Editorials
Το καλό νέο είναι ότι για πρώτη φορά μετά το 2001 η Ελλάδα εμφάνισε στους εταίρους πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα. Μπορεί να υπάρχουν αντιρρήσεις και υπόνοιες για τον τρόπο δημιουργίας του αλλά το δεδομένο είναι ένα: το κράτος κάπως τακτοποίησε τα οικονομικά του. Ξοδεύει λιγότερα και εισπράττει περισσότερα...
Ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε η ελληνική κυβέρνηση στη στιγματισθείσα ως απάνθρωπη από δυνάμεις του λιμενικού αντιμετώπιση των μεταναστών που έχασαν τη ζωή τους στο Φαρμακονήσι προσπαθώντας να περάσουν στον "παράδεισο", είναι απαράδεκτη. Η απόπειρα προκαταβολικής αθώωσης πιθανών υπευθύνων και υποβάθμισης του συμβάντος, σε συνδυασμό με τις κατηγορίες του επιτρόπου για τα ανθρώπινα δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης, Νιλς Μούιζνιεκς, και με την προτροπή πολλών, μεταξύ άλλων της επιτρόπου Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ Σεσίλια Μάλστρομ αλλά και φορέων όπως η Διεθνής Αμνηστεία, που ζητούν να γίνει ανεξάρτητη έρευνα, αποδεικνύει κάτι που το γνωρίζουμε καλά, όχι μόνο όσοι αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση, αλλά και όσοι, χωρίς να είναι δεξιοί ή πολιτικοί "πελάτες" της, τη στηρίζουν - και σε αυτούς χρειάζεται να συγκαταλεγούν, μεταξύ άλλων, το λογικό ΠΑΣΟΚ, στελέχη και πολίτες που έχουν συναίσθηση της κατάστασης της χώρας. Αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση Σαμαρά, σε μεγάλο βαθμό, στηρίζεται σε ένα εθνοκεντρικό, χαμηλής ποιότητας και αδυναμίας να κατανοήσει τι παίζεται με την περίπτωσή μας προσωπικό.
H Βενεζουέλα θα ήταν μια πολύ πολύ μακρινή χώρα για να απασχολήσει τον ελληνικό μικρόκοσμό μας, αν, σε μεγάλο βαθμό, δεν είχε γίνει το ριζοσπαστικό παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, πολύ πριν γίνει αξιωματική αντιπολίτευση στην Ελλάδα, κι αν κατά κάποιον ουσιαστικό τρόπο δεν συνέχιζε να είναι και σήμερα ιδεολογικό και πολιτικό παράδειγμα. Αν, δηλαδή, σε ένα βαθμό, ο Τσάβες δεν καταγραφόταν ως επαναστάτης, εξαιτίας κυρίως του ότι στα 1992 είχε ανατρέψει το νεοαποικιακό καθεστώς Πέρες και, στη συνέχεια, με πρόσημο τον Μπολιβάρ και κάποια σήματα κατατεθέντα του ηρωικού μαρξισμού, είχε πολεμήσει τη φτώχεια στη χώρα.
Όσο περνούν οι ημέρες, όλο και πυκνώνουν οι φωνές που ζητούν να ανοίξουν άμεσα ΕΚΠΑ και ΕΜΠ, τα πιο εμβληματικά ακαδημαϊκά ιδρύματα της χώρας. Το θέλουμε όμως πράγματι αυτό; Ή για να το θέσουμε διαφορετικά: είναι αυτό που πράγματι θέλουμε ως κοινωνία και κυρίως ως φορολογούμενοι πολίτες; Θέλουμε να ξανανοίξουν τα ίδια πληγωμένα κτήρια και να συνεχιστεί η εκπαιδευτική διαδικασία όπως και πριν, σαν να μη συνέβη τίποτε; Θέλουμε να ανοίξουν ΕΚΠΑ και ΕΜΠ με τις ίδιες παθογένειες που τα οδήγησαν σ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση; Θα ικανοποιηθούμε άραγε με μία απλή «νομοθετική τακτοποίηση» των εξαμήνων και των εξεταστικών; Πιο σημαντικό ακόμη: είμαστε βέβαιοι ότι οι κινητοποιήσεις δεν ήταν απλώς και μόνον η κορυφή του παγόβουνου; Έχουν εκλείψει οι αιτίες παρακμής του δημοσίου πανεπιστημίου; Ποιοι ευθύνονται για την επικράτηση μιας «εργασιακής ηθικής» που δεν βλέπει τίποτε κακό στο κλείσιμο ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος, χωρίς κάποια πρόνοια για την τοποθέτηση προσωπικού ασφαλείας, προκειμένου να εξασφαλιστεί τουλάχιστον η συνέχιση της διδασκαλίας; Ποιο σύστημα παρήγαγε πανεπιστημιακές ηγεσίες που θεωρούν σχεδόν φυσιολογικό το πάγωμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας επί μήνες τώρα; Ποιο, τέλος, το αίσθημα ευθύνης ενός υπουργού, ο οποίος αποφασίζει να αντιδράσει δυναμικά... ύστερα από δύο μήνες και να ρίξει γέφυρες διαλόγου λίγο πριν από το χείλος του γκρεμού; Μόνον ίσως ο ποιητής βλέπει την αλήθεια εδώ: «βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο»· κι ας μην αναζητούμε τον «τέταρτο καλό», «οι κραταιοί θεοί» δεν θα μας τον δώσουν.
Πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, σχεδόν από το πουθενά, ένας υποψήφιος δήμαρχος στην Αθήνα (ο Γιώργος Καμίνης) κι ένας ακόμα υποψήφιος δήμαρχος στη Θεσσαλονίκη (ο Γιάννης Μπουτάρης), με τη βοήθεια ιδεολογικά ετερόκλητων πολιτών (από ΔΗΜΑΡ μέχρι ένα νέο, αναδυόμενο, μη καθεστωτικό ΠΑΣΟΚ κι από Δράση μέχρι ανένταχτους που επιθυμούν κανονικές πόλεις και κανονικούς πολιτικούς εκπροσώπους) κέρδισαν την πιο καθοριστική, ίσως, εκλογική μάχη της τοπικής αυτοδιοίκησης.