Editorials

«Η επιλογή της επιτροπής των Νόμπελ να βραβεύσει τη γαλλίδα Αννί Ερνό δεν είναι παράλογη: το Νόμπελ καταφεύγει σε μια συγγραφέα που ξοδεύει όλη της τη συγγραφική οξυδέρκεια για να γράψει μια λογοτεχνία της υπεκφυγής. Μια λογοτεχνία που παράγεται στην ασφαλή μεριά της ζωής, εκεί όπου τα πραγματικά προβλήματα και τα πραγματικά θέματα δεν απασχολούν – και αντ' αυτών ένας τύπος δυτικού ψευτοριζοσπαστισμού ασχολείται με θέματα ταυτότητας, έμφυλων σχέσεων αλλά και ζητήματα της μορφής των αφηγήσεων».

Ο Αύγουστος αποδείχτηκε ταραχώδης μήνας στο πολιτικό προσκήνιο, στον αντίποδα της ραστώνης που κυριάρχησε στις ζωές μας, αφού στην ουσία ήταν ο πρώτος Αύγουστος χωρίς περιορισμούς λόγω της πανδημίας του κόβιντ-19. Η αποκάλυψη, από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, της επισύνδεσης, της νόμιμης παρακολούθησης δηλαδή των επικοινωνιών του Νίκου Ανδρουλάκη από τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες, προκάλεσε κλυδωνισμό στην κυβέρνηση, αναστάτωσε το κοινωνικό σώμα, κινητοποίησε τις δημοκρατικές ευαισθησίες (είτε τις «ευαισθησίες») πολιτών και οδήγησε στη συνήθη κλοτσοπατινάδα πολιτικών αψιμαχιών που, στην Ελλάδα, συχνά λογίζονται ως πολιτική αντιπαράθεση.

Το τεύχος 133 του Books' Journal που μόλις κυκλοφόρησε είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στον Ρόδη Ρούφο, μια προσωπικότητα της λογοτεχνίας που συνδύαζε πάθος, γνώση, μαχητικότητα και ακεραιότητα. Σε έναν φιλελεύθερο δημοκράτη των γραμμάτων (και της διπλωματίας) που η προσφορά του υποβαθμίστηκε επειδή δεν υπηρέτησε τη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή μυθολογία της Αριστεράς. Κλείνουν πενήντα χρόνια από τον πρόωρο θάνατο του Ρόδη Ρούφου (πέθανε στις 12 Οκτωβρίου 1972) και η επέτειος δίνει μια καλή αφορμή να ξαναδιαβάσουμε τη λογοτεχνία του και, μαζί, να ξαναδούμε την προσωπικότητά του.

Ακόμα κι οι αναγνώστες ενός περιοδικού όπως το Books’ Journal πρέπει να έχουν κουραστεί από τις συζητήσεις για το ελληνικό Πανεπιστήμιο. Το μέλλον του μοιάζει να μην αφορά ιδιαίτερα την ελληνική κοινωνία, ούτε καν τους φοιτητές, ούτε καν το περιβάλλον τους. Συζητούμε σοβαρά για την ανώτατη εκπαίδευση μόνο όταν υπάρχουν κρούσματα βίας, η οποία παρότι έχει καταργηθεί το άσυλο συνεχίζει να εκδηλώνεται κυρίως σε ορισμένα Πανεπιστήμια, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη (όπου το πανεπιστημιακό κάμπους είναι μόνιμη εστία παραβατικότητας ποινικών, εμπόρων ναρκωτικών και φυγόδικων), στην Κρήτη (στα Χανιά) και στα Γιάννινα. Ακόμα και οι σοβαρές ενστάσεις, που κατατέθηκαν από το περιοδικό μας, για ό,τι προβλέπει το υπό συζήτηση νέο νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση, ελάχιστους συγκίνησαν. Οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι, πλέον, το Πανεπιστήμιο είναι ακόμα ένας κλάδος του ελληνικού Δημοσίου, και αντιμετωπίζεται όπως κάθε κλάδος του Δημοσίου. Σύντομα δημιουργούνται συντεχνίες που υπερασπίζονται συντεχνιακά συμφέροντα, το σύστημα εργάζεται για να αποφεύγει τις αξιολογήσεις, οι πελατειακές σχέσεις στο Πανεπιστήμιο είναι σοβαρές και ενισχύονται από το ρόλο των κομμάτων. Σαν το Πανεπιστήμιο να λειτουργεί ερήμην της κοινωνίας την οποία αφορά.

Ο Καστοριάδης δεν ανήκε στους «φιλοσόφους του σπουδαστηρίου» αλλά στους λίγους στην εποχή του –κι ακόμη λιγότερους σήμερα– στοχαστές οι οποίοι έβλεπαν/βλέπουν την θεωρία απολύτως συνδεδεμένη με την πράξη και συμμετείχαν/συμμετέχουν οι ίδιοι ενεργώς στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, μερικοί ακόμη κι ως πρωταγωνιστές. Το ενδιαφέρον του για την πολιτική πράξη είναι σταθερό και τον συνοδεύει σε κάθε στάδιο της πνευματικής του εξέλιξης. Ίσως γι’ αυτό, οι αναφορές στο έργο του, στη σκέψη και στις παρεμβάσεις του δεν είναι επετειακές, αλλά ουσιώδεις.


Εδώ και 34 χρόνια, μια λεγόμενη αναρχική συλλογικότητα είχε καταλάβει έναν χώρο του Πανεπιστημίου, τον οποίο λειτουργούσε ως αυτόνομο στέκι. Φως, νερό και επικοινωνίες πληρώνονταν από το Δημόσιο (δηλαδή από μας), αλλά, προφανώς, ο χώρος λειτουργούσε με κριτήρια ιδιωτικότητας: αν δεν ανήκεις, δεν μπαίνεις. Τον περασμένο Νοέμβριο, κουκουλοφόροι που ξεκίνησαν από το στέκι έδειραν απρόκλητα φοιτητές οι οποίοι έπαιζαν ένα παιχνίδι σε άλλη αίθουσα του Πανεπιστημίου. Εγιναν καταγγελίες, αλλά η Αστυνομία δεν μπόρεσε να προσωποποιήσει κατηγορίες.

Δεν είναι η πρώτη φορά που, στην Ελλάδα, η Ακροδεξιά βρίσκεται μαζί με την Ακροαριστερά να υποστηρίζουν εγκληματικά καθεστώτα. Το ζήσαμε τη δεκαετία του 1990, τα χρόνια της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Τότε που στήριζαν τις εγκληματικές εθνοκαθάρσεις του Μιλόσεβιτς, έλεγαν ότι είναι προβοκάτσια η σφαγή του Σεράγεβο, η σφαγή της Σρεμπρένιτσα παρουσιαζόταν από τον Τύπο ως μονόστηλο. Ο Κάρατζιτς, ο Μλάντιτς, ο καπετάν Αρκάν ήταν τα είδωλά μας. Ξαναζούμε το παρελθόν μας.

Την Πέμπτη, 14 Απριλίου, στις 7 το βράδυ, με πρωτοβουλί των εκδόσεων Επίκεντρο και με τη συμμετοχή του Books' Journal, διοργανώνεται διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα: Ουκρανία: η επιστροφή της βαρβαρότητας. Συμμετέχουν τρεις από τους βασικούς αρθρογράφους του τεύχους του περιοδικού που αφιερώθηκε στην εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία: ο Νικόλας Σεβαστάκης, ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης και ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος. Την εκδήλωση συντονίζει ο εκδότης και διευθυντής του Books' Journal, Ηλίας Κανέλλης.

Την ώρα που στην Ελλάδα, σκληροί συνδικαλιστές της μουσικής υπονομεύουν τον αποτροπιασμό για την εισβολή της Ρωσίας κατά της ανεξάρτητης Ουκρανίας, σπουδαίοι έλληνες καλλιτέχνες συντονίζονται με το ελληνικό και το παγκόσμιο αίσθημα, αρνούμενοι τον φαιοκόκκινο εξαιρετισμό. Ένας από τους καλλιτέχνες αυτούς, ο Λεωνίδας Καβάκος, μαζί με τον τσελίστα Yo Yo Ma και τον πιανίστα Emanuel Ax, συγκίνησαν το κοινό όταν, εκτός προγράμματος, έπαιξαν τον εθνικό ύμνο της Ουκρανίας σε συναυλία τους στην Ουάσιγκτον.