Σύνδεση συνδρομητών

Οι ανυπότακτοι της μικρασιατικής εκστρατείας

Σάββατο, 07 Ιανουαρίου 2023 12:10
 Ο Παύλος Γύπαρης, από καρτ ποστάλ εποχής. Σωματοφύλακας του Ελευθερίου Βενιζέλου, με το Σώμα Ασφαλείας που είχε συγκροτήσει, συνέβαλε καθοριστικά στη σταδιακή μετεξέλιξη των αρχικά ανοργάνωτων και χωρίς πολιτική συνείδηση λιποτακτών σε ένα πολιτικοποιημένο σώμα «επαναστατών», οι οποίοι έφτασαν να καταρτίσουν υπόμνημα με τα αιτήματά τους με σκοπό να το αποστείλουν στην εθνική κυβέρνηση.
Wikipedia
Ο Παύλος Γύπαρης, από καρτ ποστάλ εποχής. Σωματοφύλακας του Ελευθερίου Βενιζέλου, με το Σώμα Ασφαλείας που είχε συγκροτήσει, συνέβαλε καθοριστικά στη σταδιακή μετεξέλιξη των αρχικά ανοργάνωτων και χωρίς πολιτική συνείδηση λιποτακτών σε ένα πολιτικοποιημένο σώμα «επαναστατών», οι οποίοι έφτασαν να καταρτίσουν υπόμνημα με τα αιτήματά τους με σκοπό να το αποστείλουν στην εθνική κυβέρνηση.

Νίκος Βαφέας, Από τον λιποτάκτη στον αντάρτη. Η «στάσις των ανυποτάκτων» στη δυτική Κρήτη (1921 - 1922), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2022, 200 σελ.

Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, παρατηρήθηκε μεγάλη απροθυμία και άρνηση πολλών κατοίκων της δυτικής, κυρίως, Κρήτης για την υποχρεωτική τους επιστράτευση και τη συμμετοχή τους στον μικρασιατικό πόλεμο, με αποτέλεσμα να κηρυχθούν ανυπότακτοι και να αποτελέσουν στόχο διώξεων από μέρους του κράτους, την ευθύνη του οποίου είχε τότε η αντιβενιζελική παράταξη. Τι ακολούθησε και γιατί η κίνηση εκείνη ξεχάστηκε;  

Ο ελληνικός Μεσοπόλεμος είναι περίοδος με πολλά ανοιχτά ζητήματα για την ελληνική ιστοριογραφία, καθώς μέσα σε αυτό το διάστημα εκτυλίχθηκαν σύνθετα γεγονότα από τα οποία ανακύπτουν πολλά ερωτήματα που καλούνται οι ιστορικοί, τότε και τώρα, να ερμηνεύσουν. Ένα από τα κυριότερα ερωτήματα που θέτει προς πραγμάτευση ο ελληνικός μεσοπόλεμος, αν όχι το κυριότερο, αφορά τα όρια και τα περιθώρια του ελληνικού έθνους. Αφενός οι βαλκανικοί πόλεμοι, που υπερδιπλασίασαν την έκταση του ελληνικού κράτους, αφετέρου η μικρασιατική περιπέτεια περιστρέφονται και τα δύο ως γεγονότα, και ως ερωτήματα κυρίως, γύρω από αυτό το καταστατικής φύσεως ζήτημα, το ερώτημα περί έθνους.

Η εθνική ιστοριογραφία προσέγγισε τόσο τους βαλκανικούς πολέμους όσο και τη Μικρασιατική Καταστροφή με τον γνωστό γραμμικό τρόπο και πάντα στη λογική της Μεγάλης Ιδέας που εκείνη τη δεκαετία άγγιζε, σύμφωνα με αυτή τη λογική, τις ακρότατες εκδοχές της. Ακόμα και η αριστερογενής ιστοριογραφία προσπάθησε να αναδείξει τα δομικού τύπου στοιχεία που συνέβαλαν θετικά ή αρνητικά στην εξέλιξη των γεγονότων, χωρίς να αποφεύγει σε πολλές περιπτώσεις κάποιες γενικεύσεις που θεωρήθηκαν δεδομένες για την εκάστοτε περίπτωση.

Το νέο βιβλίο του αναπληρωτή καθηγητή ιστορικής και πολιτικής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, του Νίκου Βαφέα, με τίτλο: Από τον Λιποτάκτη στον Αντάρτη: «Η στάσις των ανυποτάκτων» στη δυτική Κρήτη (1921 - 1922), επανέρχεται σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα περί έθνους, αλλά από μια διαφορετική σκοπιά. Απέναντι στις απλουστευτικές γενικεύσεις, θεμιτές ή αθέμιτες, για τη συμπαγή και ομόθυμη συμμετοχή του ελληνικού «λαού» στα γεγονότα και στους θεσμούς της εθνικής ολοκλήρωσης, ο Βαφέας ενδιαφέρεται για εκείνα τα σημεία στα οποία η ένταξη των περιφερειών της χώρας στο εθνικό κράτος συνάντησε όχι τη γενική και αδιαπραγμάτευτη συγκατάθεση των πολιτών, αλλά το αντίθετό της.

 

Οι ανυπότακτοι της Κρήτης

Την αφορμή για την ανάπτυξη του προβληματισμού του συγγραφέα περί των αντιστάσεων των τοπικών κοινωνιών στην πορεία τους προς την εθνική ολοκλήρωση έδωσαν κάποια γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη δυτική Κρήτη κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας. Πιο συγκεκριμένα, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, παρατηρήθηκε μεγάλη απροθυμία και άρνηση πολλών κατοίκων της δυτική, κυρίως, Κρήτης για την υποχρεωτική τους επιστράτευση και τη συμμετοχή τους στον μικρασιατικό πόλεμο, με αποτέλεσμα να κηρυχθούν ανυπότακτοι και να αποτελέσουν στόχο διώξεων από μέρους του κράτους, την ευθύνη του οποίου είχε τότε η αντιβενιζελική παράταξη.

Οι ανυπότακτοι της Κρήτης παρέμειναν για κάποιο χρονικό διάστημα «στο βουνό» χάρη στη βοήθεια που τους πρόσφεραν οι τοπικοί πληθυσμοί, συνιστώντας όμως σαφή απειλή για το κράτος. Η ενεργοποίηση του παλαιού ΤΟΔ, του νόμου περί ληστείας, αντί να περιορίσει τις αντιδράσεις προκάλεσε μεγαλύτερη πόλωση, καθώς ο νόμος δεν στρεφόταν πλέον μόνο εναντίον των λιποτακτών αλλά, κυρίως, εναντίον των οικογενειών τους. Από τη στιγμή εκείνη είχαν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια ακόμα βίαιη αγροτική κινητοποίηση στη δυτική Κρήτη, σύμφωνα με έναν ιστορικο-κοινωνιολογικό όρο που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, η οποία θα αποκτούσε στην πορεία έναν πιο συγκεκριμένο πολιτικό χαρακτήρα.

Κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου του 1921, και ενώ ο πόλεμος στη Μικρά Ασία βρισκόταν σε εξέλιξη, οι στασιαστές της Κρήτης έφτασαν να επιτεθούν εναντίον της πόλεως των Χανίων, δίνοντας τριήμερη μάχη με το στρατό και επιτυγχάνοντας τελικά την απελευθέρωση πολλών βαρυποινιτών, έπειτα από επίθεση στις φυλακές του Ιτζεδίν, οι οποίοι εντάχθηκαν στις τάξεις τους. Το κίνημα των ανυποτάκτων ουσιαστικά έληξε τον Μάιο του 1922 με την επικήρυξη των αρχηγών του κινήματος και την επιστροφή των εκτοπισμένων συγγενών στις εστίες τους.

Εκείνο που έχει ενδιαφέρον στη μελέτη του Νίκου Βαφέα είναι ότι το φαινόμενο της λιποταξίας στην Κρήτη δεν εξετάζεται ως μεμονωμένο γεγονός, ως μια ιδιαιτερότητα δηλαδή τοπικής εμβέλειας, αλλά ως ένα γενικότερο φαινόμενο που σχετίζεται με τις αδράνειες των αγροτικών κοινοτήτων κάθε φορά που διαταράσσεται η κανονικότητα της τοπικής αγροτικής οικονομίας. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην πολύ σημαντική παρατήρηση, όπως τουλάχιστον δείχνουν τα αριθμητικά δεδομένα, ότι στην τελευταία φάση των πολεμικών συγκρούσεων στη Μικρά Ασία οι λιποτάκτες ανά την Ελλάδα ανέρχονταν στον πολύ υψηλό αριθμό των περίπου 90.000 ανδρών. Το γεγονός αυτό οδηγεί τον συγγραφέα να αναζητήσει και να αναδείξει και άλλες περιπτώσεις λιποταξίας που παρατηρήθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα εκείνη την περίοδο, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση των Γιαγάδων στη Σάμο, ένα θέμα που απασχόλησε τον Νίκο Βαφέα στο προηγούμενο βιβλίο του[1]. Ακολουθώντας το θεωρητικό σχήμα που καθιέρωσε ο Eric Hobsbawm, ο Βαφέας τονίζει τον καθοριστικό ρόλο της τοπικής κοινωνίας στην αμέριστη συμπαράσταση και στήριξη τέτοιων –αγροτικής καταγωγής– φαινομένων συλλογικής ανυπακοής και μελετά τη διαχείρισή τους από τις πολιτικές δυνάμεις που δρούσαν στην περιοχή της δυτικής Κρήτης.  

Ένα από πιο κομβικά σημεία της ανάλυσης είναι εκείνο όπου ο συγγραφέας στρέφει το ενδιαφέρον του όχι προς τους ίδιους τους λιποτάκτες όσο προς αυτούς που ανέλαβαν την οργάνωση και το συντονισμό της δράσης των τελευταίων. Σε πρώτο επίπεδο είναι ο «μυθικός» νεαρός ληστής της Κρήτης, ο Λάμπρος Μπαρμπούνης, και αργότερα ο Παύλος Γύπαρης, παρακρατικό όργανο του Βενιζέλου, ο οποίος, με το Σώμα Ασφαλείας που είχε συγκροτήσει, συνέβαλε καθοριστικά στη σταδιακή μετεξέλιξη των αρχικά ανοργάνωτων και χωρίς πολιτική συνείδηση λιποτακτών σε ένα πολιτικοποιημένο σώμα «επαναστατών», οι οποίοι έφτασαν να καταρτίσουν υπόμνημα με τα αιτήματά τους με σκοπό να το αποστείλουν στην εθνική κυβέρνηση. Σύμφωνα με το συγγραφέα του βιβλίου, αυτή είναι η στιγμή κατά την οποία σηματοδοτείται η μετατροπή των λιποτακτών σε αντάρτες. Χρονικά, η διαδικασία αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της μεγάλης σύγκρουσης του Εθνικού Διχασμού, σημαντική πτυχή της οποίας, όπως φαίνεται στο βιβλίο, αποτελεί η δράση της Εθνικής Άμυνας Κωνσταντινουπόλεως, μιας οργάνωσης βενιζελικών αξιωματικών που την ίδια εκείνη περίοδο ενεπλάκη στην παράτυπη εκλογή του «βενιζελικού» Μελετίου Μεταξάκη στον πατριαρχικό θρόνο και, στη συνέχεια, όπως καταδεικνύει ο Βαφέας, άρχισε να οργανώνει κίνημα του στρατού διαρκούσης της μικρασιατικής εκστρατείας, το οποίο ωστόσο δεν ευοδώθηκε.

Στο τελευταίο κεφάλαιο της μελέτης του Νίκου Βαφέα επιχειρείται η ανίχνευση της πορείας των λιποτακτών του 1921 μετά τα γεγονότα της Μικράς Ασίας, μέχρι και την περίοδο της Ιταλογερμανικής Κατοχής. Την εποχή αυτή, η οποία ταυτίζεται και με την πρώτη περίοδο ανάπτυξης του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, μέσω της συγκρότησης και της δράσης του ΣΕΚΕ – ΚΚΕ, φαίνεται ότι οι (αρχικά) μη πολιτικοποιημένοι ανυπότακτοι και λιποτάκτες του 1921-1922, μετά τη συμμετοχή τους στα γεγονότα που πραγματεύεται το βιβλίο και αφού επέστρεψαν στην πατρίδα τους μετά τη λήξη του μικρασιατικού πολέμου, οργανώθηκαν μαζικά σε τοπικούς «αριστερούς» Συλλόγους Παλαιών Πολεμιστών, οι οποίοι εξέφρασαν και διεκδίκησαν το κύριο αίτημα των αγροτικών πληθυσμών ανά τον κόσμο, αυτό που αφορά τη διανομή της γης (στη συγκεκριμένη περίπτωση, της εκκλησιαστικής) στους ακτήμονες αγρότες.

 

Οι ανυπότακτοι έγιναν κίνημα

Η μελέτη του Νίκου Βαφέα μάς φέρνει, λοιπόν, μπροστά σε μια διαδικασία μετατροπής μιας αρχικά  μη οργανωμένης και χωρίς πολιτικούς στόχους αντίδρασης κάποιων αγροτών της Κρήτης σε ένα αγροτικό, τελικά, κίνημα, που είχε διάρκεια στο χρόνο και κατέληξε να αποκτήσει πολιτικό λόγο, διεκδικώντας συγκεκριμένα πολιτικά αιτήματα.

Εκείνο που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, μια παρατήρηση που σαφώς σχετίζεται με το ίδιο το γεγονός αυτό καθεαυτό, είναι ο τρόπος αποτύπωσης του κινήματος των ανυπότακτων στη συλλογική μνήμη της σύγχρονης Κρήτης. Σε αντίθεση με τα Γιαγαδικά της Σάμου, που παραμένουν (ακόμα) ζωντανά στις αφηγήσεις πολλών κατοίκων της Σάμου, έστω σε μια ηρωοποιημένη εκδοχή, τα αντίστοιχα γεγονότα της Κρήτης έχουν «ξεχαστεί» εντελώς και κανένας πλέον δεν τα θυμάται, ούτε αναφέρεται σε αυτά, παρότι η χρονική απόσταση που μας χωρίζει από αυτά δεν είναι τόση ώστε να δικαιολογεί αυτή τη δεδομένη συλλογική λήθη.

Την απάντηση σε αυτό το ιστορικής και ανθρωπολογικής φύσεως ερώτημα τη δίνει ο συγγραφέας στην αρχή ακόμα του βιβλίου του. Η δράση των ανυπότακτων της Κρήτης δεν μπόρεσε να ενταχθεί ούτε σε μια ηρωοποιημένη αφήγηση του κρητικού «ήθους» ούτε πολύ περισσότερο στην ομοιογενοποιημένη αφήγηση περί της απόλυτης και άνευ όρων ένταξης των τοπικών κοινωνιών στο ελληνικό έθνος-κράτος. Η λιποταξία των κρητικών φαντάρων από το μικρασιατικό μέτωπο δεν ταίριαξε με τους κανόνες της δημόσιας ιστορίας, γι’ αυτό καταχωρήθηκε πολύ εύκολα στις σιωπές της.

Μόνο που η ιστορία δεν γεννήθηκε για να καλύπτει τα άβολα γεγονότα μιας κοινωνίας, αλλά για να τα αποκαλύπτει και κυρίως για να τα ερμηνεύει. Και αυτό ακριβώς καταφέρνει η μελέτη του Νίκου Βαφέα.

Σε μια συνολική θεώρηση, το βιβλίο αποτελεί μια άκρως ενδιαφέρουσα επιστημονική πρόταση σε ένα από τα πιο βασικά ζητήματα που θέτει ο ελληνικός Μεσοπόλεμος στην εγχώρια ιστοριογραφία. Αποτελεί συνέχεια της προβληματικής που έθεσε ο ίδιος ο συγγραφέας στο αντίστοιχο επεισόδιο της εξέγερσης των Γιαγάδων της Σάμου, γεγονότα και τα δύο που, χάρη στην επιστημονική τους επεξεργασία, φωτίζουν με ουσιαστικό τρόπο ένα τόσο σύνθετο ζήτημα, όπως αυτό της ένταξης της ελληνικής κοινωνίας στο ένα και μοναδικό εθνικό αφήγημα. Για τον λόγο αυτό το βιβλίο αποτελεί μια καινοτόμο πρόταση στον τομέα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, που παρεκκλίνει από τις μέχρι τώρα κανονικότητες του χώρου.

Το πρόβλημα για τον Βαφέα, βέβαια, δεν είναι ούτε η εντύπωση, ούτε η σύγκρουση για να αναδειχτεί η δική του «μοναδική» συμβολή στην περίπτωση. Το πρόβλημα είναι η κατανόηση και η εξήγηση. Έτσι, η ανάδειξη της προβληματικής του και, κυρίως, ο τρόπος ανάδειξης και τεκμηρίωσης του επιχειρήματός του, που σχετίζονται και τα δύο με τον τρόπο διαχείρισης του υλικού του, χαρακτηρίζονται από την απόλυτη συνέπεια σε αυτό που μαρτυρούν οι πηγές και ο λόγος της υπό εξέταση εποχής, τα οποία, καθώς συνδυάζονται με τη στέρεη γνώση της θεωρίας και της βιβλιογραφίας, αναδεικνύουν μια ακόμα πλευρά του βιβλίου, την παιδαγωγική του πλευρά, καθιστώντας έτσι το νέο βιβλίο του Νίκου Βαφέα μια ενδιαφέρουσα πρόταση τόσο ως ιστορικό σύγγραμμα όσο και ως παιδαγωγικό εγχειρίδιο που συμβάλλει καθοριστικά στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε αλλά και διαβάζουμε τη σύγχρονη ιστορία.

[1] Βαφέας Νίκος, Από τον «ληστή» στον «αντάρτη»: τα ένοπλα κινήματα των Γιαγάδων στη Σάμο (1914-1925), Αθήνα 2012.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.