Δεν μπορεί να καταλάβει τους λόγους του εγκλεισμού του. Αντιλαμβάνεται ότι κάτι συμβαίνει στη μητέρα του και ασφυκτιά που δεν μπορεί να έρθει σε επαφή μαζί της. Η μόνη επαφή με την οικογένειά του είναι γράμματα από και προς αυτήν, που όμως έρχονται από το θείο του και απευθύνονται σε αυτόν. Ο ψυχρός θείος του είναι απόμακρος στις λίγες συναντήσεις τους. Η παιδόπολη δεν περιγράφεται ως βάναυση ή καταπιεστική περισσότερο από αυτό που εκ των πραγμάτων δημιουργεί μια ομαδική διαβίωση σε οποιοδήποτε οικοτροφείο, με τους κανόνες του και την αναγκαία πειθαρχία. Η οποία, μάλιστα, χαλαρώνει μετά την πτώση της χούντας.
Στην προσπάθειά του να ζήσει το έξω, το παιδί ονειροπολεί μια άλλη, ξένη ζωή, εκείνη των πιονιέρων της Αμερικής, καθώς διαβάζει και ταυτίζεται με τον Μπλεκ, ήρωα της ομώνυμης σειράς ιταλικών κόμικς, που ήταν και παραμένει ιδιαίτερα δημοφιλής. Η ταύτιση αυτή τον διευκολύνει στις φυγές του από τις πιεστικές στιγμές της στρατοπεδικής ζωής.
Δραματικά αναζητά το παιδί επαφή με το έξω, το άλλο, από το οποίο έχει αποκοπεί. Δραπετεύει από τα σύρματα με πολλές και επανειλημμένες προσπάθειες να δει τι υπάρχει έξω, να δει τα χωριά και την πόλη της Θεσσαλονίκης και τελικά να συναντήσει τη μάνα του στην Αθήνα, βασικό πρόσωπο της ταυτότητάς του, που δεν κατανοεί γιατί παραμένει στη σκιά. Καταφέρνει και τη βρίσκει σε μια λυτρωτική συνάντησή τους, στο ψυχιατρείο.
Οι διαφυγές του, στο έξω, και ιδίως η συνάντησή του με τη μάνα, τον αλλάζουν: αποκτά αυτοπεποίθηση, ταυτότητα και συμφιλιώνεται με τους κανόνες και τους περιορισμούς που είναι αναγκασμένος να ζει. Ενηλικιώνεται.
Η ενδελεχής και εκτεταμένη περιγραφή της ζωής στην παιδόπολη προσθέτει σημαντικά στο μυθιστόρημα, δίνοντας υλικό για μια πρώτη ανάγνωση. Μια δεύτερη σημαντικότερη ανάγνωση του μυθιστορήματος αφορά την αναζήτηση του περιβάλλοντος κόσμου και της ατομικής ταυτότητας ενός παιδιού μέσα σ’ αυτόν.
Η διαφυγή από την παιδόπολη του Γιώργου Χαλκίτη και των συμμαθητών του και το ανέβασμά του σ’ ένα βουνό για να δει από μακριά τη Θεσσαλονίκη είναι ένα υποδειγματικό στη λιτότητά του και στη συμπύκνωσή του απόσπασμα από το μυθιστόρημα, το οποίο παραθέτω στη συνέχεια.
Η γραμμή της κορυφής
Η γραμμή της κορυφής ανέβαινε και κατέβαινε, κάθε μέρα, κάθε χρόνο, κάθε φορά που την κοιτούσε, απ’ όπου κι αν την κοιτούσε, η ίδια. Άλλοτε λεπτή σαν πάγος κι άλλοτε, με τα κόκκινα σύννεφα από πάνω, να φλέγεται. αλλά πάντα στη θέση της, ακίνητη. εκεί που τελείωνε η γη, εκεί που άρχιζε ο ουρανός.
«Πήγα στο γραφείο της Ιωάννου σήμερα…»
«Τι έγινε; Για λέγε…»
«Τζίφος».
«Δεν έμαθες πού μένει η μάνα σου;»
«Όχι. Όλο στον θείο μου το γυρνούσε». Εκτός από το βλέμμα, και τα λόγια αλλά και οι σκέψεις τού φαινόταν πως ανέβαιναν και σταματούσαν στη γραμμή της κορυφής. Όλα αυτά τα χρόνια, κάθε λέξη, κάθε γέλιο, κάθε λαχάνιασμα με το παιχνίδι, από όλα τα παιδιά, ακόμα και τις στιγμές που δεν την έβλεπαν, ιδίως τότε, σταματούσαν στην κορυφή. Έμεναν κρεμασμένα εκεί, γαντζωμένα.
Το σκοτάδι να τα σκεπάζει και να χάνονται, να έρχεται το φως της μέρας και να γίνονται διάφανα. Όμως αυτή η πιο μακρινή γραμμή αποτελούσε την πιο κοντινή ενός άλλου κόσμου. Από την άλλη πλευρά του βουνού ένας διαφορετικός κόσμος ξεκινούσε· θα απλωνόταν, θα άνοιγε, μπροστά, στα πλάγια, μια απέραντη ευθεία όλο σπίτια με κήπους. Μέσα, δίπλα στις πόλεις, δεν θα υπήρχαν άλλες μικρότερες πόλεις, οι παιδοπόλεις. Το βλέμμα από εκεί δεν θα σταματούσε πουθενά, θα έφτανε μέχρι την Αθήνα. Θα μπορούσε να τον δει αυτόν τον κόσμο. Όπως σκαρφάλωνε η ματιά του, μπορούσε να σκαρφαλώσει και το σώμα του – ήταν δυνατόν. Θα ανέβαινε στην κορυφή, θα πατούσε πάνω της, θα την έσκιζε αυτή τη γραμμή, τη γραμμή του ορίζοντα.
Είχε ριγμένη την πλάτη πίσω στον κορμό. Κι ο Φιλιππίδης την είχε. Τα πόδια μαζεμένα. Το ίδιο κι ο Φιλιππίδης. και οι δύο κοιτούσαν κάπου μπροστά, ακίνητοι. Είχαν ξεχάσει το σώμα τους – έπεφτε στο χώμα χαλαρό. Τα λόγια έβγαιναν, γλιστρούσαν από τα χείλη τυλιγμένα με την ανάσα τους. Τα χόρτα λύγιζαν και σηκώνονταν πάλι, σε κάθε φύσημα του αέρα. Πέρα μακριά στεκόταν η κορυφή, ψηλή, τεράστια, αμετακίνητη, να κρύβει τον διαφορετικό κόσμο.
«Και τώρα τι σκέφτεσαι να κάνεις;»
«Δεν ξέρω…»
Ξεκίνησαν, μετά το μεσημεριανό φαγητό, όπως είχαν συμφωνήσει. Κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια της Τραπεζαρίας, δεν ακολούθησαν τα υπόλοιπα παιδιά της ομάδας τους, με ένα συνωμοτικό βλέμμα αποτραβήχτηκαν και έστριψαν δήθεν για το αναρρωτήριο, οι δυο τους. Το πέρασαν και κατέβηκαν για το Γήπεδο, αλλά κι εκεί δεν πάτησαν μέσα, διέσχισαν το μέρος πίσω από την εστία και συνέχισαν. Βγήκαν, από τα πεσμένα σύρματα, τα προτίμησαν από την τρύπα στο Μπάσκετ. Από κει ο δρόμος φάνταζε συντομότερος, μια ευθεία τεθλασμένη, πρώτα κατέβαινε και μετά ανέβαινε κατακόρυφα. Περπατούσαν στην πλαγιά ανάμεσα στα πουρνάρια. Τόσες και τόσες φορές την είχαν κατέβει, δεν ήταν τίποτα, μέχρι κάτω στο ρέμα, για να κόψουν καλάμια, να τα κάνουν φυσοκάλαμα ή μόνο να καθίσουν στις μεγάλες άσπρες πέτρες και να παίζουν δίπλα στο νερό, κρυμμένοι από όλα. Συχνά έτρεχαν μαζί του, έως το εκκλησάκι με το προαύλιο, την Αγία Παρασκευή, εκεί που άρχιζε το παλιό χωριό. Στις λακκούβες πηδούσαν, έστριβαν στα εμπόδια και ξανάπιαναν τη νοητή ευθεία. Όλα γύρω τους δεν στέκονταν κοντά όσο άλλες φορές, παρέμεναν όπως πάντα στη θέση τους, αλλά σαν να είχαν μετατοπιστεί ελαφρά, τα πουρνάρια έδειχναν μόνο πουρνάρια, τα χόρτα μόνο χόρτα. Τα περνούσαν, τα άφηναν πίσω. Συνέχιζαν. Και τα βήματά τους φάνταζαν διαφορετικά, μόλις το ένα πόδι πατούσε, το άλλο σηκωνόταν, στον ίδιο ρυθμό, δεν είχαν χρόνο για χάσιμο. Το μυαλό έμενε συγκεντρωμένο, δεν πετούσε, τα συντόνιζε, το συντόνιζαν τα πόδια. Είχαν έναν σκοπό. Η ευθεία εκτεινόταν, κατέβαινε, κοβόταν και εκτινασσόταν. Το στήθος φούσκωνε – φούσκωσε απ’ την πρώτη στιγμή, μόλις βγήκαν από τα σύρματα. Θα τα κατάφερναν; Από πάνω ο ήλιος τούς ακολουθούσε, έτσι τους φαινόταν. Λαμπερός. Η μέρα ήταν ζεστή, η πιο ζεστή Κυριακή του Απρίλη, ό,τι έπρεπε. Είχαν πολύ χρόνο, τον περισσότερο, μέχρι το μεγάφωνο να φωνάξει για βραδινό φαγητό. Αυτό ήταν το άλλο όριο, το χρονικό, που απαγορευόταν να ξεπεράσουν. Έως τότε έπρεπε να είναι πίσω, με τα υπόλοιπα παιδιά στις γραμμές, ο Σερντάρης θα έπαιρνε παρουσίες. Αν δεν ήταν, τους περίμεναν άλλα…
Όλο κατέβαιναν, απομακρύνονταν. Η παιδόπολη είχε εξαφανιστεί, πίσω στις πλάτες τους άφηναν πουρνάρια και αραιά δέντρα, ίδια και ταυτόχρονα διαφορετικά απ’ αυτά που έφταναν μπροστά τους, ο ουρανός από πάνω τους βάθαινε, αλλά ο ουρανός πάντα βάθαινε όταν έβγαινες απ’ τις τρύπες στα σύρματα. Το μέρος κατηφόριζε, χάνονταν μέσα του, κρυμμένοι από όλα.
Προχωρούσαν, θα έφταναν εκεί που πήγαιναν; Η κορυφή τούς έκλεινε, πιο ψηλή, το ίδιο τεράστια, το ίδιο αμετακίνητη. Πέρασαν και το τελευταίο πεύκο. Ο κορμός του σηκωνόταν πάνω από τα πουρνάρια στραβός. Αυτό τον έκανε ακόμα πιο μοναχικό, ακόμα πιο μεγάλη την απόσταση απ’ τα άλλα. Και έπειτα τα πουρνάρια τελείωναν, τα μονοπατάκια κόβονταν, χαμηλά στα πόδια τους όλα σταματούσαν και άρχιζε ένα άχρωμο κενό. Το δικό τους μονοπάτι όμως δεν κοβόταν, έκανε καμπύλη, έσκαβε το χώμα.
[…]
Έβγαλαν το κεφάλι επάνω. Τίποτα δεν τους έκλεινε. Αμέσως μετά το στήθος, ακολούθησαν τα πόδια. Πάτησαν. Πατούσαν Ήταν πάνω στην κορυφή, στο φως, στον αέρα, στον ουρανό.
«Αααα!» αλλά δεν σταμάτησαν, έτρεξαν, διέσχισαν τα λίγα μέτρα της ράχης. Έσκισαν τον ορίζοντα, έφτασαν στην άλλη πλευρά. Ισορρόπησαν στην άκρη της.
«Αααα!»,
«Αααα!» σε κάθε κραυγή έσφιγγαν τα μπράτσα στα ανασηκωμένα χέρια τους. Και οι έξι, σε μια σειρά.
«Αααα!» κάτω από τα πόδια τους, αμέσως μετά τις μύτες των παπουτσιών τους, κατέβαινε η κορυφή, απότομα, όπως την είχαν ανέβει.
Και μετά –ναι, μετά– άρχιζε ο διαφορετικός κόσμος, απλωνόταν επίπεδος, πράσινος, με χαμηλά, με ψηλά, με ψηλότερα ξεχωριστά σπίτια, με εργοστάσια, με χωράφια, με καράβια στη θάλασσα.
Έφευγε, πετούσε. πάνω από τα βάθη, έως τις άκρες, με φτερά τα ανασηκωμένα χέρια του. Ώσπου οι μύες ξέσφιξαν, τα χέρια έμειναν για λίγο ακόμη ανασηκωμένα. Κοιτούσε ακίνητος. Ο κόσμος σταματούσε, ο άλλος κόσμος σταματούσε. Όσο και να έφευγε η ματιά, στο τέλος σταματούσε, πολύ πριν από την Αθήνα, πριν φτάσει στη μάνα του. Πέρα μακριά, ακόμα ένας ορίζοντας σχηματιζόταν, από γη και ουρανό. ανέβηκε στην κορυφή, το έκανε, έσκισε τον ορίζοντα που έβλεπε από την παιδόπολη, αλλά στο βάθος ένας καινούριος υπήρχε, ερχόταν μπροστά του. Ίσως έτσι ήταν ο κόσμος, έπρεπε να κυνηγήσει πολλούς ορίζοντες για να τον γνωρίσει, έπρεπε να τους σκίσει για να φτάσει στη μάνα του. Και τα σύννεφα δεν γαντζώνονταν, δεν μπορούσε να διαφύγει, να σκαρφαλώσει επάνω τους, ο ουρανός άνοιγε, τον σκέπαζε όπως τον σκέπαζε παντού. Έτρεχαν, πήγαιναν από τη μια πλευρά στην άλλη. Γύριζαν το κεφάλι και ξανάτρεχαν, στα λίγα μέτρα. Οι δύο κόσμοι απλώνονταν κάτω απ’ τα πόδια τους. Η παιδόπολη, με τις δέκα ομάδες, με την Τραπεζαρία, μίκραινε, μαζευόταν, χανόταν. Ο άλλος κόσμος, ο διαφορετικός, ξεδιπλωνόταν, άνοιγε, απλωνόταν. Ήταν από πάνω του, μέσα του ή τον έβλεπαν μόνο από μακριά;
[…]
Οι κραυγές, τα γέλια, το τραγούδι παρέμεναν, άηχα, γαλάζια, όπως πιο ψηλά ο ουρανός. Ο διαφορετικός κόσμος απλωνόταν από την άλλη πλευρά, αθέατος αλλά όχι ξέχωρος, όλοι ενώνονταν μαζί του, τους ένωνε από ψηλά ο ίδιος ουρανός. Τα πόδια τους, αφού πάτησαν, ακόμα πατούσαν στη γραμμή του ορίζοντα, τα σώματά τους ισορροπούσαν επάνω της. Άρχισαν να κατεβαίνουν. Γύριζε το κεφάλι και το ξαναγύριζε, το τραβούσε πάλι μπροστά. Έμεναν και τα ονόματά τους. Πριν ξεκινήσουν, τα έγραψαν επάνω στις πέτρες, πήραν άλλες πέτρες, μικρές, μυτερές, και τα χάραξαν. Και θα έμεναν, ο αέρας να τα χτυπά, ο ήλιος να τα καίει, σιωπηλοί μάρτυρες.
[i] Ο συγγραφέας Πέτρος Κουτσιαμπασάκος πέθανε 48 ετών το 2014.
[ii] Η παιδόπολη της Θεσσαλονίκης ήταν η πρώτη που ιδρύθηκε το 1947 από μία σειρά 53 παιδοπόλεων σε όλη τη χώρα, για ν’ αντιμετωπιστεί το κοινωνικό πρόβλημα των παιδιών που έχασαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τους γονείς του στον Εμφύλιο. Τα επόμενα χρόνια ο αριθμός τους μειώθηκε και εντάχθηκαν στον Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας, ενώ δέχονταν ορφανά φτωχών, διαλυμένων και μονογονεϊκών οικογενειών.