Τι μας αφήνει λογοτεχνικά η δεκαετία του 1980 μετά την αποσαφήνιση των θλιβερών της συνεπειών διά της πανταχού παρούσης πολυεστιακής κρίσης;
O Διονύσης Σαββόπουλος - και οι ξεχασμένοι του παπανδρεϊσμού
Στο τεύχος 79 του Books' Journal, το καλοκαιρινό τεύχος του 2017, δημοσιεύτηκε αφιέρωμα της ομάδας Με τα λόγια (γίνεται) για την ποίηση της δεκαετίας του 1980 - που είχε παρουσιαστεί τον Μάρτιο του 2017 στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, στο πλαίσιο της μεγάλης έκθεσης GR80s με διοργανωτές τον Βασίλη Βαμβακά και τον Παναγή Παναγιωτόπουλο. Στη συγκεκριμένη εκδήλωση με τίτλο «Τι ποίηση διαβάζαμε στα 80s και τι ποίηση διαβάζουμε απ' τα 80s» συμμετείχαν, η Δήμητρα Κωτούλα, ο Ορφέας Απέργης και ο Παναγιώτης Ιωαννίδης, με συντονίστρια τη Μαρία Τοπάλη. Από το αφιέρωμα εκείνο προέκυψε το εξώφυλλο του τεύχους, ο Διονύσης Σαββόπουλος. Δημοσιεύουμε σήμερα, στα γενέθλια του τραγουδιστή που γίνεται 80 χρόνων, την ανάλυση του Ορφέα Απέργη για την ποίηση εκείνων των χρόνων και τους ελάχιστους ποιητικούς οδοδείκτες που συνεχίζουν να μας συγκινούν. Ανάμεσά τους, πάντα επιβλητικός ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Η ποιητική παραγωγή μιας σημαδιακής για τα πολιτικά πράγματα δεκαετίας μοιραία επισκιάζεται και οριοθετείται από το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο και, μαζί, από την πολιτική τους έκφραση κατά την κρίσιμη εκείνη δεκαετία. Πρόκειται για τη δεκαετία της ορίτζιναλ «πρώτης φοράς Αριστερά»: ήρθε στα πολιτικά πράγματα η «άλλη πλευρά», η ηττημένη του Εμφυλίου και του μετεμφυλιακού αστικού κράτους. Τίποτα δεν εξέφρασε καλύτερα τη διάθεση για ρήξη με το παλαιό καθεστώς από το κεντρικό σύνθημα του σαρωτικού παπανδρεϊσμού: «Αλλαγή». Η Αριστερά ήρθε στην εξουσία ως προσωποπαγής, τριτοκοσμική καρικατούρα του ήδη ανεπτυγμένου στη Δύση «ευρωκομμουνισμού». Ο ιστορικός συμβιβασμός που γρήγορα επήλθε –με τη βίαια πολιτική «αστικοποίηση» και την απόρριψη του αρχικού ριζοσπαστισμού από το κυβερνητικό πλέον ΠαΣοΚ– συνδυάστηκε με τη λατρεία του ηγέτη, όπως μόνο μια υπό ανάπτυξη χώρα, με μεγάλο θεσμικό έλλειμμα, μπορούσε να την αποδεχτεί και να την καλλιεργήσει. Η ιδεολογική-θεωρητική και πολιτική-πρακτική αποτυχία του ΠαΣοΚ έγινε σταδιακά ορατή και δημιούργησε τραύμα που ποτέ δεν επουλώθηκε στο συλλογικό θυμοειδές και λογιστικόν. Η επανεκλογή Παπανδρέου το 1993 αποτέλεσε μια προσπάθεια να απωθηθεί το τραύμα, ήταν άρνηση της πασιφανούς πτώχευσης του αρχικού ριζοσπαστικού ενθουσιασμού· η Αλλαγή είχε πάει περίπατο, αλλά οι ψηφοφόροι της δεν ήταν έτοιμοι να αποδεχτούν συλλογικά το λάθος και τη διάψευσή τους.
Όμως το τραύμα υπήρξε· τότε άνοιξε η πληγή, όταν ο λαϊκός Ανδρέας αποδεικνυόταν καθημερινά ασυνεπής αν όχι και φαύλος, κατά τη δεκαετία του 1980, καλύπτοντας την ανεπάρκειά του διά του συλλογικού (νόμιμου ή παράνομου, δεν έχει τόση σημασία) χρηματισμού μιας ολόκληρης, συγκατανεύουσας κοινωνίας.
Η επιστροφή στην εστία του τραύματος, η ψυχαναλυτική «επανεπίσκεψη» ασκεί ιδιαίτερη ψυχολογική σαγήνη, όπως δείχνει η πραγματοποίηση της έκθεσης αυτής για τη δεκαετία του 1980 και η σχετική κοσμοσυρροή. Δύσκολο να φανταστεί κανείς αντίστοιχη σαγήνη για μια έκθεση περί της «εποχής Σημίτη». Ο Παπανδρεϊσμός μάς εξέφρασε, μας καθόρισε και εν τέλει μας έριξε στο χαντάκι ή, αν προτιμάτε, στο ντιβάνι.
Η Γενιά των Αποτραβηγμένων
Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, κάποιες και κάποιοι έγραφαν ποιήματα·
αυτή είναι η πιο ακριβής διατύπωση που μπορώ να σκεφτώ για την ποίηση της δεκαετίας του 1980, τίποτα άλλο. Αποτραβηγμένοι από τη λαίλαπα του παπανδρεϊσμού (με πεζό «π» πλέον, αφού επικράτησε ως γενικό κοινωνικό φαινόμενο), αλλά μετερχόμενοι ενίοτε τα εκδοτικά και άλλα μέσα που αυτός επιδαψίλευε, οι ποιητές συνέχισαν να λειτουργούν «εκ παραλλήλου», χωρίς διάθεση για ρήξη, για σαρκαστική υπονόμευση αυτού που συνέβαινε, για αντίσταση. Μα, μπορούσε ποτέ να είναι αυτός ο ρόλος της ποίησης; Ναι· σε άλλες εποχές και από άλλους ποιητές υπήρξε και αυτός ο ρόλος της ποιήσεως – αρκεί να ανακαλέσουμε τον σαρκαστικό τόνο του Σεφέρη στα Ημερολόγια Καταστρώματος Β΄ και Γ΄ (τις καλύτερές του συλλογές) και τον εξ ίσου επικριτικό, σχεδόν επιθετικό, Αναγνωστάκη (του Στόχου) από την επόμενη γενιά. Αυτοί οι δύο μπορούν νομίζω να συνοψίσουν τις δυο μεγάλες γενιές του 20ού αιώνα, μετά τον Πρώτο Πόλεμο. Ο Σεφέρης είναι η φιλελεύθερη, κοσμοπολίτικη-δυτική, μοντερνιστική γενιά (σε αυτή τη γενιά ο Ρίτσος είναι η παραφωνία). Ο Αναγνωστάκης είναι η αριστερή, αντιδυτική, κοινωνιστική, οιονεί στρατευμένη γενιά. Ο Σεφέρης είναι παιδί του βενιζελισμού, ο Αναγνωστάκης παιδί του ΕΑΜ και του ανερχόμενου αριστερού κινήματος. Σχηματικά-χρονολογικά, Σεφέρης: 1918-1945 – Αναγνωστάκης 1945-1974 (τα ακριβή «όρια» σηκώνουν προφανώς πολλή κουβέντα).
Και μετά τη Μεταπολίτευση, τι; Ποιες και ποιοι ποιητές εκφράζουν το πνεύμα των νεότερων καιρών μας; Συγκεντρωτικά και πειστικά και από θέση πνευματικής ισχύος, κανείς! Μετά το 1974, ουσιαστικά δηλαδή μετά το 1981, κάποιες και κάποιοι απλώς έγραφαν ποιήματα. Κανείς δεν διεκδίκησε ρόλο εκφραστή (πόσο μάλλον διαμορφωτή) του πνεύματος των καιρών. Μετά τη Μεταπολίτευση, έχουμε την ποιητική Γενιά των Αποτραβηγμένων, τη Γενιά των Ξεχασμένων. Οι ποιητές αυτοί όλοι είναι ήδη μέσα στο χαντάκι όπου περιμένουνε υπομονετικά να έρθει να τους συναντήσει η σταδιακά εκτραχηλιζόμενη κοινωνία. Δεν διεκδικούν «ρόλο», παρά μόνο ίσως κάποιες «θέσεις». Κανείς δεν σηκώνεται να πει για την Αυριανή και τον Κουτσόγιωργα και τον Κατσιφάρα και εν τέλει τον ίδιο τον Ανδρέα. Κανείς;
Όχι ακριβώς! Ποιητικό ταλέντο υπάρχει και σε αυτή την τελευταία γενιά του αιώνα, όχι τόσο μπόλικο όσο στις δύο προηγούμενες, αλλά αρκετό για καλή ποίηση. Οι ποιητές αποτραβιούνται όχι από έλλειψη δεξιοτήτων, αλλά από άποψη, σχεδόν προγραμματικά.
Βέβαια, η μόνωσή τους αυτή, η ζωή τους στο μονήρες «χαντάκι», χαντακώνει τελικά και το ίδιο τους το ποιητικό έργο. Σα να βράζουνε στο ζουμί τους – αισθάνομαι ότι παράγουν εν τέλει λιγότερο και χειρότερο υλικό απ’ ό,τι αν βγαίνανε (ποιητικά) στον κόσμο για σεργιάνι.
Ο Σαββόπουλος
Οπότε, ξαναρωτάω, κανείς δε βρέθηκε να τραγουδήσει τη γενιά και να μπλεχτεί μες στα μαλλιά της κοινωνίας, όπως ο Σεφέρης και ο Αναγνωστάκης παλιότερα; Και όμως, βρέθηκε!
Ένας καθόλου αποτραβηγμένος που έκανε ρεσάλτο και κατέλαβε ντε φάκτο τον αυστηρά περιχαρακωμένο και φυλασσόμενο χώρο της ποιήσεως. Ένας που βρέθηκε, και τραγούδησε. Ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος και αυτός είναι που μένει ως ποιητής από τα 80s.
Δεν είναι ποιήματα τα λόγια των τραγουδιών του. Είναι ποιήματα τα τραγούδια του, δηλαδή το σαββοπουλικό ποίημα προκύπτει όταν η μουσική παντρεύεται με τα λόγια. Σκέτα τα λόγια του δεν υπάρχουν, αφού πάντα τα ακούμε μαζί με τη μουσική τους. Και αυτά, τα «ολόκληρα τραγούδια» είναι σαν Gesamtkunstwerk (ολόκληρο/ολικό έργο τέχνης), τα ποιήματα της Γενιάς των Αποτραβηγμένων. Δηλαδή ο μείζων εκπρόσωπος των Αποτραβηγμένων είναι ο ένας που μπλέχτηκε με την κοινωνία και τους αντικατέστησε επάξια. Τολμώ να πω ότι αυτή η «αντικατάσταση» («υποκατάσταση»;) συνεχίζει να περιγράφει τη βασική κατάσταση των ποιητικών πραγμάτων – σαββοπουλικές φωνές, έστω και πιο αδύναμες, συνεχίζουν να αντικαθιστούν τους αποτραβηγμένους «ποιητές» ακόμα και τώρα που μιλάμε. Καλό παράδειγμα, ο Φοίβος Δεληβοριάς.
Ο μουσικός ποιητής Σαββόπουλος (γεννημένος 20 χρόνια μετά τον Αναγνωστάκη και 44 μετά τον Σεφέρη, σα να λέμε παππούς-πατέρας-γιος) εκφράζει, έστω και διά της «πειρατεύσεως» (αφού πειρατικά κατέλαβε τον ποιητικό χώρο), την τελευταία γενιά του αιώνα, τη μεταπολιτευτική γενιά. Και μάλιστα, μπορεί κανείς να ισχυριστεί (αν αυτό δεν παραείναι σχηματικά κομψό) ότι συναιρεί τα ασυναίρετα, συνδυάζει δηλαδή Σεφέρη και Αναγνωστάκη, σα να λέμε θέση-αντίθεση-σύνθεση. Ως «συνθέτης» ο Σαββόπουλος φέρει μέσα στα τραγούδια του τον αριστερόστροφο κοινωνισμό (μερικοί θα το πουν «ευαισθησία») του Αναγνωστάκη και, μαζί, τον «δεξιόστροφο», ελληνοκεντρικό, εθνικόφρονα φιλελευθερισμό του Σεφέρη. Το ίδιο και στη μέθοδό του: κρυπτικές αναφορές και δάνεια ως ένδειξη (σεφερικού) πνευματικού ελιτισμού και, μαζί, ευθείες, «λαϊκές» διατυπώσεις ενός (αναγνωστάκειου) αντι-ελιτισμού.
Δυο σαββοπουλικοί δίσκοι περικλείουν τη δεκαετία του 1980, χρονικά αλλά και νοηματικά – άρα, συνδυάζοντας χρόνο και νόημα, και συμβολικά: Τα Τραπεζάκια έξω (Απρίλιος 1983) και, στην άλλη άκρη της δεκαετίας, Το κούρεμα (Μάιος 1989). Στα Τραπεζάκια, το λέει και η εικόνα του τίτλου, ο τόνος είναι (κατά τόπους έστω) πιο φωτεινός, όπως αρχετυπικά εκφράζεται από τους χορούς που (θε) να κρατήσουν, όπως θέλει ο εθνικός μας Διονύσιος (ο Β΄, μετά από εκείνον του 19ου!), χαιρετίζοντας την Εθνική Ελλάδος. Στο τέλος της δεκαετίας (σοβούν τα «Κοσκωτικά», μην το ξεχνάμε), ο τόνος βαραίνει και σκοτεινιάζει και σαρκάζει («Μην περιμένετε αστειάκια», «Η αποτυχία της Αριστεράς», «Κωλοέλληνες»).
Από αυτούς τους δυο δίσκους διαβάζω δυο τραγουδοποιήματα που μένουν, αισθάνομαι, από τα 80s. Πρώτα, το «Τσάμικο» από τα Τραπεζάκια:
Τόσος κόσμος πλάι του πέρασε / και τον προσπέρασε / τι να ζητάει; / επαρχιώτης στην Ομόνοια / μες στο ψιλόβροχο / αρχές του Μάη. // Ψυχές πολύβουες / κι ούτ’ ένα πρόσωπο / –τι καρτεράει; / κλαρίνα παίζουν / κόσμος γλεντάει / τι ώρα πάει, τι ώρα πάει; // Ξένος ως και στη χαρά του / μεσονύχτι του Σαββάτου / τραγουδάκια μου κατάμονα / αν σας αντάμωνα / θα έπεφτα κάτου. / Στον ρυθμό σας ονειρεύομαι / και ξενιτεύομαι / στα βήματά του / κάπου εδώ έχω γνωστούς / αλλά τέτοια ώρα μη βαρύνω τους. // Ζήτω η Ελλάδα / και κάθε τι μοναχικό στον κόσμο αυτό [σ.σ. εδώ είναι η καρδιά του ποιήματος, σε μια διατύπωση αντίστοιχη της σολωμικής «Chiudi nella tua anima la Grecia (o altra cosa); ti sentirai fremer per entro ogni genere di grandezza, e sarai felice» δηλαδή, «Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα (ή ό,τι άλλο) και θα αισθανθείς μέσα σου να λαχταρίζει κάθε είδος μεγαλείου και θα ευτυχείς», όπως μου επεσήμανε ο φίλος δοκιμιογράφος Δημήτρης Καράμπελας – και συνεχίζει ο Σαββόπουλoς:] / Ελασσόνα, Λειβαδιά, Μελβούρνη, / Μόναχο, / Αλαμάνα και Γραβιά / […] / η Ελλάδα που αντιστέκεται / η Ελλάδα που επιμένει / κι όποιος δεν καταλαβαίνει / δεν ξέρει πού πατά / και πού πηγαίνει. // Καλωσόρισες πουλί μου / μοναξιά ελληνική μου / απ’ αγάπη φεύγεις έρχεσαι / πηγαινοέρχεσαι / σαν την πνοή μου. // Κι απ’ την έρμη την απόσταση / παίρνει υπόσταση / κάθε γιορτή μου / απ’ τους δυο μας ποταμούς / θα γευτεί μια νύχτα η έρημος καρπούς.
Δεύτερο κρατώ, από το απομυθοποιητικό Κούρεμα, «Το μητσοτάκ», υπόδειγμα λυρικής λεκτικής τόλμης:
[…] μα μέσα στη βρωμούπολη σε ζώνουν οι αυταπάτες / και να οι επαναστάτες / γύφτοι ανεβασμένοι / σκαρφαλωμένοι / μες στο γκιουβέτσι σου πεσμένοι / κι αυτοί που τους ανέχονται βαριά κομμουνισμένοι / κομπλεξικοί δήθεν γελασμένοι / ξανά αποτυχημένοι. […] / Τον κάθε τεχνικό της εξουσίας τον χρήστη / εγώ τον αντιμετωπίζω δίχως πίστη. / Άλλον μαραγκό, άλλον φαναρτζή, άλλον συνθέτη / τώρα και ηγέτη. / Το νόμισμα είναι πάντως τόσο ξεπεσμένο / διαλέγω ό,τι μπορώ / που να ’ναι και φθηνό / που να ’ναι κι αγαθό / προπάντων ικανό να βγάλει από τη μέση / το κνώδαλο αυτό / τον παπατζή / αντί αντι- / πολιτική / αντιπολιτική τ’ όνομά μου / κι ο δρόμος μου γραμμή / όλο ζικ-ζακ / το μητσοτάκ.
Επισκεπτόμενοι εκ νέου το τραύμα των 80s και ξαναζώντας το, τώρα, με πολλούς τρόπους, «Το μητσοτάκ» ακούγεται πολύ φρέσκο – όχι μόνο γιατί ξαναείναι στα πράγματα ένας Μητσοτάκης!
Μανούσος Φάσσης
Την ίδια στιγμή, αντιδρά στο κλίμα της «ποίησης των Αποτραβηγμένων» και ο εξηντάρης πια Αναγνωστάκης, με το δοκίμιό του περί του ποιητού Μανούσου Φάσση (Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης: Η ζωή και το έργο του, 1987), προσώπου φανταστικού, που επιτρέπει στον Αναγνωστάκη μια κυριολεκτικά άνευ προηγουμένου παρωδιακή σάτιρα του δοκιμιακού αλλά και του ποιητικού λόγου, μια σάτιρα που «σαν πέτρα […] περιμέναμε τόσον καιρό [κι] έπεσε επιτέλους στο λογοτεχνικό μας τέλμα», όπως λέει για τον Φάσση (πλαστή) βιβλιοκρισία από την Αυγή, που επισυνάπτεται στο δοκίμιο ως επίμετρο. Τα ποιήματα που αποθησαυρίζει ο Αναγνωστάκης (δήθεν του Φάσση) ανοίγουν ίσως το δρόμο και για τη λεκτική τόλμη τού (μετά δύο έτη) σαββοπουλικού Κουρέματος (1989). Ιδού ένα λαμπρά δεξιοτεχνικό ποίημα περί της Αριστεράς:
Η Μπαλάντα της Ασπασίας (Σεμνής Κόρης του Ρ.Φ.)
Αντίκρισα μια Ρήγισσα / κι από τον πόθο ρίγησα. / Απάνω σε μια σκαλωσιά / την είδα και κοκάλωσα. // Έγραφε συνθήματα / το «Επέσατε θύματα» / κι άλλα αντιφασιστικά. / Και τότε προφασίστηκα // πως θέλω το πινέλον της / να πάω κι εγώ εθελοντής / να γράψουμε κοντά-κοντά. / Με σέρνει εκόντα-άκοντα. // Ύστερα κατεβήκαμε / και πήγαμε ως το ΙΚΑ με / τα πόδια και τα είπαμε / για την ΕΔΑ και το ΠΑΜΕ. // Μα γω της λέω: Ω, Άσπα, συ / μίλα μου για τη διάσπαση / μίλα μου για το Κόμμα μας / μα μην το μάθει η μαμά σ’. // Πολιτική και λίγο σεξ / μας διαχωρίζουν απ’ το ΕΞ. / (Όχι μόνο ολοκαύτωμα / χρειάζεται κι απαύτωμα). // Μετά πήγαμε ίσαμε / το πάρκο και χωρίσαμε / γιατί είχε διασχολικό / κι ήτανε λίγο σόλοικο // να μας εβλέπανε μαζί / (γιατί είν’ η κοινωνία χαζή /κι έχει κατάλοιπα Ναζί). / Δίκιο έχει ο Ρίτσος κι ο Ναζίμ / σ’ αυτή τη ζήση την πεζή / να ζει κανείς ή να μη ζει (μ);
Και ο Μανούσος Φάσσης, διά χειρός Αναγνωστάκη, μένει από τη δεκαετία του ’80, σαν ποίηση ζωτική, που μπλέκει τα είδη (δοκίμιο, ποίηση, κριτική) και συναιρεί το υψηλό με το φαινομενικά ρηχό, υπονομεύοντας έτσι, και παίζοντας – μένει αυτός, ο ύστερος Αναγνωστάκης σαν καλή απόπειρα ελληνικού μεταμοντερνισμού.
Τον Σαββόπουλο, ποιητή αντί των ποιητών, τον γνώρισα τότε, στα 80s. Ήμουνα μικρό παιδί στις μαζώξεις των γονιών μου στο Χαλάνδρι, υπήρχε αύρα αριστερής διανόησης, αισιοδοξία και ζωτικότητα και προπαντός πολύς σαββοπουλικός οίστρος – άκουγαν και χόρευαν οι φίλοι και γονείς τα καλαματιανά και τα τσάμικα του Σαββόπουλου, τραγουδούσαν και τα παλιότερά του, Φορτηγό, Ρεζέρβα, και πάει λέγοντας.
Αυτά είχα για ποίηση από πρώτο χέρι κι άκουσμα – τα άλλα, στα αναγνωστικά του Γυμνασίου, σπάνια με κεντρίζανε, σαν να τους έλειπε το κεντρί, ή ίσως έλειπε απ’ τους φιλολόγους που μας τα προξενεύανε. Οπότε τον Φάσση τον γνώρισα πολύ αργότερα, σαν γραμματιζούμενος πια, που έφτιαχνα σιγά σιγά μια εικόνα σαν παζλ, κομμάτι κομμάτι, όλων αυτών που θα μπορούσα τότε να είχα γνωρίσει.
Εμπειρίκος και Παναγιωτόπουλος
Σε αυτά τα πιο εκούσια, τα μη βιωμένα, διαβάσματα ανήκε και ο μεταθανάτιος Εμπειρίκος της Οκτάνας (1980). Είχα στο πανεπιστήμιο έναν συμφοιτητή, αρκετά μεγαλύτερο, που τον θυμόταν και μας τον έλεγε σχεδόν απ’ έξω, κι εμένα μου άρεσαν ιδιαίτερα και ειδικά «Οι ευκάλυπτοι» όταν «θροΐζουν στις αλλέες», το μείζον πεζοποίημα του Εμπειρίκου για τον Καρυωτάκη. Και η Οκτάνα μένει, νομίζω, από τα 80s, γιατί συναιρεί τα γλωσσικά είδη, υπερβαίνει το γλωσσικό ζήτημα κατά τον γνωστό τρόπο του Εμπειρίκου, και με τον τρόπο αυτό καταφέρνει να ζήσει σαν ποίηση και του λαού, σαν τραγούδι που αφορά και δεν απλώς περιγράφει κάποια καποιανού τα σώψυχα. Αυτή η ποίηση που είναι ζησμένη (“lived”, αν το αγγλικό ακούγεται πιο γλυκά), αυτή ήταν που κάτι μου έλεγε και μου ασκούσε μια καθόλου παπανδρεϊκή σαγήνη, σαν αλήθεια που αντιμάχεται το γενικόν ψεύδος μιας κοινότητας και μιας κοινωνίας που ψευδίζει από την υπερ-βολική ευφράδεια.
Σε όλους τους τέτοιους καφενέδες –Πρεβέζης, Αθηνών, Πατρών– πάντα η ψυχή του θα πλανάται, όπως και εις τα στυγνά γραφεία τόσων νομαρχιών και υπουργείων, όπου […] σε όλον του τον βίον, τις μέρες του εν μέσω τρομεράς ανίας μετρούσε σαν κομπολόι βαρετό, αυτός που έσφυζε εν τούτοις –ω, ειρωνεία– από θεσπέσια οράματα, για πράγματα που ο κόσμος ο πολύς, ο κόσμος ο κοντόφθαλμος ή και ο χυδαίος, χίμαιρες ή ουτοπίες τα ονομάζει. Διότι, αναμφιβόλως, […] επάλλετο από τοιαύτα οράματα και αν έλεγε ο ίδιος ότι ιδανικά δεν είχε –είχε,… και, λίγο μετά, τις πιστολιές εκείνες, που τις καρδιές τρυπούν και τις φωνές σωπαίνουν, πάντα να τις ενθυμήσθε, ό,τι κι αν λεν, ό,τι κι αν γράφουν οι εφημερίδες που τόσα και τόσα λεν – ως παραδείγματος χάριν: «Υπό συνθήκας αυτόχρημα δραματικάς, ο Κ.Κ. δημόσιος υπάλληλος εξ Αθηνών, μετατεθείς εις Πρέβεζαν εσχάτως, έθεσε τέρμα εις την ζωήν του… Στο Λύκειον των Ελληνίδων εδόθη χθες μέγας χορός· αι νεάνιδες του Λυκείου, φέρουσαι εθνικάς ενδυμασίας, εξετέλεσαν Ελληνικούς χορούς· το φόρεμα της κυρίας Μ… από οργκαντί με ντεκολτέ πολύ μεγάλο ήτο απεριγράπτου ωραιότητος…». Οι εφημερίδες του Εμπειρίκου ενώ πάλευε με τα μη εφήμερα μού δίνανε έναν σαββοπουλικό τόνο επικαιρικό, που όμως βγαίνει απ’ τον καιρό και καταγράφει το χρόνο. Λίγο απείχε ο επαρχιώτης του σαββοπουλικού Τσάμικου από τον εκ Πρεβέζης δημοσιογράφο και τη «χαζή κοινωνία» της Ρήγισσας Άσπας του Αναγνωστάκη.
Ο Εμπειρίκος των Ευκαλύπτων ήταν από τη δεκαετία του 1960, εκδρομέας του ’60 που είχε ξεβραστεί στα 80s και συνέχιζε να ψάχνει σε πείσμα της νέας αλλά ήδη πολύ πολύ παλιάς τάξης των παπανδρεϊκών πραγμάτων. Όλοι μαζί –Σαββόπουλος, Αναγνωστάκης, Εμπειρίκος– εκφράζανε πίστη σε πείσμα του καιρού, αλλά και διά του καιρού αυτού· όχι αναχωρητισμό αλλά κατάδυση στο (αποπνικτικό) τώρα και πνοή μέσα απ’ την ασφυξία.
Αυτός δεν ήταν ένας εξ αρχής (και κατ’ αρχήν) αποτραβηγμένος τρόπος. Ήτανε ζωή ζησμένη και μετά ξαναδουλεμένη σε τέχνη, σαν νερά που αποτραβιούνται αφού ήρθανε ν’ απλωθούν στα πράγματα της άμμου (και στην άμμο των πραγμάτων). Ήταν ένας τρόπος που με συγκινούσε.
Αλλά και στους αποτραβηγμένους υπήρχε ζωή, και γινότανε ποιήματα. Στην καρδιά αυτού του «μονωμένου» τρόπου, στο βάθος του χαντακιού δίπλα από την «εθνική οδό» των γεγονότων, κειτόταν ένας ποιητής που τότε άρχισε, στα κρυφά σχεδόν, να εμφανίζεται, μοιράζοντας σαν άλλος Καβάφης τα ιδιωτικά τυπωμένα φυλλάδιά του (και αυτόν πολύ αργότερα τον μυρίστηκα!). Ήταν ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, και τα εκτός εμπορίου φυλλάδια υπό τον αρχικό γενικό τίτλο «Τα Κεφάλαια» άρχισαν να κυκλοφορούν ανάμεσα σε φίλους το 1988 («Τα Εφτά Πρώτα Κεφάλαια», έκδοση εκτός εμπορίου του περιοδικού Εκηβόλος). Προάγγελος του σχοινοτενούς αυτού έργου [«εκτεταμένο σαν σχοίνο (αλλά και σαν τα σχίνα με ιώτα στις πλαγιές)» το λέει ο ίδιος] ήταν «Το Σπάργανο», πιο πρώιμο ποίημα του Παναγιωτόπουλου, αυτοτελώς δημοσιευμένο στον Εκηβόλο σε δύο μέρη, ως εξής: Μέρος Α΄ στο τεύχος 5 (φθινόπωρο 1980), Μέρος Β΄ στο τεύχος 8-9 (καλοκαίρι-φθινόπωρο 1981).
Ο Παναγιωτόπουλος ξεχωρίζει ανάμεσα στους πρωτοφανερωμένους της δεκαετίας του 1980. Είναι αποτραβηγμένος και αυτός αλλά με εντελώς προγραμματικό τρόπο. Δηλαδή δεν απομονώνεται «περί άλλα [ναρκισσιστικά ή εγωπαθή] τυρβάζοντας», δεν γράφει ακκιζόμενος κι επιτηδευόμενος με οξεία μεταμοντερνιστική ή ύστερη κι αμβλεία μοντερνιστική εκζήτηση, δεν εκμυστηρεύεται (ανυπόφορους) λυρισμούς! Αντίθετα, απομονώνεται σχολαστικά και με πρόγραμμα, δε δημοσιεύει ή μάλλον δε δημοσιοποιεί και χτίζει λίγο λίγο ένα αντι-παράδειγμα, έναν αντικατοπτρισμό του σαββοπουλικού κι αναγνωστάκειου «δημόσιου τρόπου» που αντικαθιστούσε τους αποτραβηγμένους ποιητές.
Ήταν σα να έλεγε ο Παναγιωτόπουλος, «ιδού εγώ, υπερασπίζομαι το έδαφος και το χώμα μιας ποίησης που δεν χρειάζεται, αλλά που παραμένει, αφού εκφράζει το έμμονον, το εμμανές, το ενυπάρχον εντός της συνείδησης της γλώσσας και της φυλής και της (κάθε) γενιάς». Ο Παναγιωτόπουλος, συνομήλικος σχεδόν του Σαββόπουλου, έχτιζε στα κρυφά ένα δεσπόζον αντι-σαββοπουλικό παράδειγμα. Αν ο Σαββόπουλος συναιρούσε Αναγνωστάκη και Σεφέρη, αντικαθιστώντας τους ποιητές, ο Παναγιωτόπουλος τους αναιρούσε, αποκαθιστώντας όμως τους ποιητές, μέσω της ψευδο-μοντερνιστικής (ψευδο-μυθικής) μεθόδου του, που αμφισβητούσε κι υπονόμευε τη σχεδόν αφελή πίστη του Σεφέρη αλλά και τις ευκολίες των λαϊκών πολιτικών διατυπώσεων του Αναγνωστάκη. «Τα Κεφάλαια» γίνανε βιβλίο το 2006 πια, από την Ίνδικτο, υπό τον τίτλο Σύσσημον, όπου «σύσσημον» το (βιβλικό) μυστικό σημάδι, το φιλί του Ιούδα που προδίδει.
Καθώς η γενιά βυθιζόταν στην παρακμή, ο Παναγιωτόπουλος έγραφε (στο μικρό σημείωμα με το οποίο άνοιγε το Φυλλάδιο του 1989) για την «επιθυμία [του] να φτιάξ[ει] ένα έπος της παρακμής». Δεν επρόκειτο για «έπος ιδιωτικό», αλλά για έπος «αποτραβηγμένο», με απεύθυνση όμως προς το σινάφι και την βοούσα και «σοβούσα» κοινωνία. Ο θάνατος ενός από το σινάφι της τέχνης, που περιγράφεται στο αρκτικό «Μνημόσυνο» γίνεται «αρχή πολλών πραγμάτων», όπου τα πράγματα αυτά δεν είναι παρά σαρκωμένες έννοιες που έτσι, μέσα στην ύλη και τη μαστορική της, πεθαίνουν –σε μια πνευματική περιπέτεια, έναν πλόα ίσως θα έλεγε ο Παναγιωτόπουλος, προς την τελική Πανθάλασσα και την Περιοχή Χίλια Ναυάγια. Πεθαίνουν οι έννοιες άλλα η ύλη τους μένει· αυτή είναι η τραγωδία του Συμβολικού που πασχίζει να Πραγματοποιηθεί – κι αν κάποτε σαρκώνεται ο λόγος, είναι για ν’ αποθάνει.
Περιγράφει ο Παναγιωτόπουλος: «[Το Σύσσημον] είναι με πλήθος παραθέματα κεντημένο από διαφορετικά είδη λογιοσύνης· στην ουσία ίσως δεν είναι παρά ένα εστοιχειωμένο αρχείο, αποτροπαϊκό-φυλαχτικό [σ.σ. να η απεύθυνση που λέγαμε], που μιλάει για έσχατα και όχι γι’ απαρχές». Ιδού, λοιπόν, κάποια σπασμένα μέλη του Σύσσημου:
Συνταγματικός κυβερνήτης αυτού του έργου είναι το αποτράβηγμα. / Φεύγει υποχωρεί όπως ο ουρανός για να ενισχύσει το χαρακτήρα του. (Κεφάλαιο 34, μέρος 5)
***
Αληθινοί οιωνοί τώρα είναι τα πράγματα. (Κεφάλαιο 34, μέρος 7)
***
Βουή: η έρημος της ύπαρξής μου έχει βουή – / (όποιος γεννιέται μερακλής δεν ξέρει τι να κάνει/με ποταμό θ’ αγκαλιαστώ) – / Κοίταζα το ποτάμι της σιωπής/πώς κύλαγε μέσα από τα ερείπια του έργου μου – / Καθώς η ανθρώπινη ψυχή δε στέκεται με σεβασμό/παρά μπροστά στα ερείπια και στα fragmenta/γιατί έτσι ίσως λειτουργεί / ίσως κάποτε έτσι έρθει και σταθεί μια ψυχή ανθρώπινη / μέσα στους ερειπιώνες του δικού μου έργου και αφουγκραστεί / «ήταν τεχνίτης έμεινε αβοήθητος» / «σπάσαν τη στέγη του ονόματός του/και σαν πέτρα τον βγάλαν απ’ το δρόμο τους» / «τον ανακάλυψαν τα κλάματα / και τού ’δωσαν γρήγορο λογισμό σε τραχύ και αυθέκαστο έργο»– / Φρύδι του όρους– / Τοπίο με σπίτι καινοδιαθηκικής προσευχής μέσα στον αιθέρα του Δία / ή το επέκεινα της τραγωδίας (’κλησιδάκι) – / η ανάγκη επαραμέριζεν εις τες ερημίες και επροσεύχοντουν / η ανάγκη θα αθροιστεί στην ομορφιά / καθότι λυτρώνει απ’ το δηλητήριο της επίνοιας / ορθοτομεί το λόγο – / Άκουγα το πνευματικό ποταμάκι που λέει: υπάρχω όταν εξαφανίζομαι / εγώ ο ίδιος ήμουν η κρυφή βούληση μικρού ποταμού – / Βουή: η έρημος της ύπαρξής μου είχε βουή – (Κεφάλαιο 34, μέρος 8)
***
Μετά από ένα ταξίδι / στην αχανή κι ακυβέρνητη επαρχία την ονομαζόμενη: / η ζωή κι ο θάνατος μιας τέχνης / κι έχοντας επισκεφτεί περιοχές/που δεν είναι πια στη δικαιοδοσία της τέχνης / κι έχοντας συνομιλήσει με πολλούς ανθρώπους / ολότελα βλαμμένους από τις αναθυμιάσεις του εγώ / κι έχοντας ενστερνιστεί / πως από τη σκοπιά της πιο βαθιάς παράδοσης / το να είναι κανείς ακόμα και ιδιοφυΐα δεν είναι αξιολογήσιμο / ένας άνθρωπος που απλά θέλει να υπάρχει / και όχι να νικήσει / κάθεται ισνάφ με τον δαίμονα του εσωτερικού του κόσμου / (κάθεται ισνάφ) ήγουν ο δαίμονας και του λόγου του απαρτίζουν μια συντεχνία / αυτοί οι δυο εξωμερίτες της ύπαρξης / ετούτοι οι ερημίτες ποντικοί στα ζείδωρα υπόγεια του καιρού / είναι τα εναπομείναντα ίχνη μιας εκφυλισμένης παράδοσης / που το ανώτερο ή «πνευματικό» μέρος έχει χαθεί – / έχουν εγκατασταθεί σε μια παραγκίτσα / αρχιτεκτονικού ρυθμού ράκος δικαιοσύνης / πλάι στην περιοχή «κακό θεμέλιο» μέσα στο φαράγγι της γλώσσας – / βλέπουν τη δομή της γλώσσας που είναι η δομή του χάους / εκεί διατηρούν αργαστήρι – / (γλώσσα υπάρχει αλλά εκείνοι έχουν κληρονομήσει την αφωνία του θύματος) / μαζί βγάζουνε γράμματα από μια κασετίνα / και τα στεγνώνουνε με τη στάχτη – / έχουνε αντικρίσει στη φωτιά μια ψυχική εικόνα / είναι η ίδια απ’ το χυτήριο στον ανδριάντα κι απ’ το τσουκαλαρειό στο καμίνι / γράφεται με δυο τρόπους: / ψέματα των ψεμάτων όλα είναι ψέματα / ή / το κακό είναι η χαραυγή του καλού μέσα σε μαύρο σύννεφο – / ανάμεσα στους δυο τρόπους / το πνεύμα εξαφανίζεται και ενώνεται με το πλήθος των αδελφών του – / (καταφύγιο σε περιοχές όπου δεν ισχύει τίποτε –) (Κεφάλαιο 35, μέρος 12: με το μέρος αυτό καταλήγει το Σύσσημον του 2006, στο οποίο προστέθηκε κι ένα τελικό 36ο Κεφάλαιο, δημοσιευμένο από Το Ροδακιό το 2015).
Αυτά όλα μάς αφήνει η «κακοσημαδιά» των 80s. Ένα αποτράβηγμα της ποίησης, που παίζει κι ομφαλοσκοπεί εν πολλοίς μετριοκρατούμενη. Μια αντικατάστασή της (Σαββόπουλος) από έναν ο οποίος τραγουδάει συνθέτοντας σε δημόσιο τρόπο τις δυο προηγούμενες καλές γενιές που κάπου, με τα ύστερά τους (μεταθανάτιος Εμπειρίκος και Φάσσης του Αναγνωστάκη), τον βοηθάνε. Και μια υπεραναπλήρωση κι αποκατάστασή της (Παναγιωτόπουλος) από έναν που ραψωδεί αποσυνθέτοντας σε πολύ ιδιωτικό κι «ιδιόρρυθμον» τρόπο τα ήδη αποκτηθέντα και πλέον αποκτεινόμενα από την τρίτη, την όχι καλή γενιά, του τέλους του 20ού αιώνα.
Σχηματικά-χρονολογικά,
Σεφέρης (γ. 1900): 1918-1945
Αναγνωστάκης (γ. 1925) 1945-1974
Σαββόπουλος / Παναγιωτόπουλος (γ. 1944 / 1945) 1974-2011
[Το 1999 (Δεκέμβριο!) βγαίνει ο τελευταίος(;) δίσκος του Σαββόπουλου, Ο Χρονοποιός, και το 2011 βγαίνει το τελευταίο (36ο) από Τα Κεφάλαια του Παναγιωτόπουλου κι αρχίζει ουσιαστικά να νιώθεται η «κρίση»].
Ορφέας Απέργης
Ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμιά του βρίσκονται στα περιοδικά Ποίηση, Ποιητική, Νέα Εστία. Από το 2013 γράφει κυρίως για το λογοτεχνικό περιοδικό ΦΡΜΚ. Κυκλοφορούν τα ποιητικά βιβλία του: η συγκεντρωτική έκδοση, Υ (2011), Η γλώσσα τους (2019), Σαν χρέος (2020), Καθαριστήριο: σάτιρες (2021), Δασκαλόπετρα (2022), Τύφλαντ (2023). Με το ψευδώνυμο Αλέκος Σμπαρούνης υπογράφει το σατιρικό πεζογράφημα Η Επιτροπή (2021).
Τελευταία άρθρα από τον/την Ορφέας Απέργης
Προσθήκη σχολίου
Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.