Τι ’ναι ένα έπος; Μια μεγάλη ποιητική σύνθεση που μέσα της κλείνει μια εξίσου μεγάλη ιστορία: μιας χώρας με τα γλωσσικά της ριζώματα, τις μυθικές της καταβολάδες και τα ιστορικά βλαστάρια και κλώνους (Γενικό άσμα), ενός πολέμου (Ιλιάδα), ενός τόπου μ’ όλες του τις φωνές και τις μικροϊστορίες (Paterson, του John Carlos Williams)· ή μπορεί να ’ναι το έπος των απλών ανθρώπων (ψαράδων στο Omeros του Derek Walcott) . Ήδη, από το μέγεθος της σύνθεσης και μόνο, ο μύθος ενυπάρχει στο έπος, με τον τρόπο που ενυπάρχει, από τη σύλληψή τους, στις πυραμίδες, υψωμένες για να κλείνουν το μυστικό του μύθου μέσα τους.
Στο Σύσσημον ο Νίκος Παναγιωτόπουλος χτίζει τη νεκρική πυραμίδα του φαραωνικού εγώ· πλάθει μια δαιδαλώδη ιστορία της έσω ηπείρου – τον επικό μύθο του (ποιητικού) εαυτού ως δέντρου που βλάστησε από τον σπόρο μιας ποιητικής συντροφιάς, με αφορμή το θάνατο ενός της μέλους […]»
Έτσι έγραφα σ’ ένα σύντομο, κάπως «βιαστικό» σημείωμά μου για το Σύσσημον (ευχαριστώ τον Δημήτρη Αγγελή για τη δημοσίευσή του στο ηλεκτρονικό Φρέαρ).
Η αλήθεια είναι πως, επειδή εδώ το έργο συντροφεύει τον άνθρωπο αν όχι σ’ όλη του τη ζωή, πάντως σ’ ένα μεγάλο μέρος της, το ίδιο το έργο είναι μια δεύτερη παράλληλη ζωή όπου ο άνθρωπος, κι ας ενδοσκοπεί, τελικά γίνεται παραδειγματικός, άρα ο κάθε άνθρωπος δυνητικά. Δε θέλω μ’ αυτό να πω ότι το Σύσσημον είναι έργο «ανοιχτό» κι εύκολα προσπελάσιμο – κάθε άλλο. Μα ούτε κανενός ο εαυτός είναι ανοιχτός κι εύκολα προσπελάσιμος, και για τον ίδιο τον κάθε άνθρωπο ακόμα. Θέλω να πω πως τέτοιου είδους ποίηση, επειδή πάει βαθιά κι ακολουθεί τον έναν, γίνεται πλατιά και περιλαμβάνει τους πάντες – κι ας μην τους φανερώνεται. Τούτο φαίνεται όταν μέσ’ από επάλληλες εικόνες που ’ναι «κλειστές», προσωπικές (πάντως βαθιά γοητευτικές, αυτό δε χάνεται), μπορεί αυτοαναφορικές ή μ’ αναφορές που ίσως παραμένουν κρυμμένες στον αναγνώστη, αίφνης αναδύονται τούτες οι «γενικεύσεις του εαυτού» έως τον κάθε άνθρωπο, με λόγο λαμπρό, όχι σπάνια θεολογικό κιόλας, ή φιλοσοφικό, δεν έχει σημασία τι. Για παράδειγμα, εδώ (Λ΄, 7, σ. 271):
Κι όπως η τελετουργική βάρκα του νεκρού στάθηκε
της κοινής βάρκας το πρωτότυπο
(η προέλευση των ανθρώπινων μαστορικών εδώ γυμνή)
πήρα ν’ ακολουθώ ένα σκέπτεσθαι όμβριο
πήρα ν’ ακολουθώ ένα σκέπτεσθαι υέτιο
ακολουθούσα ένα σκέπτεσθαι αστράπειο
ερίγδουπο και χθόνιο
που θέλει τον άνθρωπο να γεννιέται όχι με τη γέννηση
μα με τη γνώση
– κι έπειτα με θυσία να μακραίνει τη ζωή – καθώς
ο πόνος γυμνός κι ακέραιος μπαίνει στη ζωή
κι απλουστεύει τη γνώση (η γνώση έχει να κάνει με τη συγκίνηση)
κι όποιος μαθαίνει για να ξέρει χάνει τον Θεό –
(δε σου ’χει δοθεί να γεννιέσαι μόνο με τη γέννηση
και πρέπει ως το τέλος να ’σαι πολύ επιφυλαχτικός
για το αν έχεις γεννηθεί
αυτή η απόλυτη επιφύλαξη είναι η καλλιέργεια το παίδευμα)
ακολουθούσα ένα σκέπτεσθαι ούριο
μέσα στην τελετουργική βάρκα του νεκρού
(σε μια χύτρα στη γωνιά έβραζα κλάματα, τέτοια η εστία μου)
(χοντρή διάκριση – να τη σημειώσεις: ήτανε κλάματα ευτυχίας
μιας κι από την τέχνη μου δε ζήτησα τη δόξα – αλλά την ευτυχία
– και τη βρήκα – η ώρα που ακούει τέτοιο λόγο είναι κουφή –
κι έτσι με παίρνει να ονοματίσω αυτά τα κλάματα με τρόπο παστρικό –
τα λέω: κλάματα μιας ευτυχίας αντίδρομης).
Είπα πριν: η τέχνη μου –
Το δικό μου δόγμα της τέχνης είχε ερωτική ομοιότητα
με τη ροή του μυθικού Αλφειού.
Ξέρεις το μύθο;
Κατέβαινε από τα βουνά της Πελοπόννησος διάβαινε από την Ολυμπία
κι ακολουθούσε μες στη θάλασσα το δρόμο του
για ν’ ανταμώσει την Αρέθουσα στη Σικελία.
Τα νερά του δεν ανακατεύονταν με τα νερά της θάλασσας
(να τη η ομοιότητα)
μόνο ποτάμι με ερωτική επιθυμία βαριά το καταφέρνει ετούτο
(να μη νοθεύονται τα ύδατά του σαν χύνεται στη θάλασσα).
Ήταν γλυκά κι ολόδροσα όπως όταν πρωτόβγαιναν από τις πηγές.
Ο πειρασμός της απληστίας δεν τ’ άγγιζε (να τη πάλι η ομοιότητα).
Μια αγνότητα, ουσιαστική αγνότητα, τα κυβερνούσε
απ’ την αρχή ως το τέλος.
Αγία δύναμη μ’ είχαν αγγίξει τρεις εικόνες –
(Πάνω σε κάποιους βάρυνε του Θεού η κρυμμένη σκέψη
κι αυτοί μας βάρυναν με μια εμπειρία πιο μεγάλη απ’ τη δικιά μας – )
Ένα ποίημα που δρα σωρευτικά
Η πρώτη απ’ τις εικόνες που ακολουθούν είναι από το βουδισμό Ζεν, η δεύτερη από τον Ελ Αλαουί, η τρίτη ινδουιστική. Θα μπορούσα να αποσπάσω κι άλλα τέτοια κομμάτια, πολλά, και να τα παραθέσω, όμως δεν ξέρω αν έχει νόημα. Το Σύσσημον δρα σωρευτικά εντέλει – βιώνεται, ας πούμε. Κάθε απόσπασμα το προδίδει.
Και βέβαια, επειδή πρόκειται για ποίηση, η κύρια έγνοια πρέπει να ’ναι η γλώσσα. Φαίνεται ήδη στο απόσπασμα πιο πάνω, στο «όμβριο», «υέτιο», «αστράπειο» για το «σκέπτεσθαι», στον τρόπο που με την επιλογή και το συνταίριασμά τους οι λέξεις υπηρετούν τη ρωμαλέα εικονοπλασία (και φαίνεται σ’ αυτό επίσης πόσο πυκνό είναι το πλέγμα από αναφορές που συνθέτει όλο τούτο το έργο των συσσήμων – των συμβόλων).
Πράγματι, δεν υπάρχει στις χιλιάδες αράδες του Συσσήμου ούτε αράδα, σχεδόν, που να μη δηλώνει αυτήν την έγνοια, καταρχάς στην προσοχή που δίνεται στον εκάστοτε ρηματικό ή επιθετικό τύπο ανάλογα με το πώς θα «ηχεί» μες στη φράση. Εάν στην αρχή του στίχου το «Αν» δε βολεύει ρυθμικά, γίνεται «Α» (Α δεν πήγες, για παράδειγμα) ή μπορεί η γενική πληθυντικού να χάνει το «ν» και να μένει «ω» («των ανθρώπω», για παράδειγμα).
Έτσι, χάρη σε τούτη την έγνοια, λέξεις του κοινού λόγου, του λογίου, του δημοτικού, του αρχαίου, του εκκλησιαστικού, αποχτούν κοινή ζωή μες στο κορμί του ποιήματος. Θα μπορούσε να διολισθήσει όλο αυτό προς την εκζήτηση, μπορεί κιόλας πού και πού να διολισθαίνει πράγματι, που ’ναι όμως μικρή θυσία για ένα τεράστιο όφελος. Και τούτο το όφελος, ας μην το υποτιμούμε, είναι η τέρψη.
Θα γίνω προσωπικός. Άφηνα το Σύσσημον κι έπειτα, μες στη μέρα κιόλας, σαν μαγνήτης αυτό με τραβούσε ξανά, να διαβάσω άλλη μια στροφή, μια σελίδα, τρεις. Δεν υπάρχει άλλη απόδειξη καλύτερη, πως κάτι έχει τελικά αξία. Δεν παριστάνω πως το «κατάλαβα». Καθόλου. Κατάλαβα κείνα τα σημεία του που κατάλαβα, και τ’ άλλα όχι. Όμως το «ένιωσα». Άρχισε λίγο λίγο να υπάρχει όλο μαζί μέσα μου σαν μια αίσθηση, μπορεί ακριβώς γιατί ο άνθρωπος που το ’γραψε (άγνωστός μου, παρεμπιπτόντως) το ’χε να τον συντροφεύει στη μισή του ζωή σχεδόν, κι έτσι το ποίημά του γενικεύτηκε κι απλώθηκε, κρυφό έστω, προς εμένα.
Το κουβέντιαζα μ’ έναν φίλο και με ρώτησε: «Ποιο είναι λοιπόν το θέμα του;». Δεν ήξερα τι να του απαντήσω, και με τη σιωπή μου φάνηκε να μην υπάρχει θέμα, σαν να ’ταν όλο, ας πούμε, μια καλλιεπής και έμπλεος αναφορών φλυαρία. Λοιπόν, έχει θέμα. Το θέμα του είναι ο άνθρωπος που πλάθει για τον εαυτό του μια δεύτερη, ποιητική ζωή κι από μέσα της διηθεί τη ζωή του, χτίζοντας ένα μύθο. Εάν καθενός οι σκέψεις αφορούν τον ίδιον μονάχα, ο μύθος του μας αφορά όλους. Ο θεολογικός του μύθος, ο φιλοσοφικός του μύθος.
Στο σημείωμά μου τότε στο διαδίκτυο έγραφα: «Στο Σύσσημον ο Νίκος Παναγιωτόπουλος χτίζει τη νεκρική πυραμίδα του φαραωνικού εγώ· πλάθει μια δαιδαλώδη ιστορία της έσω ηπείρου – τον επικό μύθο του (ποιητικού) εαυτού ως δέντρου […]» Αφήνω κατά μέρος αυτά τα περί «νεκρικής πυραμίδας», «φαραωνικού εγώ», κ.λπ., και μένω, ακόμα, στη λέξη «μύθος» και στο χαρακτηρισμό «έπος», έχοντας φτάσει πλέον στο τέλος αυτού του πρώτου βιβλίου (αναμφίβολα, θα περιμένω το δεύτερο στην οριστική του μορφή). Το Σύσσημον είναι εντέλει ένα έπος με θέμα του τον άνθρωπο που λίγο λίγο πλάθει ένα έπος υφαίνοντας με χιλιάδες νήματα έναν προσωπικό μύθο (ως και στον Τόλκιν γίνεται μια μνεία κάπου μέσα – τι ξάφνιασμα). Το φίδι γυρνά έτσι, δαγκάνει την ουρά του κι ο κύκλος κλείνει με τον αντίλογο, τελικά, σ’ ένα έργο σαν το Σύσσημον, που είναι όμως κι αυτός παρμένος μέσ’ από το Σύσσημον το ίδιο:
Ότι το πάρεργο γίνεται με λέξεις
που είναι εργαλεία αυτού του αιώνα
ότι το έργο γίνεται με σιωπή που είναι το μυστήριο του μέλλοντα.