Ι.
Γιατί ξαναγυρίζω στη δοκιμή του Σεφέρη, ενώ η επιστημονική έρευνα έχει φωτίσει τόσα πράγματα για τον Ερωτόκριτο και την εποχή του, που ο ποιητής τα ψηλαφούσε στο σκοτάδι; Όχι μόνο γιατί εκείνος με εξοικείωσε όσο κανένας με το αριστούργημα του Bιτσέντζου Κορνάρου. Αλλά, προπάντων, γιατί ο τρόπος που αισθάνεται το ποίημα, αν συσχετισθεί με το συνολικό σεφερικό έργο, ζωντανεύει αποκαλυπτικά τη βασανισμένη ιστορία του ελληνισμού. Ετούτο μπορεί να δυναμώσει τη συλλογική αυτογνωσία μας, όταν οι γνωστές ιδεολογικές «αποδομήσεις» αυτού του έργου μάλλον σύγχυση προκαλούν. Καιρός να ξαναχτίσουμε κάτι όταν έχουμε τόσα πολλά γκρεμίσει.
Είναι αξιοπρόσεχτο ότι η μελέτη –αρχικά μια ομιλία που έγινε στον Παρνασσό στις 11 Μαρτίου 1946– ξεκινάει με μια παιδική ανάμνηση: τις άθλια τυπωμένες και ανορθόγραφες λαϊκές φυλλάδες του Ερωτόκριτου που διαλαλούσαν οι γυρολόγοι της Σμύρνης στις αρχές του περασμένου αιώνα. Αυτές σαγήνευαν το μικρό παιδί: κοίταζε στο εξώφυλλο τον «λεβέντη» Ερωτόκριτο κι ένιωθε πως ήταν «η ίδια ψυχή με τον Διγενή και τον Μεγαλέξαντρο, ένας τρίδυμος αδελφός». Μνημονεύει μάλιστα σε υποσημείωση την οικειότητα του νεότερου λαϊκού μας αντιήρωα, του Καραγκιόζη, με τον διαχρονικά μυθικό Μακεδόνα. Το παιδί δεν ξεχωρίζει ούτε τους ήρωες αναμεταξύ τους ούτε την Αρετούσα από τη γοργόνα του Μεγαλέξαντρου. Μαντεύει ότι μια στέρηση βασανίζει τις δυο γυναίκες, χωρίς να την καταλαβαίνει, ώσπου να νιώσει αργότερα τι θα πει στέρηση ελευθερίας.
Η μαρτυρία λέει πολλά: ένα παιδί της αστικής τάξης στη Σμύρνη του 1910 πρωτογνωρίζει τον Ερωτόκριτο –αυτό το λόγιο έργο– όχι από τη λογοτεχνία, αλλά από τις φτηνές φυλλάδες με τις οποίες το ποίημα διαδίδεται μαζικά στα λαϊκά στρώματα, που το νιώθουν πια κοινό τους κτήμα (το αντίθετο συμβαίνει για τις «ανώτερες» τάξεις). Ο πιτσιρίκος μας βαφτίζεται λοιπόν από νωρίς στον λαϊκό μύθο – μια «ατμόσφαιρα ζωντανής μυθολογίας», συλλογιέται ο ώριμος ποιητής, που θα την ξαναζήσει, λέει, «μονάχα μια φορά […] σε άσκημες περιστάσεις, σ’ ένα περιβολάκι έξω από τα Χανιά, το Μάη του ’41». Μάχη της Κρήτης. Τις νύχτες τα γερμανικά αεροπλάνα θερίζουνε ψυχές. Στο πλάι του, ο σπιτονοικοκύρης του, ο κυρ Μανόλης, «αναλογίζ[εται] λιγότερο μηχανοκίνητους πολέμους» – τότε που κάθε πολεμιστής είχε στα χέρια του ένα τουφέκι. Ο Σεφέρης θυμάται αμέσως την κονταρομαχία στον Ερωτόκριτο. Και οι δυο άντρες συνεχίζουν αυθόρμητα τη συνομιλία τους απαγγέλλοντας από στήθους στίχους από το έργο. Μέσα στον όλεθρο του πολέμου, η προφορική μνήμη του τόπου ξυπνάει απρόσμενα και αδελφώνει τον λόγιο ποιητή με τον λαϊκό Κρητικό, σ’ έναν ποιητικό διάλογο που τους εμψυχώνει.
Κάθε φράση σ’ αυτόν τον πρόλογο είναι σημαντική. Άλλωστε, ο Σεφέρης προειδοποιεί ότι «αυτές τις σκέψεις θα τις ξαναβρούμε τελειώνοντας» – έτσι ανοίγει ο μεγάλος κύκλος που θα διαγράψει ο στοχασμός του, ώσπου η αρχή να συναντήσει το τέλος της. Τώρα μας καλεί να κοιτάξουμε μαζί του τη λογοτεχνία.
ΙΙ.
Το πράγμα δεν είναι εύκολο. Πρώτο εμπόδιο: η λειψή, στα 1946, γνώση για τον Ερωτόκριτο και την εποχή του. «Ψάχνει κανείς για όλα αυτά μ’ ένα κερί που τρεμοσβήνει», θα πει κάποια στιγμή ο ομιλητής αντηχώντας το στίχο του Ερωτόκριτου: Ένα κερίν αφτούμενο(ν) εκράτουν κι ήσβησέ μου.
Δεύτερο εμπόδιο: η απουσία κριτικού διαλόγου για τον Ερωτόκριτο στη Ελλάδα της εποχής του. Πώς θα τον κατανοήσει το κοινό του; Ακούστε τον: «Η ευαισθησία μας για να δημιουργήσει κάτι […] έχει ανάγκη από ένα διάλογο. Ακόμη και στην ποίηση, ο διάλογος υπάρχει. […] Στην κριτική, όμως, ο διάλογος, φανερός ή όχι, ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλούν την ίδια γλώσσα, είναι μια απλή και απαραίτητη προϋπόθεση». Και λίγο παρακάτω: «Δυστυχώς διάλογος για τον Ερωτόκριτο, […] σαν ένα ζωντανό θέμα του λογοτεχνικού στοχασμού, δεν υπάρχει στη σημερινή Ελλάδα […]».
Κι όμως, ο διάλογος είναι, παραδόξως, η πεμπτουσία του κειμένου. Διάλογος πρώτα με το ποίημα – για να το πω με τον τρόπο του Μπαχτίν, ο Σεφέρης δεν μιλάει απλώς για τον Ερωτόκριτο, μιλάει με τον Ερωτόκριτο. Διάλογος με τον εαυτό του, όπως είναι κατά βάθος ο λεγόμενος εσωτερικός μονόλογος. Τέλος, εναγώνια αναζήτηση διαλόγου με τους ακροατές ή τους αναγνώστες του. Την ανάγκη της τη μαρτυρεί η θλιβερή ιστορία της πρόσληψης του ποιήματος στη νεότερη Ελλάδα: από την κατεδαφιστική κρίση του Κοραή γι’ αυτό το «εξάμβλωμα της ταλαιπώρου Ελλάδος», ή του Κάλβου για «το μονότονoν των κρητικών επών» ώς την κυρίαρχη αντίληψη ευυπόληπτων αστών και πανεπιστημιακών δασκάλων στις αρχές του 20ού αιώνα ότι ο Ερωτόκριτος ήταν «ένα βιβλίο που διαβαζόταν στην κουζίνα». Οι θετικές γνώμες –του Ιούλιου Τυπάλδου ή του Κωστή Παλαμά– «φωνές στην έρημο», λέει ο ποιητής. Συμπέρασμα: «μιλώντας για τον Ερωτόκριτο δεν έχω διάλογο, κουβεντιάζω μόνος μου». Και παρακαλεί τους ακροατές του «να [τον] συμπαθήσουν αν τους φανεί κάποτε ιδιότροπος» – «οι άνθρωποι που μιλούνε μόνοι τους είναι συχνά ιδιότροποι». Το γλυκόπικρο χιούμορ δεν συγκαλύπτει ένα δραματικό μοτίβο γνώριμο στον Σεφέρη, κάθε φορά που τονίζει πως «είμαστε φοβερά μόνοι στην Ελλάδα» ή, αλλού, «σκληρά αυτοδίδακτοι». Αυτό δεν αληθεύει για τόσους από μας; Αναρωτηθήκατε ποτέ μήπως αν ο μύθος του κρυφού σχολειού έχει ριζώσει στη συλλογική μας φαντασία δεν είναι γιατί εξιδανικεύουμε, καθώς λένε, το παρελθόν μας, αλλά γιατί ποθούμε ένα «άλλο» –γιατί όχι; «κρυφό»– σχολειό, που θα μας μάθαινε όσα δεν μας έμαθε, διακόσια χρόνια τώρα, το επίσημο σχολείο του ελληνικού κράτους;
ΙΙΙ.
Ωστόσο ο Σεφέρης ξέρει καλά –το γράφει αλλού– ότι «δεν είμαστε ποτέ μόνοι όταν γράφουμε». Κι αυτό δεν αντιφάσκει με τα προηγούμενα. Κάθε δημιουργός ταλαντεύεται αδιάκοπα ανάμεσα στην αίσθηση μιας βαριάς προσωπικής μοναξιάς και στην ενδόμυχη πεποίθηση μιας «απέραντης αλληλεγγύης ζωντανών και πεθαμένων» – έτσι ονομάζει την τέχνη ο ποιητής. Τον φαντάζομαι να δουλεύει την ομιλία του με καιρό και με κόπο με τη σκέψη προσηλωμένη, από τη μια, σε μια μεγάλη συντροφιά ομότεχνων και αγαπημένων φίλων, νεκρών και ζωντανών, και από την άλλη στον άγνωστο ακροατή ή αναγνώστη που θα συνεχίσει το διάλογο, όπως καλή ώρα κάνουμε τώρα εμείς.
Γι’ αυτό, διαβάζει πρώτα στο κοινό ένα μακρύ απόσπασμα 72 στίχων του ποιήματος – το ξέσπασμα του ερωτικού καημού της Αρετούσας απέναντι στη φρονιμάδα της καλής της Νένας– υποθέτοντας, λέει, ότι «δεν ξέρουμε απολύτως τίποτε για το ποίημα». Νιώθει κανείς την έγνοια του να μεταγγίσει κάτι από την ουσία του έργου σ’ ένα ακροατήριο ανυποψίαστο για όσα θα ακούσει.
Ακολουθεί ο σχολιασμός. Ποιητική θεωρία; Μάλλον απόσταγμα της ποιητικής πράξης μιας ζωής και του αέναου αναστοχασμού της. Και συνάμα η ανάγκη να διδάξει και να εμβαθύνει ο ίδιος όσα κρύβει το ποίημα. Θυμηθείτε πώς αρχίζει ο «Διάλογος πάνω στην ποίηση»:
Έχω κρατήσει μια συμπάθεια για τη διδαχή. Φαντάζομαι πως τούτο οφείλεται, πρώτα-πρώτα, σε μια πραγματική στέρηση που δοκίμασα όταν, στα χρόνια της νιότης μου, γυρεύοντας ένα δρόμο, ένιωσα, όπως και άλλοι, υποθέτω, την ορφάνια και τη μόνωση του αυτοδίδακτου.
Πάντα η αναζήτηση ενός «άλλου» σχολειού˙ ενός δασκάλου που δεν θα ’ναι «δασκαλίστικος», αλλά θα συνομιλεί με το μαθητή, όχι για να αποδείξει κάτι αλλά για να δείξει αυτό που βλέπει, προτείνοντας μια μέθοδο ανάγνωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ποιητής έχει μαθητέψει στον σωκρατικό διάλογο. Τελειώνοντας, λοιπόν, την ανάγνωση, ρωτάει: «Τι θα βλέπαμε σ’ αυτούς τους στίχους;» Και δοκιμάζει πάλι να κάνει τον μονόλογο διάλογο με πλήθος παραδείγματα από το ποίημα. Η ομιλία του γίνεται μια γοητευτική αφήγηση, ένα ρεσιτατίβο, όπως εκείνο που ο ίδιος εντοπίζει στον Ερωτόκριτο .
ΙV.
Λίγο λίγο, πλησιάζει στην καρδιά του έργου: τη γλώσσα του. Αυτή θα δείξει τη μοναδικότητά του, σε σύγκριση και με τη δυτική αναγέννηση και με τη βυζαντινή και νεοελληνική λογοτεχνία. Είναι, τονίζει, «η τελειότερα οργανωμένη γλώσσα που άκουσε ο μεσαιωνικός και ο νεότερος Ελληνισμός». Τη νιώθει να «βγαίνει από μια κοινωνία που δε μαστίζεται από την πολυγλωσσία» – τούτο τον λυτρώνει από το βάσανο «να καταπιασ[τεί] με το παλιό γλωσσικό ζήτημα». Για κείνον, το πρόβλημα δεν είναι δημοτική ή καθαρεύουσα, αλλά να μιλάμε και να γράφουμε ζωντανά ελληνικά». Και δεν βλέπει, όπως ο Ξανθουδίδης, τον Κορνάρο σαν έναν πρώιμο Ψυχάρη «που θέλει να δώσει […] ένα γλωσσικό υπόδειγμα». «Η γλώσσα», λέει ο Σεφέρης, «τον σηκώνει και τον οδηγεί, όπως ένα κολυμβητή που κολυμπά σ’ ένα ποτάμι σύμφωνα με το ρέμα». Πώς γίνεται αυτό; Γίνεται, εξηγεί, αν δούμε τη γλώσσα «σαν ένα ομαδικό δημιούργημα που ο ποιητής το παίρνει έτοιμο». Έτσι, το προσωπικό του ταλέντο θα δώσει τους πιο καλούς καρπούς, όταν θρέφεται από την «ανάπτυξη της γλώσσας, που σημαίνει πάντα», παρατηρεί, «μίαν ανάλογη ανάπτυξη της ευαισθησίας». Γι’ αυτό θα τονίσει ότι «πίσω από το δεκαπεντασύλλαβο ρήμα του ποιητή του Ερωτόκριτου υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που προσπάθησαν να μιλήσουν […] κι άλλες τόσες που ψέλλιζαν». Θυμηθείτε τον στίχο του: Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. Κι αν ο ίδιος υπερβάλλει γράφοντας ότι οι δεκαπεντασύλλαβοί μας μοιάζουν ακόμη με ψελλίσματα μπροστά στο λόγο του Ερωτόκριτου, είναι, θαρρώ, επειδή αισθάνεται ότι ο Κορνάρος αφομοίωσε αυτό το μετρικό σύστημα, στην Κρήτη του 17ου αιώνα, αχώριστα από τη μητρική του γλώσσα. «Ο ποιητής του Ερωτόκριτου […]», παρατηρεί ο Γρηγόρης Σηφάκης, «υιοθέτησε […] το δευτερογενές σύστημα του δημοτικού τραγουδιού (πρωτογενής είναι η ίδια η φυσική γλώσσα) που είχε καλλιεργηθεί επί αιώνες και διαμορφωθεί από (και για) τον δεκαπεντασύλλαβο στίχο». Αλλά σας ρωτώ: η φυσική γλώσσα δεν είναι άραγε η πρώτη ομαδική δημιουργία, δηλαδή στην κυριολεξία η πρώτη ποίηση, προτού οι γλωσσολόγοι την ορίσουν ως σύστημα σημείων; Τη βαθιά συνάφεια την αποκαλύπτει έξοχα ο Σεφέρης όταν γράφει πως «ο δεκαπεντασύλλαβος είναι ο στίχος που πλησίασε πιο κοντά από κάθε άλλο ρυθμό το βαθύτερο κυμάτισμα της λαλιάς μας».
Αλλά, για να συναισθανθούμε τη θεμελιακή σημασία που έχει, για κείνον, η γλώσσα της ποίησης, ας προσέξουμε τον παραλληλισμό που επιχειρεί ανάμεσα στον Κορνάρο και στον Σολωμό. Από τη μια, θεωρεί φανερά τον Ζακυνθινό σημαντικότερο ποιητή από τον Κρητικό. Ο οποίος, γράφει, έχει «πιο περιορισμένη συνείδηση [της] ποίηση[ς] του καιρού του˙ ενώ ο Σολωμός είναι, υπογραμμίζει, ο πρώτος Έλληνας ποιητής που ανήκει καθολικά στην ευρωπαϊκή ποιητική παράδοση και σαν ίσος προς ίσους». Από την άλλη, διαπιστώνει ότι «την άνεση που είχε με τη γλώσσα ο ποιητής του Ερωτόκριτου δεν θα την ξαναβρούμε». Κι αυτό είναι το δράμα του Σολωμού: «έχει, λέει, μια ποιητική ευαισθησία δυσανάλογα αναπτυγμένη για τη γλώσσα της εποχής του». Προσέξτε τη συνέχεια: «Βλέπουμε πώς η γλώσσα με δυσκολία και κομματιαστά μπορεί να παρακολουθήσει τον Σολωμό. Μόνο ένα μικρό μέρος της ευαισθησίας του βγαίνει από μέσα του ενσαρκωμένο. Το άλλο, το ανέκφραστο, γίνεται ο βραχνάς που τον παιδεύει. Αυτή είναι η αγωνία του κι ένα σημάδι της αξίας του ακόμη: δεν παραδέχτηκε να συμβιβαστεί γράφοντας λόγια κατά προσέγγιση». Σκέψη βαρυσήμαντη: η σιωπή σου, όταν αδυνατείς να ενσαρκώσεις αυτό που έχεις μέσα σου, καθώς δεν σε βοηθάει η γλώσσα του καιρού σου, δείχνει και την αξία σου, αφού δεν συμβιβάζεσαι να πεις «λόγια κατά προσέγγιση». Αυτή τη δοκιμασία την περνάει κάθε λογοτέχνης. Πόσοι από εμάς αποφασίζουν να σωπάσουν; Και πόσοι αρκούνται σε «λόγια κατά προσέγγιση»; Όμως η τέχνη προχωράει. Άραγε ο Σολωμός θα ήταν ο Σολωμός χωρίς τον Ερωτόκριτο; Και ο Σεφέρης θα ήταν ο Σεφέρης, αν δεν είχαν υπάρξει ο Σολωμός και ο Κορνάρος; Να «η απέραντη αλληλεγγύη ζωντανών και πεθαμένων»!
V.
Πώς, όμως, ο Σεφέρης εξηγεί την ανάδυση ενός τόσο σπουδαίου έργου στην Κρήτη του 1600; Η απάντησή του, που επιβεβαιώνεται απ’ όλη τη νεότερη έρευνα, είναι απλή: πρόκειται για «ένα τυπικό προïόν της Αναγέννησης […], που απλώνεται ύστερα από τον Μεσαίωνα στην Ευρώπη». Κι όπως στην Ιταλία του Δάντη, στη Γαλλία του Ραμπελαί, στην Αγγλία του Σαίξπηρ, έτσι και στην Κρήτη –τηρουμένων των αναλογιών– αισθανόμαστε το ίδιο πράγμα˙ παραθέτω: «ντόπιες δυνάμεις που ακμάζουν και δυναμώνουν και κατέχονται από έναν έντονο οργασμό να τραφούν από ξένα αγαθά […]. Και κανείς δεν κλείνεται στον εαυτό του από φόβο μήπως χάσει την πρωτοτυπία του». Έτσι συνοψίζει ο Σεφέρης την κρητοβενετική αναγέννηση την οποία έχει μελετήσει σε βάθος ο Στέφανος Κακλαμάνης στο πολύτιμο έργο του, που μας μαθαίνει διεξοδικά, από τη μια, πώς δημιουργήθηκε τότε στα αστικά κέντρα της Κρήτης ένα περιβάλλον που ευνόησε τη διασταύρωση των πνευματικών ρευμάτων και γονιμοποίησε την ντόπια δημιουργία, και από την άλλη, την πρωτοτυπία του Κορνάρου σε σύγκριση με τη δυτική Αναγέννηση και ειδικά με την Αντιμεταρρύθμιση και τη μανιχαïκή της αντίληψη καλού-κακού, όταν εκείνος πλάθει «μια φαντασιακή κοινωνία από την οποία λείπει κάθε ίχνος θρησκευτικής πίστης». Από τη μεριά του, ο Αλέξης Πολίτης θεωρεί την απόφαση του ποιητή να γράψει στο κρητικό ιδίωμα επιλογή νεωτερική, δηλαδή, προσθέτω, πρώτα απ’ όλα αναγεννησιακή. Κι αυτό αποτέλεσε ευλογία για τη νεότερη Ελλάδα γιατί επέτρεψε την επανασύνδεση της λογιοσύνης με τη μακραίωνη και σφύζουσα λαϊκή παράδοση, ξεπερνώντας για πρώτη φορά στους Νέους Χρόνους την καθήλωση των βυζαντινών λογίων σε μια γλώσσα αρχαΐζουσα και απόμακρη από το λαϊκό αίσθημα. Αυτό το πάντρεμα του παλιού με το καινούργιο και του ντόπιου με το ξένο ευφραίνει τον Σεφέρη όταν θυμάται την προτροπή του Πολύδωρου στον Ρωτόκριτο να ταξιδέψει σ’ άλλους τόπους για να ξεχάσει την Αρετούσα˙ διαλέγω κάποιους στίχους:
Μίσεψε κι άμε γύρισε σ’ Ανατολή και Δύση
Τόπους να δεις πολλά όμορφους που δά δει τσι κατέχεις
[…]
Να δεις στα ξένα, στα μακρά, πώς κάνου, πώς περνούσι
Κι ίντα λογής πορεύγουνται, κι ίντα λογής μιλούσι˙
Και πώς αλλάσσ’ η φορεσιά και πώς αλλάσσ’ η γνώμη
[…]
Βρύσες να δεις και ποταμούς, χώρες, χωριά και δάση
Να σου φανεί παράξενο ο κόσμος πώς αλλάσσει.
Δείτε με πόση δροσιά και χάρη, το κρητικό ιδίωμα απεικονίζει τον πόθο του αναγεννησιακού ανθρώπου να ανοιχτεί στον άλλο τόπο, στην άλλη γλώσσα, στον άλλο άνθρωπο, στον άλλο κόσμο για να πλουτίσει την ψυχή του.
VI.
Μα εδώ ξεφυτρώνουν νέα ερωτήματα. Πώς ένα ιπποτικό ρομάντσο, γραμμένο στη Γαλλία του 15ου αιώνα, μετουσιώθηκε σε αριστούργημα νεοελληνικού λόγου; Πώς ένα λόγιο ποίημα μπόρεσε να γίνει πολυδιαβασμένο λαϊκό ανάγνωσμα, προφορικό αφήγημα, ακόμα και δημοτικό τραγούδι; Και πώς η ιστορία ενός βασανισμένου έρωτα κατόρθωσε, σε ώρες δύσκολες, να εκφράσει τους καημούς της Ρωμιοσύνης; Όσο κι αν η φιλολογική έρευνα έχει φωτίσει αρκετά τούτα τα προβλήματα, θα επικεντρωθώ ξανά στο ποιητικό μεδούλι που, όπως δείχνει ο Σεφέρης, θρέφεται με το αίμα της γλώσσας: κάθε γλώσσας των ανθρώπων και, για εμάς, της γλώσσας του Ερωτόκριτου, που μας χαρίζει την ελληνική φωνή στην πιο καλή της ώρα. Προς αυτό το κέντρο συγκλίνουν όλες οι αισθητικές απόψεις της σεφερικής ομιλίας: η ανάγκη ισορροπημένου συγκερασμού της ευαισθησίας του ποιητή με το ποιητικό ρήμα˙ η ενάργεια της έκφρασης του Ερωτόκριτου˙ και προπαντός, η ακλόνητη πίστη ότι, παραθέτω, «στην ποίηση μορφή και περιεχόμενο είναι το ίδιο πράγμα, γιατί όταν η μορφή αλλάζει, αλλάζει ουσιαστικά και το περιεχόμενο». Κι αλήθεια, τι άλλο είναι αυτό που ακούμε ή διαβάζουμε σε ένα ποίημα παρά η γλώσσα του, δηλαδή ακριβώς η αισθητή μορφή που το ενσαρκώνει; “La forme c’est le fond qui fait surface”, έλεγε ο Βικτόρ Ουγκό, πάει να πει: «Η μορφή είναι το περιεχόμενο (επί λέξει: “το βάθος”), που έρχεται στην επιφάνεια (επί το ελληνικότερον: που “επιφαίνεται”)».
Τώρα ο Σεφέρης δεν έχει καμία δυσκολία να μας πείσει πως η τέχνη του Ερωτόκριτου είναι εντελώς άλλο πράγμα από το ρομάντσο του Pierre de la Cypède, ούτε να δείξει πόσο φαιδρή ήταν η ιδέα του Φαναριώτη Διονυσίου Φωτεινού να «μεταφράσει» το ποίημα εις την «γλυκυτάτην φράσιν των του ημετέρου γένους πεπαιδευμένων»!
Κυρίως, όμως, έτσι εξηγούνται απλά τα αινίγματα που έθεσα. Πρώτα πρώτα, αν ο «λαός» δεν είχε καμιά ανάμειξη στη δημιουργία του Ερωτόκριτου (όπως ασφαλώς συνέβαινε με τα ομηρικά έπη), η «συνέργεια προφορικότητας και εγγραμματοσύνης», για την οποία μιλάει ο Σηφάκης, προϋποτίθεται αυτονόητα στη χρήση της λαϊκής γλώσσας και του δεκαπεντασύλλαβου – αυτά μάγεψαν τόσο τον λαϊκό κόσμο ώστε να καταστήσουν το έργο κοινό του κτήμα.
Εξίσου εύγλωττα είναι τα σημάδια προφορικότητας και λαϊκού ήθους που εντοπίζει στο ποίημα ο Αλέξης Πολίτης. Λ.χ., το ότι, ενώ ο Ρωτόκριτος γράφει τα τραγούδια του και η Αρετούσα τα διαβάζει, ο ποιητής πλάθει τον ωραιότατο δημοτικοφανή στίχο: «γιατί το γράμμα στην καρδιά είναι χωρίς μελάνι» – «να που η προφορικότητα», παρατηρεί ο Πολίτης, «παίρνει το πάνω χέρι». Προσέχει ακόμα ότι η Φροσύνη–Νένα δεν είναι, κατά το ευρωπαϊκό πρότυπο, μια ευγενής αλλά μια φτωχιά γυναίκα στην οποία, ωστόσο, η Αρετούσα εξομολογείται όσα δεν τολμά να πει στην ίδια της τη μάνα (χωρίς να ξεχνάμε την άκρα οικειότητα την οποία γεννάει αυθόρμητα ο ενικός της ελληνικής γλώσσας). Και πώς να μη μας εντυπωσιάσει η «συχνή σε ολόκληρο το ποίημα», σύμφωνα πάντα με τον Πολίτη, «ταύτιση του κακού με την αδικία»; Εδώ, λέει, ο Κορνάρος «είναι σχεδόν ταυτισμένος με τον κόσμο του δημοτικού τραγουδιού» – ο Σεφέρης θα πρόσθετε σίγουρα και με τον κόσμο της αρχαίας τραγωδίας. Αλλά είναι περίεργο; Το ήθος μιας γλώσσας δεν είναι ποτέ μόνο γλωσσικό˙ είναι το ανθρώπινο ήθος του συλλογικού σώματος που τη μιλά.
Αυτό το πολύτιμο ερμηνευτικό κλειδί στις απορίες μας προσφέρει η σεφερική δοκιμή όχι ως θεώρημα, αλλά με τον τρόπο του ποιητικού στοχασμού. Ακούστε: «Το ποίημα ρίζωσε και άπλωσε […] γιατί ήτανε μια φωνή ζωντανή, ένα κορμί, μια παρουσία, ριζωμένη μέσα στους ανθρώπους εκείνους με τη μητρική τους γλώσσα, μια ρυθμική έκφραση που τους βοηθούσε να αισθάνουνται σε βάθος». Να πώς η μεγάλη κριτική είναι έργο αγάπης!
VII.
Μπορούμε πια να συναισθανθούμε την ανθρώπινη ποιότητα του ποιήματος: εκείνην που διαπερνά τη γνήσια ποίηση όλων των λαών του κόσμου, και την ιδιαίτερη ανθρωπιά που φωλιάζει στον «καημό της Ρωμιοσύνης». Ο ποιητής αναζητά, στα μύχια του Ερωτόκριτου, σύμβολα οικουμενικών μύθων σχηματισμένων από «τα συσσωρευμένα κοιτάσματα πολλών γενεών», διακριτά και στην «αρχαία μας μυθολογία». Κι έπειτα επιστρέφει, όπως είχε υποσχεθεί στην αρχή της ομιλίας του, στη «ζωντανή μυθολογία» του Ελληνισμού. Ήδη, έχουμε νιώσει την οδύνη του για «το βούλιαγμα της μόνης αναγέννησης που γνώρισε η μεταβυζαντινή Ελλάδα», για «το ξολόθρεμα […] του νησιού» και για τη μοίρα των κρητικών προσφύγων που δοκίμασαν «το ψωμί της ξενιτιάς», ενώ σκόρπιζαν στο «σκλαβωμένο γένος τον Ερωτόκριτο». Και ξάφνου το προσωπικό παράπονο γίνεται, λες, θρηνητικό χορικό αρχαίας τραγωδίας για έναν κόσμο που βουλιάζει. Ακούστε: «Τέτοια είναι η μοίρα της Φυλής. Πάντα στα σύνορα των τόπων και των εποχών˙ ολοένα να ετοιμάζει μίαν άνθηση, ολοένα να την απειλεί ένας χαλασμός: ο ατέλειωτος διάλογος της ελληνικής ιστορίας». Πόσους επάλληλους κύκλους με πολλαπλούς συνειρμούς γράφει στη σκέψη μου η τελευταία φράση! Θα επανέλθω.
Γρήγορα, όμως, ο τόνος αλλάζει πάλι. Από τον ομαδικό θρήνο περνάμε σ’ ένα τρυφερό τραγούδι ή παραμύθι (πράγμα σπάνιο στον Σεφέρη) όπου βλέπει τον Ερωτόκριτο «να κυκλοφορεί ανάμεσα στο σκλαβωμένο γένος» με έναν φωτισμό «κεριού που τρεμοσβήνει» και «να περιφέρει τα σύμβολά του, όπως λέγαν άλλοτε τα παιδιά τα κάλαντα, κρατώντας φωτισμένα καραβάκια˙ να πηγαίνει από πόρτα σε πόρτα, από αυτί σε αυτί, γεμίζοντας ελπίδα τις ψυχές. Να ’ρθει ο Ερωτόκριτος, να λευτερώσει από τη φυλακή την Αρετούσα και να λάμψει ο κόσμος ώς τις αγκάλες τ’ ουρανού. Να ταξιδεύει το μικρό καραβάκι φορτωμένο με τη μουσική ενός ολόκληρου κόσμου, μ’ αυτό το έπος της ελληνικής ακρογιαλιάς». Και ύστερα από ετούτη τη φορτισμένη από παιδικές συγκινήσεις αφήγηση, ξανά ο δραματικός στοχασμός: ο ποιητής, ανακαλώντας το λευκό λίκνο του νεογέννητου Χριστού στο γνωστό ψηφιδωτό του Δαφνιού, πίσω από το οποίο, λέει, «ανοίγει κατάμαυρο το στόμα της σπηλιάς», συλλογιέται, ακόμα μια φορά, «τους μύθους του γένους στους καιρούς της δουλείας», και αναρωτιέται: «Το λευκό λίκνο αν το ’χει γεννήσει ή αν πρόκειται να το καταπιεί η άβυσσος; Δεν το ξέρεις. Τι ετοιμάζεται; Μια ανάσταση ή μια καταστροφή; Δεν το ξέρεις. Όλη μας η μυθολογία λικνίζεται πάνω σ’ αυτό το λίκνο…». Για να κλείσει κι αυτόν τον ποιητικό στοχασμό με τη φράση «Ας αφήσουμε τα παραμύθια».
Κι ωστόσο θα τελειώσει την ομιλία του με την προφορική παράδοση –ακόμα ένα παραμύθι; – που θέλει τον Σολωμό να ακούει, περνώντας νύχτα έξω από μια ταβέρνα, τον τυφλό ζητιάνο Νικόλα Κοκονδρή να τραγουδά:
Ο Άγιος Τάφος του Χριστού, εκείνος δεν εκάη
Εκεί που βγαίνει τ’ Άγιο Φως άλλη φωτιά δεν πάει
και να συγκινείται τόσο ώστε να ορμάει στο καπελειό και να προστάζει να τους κεράσουν όλους. Αυτούς τους στίχους, καταλήγει ο ομιλητής, «τους βλέπω σαν ένα σύμβολο αυτής της ποιητικής παράδοσης που κρατάει για ολόκληρους αιώνες, μέσα στο σκοτάδι, ο λαός για να την αποθέσει στα χέρια του άρχοντα της ελληνικής ποίησης, ντυμένος το σχήμα ενός τυφλού ζητιάνου».
Διαβάστε και ξαναδιαβάστε αυτές τις σελίδες – είναι από τις ωραιότερες της ελληνικής λογοτεχνίας.
VIII.
Αλλά γιατί ο, κατά Σεφέρη, «ατέλειωτος διάλογος της ελληνικής ιστορίας» αντηχεί τόσο δυνατά μέσα μου ώστε να αισθάνομαι την ανάγκη να τον προεκτείνω; Μάλλον γιατί μέσα απ’ αυτόν παίζεται και σήμερα η μοίρα μας. Πέρα από την κρητική αναγέννηση και τον αφανισμό της, υπάρχει ο διαχρονικός Ελληνισμός, στις φωτεινές και σκοτεινές του ώρες, από τον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα ώς τον Πελοποννησιακό πόλεμο, από την ανθηρή διασπορά του σε Ανατολή και Δύση ώς τις ταπεινωτικές κατακτήσεις, από το μεσουράνημα του Βυζαντίου ώς την Άλωση της Πόλης, κι από το Εικοσιένα ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή – αυτή κι αν σημάδεψε διά βίου τον ποιητή. Όσο βαρύ κι αν ήταν, όμως, αυτό το τραύμα, για κείνον ο πνευματικός Ελληνισμός βάραινε περισσότερο. Διαβάζω από τις Μέρες του 1938:
Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός, δεν ήταν για να έχουμε περισσότερους βουλευτές, νομάρχες ή χωροφύλακες˙ ήταν για να μπορέσει ν’ αναπτυχθεί σε μια γωνιά της γης ο Ελληνισμός – αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας…
Σχολιάζω: αυτή η ιδέα είναι αναγκαστικά δυναμική, καρπός ιστορικού διάλογου, όπως υπονοούν οι λέξεις «ν’ αναπτυχθεί». Κι εδώ χωρούν πολλά: ο διάλογος της νέας με την αρχαία Ελλάδα, ή της μετεπαναστατικής πατρίδας μας με την Ευρώπη˙ ο διάλογος του μύθου με την ιστορία˙ της προφορικότητας με την εγγραμματοσύνη. Τόσα άλλα: από τη λαχτάρα γενεών και γενεών αναλφάβητων γονιών να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα ώς το νεοελληνικό οξύμωρο των αγράμματων συγγραφέων, από τον Μακρυγιάννη ώς τον Σπαθάρη. Ας ακούσουμε πάλι τον Σεφέρη:
Είναι σπουδαίο το δίδαγμα που αντλεί κανείς όταν λάβει τον κόπο να κοιτάξει αυτή την ατέλειωτη περιπέτεια. Το δημοτικό τραγούδι να φωτίζει τον Όμηρο και ο Αισχύλος να συμπληρώνεται από το δημοτικό τραγούδι […] – κι αυτό μόνο στην Ελλάδα μπορεί να γίνει. Μιλώ χωρίς υπεροψία, γιατί δεν ξεχνώ πως μόνο στην Ελλάδα μπορούν να γίνουν τα πιο απίστευτα παραστρατήματα.
Γιατί, όπως μας το έχει μάθει η αρχαία τραγωδία, ο διάλογος κυοφορεί επίσης τη σύγκρουση, τον διχασμό και τα «παραστρατήματα» που εμείς οι ίδιοι διαπράττουμε. Κι εδώ θα μου επιτρέψετε να ξεφύγω λίγο από το θέμα μας – η λογοτεχνία που ενδιαφέρεται μόνο για τη λογοτεχνία, είναι λίγη», μου υπενθυμίζει ο Σεφέρης. Αναφέρομαι στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και στην επιλογή των ιδρυτών του να επιβάλουν στη διοίκηση και στην παιδεία του τόπου, και άρα στη νεόκοπη κοινωνία που θα αναδυόταν από αυτό το κράτος, μια γλώσσα, αρχαιότροπη, αφηρημένη, ξένη στο γλωσσικό αίσθημα των πολλών. Τυπικά, ήταν μια επιλογή νεωτερική – άσε που αποτελούσε μονόδρομο μέσα στο πολιτικό και πολιτισμικό χάος από το οποίο αναδύθηκε η αρχαϊκή προεπαναστατική Ελλάδα. Όμως, πόσο οπισθοδρομική για την παιδεία, την κοινωνία, την καθημερινή κουλτούρα και τον πολιτισμό αποδείχτηκε στην πράξη!
Ήταν ποτέ δυνατό να οικοδομηθεί σύγχρονο κράτος μ’ έναν λαό αποξενωμένο από τη φυσική του γλώσσα και αναγκασμένο να προσφύγει σε γραμματικούς για να συντάξει μιαν αίτηση ή μια επιστολή; Αυτό δεν επιβάρυνε μόνο την αμάθεια και τον μιμητισμό των αμορφώτων˙ έθρεφε και την ημιμάθεια των δήθεν μορφωμένων. Κι έτσι αλλοίωνε ύπουλα το γλωσσικό ήθος όλων μας. Θυμάμαι τον ταλαίπωρο συμβολαιογράφο που συντάσσει ένα συμβόλαιο στα Καλά Νερά του Πηλίου, τέλη της δεκαετίας του 1970, ξεκινώντας με τις λέξεις: «Εν Καλοίς Νεροίς»!
Αυτά πλήγωναν τον Σεφέρη όταν άκουγε στο δρόμο έναν λαϊκό άνθρωπο να ρωτάει τον γνωστό του «αν έρχεται εκ [sic] Ομονοίας» και ο άλλος του απαντούσε: «Όχι, έρχομαι εκ Συντάγματος», κάνοντάς τον να νιώθει «ξέμπαρκος», ξένος στον ίδιο του τον τόπο. Πώς να μην καταλάβουμε τον πόνο του για τον καταποντισμό της κρητικής αναγέννησης;
Αλήθεια, αν το νεοελληνικό κράτος είχε τη δυνατότητα να εμπνευστεί από το δικό της παράδειγμα ή, έστω, από τον βραχύβιο νεοελληνικό Διαφωτισμό, δεν θα είχαμε διαμορφώσει μια πιο εύρωστη κοινωνία, ικανή να αφομοιώσει με τον δικό της τρόπο την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα αντί να την πιθηκίζει; Μάταιη ερώτηση. Μα που αξίζει να τεθεί για να συναισθανθούμε πόσοι φανταχτεροί, στην ώρα τους, νεωτερισμοί της κοινωνίας μας στα διακόσια χρόνια της νέας της ζωής, που αποδείχτηκαν απατηλοί και επιζήμιοι για την προκοπή της χώρας, θα είχαν αποφευχθεί αν η υλική της πρόοδος είχε συνταιριαστεί με μια παράλληλη ανάπτυξη της γλώσσας και «μίαν ανάλογη ανάπτυξη της ευαισθησίας», για να επαναλάβω τα λόγια του Σεφέρη. Αυτά τον βασάνιζαν ώς το τέλος της ζωής του όταν λογάριαζε πόσο πολύτιμο χρόνο χάσαμε, ενώ έβλεπε γύρω του το συλλογικό μας ήθος να σαρώνεται βίαια από τον ρηχό εκδυτικισμό, τη ραγδαία τουριστικοποίηση των πάντων και την εισβολή της καταναλωτικής κοινωνίας. Ξέρω ότι πολλοί από τους παρ’ ημίν «εκσυγχρονιστές» θεωρούν αυτόν τον βαθύτατο υπαρξιακό καημό ψιλά γράμματα ή γεροντική γκρίνια – κι ας περηφανεύονται, κατά τα άλλα, για τον ποιητή που «χάρισε στην Ελλάδα το πρώτο της Νόμπελ»! Εκείνος μάλλον θα τους συμπαθούσε, αφού δεν αγνοούσε ούτε την οικονομική ανάγκη του τουρισμού, ούτε τις επιταγές της άμυνας της χώρας, που παραμόρφωναν ήδη στον καιρό του τα ελληνικά βουνά. Αλλά μήπως ξεχάσαμε «να λογαριάζουμε κατά πού προχωρούμε»;
ΙΧ.
Ξαναγυρίζω στον Ερωτόκριτο. Αναλογισθείτε την παράξενη λογοτεχνική και εκδοτική του περιπέτεια. Έργο λόγιο, γράφεται, στην αυγή του 17ου αιώνα, από έναν κρητοβενετό ευγενή, γνώστη της ιταλικής λογοτεχνίας, που διαλέγει όμως να το γράψει στη μητρική του γλώσσα. Κυκλοφορεί επί δεκαετίες σε χειρόγραφο, χωρίς να τυπώνεται ποτέ στην Κρήτη, ώς την πτώση του Χάνδακα στα 1669. Θα περάσουν εκατό χρόνια από το θάνατο του Κορνάρου για να τυπωθεί στη Βενετία, στα 1713. Και άλλα διακόσια για να γίνει η πρώτη φιλολογική του έκδοση από τον Ξανθουδίδη, στα 1915. Κι όμως, το έργο επέζησε και ρίζωσε και απλώθηκε γραπτά και προφορικά και είναι πάντα ζωντανό στον τόπο μας – τις προάλλες άκουσα να το τραγουδά ένα ζευγάρι πλανόδιων μουσικών στη λαïκή αγορά της οδού Αρχιμήδους στο Παγκράτι.
Όλα αυτά δεν μοιάζουν με παραμύθι; Μπορούμε να φανταστούμε παρόμοια μοίρα για τα έργα της δυτικής Αναγέννησης; Εννοώ τόσο για το καλό μας όσο και για το κακό μας. Για το καλό, γιατί δείχνουν πως, ό,τι κι αν λέμε, η μαγιά του Ελληνισμού δεν έχει σβήσει στη σημερινή Ελλάδα. Αλλά και, για το κακό μας, γιατί, πείτε μου, είναι δυνατό να διανοηθούμε μια παρόμοια οδύσσεια για τα έργα του Ραμπελαί, του Σαίξπηρ, του Θερβάντες, τόσων άλλων, που τυπώνονταν, ξανατυπώνονταν και μεταφράζονταν και γίνονταν γνωστά από χώρα σε χώρα; Είχε δίκιο ο αλησμόνητος Στυλιανός Αλεξίου όταν έγραφε ότι η κρητική αναγέννηση ήταν φτωχή, σε σύγκριση με την ιταλική. Ναι, φτωχή, μα γνήσια και ατίμητη για τον Ελληνισμό. Αυτό πάσχιζε να δείξει σε κάθε περίσταση ο Σεφέρης, τονίζοντας την ανάγκη να μην καταφρονούμε «τα δικά μας». Και, μολονότι ένιωθε πικρά «πόση ξενιτιά υπάρχει στην πνευματική Ελλάδα», δεν έπαψε να εκφράζει την αλληλεγγύη του με τους απλούς ανθρώπους αυτού του τόπου και τη βαθιά του πίστη στη ζωντάνια της γλώσσας μας και του λαού μας. Συλλογιζόταν ότι η Ελλάδα είναι στον καιρό μας «μια από τις μόνες ζωντανές γωνιές» του κόσμου, ενώ συνάμα διαπίστωνε πως «αυτή η ζωντάνια δε βρίσκει τρόπο να σαρκωθεί. Μεγάλος καημός», γράφει στον Ζήσιμο Λορεντζάτο.
Ναι, μεγάλος καημός. Αλλά και μεγάλη προσδοκία. Γιατί ένας τόπος που τόσες φορές ψυχομαχεί κι ωστόσο ανασταίνεται πάλι και πάλι, δεν μπορεί να ’ναι τελειωμένος. Αξίζει να τον βλέπουμε ως έργο εν προόδω, που μένει πάντα να ’ρθει – ένας τόπος ελευσόμενος.
Κι αν είναι έτσι, τότε το τραγικό ποίημα «Με τον τρόπο του Γ.Σ.» που μνημόνευσα, όπως φωτίζεται από τον κρίσιμο στίχο «Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει» (όσο κι αν «δεν ξέρουμε τίποτε […] όλοι εμείς», οι ξέμπαρκοι Νεοέλληνες), ηχεί παραδόξως ελπιδοφόρα, αφού, πέρα από εμάς, τους εφήμερους ενοίκους της, «η Ελλάδα ταξιδεύει, όλο ταξιδεύει» – κι αυτό το ταξίδι δεν έχει τέλος. Αυτή ήταν η παρακαταθήκη του ποιητή στη γενιά μου και, ελπίζω, στις επερχόμενες γενιές. Τη βλέπω να συμπυκνώνεται με μεγαλύτερη ενάργεια στο τελευταίο ποιητικό απόσπασμα που παραθέτω. Σας παρακαλώ να το ακούσετε όχι μόνο ως παραίνεση σ’ έναν επίδοξο ποιητή, αλλά ως προτροπή στον καθένα, στην καθεμία από εμάς:
Δέξου ποιος είσαι.
Το ποίημα
Μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
Θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις
Τα περισσότερα
- Σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις.
Πόσα πράγματα έχουν να μας πουν ακόμα ο Ερωτόκριτος και ο Σεφέρης!
Ανακοίνωση που διαβάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο «η φύση των πραμάτω: Από τη γένεση στη διάχυση και την πρόσληψη του Ερωτόκριτου», που έγινε στη Σητεία στις 22-24 Ιουλίου 2022.