1.
Περιγραφές και σχολιασμοί ρούχων, ενδυμασιών και των αξεσουάρ που τα συνοδεύουν, είναι παμπάλαιες και καταναγκαστικά επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες. Αποτελούν επίσης ένα θεμελιώδες λογοτεχνικό εργαλείο: η περιγραφή ενός ντυσίματος ή μιας γύμνιας δημιουργεί εξιστορικό χώρο στον οποίο ξεδιπλώνονται χαρακτήρες, καταστάσεις και πλοκές.
Στο αφιέρωμα του Lapham’s Quarterly στη Μόδα (Fashion, φθινόπωρο 2015), ένα πολυσέλιδο ποτ-πουρί ρούχων, στολών και κάθε λογής αμφιέσεων ανά τους αιώνες, ξεκινά από τον Ηρόδοτο, την Ιλιάδα και την αρχαία Ρώμη, στη συνέχεια διατρέχει, μεταξύ πολλών άλλων, την αυτοκρατορική αυλή της Ιαπωνίας στα 1010, τα Σένεκα Φωλς στα 1849-1851 όταν δημοσιεύονται άρθρα που υπστηρίζουν ότι οι γυναίκες μπορούν (και ίσως θα έπρεπε) να φορούν παντελόνια εφ’ όσον το επιθυμούν, κοινοβουλευτικές συζητήσεις στο Λονδίνο το 1882 με θέμα το χρώμα της στολής των στρατιωτών (οι κόκκινες στολές των Redcoats που θεσμοθετήθηκαν από το Κοινοβούλιο μετά το 1645 είχαν μετατραπεί σε πανεύκολο στόχο στο μοντέρνο μηχανοποιημένο warfare), μέχρι τις 20 Εντολές του Μαρινέττι το 1933 για τον ιδεώδη Ιταλό Άνδρα και την παγκόσμια κυριαρχία του ιταλικού καπέλου («Εντολή νούμερο 20: ένα καπέλο που θα δώσει εξυπνάδα σε όσους ηλίθιους διαφωνούν με τις προηγούμενες 19 εντολές».)
Το αφιέρωμα περιλαμβάνει και απολαυστικότατες βινιέττες γύρω από πιο πρόσφατα φαινόμενα, όπως οι αντιπαραθέσεις για το ντύσιμο των γυναικών στην ισλαμική Τεχεράνη της Αζαντέ Μοαβενί («Όταν ο Αγιατολλάχ Χομεϊνί υποστήριζε την ισλαμική σεμνότητα, μάλλον δεν πολυσκέφθηκε τη ζημιά που επρόκειτο να κάνει το πέπλο στα μαλλιά και το χτένισμα των γυναικών»), το Gucci Addiction του Μπαζ Μπίσσινγκερ (ο συγγραφέας εξομολογείται ότι ο εθισμός του σε κάθε είδους exclusif δερμάτινο άρτιφακτ με το μαγικό γράμμα G τον ώθησε να ξοδέψει 587.412 δολάρια και ενενήντα επτά σεντς – στο τέλος αναζητεί σωτηρία σε κέντρο απεξάρτησης) ή τη χιουμοριστική αναφορά της Σίντρα Γουίλσον για τους αυστηρότατους και σιδερένιους κανόνες ντυσίματος του προσωπικού της εξουσίας στην Ουάσιγκτον («η Δημοκρατία σταματά στο σημείο που ελέγχουν το παλτό σου»).
Η μεταφυσική του ενδύεσθαι είναι αναπόσπαστο συστατικό της ανθρώπινης κατάστασης, αλλά η βιομηχανία της μόδας όπως την καταλαβαίνουμε σήμερα είναι ένα αγγλο-γαλλικό προϊόν της Δεύτερης Αυτοκρατορίας (1852-1870), όταν ο Τσαρλς Φρέντερικ Γουόρθ (Charles Frederick Worth) έραβε για την Αυτοκράτειρα Ευγενία και τις φίλες της.
Ο Γουόρθ συνέδεσε το όνομά του με επιχειρηματικές καινοτομίες που μετατράπηκαν σε βασικά γνωρίσματα του couture: το ατελιέ, το κατά παραγγελία ράψιμο για υψηλά ιστάμενες πελάτισσες, την ανάδυση των καταστημάτων ρούχων, τα fashion shows δύο φορές το χρόνο και, ίσως πάνω απ’ όλα, την υπογραφή των δημιουργιών του, με τον ίδιο τρόπο που οι ζωγράφοι υπέγραφαν τους πίνακές τους. Αυτό το τελευταίο ξεκίνησε τη λατρεία του designer, τη μετατροπή του σε ποπ σταρ και την ανάδειξη της ετικέτας, της μάρκας του ρούχου σε αναγνωρίσιμο εμπόρευμα με συμβολική αξία.
Από το «Όποιος βλέπει μόνο μόδα στη μόδα είναι ηλίθιος» (Μπαλζάκ) και «Η μόδα είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στους μόδιστρους» (Πωλ Κονστάντ), μέχρι «Τα ρούχα μάς φοράνε» (Βιρτζίνια Γουλφ) και το ευστοχότατο «Η μόδα είναι κίνηση, και κίνηση είναι ζωή» (Μιγκέλ Κανέ), η μόδα δεν είναι απλώς ένα κεντρικό κομμάτι της ποπ κουλτούρας αλλά, όπως το φροϋδικό πούρο, μερικές φορές παραπέμπει επίσης και κάπου αλλού.
Η μόδα συνδυάζει δύο ασυμφιλίωτα επίπεδα. Από τη μια αποθεώνει αυτά που φαίνονται, τις επιφάνειες, τα χρώματα και τα σχήματα, τις όψεις – γυαλιστερές, βελούδινες, βαμβακερές ή ματ. Είναι διαρκής εξέγερση ενάντια στο βάθος, ένα lutte continue κατά της αλήθειας (ή ουσίας) που για κάποιο περίεργο λόγο τους αρέσει να παίζουν κρυφτό. Από την άλλη μεριά, ο ακατανίκητος, καταναγκαστικός και κυκλικός χαρακτήρας της υποδηλώνει ότι το ανθρώπινο ίσως είναι περισσότερο παβλωφιανό απ’ όσο υποψιαζόμαστε. Η εφήμερη διάσταση της μόδας μοιάζει σαν ένα bona fide σχόλιο στην παροδικότητά μας και στην ανάγκη μας να φαινόμαστε και να ξεχωρίζουμε. Η μόδα είναι ταυτόχρονα αλήθεια και απάτη – και σαν διπρόσωπη, σχιζοειδής ανθρώπινη χρεία (ο Καστοριάδης ίσως θα την αποκαλούσε «μη-αποφασίσιμη») προσελκύει ωκεανούς σχολιασμών.
2.
Γύρω στο 1957, ο Ρολάν Μπαρτ άρχισε να γράφει για τη μόδα, για τις ιστορίες της ενδυμασίας, για ενδυματολογικά γεγονότα και κίνητρα του ντυσίματος. Λίγα χρόνια αργότερα το αποτέλεσμα ήταν το Systéme de la mode, μια συλλογή κειμένων που περιγράφουν τη μόδα σαν ένα σύστημα σημείων, την ενδυμασία σαν ένα είδος κειμένου χωρίς τέλος και το ένδυμα ως δομή και προνομιακό σημειολογικό πεδίο.
Αρκετά από τα κείμενα για την ένδυση και τη μόδα, που είναι συγκεντρωμένα στην καλαίσθητη έκδοση του Πλέθρου Το μπλε είναι φέτος στη μόδα..., είναι γραμμένα υπό την επήρεια της σωσσυριανής σημειολογίας η οποία, για κάποιο σύντομο διάστημα στη δυτική ηπειρωτική Ευρώπη, φιλοδόξησε να παίξει το ρόλο της επιστήμης των κοινωνικών επιστημών. To γράψιμο του Systéme de la mode τελείωσε το 1963 και εκδόθηκε το 1967.
Σαν ένας αποκρυπτογράφος, ο Μπαρτ αναζητεί μια πραγματική σημειολογία και δομική ανάλυση στην οποία «το ένδυμα [...] ως αντικείμενο του φαίνεσθαι [...] και εκ πρώτης όψεως ένα τετριμμένο αντικείμενο [...] πρέπει να συσχετιστεί με κάτι άλλο. Αλλά με τι; Πώς;»
Ακολουθώντας τη διάκριση ανάμεσα σε γλώσσα (langue) και ομιλία (parole), ο Μπαρτ προτείνει την ενδυμασία σαν βαθιά κοινωνική, θεσμική πραγματικότητα, κάτι σαν συστηματική, κανονιστική δεξαμενή από την οποία αντλούμε την αμφίεσή μας.
Κάθε σωματικό κάλυμμα [...] εντάσσεται σε ένα οργανωμένο, κανονιστικό, κοινωνικά καταξιωμένο μορφικό σύστημα. [Το...] ένδυμα πρέπει να περιγραφεί υπό όρους θέσμισης. Ο άνθρωπος ντύνεται για να ασκήσει τη σημαίνουσα λειτουργία του. [...] Η Μόδα είναι, ουσιαστικά, συλλογική μίμηση μιας κανονικής καινοτομίας […] είναι μια γλώσσα: μέσω αυτής, μέσω του συστήματος σημείων που τη συγκροτεί [...] η κοινωνία [...] εκθέτει, μεταδίδει το είναι της, λέει ό,τι σκέφτεται για τον κόσμο».
Στο ομώνυμο δοκίμιο, «Το μπλε είναι φέτος στη μόδα...», ο Μπαρτ διαπιστώνει πως «η ιδεολογία αναστρέφει το πραγματικό», ενώ στο «Η μόδα και οι επιστήμες του ανθρώπου» δηλώνει «οπαδός μιας φορμαλιστικής ερμηνείας του φαινομένου της μόδας [...]. [Η μόδα] είναι κάτι αυστηρά κωδικοποιημένο [...] όπως η γραμματική».
Για πολλούς λόγους (στυλ, πυκνότητα αναφορών και παραπομπών, συνεχείς αναζητήσεις νέων μορφών και θεωρητικών points-of-view/προ-οπτικών) το διάβασμα του συγγραφέα των Mythologies ή του S/Z χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια, και το Μπλε απαιτεί ανάλογο μόχθο. Τα τέσσερα αρχικά κείμενα της συλλογής («Ιστορία και κοινωνιολογία του ενδύματος», «Γλώσσα και ένδυμα», «Για μια κοινωνιολογία του ενδύματος» και «Το μπλε είναι φέτος στη μόδα. Υπόμνημα για την έρευνα των σημαινουσών μονάδων στο ένδυμα της μόδας») μας βομβαρδίζουν με ανθυγιεινές δόσεις σημείων, σημαινόντων και σημαινομένων. Εν μέρει αυτό είναι το εντύπωμα της σημειολογικής ορθοδοξίας που μεσουρανούσε στα γαλλικά φίφτυς και σίξτυς. Εν μέρει είναι επιλογή του Μπαρτ: αν και το αντικείμενο του Systéme de la mode είναι η γλώσσα των περιοδικών μόδας, η μέθοδός του ακολουθεί τις επιταγές μιας άλλης, εξίσου ακατανίκητης μόδας εκείνης της εποχής που ζητούσε από κάθε «σοβαρή» κριτική να είναι «επιστημονική».
Διαβάζοντας (και ξαναδιαβάζοντας) αυτές τις σελίδες είχα την αίσθηση ότι ήμουν και πάλι σε στρατόπεδο νεοσυλλέκτων όπου παρήλαυνα ψαρωμένος πάνω-κάτω στον συγχρονισμένο στρουκτουραλιστικό βηματισμό της μεθοδολογίας που «απομυστικοποιεί το πραγματικό» (μία φράση φετίχ για τους μυημένους.)
Μετά όμως από τα ex cathedra κείμενα, επανεμφανίζεται ο Μπαρτ που γράφει ποιητικά. Στο δοκίμιο «Από τα κοσμήματα στα μπιζού», ο Μπαρτ μας δωρίζει πανέμορφες παραγράφους στις οποίες περιηγείται τη μακρόσυρτη διαδρομή του κοσμήματος από ένα «ορυκτό, καταχθόνιο αντικείμενο [...] βγαλμένο από την Κόλαση […] κατά βάθος ένα σημείο υπερ-ισχύος», στο μπιζού-artifact εκκοσμικευμένων κοινωνιών. «[Σ]το υλικό, στην ανενδοίαστη απομίμηση, στη διεύρυνση των χρήσεων και απελευθέρωσή του σε πολύ-μορφο, πολυ-υλικό: το μπιζού έχει εκδημοκρατιστεί» και συνδέεται «με έναν τομέα της μόδας που έχει καταστεί η ψυχή της γενικής οικονομίας του ενδύματος: τη λεπτομέρεια».
Στο «Δανδισμός και μόδα», ο Μπαρτ εμβαθύνει στη σημασία της λεπτομέρειας στο ντύσιμο καθώς ο δανδής πάσχιζε να είναι «ντιστενγκέ», να ξεχωρίζει από το ανώνυμο πλήθος. Αλλά η βιομηχανοποίηση, οι μπουτίκ πολυτελείας και η Μόδα (θεσμοθετημένη, γραφειοκρατικοποιημένη Μόδα με «Μ» κεφαλαίο) εξόντωσαν «κάθε κατά διάνοια μοναδικότητα του ενδύματος».
«Η κόντρα Σανέλ-Κουρέζ», ίσως το κορυφαίο και σίγουρα το πιο ζωντανό κείμενο της συλλογής, αντιδιαστέλλει την δημιουργό του γυναικείου casual chic (σε μια διθυραμβική περιγραφή, ο Μπαρτ εξυμνεί την Κοκό Σανέλ σαν μια κλασική συγγραφέα που αντί για χαρτί και μελάνι γράφει με ύφασμα, μορφές και χρώματα) με τον φουτουριστικό Αντρέ Κουρέζ του οποίου η μόδα είναι «αφηρημένη και ταυτόχρονα υλική». Σε αυτό το κείμενο. ο Μπαρτ συναντά το (αυτολογοκριμένο; διστακτικό;) fashionista alter ego του. Η Αγία Τριάδα της Σημειολογίας («σημείο-σημαίνον-σημαινόμενο») και οι επιστημονικίζουσες φρασεολογίες καταρρέουν: «η μόδα», μας εξομολογείται, «είναι μια τέχνη, όπως η λογοτεχνία, η ζωγραφική, η μουσική». Εάν όμως αυτό αληθεύει. τότε το Systéme πάει περίπατο. Διόλου τυχαία, «Η κόντρα Σανέλ-Κουρέζ» πρωτοδημοσιεύθηκε στο Marie-Claire και όχι σε κάποιο Annales...
Ο Ρολάν Μπαρτ δεν έγραψε κάποιο κεντρικό βιβλίο (με την έννοια που Οι λέξεις και τα πράγματα είναι central στο έργο του Μισέλ Φουκώ για παράδειγμα), αλλά τα πολυάριθμα γραπτά του (από το πρώτο δημοσιευμένο κείμενο για τον Αντρέ Ζιντ το 1942, μέχρι το «La chambre Claire» το 1980), μας δίνουν τρόπους (modes;) να κοιτάμε και να σχολιάζουμε τον κόσμο και τους πολυποίκιλους εαυτούς μας. Η κριτική του ενέργεια διαπερνιέται από μια ακατάπαυστη αναζήτηση λεπτομερειών και ανεξάντλητη περιέργεια για το καθημερινό, το τετριμμένο, την αισθησιακή επιφάνεια των πραγμάτων. Ταυτόχρονα, ο Μπαρτ ανήκει σε μία παράδοση που απαιτεί γράψιμο υψηλής ποιότητας: ο κριτικός γράφει σαν βιρτουόζος προτάσεων, παραγράφων, δοκιμίων, ιδεών.
Στο Reading Knowledge (εκδόσεις Blackwell, 1997), ο Μάικλ Πέυν (Michael Payne) έχει επισημάνει ότι ο Μπαρτ γράφει σαν performer, όπως ένας πιανίστας. Η προσήλωση στη λεπτομέρεια, σε συνδυασμό με την ποιότητα της γραφής και την απαίτηση ο κριτικός να γράφει σαν λογοτέχνης, είναι αντισώματα που του επέτρεψαν να αντισταθεί στις επιδημίες των -ισμών οι οποίες δέσποσαν στην εποχή του, και να αναρρώσει από τη σαγήνη του συστήματος. Αντιστρέφοντας το εγκώμιο στην Κοκό Σανέλ, μπορούμε να πούμε ότι ο Μπαρτ είναι μόδιστρος haute couture που αντί για υφάσματα χρησιμοποιεί λέξεις, προτάσεις, ιδέες.
Στο τέλος, το ένδυμα αντιστέκεται στις αναλύσεις και αρνείται να «συσχετισθεί με κάτι άλλο», επιμένοντας πεισματικά στο τετριμμένο τού φαίνεσθαι. Η σημειολογική προσέγγιση μπορεί να ήταν σισύφειο εγχείρημα αλλά η προσπάθεια του Μπαρτ να αναμετρηθεί με το ερώτημα που έθεσε –«το ένδυμα [...] ως αντικείμενο του φαίνεσθαι [...] και εκ πρώτης όψεως ένα τετριμμένο αντικείμενο [...] πρέπει να συσχετιστεί με κάτι άλλο. Αλλά με τι; Πώς;»– οξύνει και πλουτίζει τη ματιά μας. Το μπλε χρώμα γίνεται κάτι πολύ διαφορετικό μετά την ανάγνωση του Μπλε...
True to form, όταν το Systéme de la mode κυκλοφόρησε το 1967, ο Μπαρτ είχε ήδη μετακινηθεί σε άλλες αναζητήσεις. Με το ταξίδι του στην Ιαπωνία το 1966, το οποίο οδήγησε στην Αυτοκρατορία των Σημείων, και το γράψιμο του La mort de l’ auteur το 1967, απομακρύνεται από τη σημειολογία και στρέφεται σε τεξτουαλικά (εάν μου επιτρέπεται η ελληνοποίηση του textuality), και άλλα ενδιαφέροντα.
Αξίζουν συγχαρητήρια και ευχαριστίες στις εκδόσεις Πλέθρον για αυτή την πολύτιμη προσφορά στα βιβλιοπωλεία και το αναγνωστικό κοινό. Συγχαρητήρια και ευχαριστίες επίσης στον Βασίλη Πατσογιάννη για την υπέροχη μετάφρασή του. Εάν είναι μια φορά δύσκολο να διαβάζεις Μπαρτ, υποψιάζομαι ότι είναι δέκα φορές δυσκολότερο να τον μεταφράζεις, ιδιαίτερα με τον λαμπερό, ανάλαφρο και laminated τρόπο που έχει γίνει στο Μπλε...