Πρώτα το ποίημα 17 της συλλογής:
17
Το κακό άρχισε ήδη απ’ τον Ορφέα.
Πρώτα η κάθοδος στον Κάτω Κόσμο.
Όλα τα στριφογυριστά σκαλιά ως κάτω, ψύχος και γλίτσα και λεπιδόπτερα
που τρέφονται από τα περιττώματα των νυχτερίδων.
Ύστερα ούτε καν αυτά.
Ύστερα η μαύρη όχθη που ανασηκώνεται κάτω απ’ τα πόδια σου σαν πνεύμονας,
στρωμένη μαύρο χόρτο.
Η λίμνη από υδράργυρο. Ο Χάρων κωπηλάτης
ασώματος, μια σκέτη μπέρτα ναυτικού που ο άνεμος την έπαιρνε
και του μαστίγωνε τα μάγουλα δεξί κι αριστερό συγχρόνως πριν προλάβει
να στρέψει, αν ήθελε.
Ύστερα οι θόλοι αραχνοσκεπείς. Σκιές που χαιρετιόνταν κωμικά, έτρεχαν
να συναντηθούν περνώντας από μέσα του, κάνοντας την ψυχή του
να περιστρέφεται τρελά γύρω απ’ τον άξονά της.
Πόρτα περιστρεφόμενη, σκέφτηκε, είναι η ψυχή μου για τα πνεύματα.
Ύστερα οι Θρόνοι με τους Δικαστές, τους βασιλείς,
σαν υπερφυσικά αγάλματα ―
Φωτίζονταν από το πουθενά και γύρω έμενε σκοτάδι.
Κρύο, εξάντληση και πείνα και το τραγούδι κομμένο από λυγμούς.
Κι η Ευρυδίκη, το έπαθλό του,
ψηλά στημένη σ’ ένα βάθρο, κάτω απ’ το θόλο κάποιου παράπλευρου παρεκκλησίου και τυλιγμένη
μ’ ένα θεομητορικό μανδύα από ασημένιο ιστό.
Έτρεξε να την αγκαλιάσει μα ήταν σκιά. Τα χέρια του την διακόρευσαν. Γύρω όλοι ξερόβηξαν αμήχανοι.
Έπεσε εξαντλημένος. Tον άρπαξαν, τον έσυραν στους Θρόνους.
Και η ανάκριση. Ποιος είσαι και τι θέλεις, γονυκλισία και ικεσίες
και τα τραγούδια ένα-ένα στα πόδια τους.
Και η υπόσχεση, από εξάντληση κι αυτή, πως όντως θα φύγει
χωρίς να κοιτάξει πίσω
και θα πιστέψει πως τάχα αυτή θα ακολουθεί.
Ύστερα όλος ο δρόμος πίσω πάλι, πείνα και κρύο κι η πάλη με τον νου που
ακούει δύο πόδια κι όχι τέσσερα. Τέλος το βλέμμα πίσω, τρία μόλις βήματα
πριν το κατώφλι. Αδιάφορο. Αφού κανείς δεν τον ακολουθούσε, το ήξερε
απ’ την αρχή.
Ύστερα οι Μαινάδες. Σχεδόν ευγνώμων έπεσε στα χέρια τους. Μαχαίρια,
ρόπαλα, νύχια και δόντια, σε ποια άλλη χώρα τρώνε τους ποιητές
για βραδινό;
Το σώμα του άταφο ως την άνοιξη. Η κεφαλή και η λύρα
κατέβηκαν τον ποταμό.
Πέρασαν μήνες.
Ύστερα η Μούσα της Αστρονομίας πήρε τη Λύρα στα ουράνια
και την καρφίτσωσε ως νέο αστερισμό.
Κι όλα διορθώθηκαν.
«Αυτό που μόλις μου διαβάσατε, Όσιπ, δεν είναι ποίηση, είναι πράξη
αυτοκτονίας.
Σαν να κατέρχεστε αυτόβουλα στον Κάτω Κόσμο».
Το στυγερό εισιτήριο είμαι εγώ.
Το ακυρωτικό μηχάνημα της Κόλασης με κατατρύπησε με το ίδιο μου
το όνομα.
Στυξ-Στυξ-Στυξ.
Τώρα είμαι διάτρητος σαν κόσκινο και κατεβαίνω ελαφρός.
Πατώ το κατώφλι του μέλλοντος. Μέλλον που ποτέ δε θα δω.
Πίσω μου θα δουν άλλοι, μέσα απ’ το τρύπιο σώμα μου.
Όλα τα στριφογυριστά σκαλιά ως κάτω.
Μου βάλανε στο χέρι χτένι αντί για λύρα και
«παίξε», μου είπαν, «για τους Κριτές του Κάτω Κόσμου».
Να απομονωθεί, αλλά να διαφυλαχθεί.
«Ο Τρόμος βοηθά τον ποιητή στην γένεση των έργων. Κι εσείς θα πιείτε ένα
γερό ποτήρι Τρόμου στον Κάτω Κόσμο όπου κατήλθατε αυτόβουλα.
Απαγγείλατε
τα στυγερά σας ποιήματα. εκείνα που σας έφεραν εδώ».
Ήταν μικρόσωμος. Πιάστηκε από δυο ατσάλινες κολόνες, έκανε κούνια,
έκανε μονόζυγο και απήγγειλε, απήγγειλε και απήγγειλε.
Τραντάχτηκαν τα Τάρταρα.
«Μιλήστε πιο αργά. Κρατώ σημειώσεις». Ποτέ δεν είχε πιο φλογερό
ακροατή, να σημειώνει κάθε του λέξη.
Έριξε ένα-ένα όλα τα ποιήματα στα πόδια του, για να μη χρειαστεί να πέσει
ο ίδιος.
Είμαστε η μόνη χώρα που εκτιμά την ποίηση. Πού αλλού τρώνε τους ποιητές
για βραδινό;
Ψυχή περιστρεφόμενη στο ψύχος, για μια μόνο στιγμή στον αφρό των κυμάτων,
για μια μόνο στιγμή στην αιχμή της βελόνας.
Να απομονωθεί και όχι απαραιτήτως να διαφυλαχθεί.
Τρένα, σταθμοί και πάλι τρένα.
Κι η πάλη με τον Άγγελο που δείχνει τα ίχνη της ζωής μου στην άμμο.
Η άμμος στον ύπνο είναι κίτρινη σαν το μπαγιάτικο χιόνι στον ξύπνιο.
― Τι δείχνεις Άγγελε θριαμβευτή; Τα ίχνη είναι δύο κι όχι τέσσερα.
Πώς λες λοιπόν ότι Τον έχω Συνοδό;
― Δικά Του είναι αυτά τα ίχνη, Άνθρωπε.
― Και πού είναι λοιπόν τα δικά μου;
― Δεν περπατάς εσύ. Σ’ έχει πάρει αγκαλιά και σε πάει.
Το να σε πάρει αγκαλιά ένας Κατάδικος δεν είναι, φαίνεται, ανακουφιστικό.
Υγεία αδύναμη. Εξαντλημένος πέρα απ’ τα όρια. Σχεδόν αγνώριστος.
Στείλτε μου πράγματα, αγαπημένοι. Έχει νόημα; Δεν ξέρω. Προσπαθήστε το όμως.
Σήμερα βγήκα στη δουλειά κι έχω καλύτερη διάθεση.
― Γύρνα στο λαζαρέτο. Δεν θ’ αντέξεις το κρύο.
Μια παγωμένη μέρα γδυθήκαμε όλοι, γδύθηκε κι αυτός. Μέσα από το λουτρό
του στρατοπέδου βγήκαν θειούχοι ατμοί. Εκείνος έκανε δυο-τρία βήματα, εισέπνευσε για τελευταία φορά τη μυρωδιά του Άδη. Σωριάστηκε.
― Τι κοιτάτε σα χάνοι οι υπόλοιποι; Εμπρός στο λουτρό σας. Πιάσ’ τον εσύ
απ’ τις μασχάλες, θα τελειώσουμε γρήγορα, είναι ήδη γυμνός. Μια ταμπέλα
στο πόδι χρειάζεται μόνο.
Σαν πεταλούδα την τέφρα μου θα δώσω στη γη. Το νοήμον σώμα όμως
θέλω δρόμος και χώρα να γίνει.
Σώμα σπονδυλώδες, σώμα αποτεφρωμένο κι ένοχο.
Άταφος ως την άνοιξη.
Ένα σημειωματάριο με τετραγωνάκια κατέβηκε το απριλιάτικο ρυάκι.
Ύστερα ο αστρονόμος Νικολάι Τσερνίχ ανέβασε τη λύρα μου στα ουράνια
και βάφτισε το εύρημά του Πλανήτη 3461 Μαντελστάμ.
Κι όλα διορθώθηκαν.
***
Σπανίως μ’ αρέσουν τα έργα τέχνης που έχουν ως θέμα τους έργα τέχνης. Αποτελούν, στα μάτια μου, μια χειρονομία ανασφαλούς και φορές-φορές αφόρητου αισθητισμού, όπου «η τέχνη για την τέχνη» γίνεται μια ψυχικά αποτελεσματική αλλά λογοτεχνικά αναποτελεσματική ασπίδα για να προστατευτούμε από τον αληθινό μας εαυτό που βοά απροστάτευτος αλλά καλά κρυμμένος.
Κι εδώ θα προσπαθήσω να μιλήσω κάπως για ένα έργο τέχνης –τη συλλογή ποιημάτων της Λένιας Ζαφειροπούλου με τίτλο «Αίθουσα των χαμένων βημάτων»– το οποίο αφορά και πολύ σαφώς έχω ως θέμα του ένα έργο τέχνης – τα ποιήματα του μείζονος ηρωικού Πολωνοεβραίου αλλά πολιτογραφημένου Ρώσου ποιητή Οσίπ Μαντελστάμ.
Το έργο αυτό της Λ.Ζ. αποτελεί, στα κουρασμένα (από την τόση ποιητική παραγωγή των ημερών μας) μάτια μου, ένα λαμπρό αντιπαράδειγμα, μια εξαίρεση που σχεδόν με πείθει για την ισχύ της γενίκευσης που διατύπωσα, όπου δηλαδή «σπάνια είναι καλή η τέχνη που έχει ως θέμα την τέχνη».
Κι αν η συλλογή της Ζαφειροπούλου μιλάει, σαφώς πιο γενικά, για υπαρξιακά και άλλα δικά της –και δικά μας– δεινά, στη φιγούρα και την ποίηση του Μαντελστάμ εμμονικά επανέρχεται – και μαζί της κι εμείς.
Γιατί λοιπόν μια σειρά ποιημάτων που μιλάνε για άλλα ποιήματα μπορεί στους καιρούς μας να γίνεται ποιητικά δραστική, δηλαδή να παράγει συναισθηματική δράση και αντίδραση, και άρα να «πετυχαίνει»;
Η Λένια Ζαφειροπούλου, από τον Κωνσταντίνο Πίττα.
Ποιητικό αντιδάνειο
Νομίζω γιατί η Ζαφειροπούλου δεν δανείζεται από τον Μαντελστάμ, ούτε δανείζεται τον ίδιο τον Μαντελστάμ σαν ποιητική μορφή. Και δεν τον δανείζεται γιατί ήδη τον περιέχει.
Πείτε το, ίσως, ποιητικό «αντιδάνειο» – ποιητικά δραστικό «αντιδανεισμό».
Τι είναι το αντιδάνειο; Μια λέξη, ας πούμε στα ελληνικά η λέξη «μπάνιο», που νομίζουμε ότι τη δανειζόμαστε από ξένη γλώσσα, εν προκειμένω τα ιταλικά ή ενετικά, ενώ στην πραγματικότητα αυτή, η «ξένη» λέξη, από τη δική μας γλώσσα, σε παλιότερη εποχή, προήλθε, εν προκειμένω από την ελληνική λέξη «βαλανείο» > balneum > bagno > μπάνιο.
Κατά το αυτό σχήμα, πιο ποιητικά, δηλαδή συνθηματικά-συναισθηματικά: Ελένη > Λένια > Ления > Осип > Όσιπ > Λένια. Καθόλου αδειανό δεν είναι το πουκάμισο αυτής της Ελληνίδας Ελένης. Είναι γεμάτο, και σφύζει, από την ποιητική μορφή ενός ξένου που ποτέ δεν τής ήταν πραγματικά ξένος, παρά ήταν μέσα της, κομμάτι του εαυτού της.
Οπότε τον κρυμμένο εαυτό εκφράζει διά του ξένου η Λ.Ζ., και όποιος εκφράζει, αντί να φράζει, τα του εαυτού, όποιος μετέχει της αλήθειας του, δεν μπορεί –πλην απροόπτου– παρά να κάνει καλή ποίηση. Αυτή την αμφισημία ενός αντιδανεισμένου ξένου ως εαυτού εκφράζει και η ίδια η αρχική λέξη: «ξένος» είναι ο διαφορετικός, ο άλλος, ο έξωθεν, αλλά ταυτόχρονα και ο ίδιος ο έσωθεν εαυτός, εκείνος που δένεται άρρηκτα με τον έξω, μέσα από τον δεσμό της αλληλοφιλοξενίας τους, της εισδοχής τους έκαστος εκάστω. Δηλαδή «ξένος» ονομάζεται και ο φιλοξενούμενος και ο οικοδεσπότης: ξένος και ξενοδόκος μπορεί να σημαίνουνε, ας πούμε στον Ηρόδοτο, έν και το αυτό πράγμα.
Άρα τη Λένια δεν την ξενίζει ο Όσιπ, ή μάλλον τον ξενίζει εκείνη, δηλαδή, κατά τη δεύτερη έννοια του «ξενίζειν», τον φιλοξενεί και τον δέχεται και τον φέρει μέσα της, ίσως ήδη από τα πριν – σαν να είναι αυτός, ο «Ώσιπ», αναγραμματισμός παλίνδρομος όλων όσων έχει «πίσω» της, στο πίσω μέρος, το βαθύ, του αισθηματικού μυαλού της, η Λένια.
Ιδού, για παράδειγμα, το ποίημα 17 του βιβλίου, το οποίο ελπίζω να διαβάσατε στην αρχή αυτού του σημειώματος. Έχουν προηγηθεί στο βιβλίο αρκετά πιο βιογραφικά για τον Όσιπ: πώς τον συνέλαβε η μυστική αστυνομία του Στάλιν, πώς άφησε πίσω του τη γυναίκα του, τη Ναντιέζντα, αλλά και την Άννα Αχμάτοβα (φίλη, ή ίσως, για λίγο, κι ερωμένη), αλλά και την Μαρίνα Τσβετάγιεβα (σίγουρη ερωμένη του αυτή), αλλά και τον λιγότερο γνωστό (αλλά αρχηγό του κινήματος τους, του κινήματος των «Ακμεϊστών») ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ, που τον εκτέλεσε η αστυνομία του Λένιν, αλλά και τον Μαγιακόφσκι και τον Γεσένιν – που πέθαναν κι οι δυο τους πιο αμιγώς «σαν ποιητές», δηλαδή με θάνατο πιο «θεατρικό», όπως τον ορίζει ο ομοιοπαθής του Όσιπ, ο έτερος κατατρεγμένος των ρωσικών γραμμάτων, Βαρλάμ Σαλάμοφ, που πέρασε 17 ολόκληρα χρόνια στα στρατόπεδα εργασίας της Κολιμά, στη ρωσική Άπω Ανατολή – αυτή η μοίρα περίμενε και τον Όσιπ, όμως αυτός, πιο φιλάσθενος, πέθανε σε στρατόπεδο μεταγωγών, καθ’ οδόν προς την Κολιμά. (Διαβάστε, παρακαλώ, τις «Ιστορίες από την Κολιμά» του Σαλάμοφ στην εξαιρετική μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου για την Ίνδικτο –εξαντλημένο δυστυχώς το βιβλίο, αλλά από κάπου δανειστείτε το, ελάτε να σας το δώσω–, ιδίως την ιστορία με τίτλο «Τσέρι-Μπράντι» που δίνει μια πιο μυθοπλαστική, αλλά τόσο σπαρακτική εκδοχή του θανάτου του Μαντελστάμ).
Στο ποίημα 17, λοιπόν, η Λένια παραλληλίζει τον Όσιπ με τον αρχετυπικό, καταγωγικό των ποιητών όλου του κόσμου, Ορφέα. Πρώτα μάς εξιστορεί η ποιητική φωνή την κάθοδο του Ορφέα στον Άδη, με μια καβαφική «λοξή ματιά», μια εναλλακτική αφήγηση, όπως αυτή που επινοεί ο Ρίλκε στο ποίημά του «Ορφέας. Ευρυδίκη. Ερμής» (που τόσο ωραία έχει μεταφράσει στα ελληνικά η Μαρίνα Αγαθαγγελίδου – η μετάφρασή της, μαζί με εκείνες δύο ακόμα σπουδαστών του εργαστηρίου της Μαρίας Τοπάλη στο αλήστου μνήμης ΕΚΕΜΕΛ βρίσκονται στο τεύχος 29 της, επίσης αλήστου μνήμης, Ποίησης· παρακαλώ αναζητήστε το και αυτό). Η κατά Λ.Ζ. εκδοχή ανατρέπει πλήρως τα του παραδεδομένου μύθου, αφού ο Ορφέας της, κατερχόμενος στον Άδη, τιμωρείται από του θεούς του Κάτω Κόσμου για την «υβριστική» του τόλμη και μέρος της τιμωρίας του είναι να γυρίσει πίσω «παίζοντας θέατρο», γνωρίζοντας πως καμία Ευρυδίκη δεν τον ακολουθεί, αλλά τουλάχιστον έτσι, κάτι θα έχουν να λένε οι άνθρωποι.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ο Όσιπ της Λένιας επιλέγει την κάθοδο στον Άδη, αφού «αυτό που μόλις μου διαβάσατε» (τα λόγια είναι του μυαλωμένου Παστερνάκ) «ισοδυναμεί με εισιτήριο για τον Κάτω Κόσμο» – πρόκειται εδώ για το σατιρικό «Επίγραμμα στον Στάλιν» που έγραψε ο Όσιπ Μαντελστάμ τον Νοέμβριο του 1933 (ή μάλλον το έπλασε προφορικά χωρίς πουθενά να το γράψει ούτε βέβαια να το δημοσιεύσει, γνωρίζοντας τι θα συνέβαινε αν οποιαδήποτε γραπτή μορφή του έπεφτε στα χέρια της NKVD, της μυστικής σταλινικής αστυνομίας). Αυτό το επίγραμμα, μέρος του οποίου μεταφράζει η Λ.Ζ. στο ποίημα 9 του βιβλίου, ήταν όντως η αρχή του τέλους για τον Μαντελστάμ, αφού αυτό, με τρόπο που ως τις μέρες μας παραμένει αδιευκρίνιστος, πήρε γραπτή μορφή και έφτασε στον καινούριο τότε αρχηγό της NKVD, τον περίφημο Γιάγκοντα. Γράφει για τον Γιάγκοντα η χήρα του Μαντελστάμ, η Ναντιέζντα, στο απομνημόνευμά της που πρέπει κάποτε όλοι να διαβάσουμε, με τίτλο «Ελπίδα σε πείσμα της ελπίδας» (Η λέξη «ναντιέζντα» σημαίνει στα ρωσικά «ελπίδα»): «Στον Γιάγκοντα άρεσε τόσο πολύ το ποίημα του Όσιπ που το είχε μάθει απ’ έξω – μάλιστα το απάγγειλε στον Μπουχάριν (Σ.τ.Σ. που είχε πάει να ζητήσει επιεική μεταχείριση για τον Μαντελστάμ). Αλλά δεν θα είχε κανένα δισταγμό να καταστρέψει ολόκληρη τη λογοτεχνία –παρελθόν, παρόν και μέλλον– αν το έκρινε επωφελές. Για τους ανθρώπους του είδους του, το ανθρώπινο αίμα είναι σαν το νερό».
Tραντάζοντας τα Τάρταρα
Στον Κάτω Κόσμο, όπως τον φαντάζεται η Λ.Ζ., δηλαδή σε μια Κόλαση σταλινικού αυταρχισμού, ο Όσιπ ανακρινόμενος απαγγέλλει το ποίημά του, «τραντάζοντας τα Τάρταρα». Και σαν Ορφέας επανερχόμενος στον Πάνω, τον δικό μας τον Κόσμο –όπως τώρα, μέσω της Λένιας που τον φέρει μέσα της– «παίρνει αγκαλιά τον Άνθρωπο» (με κεφαλαίο τον βάζει η Λένια τον άνθρωπο) «και τον πάει».
Και όντως ο Όσιπ ξαναγύρισε στον κόσμο των ζωντανών, για τρία χρόνια, πριν ξανασυλληφθεί, οριστικά πια, κατά τις Μεγάλες Εκκαθαρίσεις του 1938. Και όντως κατέρρευσε μέσα στο ομαδικό λουτρό του κέντρου μεταγωγών, εξαντλημένος ανεπίστρεπτα – σαν Αγαμέμνονας που «ενοσφίσθη (Σ.τ.Σ. μαχαιρώθηκε στην πλάτη) εντός των λουτρών», όπως υπονοήσαμε με το αρχικό αντιδανειστικό μας μπάνιο.
Και η πραγματολογική ακρίβεια συνεχίζεται, μετατρεπόμενη στα επιδέξια, αγαπητικά χέρια της Λένιας Ζαφειροπούλου, σε πλήρη μεταφυσική ανακρύβεια (εκ του «ανακρυβής» – κρυμμένος, μυστικός): άταφος ο Όσιπ ως την άνοιξη (η πληροφορία αληθεύει, αφού με τον ερχομό της άνοιξης γινόταν αναγκαστικά η ταφή στη Σιβηρία, σε ομαδικό τάφο, όσων είχαν πεθάνει το χειμώνα, όταν ήταν αδύνατο απ’ το τόσο χιόνι να σκαφτεί η γη) – άταφος ως Ορφέας, με τα μέλη του να πλέουν πάνω στα κύματα της ποιητικής μεταφοράς που μπορεί να μας φτάσει ως τον ουρανό: όπως με τον αστερισμό της Λύρας του Ορφέα (κατά τον Οβίδιο), έτσι και με τον Όσιπ, ένας αστρονόμος έδωσε το όνομα Μαντελστάμ σε έναν πλανήτη, σαν το κατορθωμένο σώμα (έτσι θα το έλεγε ο Σικελιανός) μιας ακατόρθωτης ζωής που ορθώθηκε για λίγο απέναντι στη απάνθρωπη θηριωδία με μόνο όπλο την ανθρώπινη ωδή.
Αλλά πώς γίνεται και η Ζαφειροπούλου περιέχει ήδη τον Μαντελστάμ ώστε να μην χρειάζεται να τον δανείζεται παρά μόνον αντιδανειστικά; Εδώ το πράγμα σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Υπάρχουν πρώτα βιολογικές, καταγωγικές συνάφειες στις οποίες δεν θα ήθελα εδώ να αναφερθώ. Κι αυτό γιατί οι γενετικές συνάφειες πολύ μικρό ρόλο παίζουν σε σύγκριση με τις επιγενετικές, αυτές που προκύπτουν από την συνύπαρξή μας μέσα σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα. Η Λένια αισθάνομαι, όσα χρόνια την ξέρω, ότι με κάποιο μυστικό και καθόλου μηχανιστικό τρόπο μετέχει της βαθιάς ρωσικής ψυχής, της ψυχής όπου η μεταφυσική είναι σχεδόν καθημερινή φυσική πραγματικότητα. Εκεί συναντάει τον Μαντελστάμ – εκεί όπου η μεταφυσική δεν είναι παρά φυσική, εκεί όπου, για να θυμηθώ τη ρήση του Φίλιπ Σέραρντ, «η μεγάλη ποίηση είναι ποίηση των μεγάλων θεμάτων και τα μεγάλα θέματα είναι πάντοτε μεταφυσικά».
Κι έπειτα, η Λένια αισθάνομαι ότι περιέχει τον ίδιο τον Όσιπ σαν ποιητική μορφή. Ίσως γι’ αυτό το δικό της ποίημα δεν παρακολουθεί καθόλου τη μορφή των ποιημάτων του Όσιπ. Εκεί όπου αυτός είναι νεοφορμαλιστής, σχεδόν παρνασσιστής, με μέτρο και ομοιοκαταληξία, η Λένια γράφει σε ελεύθερο, πραγματικά ελεύθερο στίχο όπου παρεισφρέουν εκλεκτικιστικά οι φορμαλιστικοί απόηχοι του Όσιπ, ας πούμε σαν σκόρπια ριμαρισμένα τετράστιχα. Δεν ακολουθεί δηλαδή τη μορφή των ποιημάτων του, τονίζοντας έτσι, όχι απαραιτήτως συνειδητά, το ενδιαφέρον της για την ποιητική του μορφή, για τη μορφή του ως υποκειμένου νέων ποιημάτων. Κι αυτή η επιλογή της Ζαφειροπούλου είναι ακόμα πιο δηλωτική των προθέσεών της αν αναλογιστεί κανείς ότι η ίδια είναι ένας από τους καλύτερους μεταφραστές που διαθέτουμε για παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, ας πούμε του Σαίξπηρ ή του Χάινε, τις οποίες πάντα αποδίδει με αντίστοιχης δεξιοτεχνίας νεοελληνικό έμμετρο στίχο – αλλά όχι εδώ, όχι για τη δική της ποίηση απέναντι στον –ή έναντι του– Μαντελστάμ.
Και ο Στάλιν; Πού –για να μην ξεχνιόμαστε– βρίσκει η Λένια τον Στάλιν της και καταφέρνει έτσι να συμπάσχει με τον Όσιπ χωρίς καθόλου να έχει ζήσει σαν τον Σαλάμοφ ή τον Σολζενίτσιν; Ίσως να νιώθει και εκείνη ολοκληρωτισμούς στο πετσί της. Ίσως ο Στάλιν της να είναι όχι βέβαια τα κατάλοιπα μιας ξεδοντιασμένης κομμουνιστικής απολυταρχίας (ή έστω αριστεροσύνης), αλλά η δυσθυμία, η malaise ενός ύστερου καπιταλιστικού καιρού που ψάχνει απεγνωσμένα για νόημα, ενός καιρού που προσπαθεί να ξεφύγει από τον μαύρο πεσιμισμό των κατατρεγμένων του σταλινισμού. Ο Στάλιν της Λ.Ζ. ίσως είναι, με τα λόγια του Σαλάμοφ, η αποπνικτική αίσθηση ότι «συμμετέχεις κι εσύ σε μια χαμένη μάχη για πραγματική ανανέωση της ζωής». Γι’ αυτό ίσως θυμάται στο σημαδιακό ποίημα 17 τη βαθιά αισιοδοξία της πιο απαισιόδοξης ποιητικής ρήσης του Μαντελστάμ, που λέει ότι «μονάχα στη Ρωσία η ποίηση χαίρει τόσο μεγάλου σεβασμού – μονάχα εδώ μπορεί να προκαλέσει το θάνατο κάποιου. Πού αλλού είναι η ποίηση τόσο συχνό κίνητρο δολοφονιών;». Αυτή τη ρήση –την κατά Σαλάμοφ «σεντέντσια» (τίτλο της δεύτερης ιστορίας του από την Κολιμά για τον Μαντελστάμ)– ανακαλεί γλυκόπικρα η Λ.Ζ., ποθώντας ίσως έναν κόσμο όπου η ποίηση, σαν μαύρη ζωή, «will matter» – θα έχει σημασία, ακόμα και χωρίς πάντα κάτι να σημαίνει.
Και ο Μαντελστάμ τι δανείζεται από τη Ζαφειροπούλου, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για ολοκληρωμένο αντιδανεισμό; Δανείζεται αυτά που η Λ.Ζ. φέρει μέσα της: τα στοιχεία μιας μακριάς, ελιοτικής αλυσίδας –όπως τη φαντάζεται ο Τ.Σ. Έλιοτ στο δοκίμιο του «Παράδοση και ατομικό ταλέντο»–, μιας αλυσίδας που περιέχει σαν κρίκους μετάδοσης της ποιητικής ζωτικότητας πολλούς ριζοσπάστες της μορφής, είτε αυτή είναι ποιητική είτε κοινωνική, με πρώτο ίσως τον ίδιο τον Ορφέα, του οποίου τη ριζοσπαστικότητα μπορούμε μόνο να εικάσουμε – βάσιμα πάντως, αφού το τέλος του κάτι πρέπει να λέει για τη γνώμη αρκετών συγκαιρινών του γι’ αυτόν. Και μετά τον Ορφέα –«ο Ορφέας είμαι εγώ», μου είχε πει παλιότερα μια πολύ καλή Ελληνίδα ποιήτρια–, ο Σαίξπηρ, όπου η κριτική προς την τυφλότητα της εξουσίας είναι διαρκής, αλλά και ο Χάινε, με την ανελέητη κοινωνική του σάτιρα, σε ποιήματα που τόσο ωραία έχει μεταφράσει η Ζαφειροπούλου στα ελληνικά (εκδόσεις Πατάκη, 2013), όπως τα «Μαρία Αντουανέττα», «Μυθολογία», «Και τώρα πού;», ή το «Κάστρο των προσβολών». Αυτοί είναι οι επαναστατικά καινοτόμοι ποιητές που η Λ.Ζ. περιέχει (μαζί με πολλές άλλες, εντελώς τωρινές επιρροές) – από αυτούς δανείζεται ο Μαντελστάμ, ώστε να μπορέσει μετά η Λένια, με τη σειρά της, να δανειστεί αυτόν, και από αυτόν. Οπότε θα έπρεπε να ξαναγράψουμε την αντιδανειστική αλυσίδα ως: Ορφέας > Ελένη > Λένια > Ления > Осип > Όσιπ > Λένια > Ορφέας (δηλαδή Όσιπ ως Ορφέας, όπως στο ποίημα 17 που τόσο μας απασχόλησε).
«Δεν περπατάς εσύ. Σ’ έχει πάρει αγκαλιά και σε πάει». Στην αγκαλιά του Όσιπ η Λένια, στα ανήσυχα ποιητικά χέρια της Λένιας ο Όσιπ. Να πώς, μέσα από τον αντιδανεισμό των ποιητικών μορφών, μπορεί και λειτουργεί, σπάνια (και γι’ αυτό ιδιαιτέρως αξιοθαύμαστα) η τέχνη που τραγουδάει την τέχνη της.