Σύνδεση συνδρομητών

Η περίπτωση Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος

Παρασκευή, 28 Ιουλίου 2023 00:19
O Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος φωτογραφημένος από τον Κωνσταντίνο Πίττα στο σπίτι του, στις 24 Μαΐου 2022.
Κωνσταντίνος Πίττας
O Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος φωτογραφημένος από τον Κωνσταντίνο Πίττα στο σπίτι του, στις 24 Μαΐου 2022.

Ανακοινώθηκε στις 27 Ιουλίου 2023 ο θάνατος του ποιητή και μεταφραστή Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου. Ο εκλιπών είχε γεννηθεί τον Δεκέμβριο του 1945. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του περιοδικού Εκηβόλος, μαζί με τον Βασίλη Διοσκουρίδη και την Τζούλια Τσιακίρη, και συμμετείχε επί χρόνια στη σύνταξη του εντύπου. Ασχολήθηκε με τη μετάφραση κειμένων αρχαίας τραγωδίας, με πιο γνωστή τη μετάφραση της Αντιγόνης, που ανέβηκε στην Επίδαυρο το 2007 σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος ήταν ο δημιουργός μίας μακράς αφήγησης σε ελεύθερο στίχο με τίτλο Σύσσημον ή Τα κεφάλαια, ένα έργο που εμπλουτιζόταν συνεχώς σε διάλογο με τη γλώσσα και την κοινωνία. Το Books' Journal ασχολήθηκε πολλές φορές με τον ποιητή και το έργο του. Παρακάτω, αναδημοσιεύεται ένα κείμενο γι' αυτόν του συνεργάτη μας Ορφέα Απέργη, απόσπασμα από ευρύτερη κριτική της Ανθολογίας της ελληνικής ποίησης (20ός αιώνας). Τόμος Α': 1900-1920 (Κότινος 2007), που είχε πρωτοδημοσιευτεί στο Books' Journal, τχ. 70, Οκτώβριος 2016. Είναι μια πλήρης εισαγωγή στο έργο του Παναγιωτόπουλου. [ΤΒJ]

[…] Υπάρχουνε, επανέρχομαι, και κάποιοι που λείπουνε εντελώς μα που έπρεπε να είναι. Ένας, μόνο ένας, από αυτούς είναι μείζων και είναι ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. «Ποιος, ο σκηνοθέτης;» θα πει ο μέσος καλλιεργημένος (πά’ να πει ψωνίζων στην «Πολιτεία») Νεοέλλην – η σπόντα αφορά αυτόν, τον «καλλιεργημένο», και όχι την «Πολιτεία». Και όμως, και όμως, υπάρχει μείζων ποιητής εν αφανεία, κρυφοφανερωμένος μες από τα ιδιωτικά φυλλάδια της Εκηβόλου, με αρχή το 1988 – δεν ξέρω γιατί μου πάει η εκηβόλος αυτή καλύτερα στο θηλυκό παρ’ ότι αρχικά επίθετο προσωνύμι του ομηρικού Απόλλωνα. Αυτά, με το πέρασμα στο νέο αιώνα γίνανε βιβλίο και βγήκανε, ξαναβγαίνουνε τώρα απ’ Το Ροδακιό της Τσιακίρη, Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια, Βιβλίο Δεύτερο (2015), το Πρώτο έπεται (επανέκδοση του εξαντλημένου αρχικού Σύσσημου, της Ινδίκτου, του 2006).

Ακούσατε γι’ αυτό στα Κρατικά ή άλλα Βραβεία; Όοοοχι! Μα έτσι πρέπει να γίνει, ο ποιητής αυτός ανήκει σε μας, στην επόμενη γενιά, στις γενιές του χιλιασμού, τις μεταπτωτικές, τις μετά το 2000. Αλλά είναι παλιός, παλαιός των Ημερών, γεννημένος το ’45, άρα της «ύστερης μεταπολεμικότητας ή της πρώιμης μεταπολιτευτικότητας;» ας αναρωτηθούμε (ειρωνικά). Σε μια ανθολογία τωρινή, για να είναι πραγματικά καλή, πρέπει, οφείλεις, σ’ αρέσει δε σ’ αρέσει, να βάλεις κάτι από τον Παναγιωτόπουλο, αν όχι απ’ το εν προόδω (πριν το 2000) Σύσσημον, τουλάχιστον από το πλήρες και αυτοτελές «Σπάργανο», άλλο ποίημα δημοσιευμένο στο περιοδικό της Εκηβόλου, γραμμένο το 1980-81, μείζον και αυτό, πρόπλασμα και προείκασμα του Σύσσημου.[1] Ο Παναγιωτόπουλος τραγουδάει το τέλος του 20ού αιώνα και κάτι οσμίζεται για «τα Πέραν και τα Μέλλοντα» (απ’ το «Εικόνισμα» της ελυτικής Οξώπετρας), εμένα μου θυμίζει τον Μάλερ, που ο Μπέρνσταϊν τον φαντάζεται σαν κολοσσό «straddling the magic dateline 1900», «που γεφυρώνει και καβαλάει ιστάμενος το κενό ανάμεσα στις όχθες των δύο αιώνων», μεταφράζω και προσαρμόζω στον Παναγιωτόπουλο, «το αριστερό του πόδι (το πιο κοντά στην καρδιά) φυτεμένο βαθιά στον πλούσιο, αγαπημένο του, 20ό αιώνα, και το δεξιό του, κάπως πιο αβέβαια, ψάχνοντας στέρεο έδαφος, στον 21ο».[2] Νομίζω ο ρόλος του Παναγιωτόπουλου, στις δεκαετίες που θα ’ρθουν, θα φανεί ότι ήταν να σουμάρει, να συσκευάσει και εν τέλει να ενταφιάσει γλυκύτατα, σαν σε επιτάφιο, τον φανταστικό και ατελή αυτό θησαυρό που είναι η Νεοελληνική Ποίηση των δυο αιώνων, από το Σολωμό, μέσω του Ελύτη, ώς τον Γκανά και τη Μαστοράκη. Όπως έλεγε κι ο ίδιος ο Μάλερ,«η ώρα μου θα έρθει», το αυτό και για τον Νίκο Παναγιωτόπουλο και το Σύσσημόν του. Επειδή δεν είναι της στιγμής να πω τα πώς και τα τι του Σπάργανου ή του Σύσσημου, ας βάλω δυο-τρεις στίχους από το πλήρες, εντός 20ού αιώνα, πρώτο από τα δύο:

Από πού να πιαστώ να σου μιλήσω εσένα που επιτηδεύεσαι να μην ακούς; […] Τη σκήτη αντάρα, το κατάστημα τού είναι το εσύντριψα και τώρα ξοδεύω τη θεωρία μιας κλίνης, σαν κλίνης αθεώρητης της σημασίας τού είναι, ξοδεύω της κάθε σημασίας το αποθεματικό και είμαι νους στη μονόκωπο. […] Λέω: Είμαι έξω από το θέατρο της ανθρώπινης ικανότητας αλλά μέσα στην έννοια. Έχει συμβεί το είδος ενός πράγματος να αλώσει το γένος όλων· με το είδος ενός πράγματος λοιπόν θα αλώσω το γένος όλων. […] Να σε δουν στο βράχο αν μπορείς, όμως όπως είδαμε το τρανό θαλασσοπούλι να ξαποσταίνει στο βράχο της σταχτιάς ακτής σταχτί σε λαμπρή μέρα αντέχοντας στο λόγο φιλέορτα μονάχο. […] Πώς λεν το μέρος που θες να σε περάσει κήνσορα ο άμαθος περάτης; Το λένε ουσία χωρίς επιστήμη.Κι εκεί μέσα σε μια ουσία χωρίς επιστήμη να ιδούμε τον τύπο του είδους.

Επιθυμία του Παναγιωτόπουλου να «φτιάξ[ει] ένα έπος της παρακμής», όπως λέει ο ίδιος στο μικρό σημείωμα που συνόδευε το εκτός εμπορίου φυλλάδιο του Σύσσημου, του 1989. «Ιδιωτικά έπη δεν υπάρχουν» –συνεχίζει– «Είναι όλα αποτυχημένα – το γνωρίζω. Εγώ μεταχειρίζομαι τη λέξη έπος καταχρηστικά». Ήρωας του (προσωπικού και όχι ιδιωτικού) αυτού έπους του τέλους του αιώνα, είναι, λέω, η γλώσσα –όχι ο λόγος–, όμως η γλώσσα δεν είναι ήρωας. Αυτός είναι ο ηρωισμός του Σύσσημου, ότι προσπαθεί να κάνει και να έχει ήρωα τη γλώσσα και, ακόμα πιο ηρωικά, να κάνει και να έχει ήρωα μια γλωσσική/φυσική μεταφυσική (γιατί η γλώσσα είναι φύση – δηλαδή όχι μια μεταφυσική της φύσης [όπως στον Ελύτη], αλλά μια φυσική της μεταφυσικής, που περιγράφει τη γλωσσική φύση της μεταφυσικής αυτής). Άρα το Σύσσημον –η λέξη απαντά στο Κατά Μάρκον 14,44 και αναφέρεται στο κρυφό, το συνεννοημένο σημάδι που θα δώσει στους Ρωμαίους ο Ιούδας φιλώντας τον Ιησού–, το συνθηματικό αυτό φιλί δεν είναι «το σημάδι [της] μεταφυσικής προδοσίας» (όπως το χαρακτήρισε στο εξαιρετικό δοκίμιο περί Σύσσημου ο Δημήτρης Καράμπελας[3]), παρά είναι, στον Παναγιωτόπουλο, το φιλί της προδοσίας της μεταφυσικής (γενική αντικειμενική), όπως μόνο η γλώσσα ξέρει να την προδώσει ενσαρκώνοντάς την, υλοποιώντας την, υλώνοντάς την.[4] Οπότε η γλώσσα η «σύσσημη», η σεσημασμένη, προδίδει τη μεταφυσική μετατρέποντας ή έστω τρέποντάς την προς την ύλη, η οποία έτσι κι αλλιώς είναι άρρητη, είναι stuff και σώμα, εκφεύγει του λόγου, οδηγεί πέρα από ή πριν από το Διαφωτισμό και το λογοκεντρισμό του, οδηγεί δηλαδή στο Πραγματικό, σε αυτό για το οποίο ποτέ δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο. Αυτός είναι εν τέλει ο ηρωισμός του Σύσσημου και η τραγωδία του· ο τραγικός ήρωας «γλώσσα» προσπαθεί να υπερνικήσει το «λόγο» που κλείνει μέσα της, να φάει τις σάρκες της, κι έτσι –πασχίζει– να φτάσει ώς την πλήρη ενσάρκωση του λόγου, άρα την κατάργησή του, πράγμα φύσει αδύνατο – όμως ποιος τραγικός ήρωας δεν ήτανε, στη δέση της τραγωδίας, τυφλωμένος; Αυτή είναι και η φύση της τραγωδίας· ξέρουμε ότι δεν μπορεί ο ήρωας να πετύχει αλλά τον βλέπουμε καθώς πασχίζει και σχίζεται – «ποθώ σχισθήναι και σιγάν», να σχισθώ και να σιγήσω, ή έστω τη γλωσσική κατάσταση αυτών, ποθώ το «σχισθήναι» και το «σιγάν» σαν λέξεις που ξεφύγανε απ’ το λόγο, λέει ο Παναγιωτόπουλος του Σύσσημου. Αυτό το (ας πούμε λακανικό) Πραγματικό είναι η «ουσία χωρίς επιστήμη» που ψάχνει ο μοναχικός μετανεωτερικός «νους στη μονόκωπο» του Σπάργανου, εν έτει 1981, και έτσι ολοκληρώνεται (το 2015), 34 [θα προτιμούσα 33] χρόνια αργότερα το τελευταίο, 36ο κεφάλαιο του Σύσσημου, «Η πρωτεύουσα ευφυΐα μέσα σε μια πιρόγα στο ομηρικό έρεβος / (όχι η δευτερεύουσα από την οποία φτιάχνονται οι επιστήμες και οι τέχνες) – ». Με τη φράση αυτή αρχίζει και τελειώνει το τελευταίο κεφάλαιο του Σύσσημου. Η αναζήτηση που ξεκίνησε με την περιπλάνηση ενός νου στο Σπάργανο δείχνει να τελειώνει, φτάνοντας σε αυτό που, εντός των δεσμών του λόγου αλλά και της γλώσσας (σαρξ εκ της σαρκός του αυτή, ή καλύτερα σαρξ εκ της σαρκός της αυτός), φτάνοντας σε αυτό που (τραγικότατα) δεν έχει τέλος – τέλος του η συνέχεια, μπορείς να πεις.

Αυτά ο Παναγιωτόπουλος…

[1] «Το Σπάργανο», αυτοτελώς δημοσιευμένο στην Εκηβόλο, σε δύο μέρη, ως εξής: Μέρος Α΄ στο τεύχος 5 (φθινόπωρο 1980), Μέρος Β΄ στο τεύχος 8-9 (καλοκαίρι-φθινόπωρο 1981).

[2] Bernstein Leonard, “Pain and blessing in Mahler’s music”, στο Mahler: His Time has Come, 1967.

[3] Καράμπελας Δημήτρης, “Κριτικό δοκίμιο για το Σύσσημον”, στο ένθετο Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τεύχος 555, 5 Ιουνίου 2009, σσ. 10-11. Σημειωτέον ότι ο σχετικώς ακριβοθώρητος Δημήτρης Καράμπελας είναι ο, νέος ακόμα, Λορεντζάτος της δικής μας γενιάς – μιλώ εκ του ασφαλούς, περιμένετε και θα δείτε!

[4] Και μπορεί ο Παναγιωτόπουλος στο Σύσσημον να στρέφεται προς στιγμήν «εκεί που δεν υπάρχει γλώσσα, τέχνη, ακόμα και συνείδηση», όπως λέει ο Καράμπελας,, όμως αυτό δεν είναι παρά παραπλανητικός ή έστω περιπλανητικός ελιγμός. Στο τελευταίο κεφάλαιο, το επιλεγόμενο Τέκμωρ (δηλαδή το άκλιτο και ουδέτερο επικό πέρας, όριο, τέλος) η γλώσσα («Άγνωστη γλώσσα, ταφικά νησιά» είναι ο υπότιτλος του Τέκμωρ), όπως οι ακριβές λέξεις τη στυλώνουν, η γλώσσα (langage, το εκ των langue και parole συναποτελούμενον, για να συνεννοούμαστε), η γλώσσα που γίνεται «τέκμωρ», «άρκευθος», «σμαράγδινη tabula [δέλτος]-πορθμός των περιοχών όπου η γλώσσα παύει να είναι περιγραφή και γίνεται διαταγή», κι ακόμα γίνεται «Αρς-Αρσινό», μαγικό ξόρκι-επωδή που είναι η γλωσσική θέση (τίθημι, στη θέση και αντί της άρσης – άρση no!– των όποιων ιδρυτικών μεταφυσικών μύθων κηδεύει και πενθεί το Σύσσημον), ή, αλλιώς, το γλωσσικό «ναι και όχι»(si-no, ιρίδισμα και χάρη γλωσσική), η γλώσσα με τα γραμμένα της, που φέρει σαν «ορυκτό πλοίο και δαιδαλικό καράβι [του Γραφίτη] τη μία και αδιαίρετη παράδοση του κόσμου, τη μεταρσίωση» (όλα από το κεφάλαιο ΛΣΤ΄), αυτή η γλώσσα συνοδεύει τον αφηγητή ώς το τέλος του Σύσσημου, όπου αρχινά να ψέλνει έναν ειρμό (και τι είναι ένας ειρμός, αν όχι η ροή της γλώσσας), «φωνάξτε» λέει «τον κατασκευαστή της ψυχής μας» (τη γλώσσα ως Τσομσκιανή δομή, human linguistic competence, λέω εγώ) «να πάει τη γλώσσα της φυλής στη χρονοδίνη που χύνεται ο ωκεανός», δηλαδή να τη δώσει σ’ εμάς, τους επόμενους κι ερχόμενους. Ακόμα κι εκεί που ο Παναγιωτόπουλος λέει«Μάνα γλώσσα συχώρα με, άλλη είναι η γλώσσα μου» (Κεφάλαιο ΚΔ’), η γλώσσα, έστω και ιδιόρρυθμη σαν μοναστήρι (δικά του τα λόγια), παραμένει το φυλαχτό, το αποτροπαϊκό σημάδι πάνω του, το ίδιο το μυστικό σύσσημο.

Ορφέας Απέργης

Ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμιά του βρίσκονται στα περιοδικά Ποίηση, Ποιητική, Νέα Εστία. Από το 2013 γράφει κυρίως για το λογοτεχνικό περιοδικό ΦΡΜΚ. Κυκλοφορούν τα ποιητικά βιβλία του: η συγκεντρωτική έκδοση, Υ (2011), Η γλώσσα τους (2019), Σαν χρέος (2020), Καθαριστήριο: σάτιρες (2021), Δασκαλόπετρα (2022), Τύφλαντ (2023). Με το ψευδώνυμο Αλέκος Σμπαρούνης υπογράφει το σατιρικό πεζογράφημα Η Επιτροπή (2021).

1 σχόλιο

Η περίπτωση του.. θεωρώ ότι αποτελεί τον ορθό τίτλο.

Δημ. Ν. Κονιδάρης
Δημ. Ν. Κονιδάρης
28 Ιουλ 2023, 08:07

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.