Με τον Πέτρο Κουτσιαμπασάκο κάναμε παρέα, αλλά όχι πολλή παρέα. Θέλω να πω ότι δεν ήξερα τίποτα για τη ζωή του – κι ό,τι έμαθα αργότερα δεν το έμαθα από τον ίδιο αλλά από το πετυχημένο ντοκιμαντέρ του αδελφού του, Δημήτρη, για την οικογένειά τους, Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η γιαγιά μου. Ο πατέρας τους ήταν το πρώτο θύμα της περίφημης εκτροπής του Αχελώου, ενός φαραωνικού σχεδίου που προωθούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος επιδίωκε καλή σχέση με τους αγρότες του Θεσσαλικού Κάμπου, που είχαν ήδη αρχίσει να μετράνε τις επιπτώσεις της υπερκμετάλλευσης των χωραφιών τους. Την ιστορία της μητέρας δεν την ήξερα ποτέ – κι η γιαγιά τους, προσωπικά, μου είχε φανεί σαν σουπεργούμαν της ελληνικής επαρχίας, που αντί να κλαίγεται ήξερε να κερδίζει τη ζωή της.
Ο Πέτρος ήταν ένα κρυφό ταλέντο που έπρεπε να επινοήσει τη δική του ζωή. Ήταν ταλέντο για πολλά, αλλά τα ταλέντα δεν σου λύνουν πάντα τα προβλήματα. Έπαιζε τρομπόνι σε μπάντες και αυτό ήταν λόγος θαυμασμού, ενός κρυφού θαυμασμού για τις δεξιότητές του. Καπνιστής, αν θυμάμαι καλά έστριβε καπνό, ώριμος στις συζητήσεις, οδηγούσε μια μηχανή, διάβαζε και έβλεπε σινεμά και είχε πάντα μια αδιερεύνητη καλλιτεχνική πλευρά – γι’ αυτό τον πιάναμε συχνά να ανανεώνει τις παρέες του, με συγγραφείς και σκηνοθέτες.
Η Πάντειος (έτσι τη λέγαμε τότε) έγινε η βάση του – κι η γειτονιά του, το Κουκάκι και μετά τα Πετράλωνα. Ένα λαϊκό κομμάτι της πρωτεύουσας, όχι πολύ «ιν» εκείνη την εποχή, αλλά πολύ χαλαρό. Εκεί πρέπει να άρχισε να γράφει – ενώ στο μεταξύ βρήκε ένα βιοποριστικό επάγγελμα, του διορθωτή, που τον κράτησε κοντά στα ενδιαφέροντά του.
Επειδή το βασικότερο από τα ενδιαφέροντά του ήταν το γράψιμο. Ξεκινώντας από την προσωπική εμπειρία του της ζωής, γράφοντας ένα ιδίωμα που θα μπορούσε να εκληφθεί ως αυτοβιογραφία, ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος εμβάθυνε κάνοντας μια λογοτεχνία στοχαστική, προσωπική και ανησυχαστική: μιλώντας όχι για το προσωπικό του ζήτημα αλλά, με αφορμή την προσωπική του διαδρομή, για την ανθρώπινη κατάσταση. Ανήσυχη και συμφιλιωτική, ταυτόχρονα.
Ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος ήταν μια ανερχόμενη δύναμη στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας – αλλά ήταν άτυχος, αφού τον έδειξε με τον αδυσώπητο δείκτη του ο θάνατος. Υπέστη εγκεφαλικό από ανεύρυσμα και, έντεκα χρόνια πριν, πέθανε νέος, χωρίς να δρέψει τις δάφνες μιας επιτυχίας που ερχόταν σιγά σιγά αλλά, κυρίως, χωρίς να προλάβει να συνεχίσει τη δημιουργική του πορεία, μια πορεία συγγραφικής χειραφέτησης και κατάκτησης της εκφραστικής του ιδιαιτερότητας.
Ωστόσο, το πέρασμά του από τον κόσμο ήταν έντονο και διαρκές. Γι’ αυτό, όταν ο αδελφός του, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος πρότεινε να οργανώσουμε ένα μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του, το Books’ Journal συμφώνησε. Όχι μόνο επειδή ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος ήταν ένας από μας. Κυρίως, επειδή έβαλε στη ζωή του και στη μαστορική του γραψίματος τα ίδια αιτήματα που βάζουμε κι εμείς: την εμβάθυνση, τη σκληρή δουλειά, την αβεβαιότητα, τη δημιουργική αγωνία μακριά από πόζες και εκζήτηση. Για όλα αυτά, αγαπήθηκε βαθιά, με μια αγάπη ανυστερόβουλη, από ομοτέχνους και φίλους του, που (όπως θα κατανοήσουν οι αναγνώστες του ανά χείρας τεύχους) ψάχνουν την ευκαιρία να την εκφράσουν.
Ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος, ασκητής της γραφής κατά την απολύτως εύστοχη έκφραση του Ηλία Παπαμόσχου, έγραψε τρία λογοτεχνικά βιβλία, τα οποία στον καιρό τους διαβάστηκαν βιαστικά, όπως διαβάζεται σήμερα η λογοτεχνία, πιεσμένη από μια αγορά που βιάζεται και απαιτεί σελίδες, κι άλλες σελίδες. Η ανάσυρσή του από το παρελθόν, που δεν είναι καθόλου μακρινό αλλά, αντίθετα, είναι πολύ σημερινό, πολύ οικείο, ίσως είναι μια ευκαιρία να αναμετρηθούμε ξανά με έναν συγγραφέα ξεχωριστό. Μια χαμηλή φωνή, με βάθος και ουσία. Έναν γοητευτικό γραφιά, έναν σεμνό και ουσιαστικό καλλιτέχνη.
Και έναν μοναδικό φίλο, η έλλειψη του οποίου είναι όλο και πιο εκκωφαντική.
Ηλίας Κανέλλης
Ναί ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος πάνω από όλα ήταν ένας φίλος καί γείτονας. Τον γνώρισα από τον αδελφό του Δημήτρη. Συναντιώμαστε στον Οικονόμου σε ταινίες σε ματς που έπαιζε η τηλεόραση. Πρίν φύγει έτσι ξαφνικά. Είχαμε βάλει ένα στοίχημα για ένα παλιό κτήριο στην Ομόνοια πού τώρα δεν υπάρχει αν ήταν το Κοτοπούλη ή κάποιο άλλο. ΔΕΝ προλάβαμε να το ξεκαθαρίσουμε. Εγώ εκείνη την περίοδο έγραφα κρυφά δεν τολμούσα να του τα δείξω. Καί γι'αυτό λυπάμαι νομίζω θα με είχε βοηθήσει πολύ στις επόμενες εκδόσεις μου. Λείπει σαν αληθινό στήριγμα ζωής. Είναι εκπληκτικό πώς σε μια από τις αδημοσίευτες ιστορίες του αναφέρεται στον θάνατο που ήρθε νά τόν πάρει.
Θα άφηνα αυτό:
Η Ξεχασμενη συγκίνηση των ψυχών,
σιγομουρμουρίζουν
χαίρονται που μας ακούν
ανασαίνουν στη θύμηση μας
ζωντανεύουν στα βαθιά
ακατέργαστα όνειρά μας
Μας θυμούνται τους θυμόμαστε περιδιαβαίνοντας το λίκνο
του σύμπαντος.
12 Αυγ 2025, 06:08