Στην αρχή είναι, όπως πάντα, τα ονόματα, και το όνομα με το οποίο αποκαλούσαν τους εαυτούς τους οι παλιοί «Έλληνες της Ανατολής», όπως κι αυτό που επέλεξαν για δικό τους οι αντιπρόσωποι πολλών από τις διασκορπισμένες ανά τον κόσμο κοινότητες των Γύφτων ή Τσιγγάνων, στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριό τους το 1971, έχουν την ίδια βάση και προέλευση: την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τους «ρωμαίους» κατοίκους της.[2] Σ’ αυτόν τον γεωγραφικό και πολιτισμικό χώρο συνέζησαν οι δύο «λαοί», προτού, μπροστά στη συνεχή προέλαση των Τούρκων, σπρωγμένοι από αυτούς ή ακολουθώντας τους, οι Ρομά αρχίσουν τη σταδιακή μετακίνησή τους βόρεια, προς τα Βαλκάνια αρχικά, τον 14ο αιώνα, κι ύστερα, τον 15ο, προς την υπόλοιπη Ευρώπη.
Βέβαια, δεν υπήρξε ισότιμη συνύπαρξη. Αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις για διωγμούς εναντίον τους στο Βυζάντιο, όπως θα συμβεί αργότερα στα κράτη της νεωτερικής Ευρώπης, προκαταλήψεις και διακρίσεις εναντίον των Τσιγγάνων σαφώς υφίστανται και, παρά την εγκατάστασή τους σε κάποια μέρη και τη μερική ένταξή τους στον παραγωγικό ιστό με την άσκηση κάποιων συγκεκριμένων επαγγελμάτων, η θέση τους θα είναι περιθωριακή και η φήμη τους θα παραμείνει μέχρι τέλους ύποπτη. Η τουρκική κατάκτηση, όσο κι αν οι προϋπάρχουσες κοινωνικές και πολιτισμικές διακρίσεις μάλλον παραμένουν, επιφέρει μια «εξίσωση» τουλάχιστον στο επίπεδο των εννοιών: Ρωμιοί και Ρομά συνυπάρχουν πλέον στην κοινή κατηγορία του «σκλάβου», είναι όμως οι δεύτεροι που θα βιώσουν –όπως π.χ. στις παραδουνάβιες ηγεμονίες– συνθήκες πραγματικής σκλαβιάς, ως δεμένα με τη γη ανθρώπινα υποζύγια και ως ανθρώπινα εμπορεύματα.
Κι έπειτα, οι δυο τους ξανασυναντιούνται στην Ευρώπη, αυτή που διαμορφώνεται από τις αλλαγές και τις ανατροπές των Νέων Χρόνων, στις κοινωνίες και στο φαντασιακό των κατοίκων της. Οι Ευρωπαίοι δεν τους εξομοιώνουν βέβαια, τους κατατάσσουν όμως με τον καιρό στις ίδιες, λίγο-πολύ, κατηγορίες και τους αντιμετωπίζουν παρόμοια. Βάση, αρχικά τουλάχιστον, η κοινή τους προέλευση: η «εξωτική» πρώην χριστιανική Ανατολή, όπου τώρα κυριαρχούν οι Οθωμανοί. Μπορεί οι κατακτημένοι Έλληνες να μην εκτοπίζονται, διαχρονικά, στο ευρωπαϊκό φαντασιακό, σε μιαν πέραν του πολιτισμού κατηγορία πρωτογόνων, όπως θα συμβεί με τους Τσιγγάνους, αλλά πάντως η απαξίωσή τους ως παρακμασμένων και παντελώς ανάξιων της προγονικής κληρονομιάς τους σκλάβων τους τοποθετεί, στη νεότερη ευρωπαϊκή αντίληψη, στο ίδιο κοινωνικό και ιστορικό περιθώριο με τους τελευταίους , και τους «στολίζει» με τα ίδια κοινωνικά στίγματα: είναι και οι δυο Ανατολίτες, φτωχοί, εξαρτημένοι από τη φιλανθρωπία των άλλων, και συνεκδοχικά ο χαρακτήρας τους απολύτως μεμπτός: θεωρούνται συλλογικά απατεώνες, τεμπέληδες και κλέφτες.
Το δεύτερο τεκμήριο αυτής της πρότερης συνύπαρξης Ρωμαίων και Ρομά, πέραν του ονόματος, είναι η γλώσσα. Ελλείψει ιστορικών πηγών και γραπτών τεκμηρίων, η γλώσσα τους υπήρξε αρχικά ο μόνος διαθέσιμος και διακριτός τρόπος για να ερευνηθούν, από την εποχή του Διαφωτισμού και μετά, οι απαρχές και η εξέλιξη της ιστορίας των νομάδων αυτών, που ξεκίνησαν, όπως φαίνεται, από τη βόρεια Ινδία, για να διασκορπιστούν στην Ευρώπη κι από κει σε ολόκληρο τον κόσμο. Και ανάμεσα σε όλα τα γλωσσικά δάνεια, από τα αρμενικά, τα περσικά κ.λπ., που ενσωματώθηκαν στην ινδοευρωπαϊκή αυτή γλώσσα κατά την πορεία της μετανάστευσης των χρηστών της προς τη Δύση –που πιθανότατα ούτε ενιαία υπήρξε ούτε ταυτόχρονη– οι περισσότερες λέξεις προέρχονται από τα μεσαιωνικά ελληνικά: όροι που περιγράφουν αφηρημένες έννοιες –γη, ουρανός–, κάποιοι αριθμοί, πουλιά και φυτά κ.ά., καθώς και οι λέξεις που στο σύνολό τους σχετίζονται με την επεξεργασία των μετάλλων, τέχνη που οι νεοφερμένοι έμαθαν πιθανότατα στο Βυζάντιο, και θα ταυτίζονταν μ’ αυτήν, μαζί με κάποιες άλλες, τους επόμενους αιώνες.[3]
Η παρουσία των Ρομά στο Βυζάντιο μαρτυρείται για πρώτη φορά τον 11ο αιώνα, όταν στον Βίο ενός Γεωργιανού αγίου, μοναχού στην Μονή Ιβήρων, του αγίου Γεωργίου του Αθωνίτη, περιγράφεται το πώς, θέλοντας να απαλλαγεί από τα άγρια θηρία που αποδεκάτιζαν τα θηράματα στο αυτοκρατορικό πάρκο, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μονομάχος ανέθεσε σε κάποιους ξένους, «Σαμαρείτες, απογόνους του Συμεών του Μάγου, που ονομάζονταν Ατσίγγανοι και ήταν γνωστοί μάγοι και καθάρματα»[4], να τα εξολοθρεύσουν – κι αυτοί το έκαναν χρησιμοποιώντας τις μαγικές γνώσεις τους. Ήδη λοιπόν φαίνεται ήδη παγιωμένη η φήμη τους ως μάγων, μάντεων και γενικά κατόχων μιας απόκρυφης γνώσης, με την οποία μπορούσαν να επηρεάσουν τη ζωή των ανθρώπων αλλά και να καθυποτάξουν και να ελέγξουν τα άγρια ζώα – οι τσιγγάνοι αρκουδιάρηδες, γητευτές φιδιών αλλά και έμποροι αλόγων θα αποτελέσουν γνώριμο θέαμα σε πανηγύρια κι άλλους δημόσιους χώρους στην Ευρώπη και τις οθωμανικές χώρες τους επόμενους αιώνες.
Με αυτούς τους όρους, και όπως θα συμβεί αργότερα στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, φανταζόμαστε και στο Βυζάντιο μια ύπαρξη στα όρια της ξενίζουσας κοινωνίας μιας «φυλής» ξένης, αλλότριας και χωρίς ρίζες, που μπορεί και επιλέγει να ζήσει άκοπα, εκμεταλλευόμενη την ευπιστία και τις δεισιδαιμονίες των ήδη εγκατεστημένων τοπικών κοινωνιών, που κλείνουν αμυνόμενες απέναντί της και την αντιμετωπίζουν με καχυποψία και απόρριψη. Κι αν η κοσμική εξουσία δεν έλαβε, όπως θα γινόταν αργότερα στην Ευρώπη, μέτρα εναντίον τους, η Εκκλησία, θεωρώντας τους εχθρούς της χριστιανικής θρησκείας, λόγω των μαγικών και απόκρυφων πρακτικών τους, θα προσπαθήσει επανειλημμένως, τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, να προστατεύσει το ποίμνιό της από τους επικίνδυνους ξένους, όπως το μαρτυρεί μια σειρά από συνοδικούς κανόνες και νουθεσίες προς ιερείς και πιστούς να απέχουν από κάθε επαφή μαζί τους.[5]
Παράπλευρη συνέπεια αυτής της εκκλησιαστικής και γενικά χριστιανικής καχυποψίας, και το όνομα Τσιγγάνος, με το οποίο, στις παραλλαγές του στις διάφορες γλώσσες, οι νομάδες θα γινόταν αργότερα γνωστοί στην Ευρώπη. Προέρχεται, κατά την κρατούσα άποψη, από την ταύτισή τους με την αιρετική σέχτα των Αθιγγάνων, με τους οποίους, εκτός από το ότι και αυτοί ζούσαν αποκομμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία, οι νεοφερμένοι μοιράζονταν την εξοικείωση με απόκρυφες γνώσεις και άλλες μαγικές τεχνικές. Αυτή τους η ιδιότητα –μαζί με το σκούρο δέρμα τους– υπήρξε, κατά πάσα πιθανότητα, και ο λόγος που τους αποδόθηκε, στα χρόνια επίσης της διαμονής τους στο Βυζάντιο, και η άλλη καταγωγή και ταυτότητα με την οποία οι περιπλανώμενοι συστήθηκαν αργότερα στους Ευρωπαίους, εκείνη δηλαδή των Αιγυπτίων (απ’ όπου και προέρχεται άλλη μια σειρά μεταγενέστερων «ευρωπαϊκών» ονομάτων τους): η χώρα των Φαραώ θεωρούνταν η μυθική πηγή κάθε μαγείας και κάθε τύπου απόκρυφης γνώσης.[6]
Wenzel von Olmütz / Ευαγγελία Τολιοπούλου
Wenzel von Olmütz, Οικογένεια Ρομά, χαρακτικό. Ο Βοημός Βέντζελ φον Όλμουτζ εναρμονίζεται με το πνεύμα καλλιτεχνών του 15ου αιώνα από τις γερμανικές κυρίως χώρες, που απεικονίζουν τους Τσιγγάνους και τη ζωή τους άλλοτε ωραιοποιημένα με τη μορφή μιας μικρής, ρομαντικής οικογένειας, άλλοτε με γραφικότητα.
Στην Ευρώπη, οι Ρομά κάνουν την εμφάνισή τους πρώτα στη Γερμανία, το 1417, και η άφιξή τους περιγράφεται σε δύο σύγχρονα χρονικά, του πρεσβύτερου Ανδρέα από το Ρέγκενσμπουργκ (1424) και του δομηνικανού μοναχού Χέρμαν Κορνέρους, πολύ βορειότερα, στο Λιούμπεκ, το 1435.[7] Στην αρχή, οι Ευρωπαίοι τους πήραν για προσκυνητές[8], χριστιανούς από την Ανατολή, που υποτίθεται ότι εξέτιαν μια ποινή επταετούς περιπλάνησης η οποία τους είχε επιβληθεί από τους επισκόπους τους, ως εξιλέωση για κάποιο μεγάλο αμάρτημά τους. Οι νεοφερμένοι υιοθέτησαν, όπως φαίνεται, πρόθυμα το αφήγημα και το ρόλο και επωφελήθηκαν όσο μπόρεσαν από την προστασία και την υλική υποστήριξη που τους εξασφάλιζε η επίσημη προστασία του γερμανού αυτοκράτορα.
Η εξωτική τους εμφάνιση τράβηξε αρχικά την προσοχή, έγιναν συνεπώς δεκτοί ευνοϊκά, ως ομόδοξοι. Παράλληλα όμως καταγγέλλονταν και η έφεσή τους στην κλεψιά, που σύντομα προκάλεσε αντιδράσεις και ενίσχυσε μια ολοένα και πιο αρνητική στάση απέναντί τους. Τα χρονικά τους περιγράφουν ως άσχημους, πάμφτωχους, ντυμένους άθλια, «τα πιο φτωχά, τα πιο άθλια πλάσματα που είχαν ποτέ εμφανιστεί στη Γαλλία», σύμφωνα με το χρονικό Πασκιέ που περιγράφει την άφιξή τους έξω από τα τείχη του Παρισιού το 1427[9]. Και ο Κορνέρους στο Λιούμπεκ τους περιγράφει «μαύρους σαν τους Τατάρους» –Τάταροι ήταν το όνομα με το οποίο έγιναν γνωστοί στις σκανδιναυικές χώρες–, που είχαν πολλά παιδιά και έκαναν ακροβατικά στην ψαραγορά[10]. Σ’ ένα σχέδιο του Χανς Μπουγκμάιρ του πρεσβύτερου, που χρονολογείται στις αρχές του 16ου αιώνα, από το Εθνικό Μουσείο της Στοκχόλμης, απεικονίζεται μια τέτοια σκηνή, που θα γίνει προσφιλές θέμα της ευρωπαϊκής ζωγραφικής τους επόμενους αιώνες: στην αγορά μιας πόλης, κάποια Tσιγγάνα διαβάζει το χέρι μιας χωρικής η οποία δεν αντιλαμβάνεται ότι την ίδια ώρα της κλέβει το πουγκί της, ενώ πίσω από την πλάτη της δύο τσιγγανόπουλα κλέβουν τα τυριά της. Στο βάθος, στα δεξιά της εικόνας, μια ομάδα, Tσιγγάνοι μάλλον κι αυτοί, εκτελούν ακροβατικά.
Σ’ ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα για το ύφος και την προσέγγισή του πρώιμα κείμενα για τους Τσιγγάνους, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, στις αρχές του 14ου αιώνα, είχε περιγράψει με ειλικρινή θαυμασμό τις καταπληκτικές ακροβατικές επιδόσεις –«θαυματοποιόν τινά τέχνην»– μιας ομάδας 20 άκρως «εξησκημένων» ανδρών, τους οποίους κανείς ούτε είχε ακούσει ούτε είχε δεί νωρίτερα, και οι οποίοι, ξεκινώντας από την Αίγυπτο, κατέληξαν από διαφορετικούς δρόμους στην Κωνσταντινούπολη, πριν συνεχίσουν το δρόμο τους, μέσω Θράκης και Μακεδονίας, προς τα πέρατα της Δύσεως – άχρι Γαδείρων (το σημερινό Καντίθ, στην Ισπανία). Τα κόλπα που έκαναν οι ακροβάτες αυτοί, «τερατώδη και θαύματος πλήρη», που είχαν κοστίσει ήδη τη ζωή σε αρκετούς από την ομάδα, περιγράφονται λεπτομερώς. Όσο κι αν ήταν απίστευτα, ωστόσο, δεν είχαν τίποτα να κάνουν με δαίμονες και μαγγανείες, αλλά ήσαν «επιτηδεύματα φύσεως δεξιάς, εγγυμνασθείσης εκ πλείονος ες έργων τούτων άσκησιν»[11].
Το ενδιαφέρον όμως, και από πρώτη άποψη κάπως παράδοξο, γεγονός, αναφορικά με αυτές τις πρώιμες ευρωπαϊκές απεικονίσεις των Τσιγγάνων, είναι πως δεν συνάδουν με τις σύγχρονες γραπτές περιγραφές των σκουρόχρωμων, εξωτικών νομάδων ούτε και με τη σχετική εικονογραφία της μεταγενέστερης ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Αντίθετα μ’ αυτές, οι νεοφερμένοι απεικονίζονται ως μάλλον οικείες μορφές, ανοιχτόχρωμοι, με γενειάδες, ντυμένοι φτωχικά με τη χαρακτηριστική αμφίεσή τους, ενώ οι αρχηγοί τους, στο πρώτο πλάνο, εμφανίζονται ντυμένοι ως ευρωπαίοι ευγενείς και μόνο τα ανατολίτικης εμπνεύσεως καπέλα τους τους χαρακτηρίζουν ως ξένους από την Ανατολή[12].
Μια σειρά χαρακτικών, έργα διαφόρων καλλιτεχνών, από τα τέλη του 15ου αιώνα, από τις γερμανικές κυρίως χώρες, απεικονίζουν τους Τσιγγάνους και τη ζωή τους άλλοτε ωραιοποιημένα με τη μορφή μιας μικρής, ρομαντικής οικογένειας, άλλοτε με γραφικότητα, όπως στη σκηνή που περιγράψαμε πιο πάνω. Οι περιγραφές αυτές δείχνουν τις διάφορες, όχι ακριβώς ηθικά αποδεκτές, τυπικές δραστηριότητές τους στον δημόσιο χώρο. Τέτοια έργα γνώρισαν, όπως φαίνεται, μεγάλη διάδοση στην εποχή τους και μαρτυρούν πως το θέμα του «εξωτικού Ανατολίτη», οικείου αλλά και ταυτόχρονα «άλλου», υπήρξε δημοφιλές στα πλατιά στρώματα της ευρωπαϊκής κοινωνίας της εποχής, που αγόραζε τα προϊόντα αυτά της καινούργιας τέχνης της τυπογραφίας για να διακοσμήσει τους χώρους όπου κατοικούσε, εργαζόταν ή σύχναζε. Χαρακτικά του Βοημού Βέντζελ φον Όλμουτζ που αντιγράφουν συνθέσεις άλλων, όπως του λεγόμενου «καλλιτέχνη τoυ χειρόγραφου Βιβλίου του οίκου» –στην πραγματικότητα περισσότεροι καλλιτέχνες, ενεργοί στην περιοχή του Ρήνου– ή του «Μονογραμμίστα b x g» υποδηλώνουν μάλλον μια στάση ανεκτικότητας, σχεδόν συμπάθειας, για τους απεικονιζόμενους, παρά απόρριψη και εχθρότητα. Και το χαρακτικό του Ντύρερ από το 1496/7, που θεωρείται πλέον πως απεικονίζει μια οικογένεια Τσιγγάνων[13] –ενώ για χρόνια τιτλοφορούνταν «Οικογένεια Τούρκων», από το τουρμπάνι που φορά ο σύζυγος/πατέρας, αντί για το παραδοσιακό καπέλο, κάτι το οποίο θεωρήθηκε ως νύξη στην διαδεδομένη την εποχή αυτή κατηγορία εναντίον τους ότι λειτουργούσαν ως ανιχνευτές και κατάσκοποι των Οθωμανών στις χριστιανικές χώρες– επίσης επιδεικνύει, ακολουθώντας τα ήδη δεδομένα εικονογραφικά πρότυπα που αναφέραμε πιο πάνω, μια στάση ανεκτικότητας και αποδοχής.
Πρόκειται ίσως για μια ένδειξη ότι, την πρώιμη ακόμα αυτή εποχή, πριν από τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές ανατροπές που εισήγαγε η Μεταρρύθμιση, υπήρχε στις ευρωπαϊκές χώρες μια γενική κατηγορία των χριστιανών της Ανατολής, οι οποίοι γίνονταν συνολικά αντιληπτοί ως πρόσφυγες από την ασταμάτητη προέλαση του Ισλάμ, ως φυγάδες που αναζητούσαν καταφύγιο και στήριγμα στην Ευρώπη των ομοδόξων τους χριστιανών. Αυτό, προτού τα επιμέρους χαρακτηριστικά της κάθε ξεχωριστής ομάδας αυτών των Ανατολιτών –Ελλήνων, Τσιγγάνων, Σλάβων, Αλβανών– παγιωθούν σταδιακά στη συνείδηση και στο φαντασιακό των Ευρωπαίων και διαμορφώσουν τις επιμέρους στάσεις των κοινωνιών τους απέναντι σ’ αυτούς που θα θεωρηθούν με τον καιρό οι χαμένοι της ιστορίας και οι απόκληροι της νέας, δυναμικής Ευρώπης της νεωτερικότητας.
Αυτή τη συμπεριληπτική προσέγγιση και την αόριστη αλλά ακόμα γενικά θετική προδιάθεση απέναντι στα «θύματα των Οθωμανών» –άρχοντες φυγάδες από τις κατακτημένες χώρες και οι «τσιγγάνοι» υπηρέτες τους– και το πώς οι Τσιγγάνοι κατέληξαν να περιφέρονται στην Ευρώπη βρίσκουμε στην αφήγηση του Αρνολντ φον Χαρφφ, ευγενή από την περιοχή της Κολωνίας, που ταξιδεύει, μεταξύ 1496 και 1499, ως προσκυνητής στους Αγίους Τόπους και την Αίγυπτο (Σινά). Κάνοντας την, καθιερωμένη την εποχή αυτή για το συγκεκριμένο ταξίδι στάση στη Μεθώνη της Πελοποννήσου, ο Φον Χαρφφ περιγράφει πώς
ο τούρκος αυτοκράτορας κατέλαβε [τη χώρα αυτή] πριν από 60 χρόνια, αλλά πολλοί άρχοντες και κόμητες δεν ήθελαν να υποταχτούν στον Τούρκο αυτοκράτορα και κατέφυγαν στη χώρα μας, στη Ρώμη, στον άγιο πατέρα μας τον Πάπα, ζητώντας απ’ αυτόν βοήθεια και υποστήριξη. Αφού του το ζήτησαν, έστειλε κι αυτός συστατικές επιστολές στον ρωμαίο αυτοκράτορα και σε όλους τους πρίγκιπες της αυτοκρατορίας και τους ζητούσε να τους παράσχουν ασφάλεια στις μετακινήσεις τους και να τους στηρίξουν, αφού διώχτηκαν από την πατρίδα τους για τη χριστιανική τους πίστη. Έστειλε τις επιστολές αυτές σε όλους τους πρίγκιπες, αλλά κανένας δεν τους έδωσε βοήθεια. Πέθαναν μέσα στη φτώχεια και άφησαν κληρονομιά τις επιστολές αυτές στους υπηρέτες τους και τα παιδιά τους, που μέχρι αυτή τη μέρα περιπλανώνται στη χώρα αποκαλώντας τους εαυτούς τους μικρούς Αιγύπτιους.[14]
Ο φον Χαρφφ επαναλαμβάνει εδώ την, κοινή πλέον την εποχή αυτή στα ανάλογα κείμενα ευρωπαίων ταξιδιωτών, πληροφορία περί της πραγματικής καταγωγής των περιπλανώμενων στην Ευρώπη «Αιγυπτίων», που δεν προέρχονται από την Αίγυπτο, όπως ισχυρίζονταν, αλλά από τη Γύππη, στην Πελοπόννησο, μια περιοχή όχι μακριά από τη Μεθώνη. Πρώτος ο Μπέρνχαντ φον Μπράιτενμπαχ, νομομαθής και ανώτερος κληρικός στην Αρχιεπισκοπή του Μάιντζ, το Peregrinatio in terram sanctam του οποίου, που εκδόθηκε λατινικά και γερμανικά το 1486 με εντυπωσιακά χαρακτικά από τον Έρχαρντ Ρόιβιχ και διαβάστηκε πολύ στην εποχή του, περιέγραψε έξω από τα τείχη της υπό βενετική κατοχή μέχρι το τέλος του αιώνα Μεθώνης τον καταυλισμό των «Αιγυπτίων», που ήταν ίδιοι με εκείνους που ήταν γνωστοί στη Γερμανία[15]. Ο Μπράιτενμπαχ περιέγραψε τις φτωχικές καλύβες –τις υπολογίζει σε περίπου 300, αριθμό που επαναλαμβάνουν και άλλοι ταξιδιώτες στη συνέχεια– όπου ζούσαν
κάτι φτωχοί άνθρωποι, σαν τους Αιθίοπες, μαύροι και κακοχυμένοι […]. Οι Γύποι που αποκαλούνται Αιγύπτιοι [...] δεν είναι παρά κατάσκοποι και κλέφτες, που στη Γερμανία ισχυρίζονται ότι έρχονται από την Αίγυπτο. Είναι όμως όλα ψέματα. [...] Στη Γερμανία τους λένε Σαρακηνούς [...]. Στην πραγματικότητα όμως κατάγονται από τη Γύππη, κοντά στη Μεθώνη, και είναι κατάσκοποι και προδότες.[16]
Η «ανακάλυψη» της «πραγματικής» πατρίδας και καταγωγής αυτών που, σε πολλές σύγχρονες με την εμφάνιση των «Αιγυπτίων» στην Ευρώπη πηγές, αναφέρεται ότι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «μικρούς Αιγύπτιους» (δηλώνοντας αντιστοίχως ως τόπο καταγωγής τους τη «μικρή Άίγυπτο»[17]) θα αποτελέσει, το τελευταίο τέταρτο του 15ου αιώνα, εμμονή μιας σειράς ευρωπαίων προσκυνητών-συγγραφέων που θέλουν να αποδείξουν την κακοπιστία και την έφεση σε κάθε λογής απάτη των ξένων αυτών. Στιγματισμένοι ήδη στην Ευρώπη ως κλέφτες, μάγοι, παράνομοι κ.λπ., οι Τσιγγάνοι εμφανίζονται τώρα και ως οι απόλυτοι ψεύτες που επιχείρησαν να υφαρπάξουν μια αρχαία καταγωγή από τη μυθική Αίγυπτο –η οποία, ας μην ξεχνάμε, μόλις είχε επανακάμψει στην ευρωπαϊκή συνείδηση μέσω της Ιταλικής Αναγέννησης– για να εξαπατήσουν τους Ευρωπαίους, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια φυλή ασήμαντων φτωχοδιάβολων από την Πελοπόννησο.
Στην ουσία όμως πρόκειται εδώ μάλλον για ενδείξεις του αυξανόμενου εκνευρισμού των Ευρωπαίων απέναντι στους περιπλανώμενους ανατροπείς της καθιερωμένης τάξης και μιας καχυποψίας που σταδιακά εξελίχθηκε σε πλήρη απόρριψη. Συνασπισμένες και κλειστές πλέον απέναντι στους ξένους αυτούς, τους οποίους αντιλαμβάνονται ολοένα και περισσότερο ως απειλή, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες προβάλλουν επάνω τους όλες τις αρνητικές ιδιότητες και συμπεριφορές που θεωρούν υπονομευτικές για τη συνοχή, την ασφάλεια και την ευημερία τους.[18] Κι από την άλλη, ο τρόπος ζωής των Ανατολιτών αυτών, οι «ύποπτες» δραστηριότητές τους, η άρνηση ή η αδυναμία τους να παρακολουθήσουν και να προσαρμοστούν στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις που μεταμόρφωναν την Ευρώπη της Νεωτερικότητας τους απομόνωσαν από τις σύγχρονές τους ευρωπαϊκές κοινωνίες και λειτούργησαν ως άλλοθι για την απόλυτη περιθωριοποίησή τους[19].
Στο συγκεκριμένο θέμα της καταγωγής τους, για παράδειγμα, υπήρξαν από την αρχή παρανοήσεις και παρεξηγήσεις, έως και κακοπιστία. Γιατί, ενώ σαφώς οι Τσιγγάνοι εκμεταλλεύτηκαν συχνά τις συνθήκες, προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους και την ελευθερία των κινήσεών τους στις ευρωπαϊκές χώρες, ο δόλος στην περίπτωση αυτή δεν είναι δεδομένος, αφού η «αιγυπτιακή» ταυτότητά τους υπήρξε, όπως είδαμε, «θεσμοθετημένη» πολύ πριν από τον ερχομό τους στην Ευρώπη, από τα χρόνια ήδη της παραμονής τους στο Βυζάντιο. Αλλά και όταν πολλοί απ’ αυτούς δήλωσαν ως τόπο καταγωγής τους τη «μικρή Αίγυπτο» –όρο που μάλλον παραπέμπει σε μια περιοχή κατοικούμενη από τη «φυλή» που της δίνει το όνομά της, όπως η πελοποννησιακή Γύππη, παρά στη χώρα των Φαραώ– και πάλι δεν έγιναν πιστευτοί. Ακόμα κι όταν ο «πραγματικός» τόπος καταγωγής τους ανακαλύφθηκε από τους ίδιους τους ευρωπαίους προσκυνητές, αντί αυτό να θεωρηθεί επιβεβαίωση των ισχυρισμών τους, ενίσχυσε αντίθετα την καχυποψία απέναντί τους[20].
Το ίδιο καχύποπτοι υπήρξαν οι Ευρωπαίοι και με τον ισχυρισμό πολλών από τους επικεφαλής των τσιγγάνικων καραβανιών ότι διέθεταν τίτλους ευγενείας, όπως κόμης, δούκας κ.λπ. Και γι’ αυτό, όμως, η εξήγηση βρισκόταν στην Πελοπόννησο, όπου, πριν από την ολοκλήρωση της οθωμανικής κατάκτησης, στρατιωτικά σώματα Τσιγγάνων με τους δικούς τους αρχηγούς βρίσκονταν στην υπηρεσία των Βενετών, όπως αυτό, στα μέσα του 15ου αιώνα, έξω από το Ναύπλιο, και με επικεφαλής έναν drungario acinganorum. Πιθανόν λοιπόν οι «ευρωπαϊκοί» αυτοί τίτλοι των αρχηγών τους να ήταν απλά η μεταγραφή στα ευρωπαϊκά δεδομένα βυζαντινών τίτλων επικεφαλής στρατιωτικών σωμάτων, όπως ο δρουγκάριος[21]. Τέτοια «τσιγγάνικα» στρατιωτικά σώματα θα συμμετάσχουν στους επόμενους αιώνες σε μια σειρά ευρωπαϊκών πολέμων[22] κι απ’ αυτή την άποψη μπορεί κανείς να πει ότι οι «έλληνες» Τσιγγάνοι. την εποχή αυτή, μοιράζονται την κοινή εμπειρία και άλλων χριστιανών από τον ίδιο γεωγραφικό χώρο, Ελλήνων ή Αλβανών, που εγκατέλειψαν τον τόπο τους, μετά την τουρκική κατάκτηση, και, συγκροτώντας στρατιωτικά σώματα με τους δικούς τους αρχηγούς, υπηρέτησαν ως μισθοφόροι –stradiotti– σε διάφορους ευρωπαϊκούς στρατούς της εποχής, από τη Βενετία μέχρι την Αγγλία του Ερρίκου ΧΙΙΙ.
Κι ενώ, τους πρώτους αιώνες μετά την οθωμανική κατάκτηση, η Ευρώπη επιχειρεί να προσλάβει και να κατατάξει τις ομάδες αυτές των ξένων που τόσο απροσδόκητα ενέσκηψαν στις χώρες της, επίσης θα εξελιχθεί η πρόσληψη από τους Ευρωπαίους των Ελλήνων ή «Ρωμαίων της Ανατολής». Το θέμα είναι ότι, στο πλαίσιο μιας γενικής κοινής αντίληψης που διαμορφώνεται μετά τους θρησκευτικούς πολέμους για την Ευρώπη, τον κοινό πολιτισμό των λαών της (που σταδιακά θα καταλήξει σε μια αποκρυστάλλωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του καθενός, του «χαρακτήρα» και της «αξίας» του, απ’ όπου προέρχονται και τα σύγχρονα εθνικά στερεότυπα), οι Έλληνες δεν έχουν διακριτή θέση. Ως συλλογική και εν τω χρόνω οντότητα, στη συνείδηση της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας οι υπαρκτοί Έλληνες είχαν υποχωρήσει σ’ ένα αόριστο γεωγραφικό και ιστορικό επέκεινα, στο οποίο η κυρίαρχη σύγχρονη παρουσία ήταν οι Οθωμανοί. Έχοντας έτσι χάσει την όποια «εθνική» υπόσταση και ιδιαιτερότητά τους, κατέληξαν να εξομοιωθούν, στη μέση ευρωπαϊκή συνείδηση και να συμπεριληφθούν με τους Τούρκους. Στον γνωστό από αρκετά σύγχρονα αντίγραφα Πίνακα των λαών (Völkertafel), που χρονολογείται γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα και περιλαμβάνει γεωγραφικά αλλά και αξιολογικά καταταγμένους, από τα αριστερά (Δύση) προς τα δεξιά (Ανατολή), δέκα ευρωπαϊκούς λαούς, με τη λίστα για τον καθένα των στοιχείων του χαρακτήρα του, οι Έλληνες κατατάσσονται, μαζί με τους Τούρκους, στην τελευταία θέση –αμέσως μετά τους Ρώσους– και μοιράζονται μαζί τους τα ίδια χαρακτηριστικά, όλα αρνητικά: την αστάθεια του χαρακτήρα, τη μαλθακότητα και τον ναρκισσισμό, την μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, την προσποίηση και την τεμπελιά, την προδοσία, τα ψέματα και την απάτη[23].
Albrecht Dürer / National Gallery of Art
Albrecht Dürer, Οικογένεια Τούρκων, περ. 1495-1496, χαρακτικό. Πλέον, θεωρείται ότι το έργο απεικονίζει μια οικογένεια Τσιγγάνων. Θεωρήθηκαν λανθασμένα Τούρκοι από το τουρμπάνι που φορά ο σύζυγος/πατέρας, αντί για το παραδοσιακό καπέλο. Ακολουθώντας τα ήδη δεδομένα εικονογραφικά πρότυπα της εποχής, αποδεικνύει μια στάση ανεκτικότητας και αποδοχής των Ρομά.
Οι Ρομά, από την άλλη μεριά, διασκορπισμένοι σχεδόν σε όλες τις ευρωπαικές χώρες, αποτελούν πλέον μέρος της ζωντανής ευρωπαϊκής πραγματικότητας, όπως υπήρξαν για αιώνες οι Εβραίοι. Η θέση τους είχε στο μεταξύ χειροτερέψει δραματικά από την εποχή της αρχικής τους εμφάνισης. Η ίδια η χριστιανική τους ταυτότητα αμφισβητήθηκε και θεωρούνταν μάγοι και όργανα του διαβόλου, κακοποιά στοιχεία, απατεώνες και κλέφτες, άεργοι και τεμπέληδες, ως εκ τούτου μόνοι υπεύθυνοι για την φτώχεια τους, ενώ ως ξένοι δεν δικαιούνταν καμία βοήθεια[24]. Ήταν σ’ αυτό το ευρύ κοινωνικό περιθώριο που σχημάτιζαν οι μάζες των φτωχών, των ανέστιων και των μειονοτήτων στις διάφορες χώρες της νεωτερικής Ευρώπης, όπου θα συναντήθηκαν ενδεχομένως πάλι Ρομά και Ρωμιοί, που ταξιδεύουν εδώ από τις οθωμανικές χώρες, αναζητώντας καλύτερη τύχη. Τα ιστορικά ίχνη που αφήνουν οι τελευταίοι, τους πρώτους κυρίως αιώνες, είναι λίγα. Η εικόνα που σχηματίζουμε από κάποια απ’ αυτά, όπως είναι οι καταγραφές στα ημερολόγια του γνωστού γερμανού ελληνιστή και ένθερμου οπαδού της Μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα, Μαρτίνου Κρούσιους, στον οποίον καταφεύγουν για βοήθεια πολλοί Έλληνες από τις κατακτημένες χώρες καθώς είναι γνωστός ο «φιλελληνισμός» του, είναι εκείνη ανθρώπων απλών, συχνά αγράμματων, που περιφέρονται ανά την Ευρώπη, προκειμένου να συγκεντρώσουν χρήματα για τα λύτρα μελών της οικογένειάς τους που έχουν πέσει αιχμάλωτοι Τούρκων ή και πειρατών[25]. Άρκετοί πρέπει να έμειναν και να προσπάθησαν να επιβιώσουν με όποιον δυνατό τρόπο, όχι πάντα θεμιτό, στις παρυφές των εν λόγω κοινωνιών.
Αλλιώς πώς εξηγείται η εμφάνιση, τον 16ο-17ο αιώνα, σε ευρωπαϊκές γλώσσες, όρων που συνδέονται με τους Έλληνες και το όνομά τους, και περιγράφουν πρόσωπα και δραστηριότητες αμφίβολης νομιμότητας και ηθικής, δρομολογώντας έτσι στερεότυπα και προκαταλήψεις που επιβιώνουν μέχρι σήμερα; Εκτός φυσικά κι αν υποθέσουμε ότι δεν πρόκειται για τίποτε άλλο από «ονόματα» που προέκυψαν στη βάση μιας γενικής προκατάληψης.Τα ονόματα συνδέονται όμως με πραγματικότητες ενώ, από την άλλη, μεταφέρουν διαχρονικά τις όποιες αρνητικές συνδηλώσεις τους. Στα γερμανικά, για παράδειγμα, η λέξη Γκάουνερ (Gauner), που σημαίνει γενικώς τον απατεώνα, τον κλέφτη, θεωρείται πως δημιουργήθηκε τον 16o αιώνα στο πλαίσιο της Rotwelch, μιας από τις ιδιολέκτους του κοινωνικού περιθωρίου, και προέρχεται από την παραφθορά στα γίντις (Jowon) του Γιόνερ (Joner ή Jauner), του κατοίκου της Ιωνίας, δηλαδή του Έλληνα[26]. Και στα γαλλικά –αλλά και στα αγγλικά–, η επωνυμία Έλληνας, για να δηλώσει τον αγύρτη και κατά κύριο λόγο τον χαρτοκλέφτη, διαδόθηκε, ρίζωσε και επιβίωσε για πολύ μεγαλύτερο διάστημα και πέρα από παροδικούς «φιλελληνισμούς», όταν πλέον ο «Έλληνας» έπαψε να είναι μια φανταστική πολιτισμική/ιστορική κατηγορία κι έγινε ο πολίτης ενός ανεξάρτητου «ευρωπαικού» κράτους.
Το 1861 εκδόθηκε στο Παρίσι, και επανεκδόθηκε το 1879, το βιβλίο του διάσημου ταχυδακτυλουργού και «μάγου» Χουντάν, με τίτλο Οι απάτες των Ελλήνων στο φως της μέρας. Η τέχνη να κερδίζεις σε όλα τα παιγνίδια[27]. Στην εισαγωγή του ο συγγραφέας εξηγεί πώς στη γαλλική αργκό τα ρήματα grecquer (ελληνίζειν) η se faire grecquer (εξελληνίζεσθαι) σημαίνουν τη δραστηριότητα του χαρτοκλέφτη και των κόλπων με τα οποία εξαπατά τα θύματά του. Μαζί συνιστούν ολόκληρη δραστηριότητα και τέχνη: την Grecquerie. Συγκεντρωμένες έπειτα από ενδελεχή μελέτη και παρατήρηση των ίδιων των Grecs/Ελλήνων εν δράσει, οι διάφορες μέθοδοι και τεχνικές που χρησιμοποιούν παρουσιάζονται και αναλύονται στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη με σκοπό να τον καταστήσουν ικανό να προστατέψει τον εαυτό του στο μέλλον. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, όπως συνέβη και με τους Γκάουνερ στη Γερμανία, οι «δύσκολες και επικίνδυνες έρευνες» που, για να συγκεντρώσει το υλικό του, διεξήγαγε ο συγγραφέας στον παρισινό υπόκοσμο των μικροαπατεώνων, μικροεγκληματιών και γενικώς φτωχών, Γάλλων ή ξένων, που τον κατοικούν και προσπαθούν να επιβιώσουν σ΄αυτόν, συνδεόταν και πάλι με τους Εβραίους, αφού ήταν μέσω κάποιων ενδημούντων στο Παρίσι Γερμανών Εβραίων, ώσπου τελικά να φτάσει στους Έλληνες και τις τέχνες τους. Το ότι δεν πρόκειται εδώ απλώς για ένα όνομα αλλά για συγκεκριμένο και ιστορικά προσδιορισμένο εθνικό σύνολο, γίνεται φανερό από τις ερμηνείες και τις ιστορικές συνδέσεις που χρησιμοποιεί στη συνέχεια.
Επιχειρώντας να δώσει μια «ευγενή» και εκ των άνω εξήγηση του λόγου που «οι συμπατριώτες του Ομήρου και του Πλάτωνα έχουν τέτοια ύποπτη φήμη» και του πώς η λέξη Έλληνας κατέληξε συνώνυμη με τον απατεώνα ή γενικά με τον αγύρτη ή τον κατεργάρη, ο Χουντάν αφηγείται την ιστορία ενός ευγενούς, ελληνικής καταγωγής, που ονομαζόταν Άπουλος, ο οποίος έγινε δεκτός στην Αυλή, τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ΄, όπου και διακρίθηκε πολύ σύντομα για τη μεγάλη τύχη του στα τυχερά παιγνίδια που παίζονταν εκεί (και για τα ανάλογα κέρδη που αποκόμιζε), προκαλώντας έτσι υποψίες. Παρά την επιδεξιότητά του, πιάστηκε επ’ αυτοφώρω να κλέβει και καταδικάστηκε σε 20 χρόνια στις γαλέρες. Η υπόθεση, εξηγεί ο συγγραφέας, προκάλεσε πολύ θόρυβο και έκτοτε το όνομα Άπουλος ή, απλά, Έλληνας άρχισε να χρησιμοποιείται για όποιον επιχειρεί «να βελτιώσει τα οικονομικά του» με άνομα μέσα, σε βάρος των άλλων[28].
Georges de La Tour / Μουσείο του Λούβρου
Georges de La Tour, Χαρτοκλέφτης με τον Άσσο καρώ, λάδι σε καμβά, περ. 1620-1640. Ο απατεώνας, αριστερά, με το πρόσωπό του στη σκιά και τον άσσο καρώ πίσω από την πλάτη, δεν έχει τίποτα το εξωτικό ή το φωναχτό, είναι μόνο πιο απλά και φτωχά ντυμένος από τα επίδοξα θύματά του. Φέρει όμως κι αυτός το στίγμα και γίνεται φανερό με την πράξη του και την αποκάλυψή της, που είναι και το θέμα του πίνακα. Για την καλοντυμένη κυρία, που τον πιάνει στα πράσα, αλλά και για τους μελλοντικούς θεατές του πίνακα, είναι αυτομάτως «ο Ελληνας».
Η «δυτική» καχυποψία απέναντι στους Έλληνες είχε βέβαια μακρά παράδοση και η νεωτερική Ευρώπη που την κληρονόμησε η οποία, από την άλλη, απαξίωνε τους σύγχρονους Έλληνες ως ανάξιους απογόνους τέτοιων λαμπρών –αν και ενίοτε αμφιβόλου ηθικής– προγόνων, επέστρεφε ψυχαναγκαστικά σ’ αυτήν, ακόμα και σ’ ένα βιβλίο για χαρτοπαικτικά κόλπα. Το όνομα Έλληνας ως συνώνυμο του απατεώνα / χαρτοκλέφτη, διευκρινίζει ο Χουντάν, υιοθετήθηκε με ιδιαίτερα μεγάλη ευκολία, «καθώς οι Έλληνες, το ξέρουμε, ήταν κάποτε πασίγνωστοι για τα πονηρά τους τεχνάσματα και την κατεργαριά τους»[29]. Προτού όμως ανακεφαλαιώσει την αναδρομή του στο κλασικό παρελθόν, κολακεύοντας εαυτόν και αναγνώστες για την παιδεία τους, με τον αναπόφευκτο στίχο του Βιργιλίου περί Δαναών και των δώρων τους («Timeo Danaos et dona ferentes / Φοβούμαι τους Έλληνες ακόμα κι όταν φέρουν δώρα»), θέτει σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος να στιγματιστεί μια ανήθικη και άνομη δραστηριότητα με τη χρήση ενός τόσο γνωστού ονόματος. «Όσο αποκαλούσαν τους χαρτοκλέφτες απλά αγύρτες, μόνο άνθρωποι της κατωτάτης υποστάθμης θα αποφάσιζαν να κλέψουν στο παιγνίδι», δηλώνει. Καθώς, όμως, «συχνά είναι τα ονόματα που καθορίζουν τα πράγματα», μήπως, αναρωτιέται, από τη στιγμή που οι χαρτοκλέφτες αποκαλούνταν πλέον Έλληνες, «ένα πλήθος μισο-τίμιων ανθρώπων δεν αισθάνονταν πια κανέναν ενδοιασμό για να ξεκινήσουν τις απάτες;»[30].
Η λογική της χουντινικής επιχειρηματολογίας δεν είναι και τόσο σαφής, αλλά δεν έχει σημασία: παρακολουθούμε απλώς εδώ την αποκρυστάλλωση ενός στερεότυπου, παλιού ήδη, που έχει ανακυκλωθεί πλέον σε νέα χρήση, και που θα γνωρίσει, ως τέτοιο, ένα μέλλον που εν πολλοίς διαρκεί μέχρι σήμερα. Στην ευρωπαϊκή οπτική της νεωτερικότητας, αλλά και σε πιο πρόσφατες εποχές, είτε μας αρέσει είτε όχι, οι Ρωμιοί/ Έλληνες θα συνυπάρξουν με τους Ρομά –και με άλλους του «περιθωρίου» ή της «περιφέρειας»– στο κοινό πεδίο της τεμπελιάς, της ανικανότητας, της καθυστέρησης, της απατεωνιάς, της αγυρτείας και της κλοπής.
Όχι πως δεν υπήρξαν και θετικές ανατροπές ή χρήσεις των στερεοτύπων αυτών, όταν π.χ. η ευρωπαϊκή τέχνη και η λογοτεχνία ανέσυραν και επαναχρησιμοποίησαν κάποιες από αυτές τις αρνητικά στιγματισμένες ομάδες ως όχημα για να εκφράσουν ενδόμυχους φόβους και αγωνίες των κοινωνιών τους, σε εποχές μεγάλων αλλαγών, προβάλλοντας επάνω τους πόθους και ελπίδες για μια ζωή πιο αυθεντική και πλήρη. Έτσι, οι ρομαντικοί θα αναδείξουν ως θετικό πρότυπο τη μορφή του περιπλανώμενου και φτωχού Τσιγγάνου, τέκνου της φύσης και ενσάρκωση μιας πρωταρχικής ελευθερίας, που απαλλαγμένος από τα δεσμά και την αλλοτρίωση της σύγχρονης βιομηχανικής εποχής θα γίνει ο εκφραστής της ευρωπαϊκής νοσταλγίας για μια χαμένη κοινωνική αθωότητα[31]. Την ίδια εποχή, ο εξωτικός, πρωτόγονος χριστιανός Ανατολίτης, σκλάβος σκληρών τυράννων, ξεπεσμένος αλλά αδιαμφισβήτητος απόγονος λαμπρότατων προγόνων, θα αναδυθεί κι αυτός στο ίδιο στερέωμα κι από Γκιαούρ θα γίνει Έλληνας, αναπτερώνοντας με την εξέγερσή του ένα άλλο όνειρο, εκείνο της ανασύστασης μιας χαμένης χρυσής εποχής, της αποκατάστασης ενός ιδανικού ανθρώπινου πολιτισμού.
Πριν απ’ αυτούς και για αιώνες, ιδεατοί συνήθως Έλληνες, όπως και πραγματικοί Τσιγγάνοι είχαν αποτελέσει θέμα της ευρωπαϊκής τέχνης. Οι ζωγράφοι του μπαρόκ, ιδιαίτερα, απεικόνισαν συχνά τους τελευταίους. Ο Ζωρζ ντε λα Τουρ, για παράδειγμα, ζωγράφισε Τσιγγάνες στις γνωστές δραστηριότητές τους – χειρομαντία, πρόβλεψη του μέλλοντος, εξαπάτηση των αφελών και κλοπή πορτοφολιών και άλλων τιμαλφών. Στην Τσιγγάνα που λέει τη μοίρα του 1635, από το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, δυό νεαρές Τσιγγάνες –και μία συνένοχος– κλέβουν έναν ανυποψίαστο νεαρό ευγενή, ενώ μια γριά Τσιγγάνα τον απασχολεί. Τις αναγνωρίζει κανείς εύκολα από το χρώμα του δέρματος, απ’ τα μαλλιά και την εξωτική τους αμφίεση. «Φορούν» την ταυτότητά τους και το μήνυμα που εκπέμπουν είναι κι αυτό σαφές: «κίνδυνος, απάτη!».
Στον Χαρτοκλέφτη με τον Άσσο καρώ, του ίδιου ζωγράφου, από την άλλη μεριά, από το Μουσείο του Λούβρου, ο απατεώνας αριστερά, με το πρόσωπό του στη σκιά, δεν έχει τίποτα το εξωτικό ή το φωναχτό, είναι μόνο πιο απλά και φτωχά ντυμένος από τα επίδοξα θύματά του. Φέρει όμως κι αυτός το στίγμα και γίνεται φανερό με την πράξη του και την αποκάλυψή της, που είναι και το θέμα του πίνακα. Για την καλοντυμένη κυρία, που τον πιάνει στα πράσα, αλλά και για τους μελλοντικούς θεατές του πίνακα, είναι αυτομάτως «ο Ελληνας». Με ή χωρίς εισαγωγικά.
Επιχειρήσαμε να σκιαγραφήσουμε όχι μια κοινή ιστορία, αλλά δύο παράλληλες πορείες. Η συνύπαρξη των Ρομά με τους Ρωμιούς, παλιούς και τωρινούς, υπήρξε εκ των πραγμάτων ανισομερής. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπήρξαν συναντήσεις, διασταυρώσεις και συγκλίσεις. Μένει να εντοπιστούν και να αναγνωριστούν. Ιστορικά πάντως, αν συναντήθηκαν κάπου ισότιμα οι δυο τους, αυτό συνέβη στον κοινό χώρο της αναδυόμενης νεωτερικής Ευρώπης, όπου αντιμετωπίστηκαν, τουλάχιστον στο πεδίο της συλλογικής πρόσληψης και αποτίμησης, με όρους λίγο-πολύ παρόμοιους: ως κινούμενοι στα όρια της καχυποψίας, της περιφρόνησης και της απόρριψης. Θα μπορούσε αυτή η, αν όχι κοινή, τουλάχιστον ανάλογη εμπειρία να φωτίσει με άλλο φως τους όρους της τωρινής τους συνύπαρξης; Αν είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι το ιστορικό τραύμα μπορεί να αλλάξει την ανθρώπινη φύση, μπορεί τουλάχιστον να ελπίζει ότι είναι δυνατό να διδάξει μεγαλύτερη ταπεινότητα, δικαιοσύνη και αυτογνωσία.
[1] Σύμφωνα με τον K.-M. Bogdal, συγγραφέα του Europa erfindet die Zigeuner. Eine Geschichte zwischen Faszination und Verachtung, Berlin, 2011.
[2] Κατά τον Ian Hancock, αν η «εθνική συνείδησή» τους ως Ρομά και της γλώσσας τους ως ρομάνι μπορεί να θεωρηθεί ότι διαμορφώθηκε τον 11ο αιώνα, την ίδια εποχή που φτάνουν και οι Σελτζούκοι στη Μικρά Ασία, από τότε χρονολογείται πιθανώς και το όνομά τους. Ωστόσο, η παρεμβολή των Σελτζούκων δεν αλλάζει τη ρωμαϊκή – βυζαντινή προέλευση του ονόματος, αφού και τα σουλτανάτα που δημιουργούνται στα κατακτημένα βυζαντινά εδάφη επίσης φέρουν την επωνυμία Ρουμ (I. Hancock, We are the Romani People, Hertforshire, 2002, σ. 8).
[3] I. Hancock, ό.π., σ. 10. Του ίδιου, Romanes-Die Geschichte einer Sprache und eines Volkes, Zeitschrift ‘Für Vielfalt’, n. 301, 2017. Επίσης, το σημαντικό άρθρο του G. C. Soulis, The Gypsies in the Byzantine Empire and the Balkans in the Late Middle Ages, Dumbarton Oaks Papers, vol. 15 (1961), σ. 141-165 και ιδίως σ. 143. Αιώνες αργότερα, ευρωπαίοι προσκυνητές θα περιγράψουν τον πρωτόγονο τρόπο με τον οποίον ασκούσαν την τέχνη του σιδηρουργού οι «μαυριδεροί και πάμφτωχοι άνθρωποι» που συναντούν έξω από τα τείχη της βενετικής Μεθώνης, στην Πελοπόννησο.
[4] G. Soulis, ό.π., σ. 145. Επίσης, K. White, Metalworkers, agriculturists, acrobats, military people and fortune-tellers: Roma (Gypsies) in and around the Byzantine Empire, Gouden Hoorn, vol. 7 (winter 1999-2000).
[5] Ο Θεόδωρος Βαλσαμών στις αρχές του 13ου αιώνα, για παράδειγμα, αλλά και μεταγενέστεροι βυζαντινοί νομοκανόνες προβλέπουν τιμωρίες για αυτούς που εξαπατούν το κοινό επιδεικνύοντας αρκούδες και άλλα ζώα ή λένε τη μοίρα, όπως και για τα μέλη της Εκκλησίας που συμβουλεύονται τους Αιγυπτίους. Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, μάλιστα, απέδωσε τις απανωτές συμφορές που έπλητταν το Βυζάντιο στον συγχρωτισμό των παραδομένων στη δεισιδαιμονία πιστών με τους Τσιγγάνους (Soulis, σ. 146-148).
[6] Για τη σχέση με τους Αθίγγανους, A. Fraser, The Gypsies, London, 1992, σ. 46. Αιγύπτιοι αποκαλούνται, για παράδειγμα, σε μιαν άλλη, σημαντική για το θέμα μας βυζαντινή πηγή, των αρχών του 14ου αιώνα, τη Ρωμαϊκή Ιστορία του Νικηφόρου Γρηγορά. Ένα άλλο σώμα χριστιανικών θρύλων και μυθικών αφηγήσεων σχετικών με τη φυγή της «Αγίας Οικογένειας» στην Αίγυπτο θα συνδέσει, πάνω σ’ αυτή τη βάση της «αιγυπτιακής» τους καταγωγής, τους Ρομά με τη βιβλική ιστορία, δίνοντάς τους έτσι μια θέση στο χριστιανικό ευρωπαϊκό φαντασιακό, πριν από την ανατροπή που θα έφερνε η Μεταρρύθμιση. Αλλά και οι ίδιοι οι Ρομά θα επινοήσουν τις δικές τους προσεγγίσεις και προσαρμογές των βιβλικών αυτών διασυνδέσεων που τους αφορούν, διεκδικώντας, από τη δική τους οπτική γωνία, την ένταξή τους στην κοινή αυτή αφήγηση.
[7] Σχετικά με τις μαρτυρίες της άφιξής τους στην Ευρώπη, R. Gronemeyer, Zigeuner im Spiegel früher Chroniken und Abhandlungen. Quellen vom 15.bis zum 18. Jahrhundert, Giessen, 1987. Κατά το Χρονικό του Άουγκσμπουργκ –1417–, είχαν μαζί τους επιστολή του αυτοκράτορα Σιγισμούνδου, που τους έθετε υπό την προστασία του και τους έδινε το δικαίωμα, αν κάποιος δεν τους έδινε ελεημοσύνη, να τον κλέβουν, χωρίς να μπορεί κανείς να τους τιμωρήσει. Και το Χρονικό της Βέρνης –1419– περιγράφει πώς μια ομάδα περίπου διακοσίων «βαπτισμένων εθνικών», μαύρων και φτωχών, με τους επικεφαλής τους έφιππους και πλούσια ντυμένους, διέσχισε την Ελβετία, προκαλώντας την αντιπάθεια με τις κλεψιές τους.
[8] Κάτι όχι ασυνήθιστο. Και ο ιταλός προσκυνητής Λιονάρντο Φρεσκομπάλντι που βρέθηκε στη Μεθώνη το 1384, στο ταξίδι του προς τους Αγίους Τόπους, περιγράφοντας κάποιους Ρομά που ζούσαν έξω από τα τείχη, τους θεώρησε προσκυνητές που έκαναν μετάνοια για τις αμαρτίες τους (Soulis, ό.π., σ. 154, White, ό.π.)
[9] J. Hoyland, A Historical Survey of the Customs, Habits and Present State of the Gypsies, York, 1816, σ. 19.
[10] E.Pokorny, Das Zigeunerbild in der altdeutschen Kunst. Ethnographisches Interesse und Antiziganismus στο Menschenbilder. Beiträge zur Altdeutschen Kunst, Petersberg, 2010, σ. 97-110 (σ. 98). Επίσης, R. Kramer, ‘Schwarz wie die Tartaren‘ und `leuchtender als das Sonnenlicht‘. Darstellungen von `Zigeunern’ in der deutschsprachigen Literatur vom 15ten bis zum frühen 19ten Jahrhundert. Για τα πρώτα χρονικά επίσης η εργασία της K. Bänsch, Die Anfangsgeschichte der Zigeuner in Deutschland unter Berücksichtigung des öffentlichen Diskurses des 15. Und 16. Jahrhunderts, München, 2008.
[11] Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, 2, Ι, Α-Ε.
[12] Στη μικρογραφία του Χρονικού Spiezer από τη Βέρνη, γραμμένο από τον Diebold Schilling der Ältere, στις αρχές του 15ου αιώνα, και εικογραφημένο μεταξύ 1445 και 1486 από έναν άγνωστο μικρογράφο, οι «προσκυνητές» από την Ανατολή απεικονίζονται ακολουθώντας παλιότερους εικονογραφικούς τύπους που παριστούν Ανατολίτες, όπως π.χ. Τατάρους. Με τέτοια χαρακτηριστικά «μυτερά» καπέλα, ωστόσο, σαν αυτό που φοράει κάποιος στην παραπάνω μικρογραφία, απεικόνισε, ως γνωστόν, η πρώιμη ιταλική Αναγέννηση τους Βυζαντινούς που βρέθηκαν στη Δύση. Με το ίδιο καπέλο απεικονίζεται στο χειρόγραφό του και ο προσκυνητής Άρνολντ φον Χαρφφ, αλλά και και οι φιγούρες των επονομαζόμενων Θωμιστών, που πρέπει να είναι οι «Ανατολίτες» χριστιανοί των Ινδιών.
[13] Ε. Pokorny, Das Zigeunerbild…, σ.100-101. Επίσης, ο κατάλογος της έκθεσης Vor Dürer. Kupferstich wird Kunst που έγινε στο Μουσείο Städel της Φραγκφούρτης από τις 28/9/2022 έως τις 22/1/2023.
[14] M. Letts, The Pilgrimage of Arnold von Harff, Knight from Cologne (1496-1499), London, The Hakluyt Society, 1946, σ. 81-82. Το κείμενο του Φον Χαρφφ δεν τυπώθηκε, όπως άλλα γνωστά ταξιδιωτικά κείμενα της εποχής, κυκλοφόρησε όμως ευρέως σε χειρόγραφη μορφή.
[15] Και ήταν σχεδόν όλοι σιδεράδες. Αρκετά από τα κείμενα περιγράφουν τον ιδιαίτερο και πρωτόγονο τρόπο με τον οποίο δουλεύουν οι «Γύφτοι της Μεθώνης»: καθισμένοι κατάχαμα, μπροστά σε μια τρύπα στο έδαφος, όπου καίει η φωτιά, και με δύο ασκιά στο πλάι για φυσερά (π.χ., ο Dieter von Schachen το 1491, στο K. White, Metalworkers…, Gouden Hoorn, 2000).
[16] Bernard von Breitenbach, Peregrinatio…, σ. 45. Στο χαρακτικό του Ρόιχιν που απεικονίζει τη Μεθώνη φαίνονται οι στρογγυλές καλύβες έξω από τα τείχη. Σε ανάλογο τόνο, ενδεικτικό της εχθρικής διάθεσης αλλά και της σύγχυσης που επικρατούσε για το θέμα, ολοκληρώνει και ο Φον Χαρφφ το απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω: «Αλλά αυτό είναι ψέμα [το ότι ήταν δηλαδή “Αιγύπτιοι”] καθώς οι γονείς τους είχαν γεννηθεί στη χώρα της Γύππης, την ονομαζόμενη Τσιγγανία, και το μέρος αυτό δεν είναι παρά στη μισή απόσταση από εδώ, την Κολωνία, μέχρι την Αίγυπτο. Κι είναι γι’ αυτόν τον λόγο που έγιναν άεργοι περιπλανώμενοι και κατασκοπεύουν τη χώρα». Ο αριθμός των αναφερόμενων καλυβιών προοδευτικά μειώνεται μετά την οθωμανική κατάκτηση, προφανώς γιατί οι κάτοικοί τους φεύγουν, καθώς με την παύση της εμπορικής και «τουριστικής» κίνησης στο λιμάνι της Μεθώνης δεν υπάρχουν πλέον δυνατότητες επιβίωσης.
[17] Όπως, π.χ., ένας Jehan de la Roche, που το 1541 προσκόμισε στο Κοινοβούλιο της Τουλούζης «επίσημο έγγραφο» του βασιλιά της Γαλλίας, Φραγκίσκου Ι, που του επέτρεπε να διασχίζει με την ομάδα του ολόκληρο το βασίλειο (F. de Vaux de Foletier, Les Tsiganes dans l’ancienne France, Paris, 1961, σ. 55). Καθώς αυτό έγινε 15 μήνες αφότου είχε διαταχτεί, με βασιλική εντολή, η απέλαση από τη χώρα όλων των «Βοημών», όπως αποκαλούσαν στη Γαλλία τους Τσιγγάνους, υπάρχουν βάσιμες υποψίες για την αυθεντικότητα του συγκεκριμένου, όπως και άλλων ανάλογων «επίσημων» εγγράφων που προσκόμιζαν κατά περίσταση οι διωκόμενοι Τσιγγάνοι και που τους εξασφάλιζαν προστασία και ελεύθερη διέλευση).
[18] Ο Νόρμπερτ Ελίας περιγράφει και εξηγεί τους μηχανισμούς με τους οποίους οι «απ’ έξω», οι νεοφερμένοι σε μια κοινότητα, αποκλείονται απ’ αυτήν, και ταυτόχρονα στιγματίζονται με όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά από τους ήδη εγκατεστημένους, οι οποίοι, ως παλιότεροι, διαθέτουν τη συνοχή και την ισχύ για κάτι τέτοιο – άλλωστε αυτοί μετουσιώνουν στη συνέχεια την προνομιακή θέση τους σε αξιακή και ηθική ανωτερότητα. Από την πλευρά τους, οι αποκλεισμένοι εσωτερικοποιούν σταδιακά την απόρριψή τους αυτή και την αποδέχονται ως εγγενή κατωτερότητα, υιοθετώντας τελικά την ταυτότητα και τις συμπεριφορές που τους αποδίδουν οι «από μέσα» (N. Elias, Theoretical Essay on Established-Outsider Relations, εισαγωγή στο N. Elias - J. Scotson, The Established and the Outsiders, London, 1965).
[19] Στα τέλη του 15ου αιώνα και σε δύο αυτοκρατορικά Συμβούλια, οι Τσιγγάνοι κηρύχθηκαν επίσημα κατάσκοποι των Τούρκων. Ως πρώτη και μοναδική εθνότητα στην Ευρώπη κηρύχθηκαν Vogelfreien, χωρίς δηλαδή καθόλου δικαιώματα, χωρίς τη δυνατότητα μόνιμης εγκατάστασης, αφού δεν τους επιτρεπόταν να έχουν ιδιοκτησία ενώ οποιοσδήποτε μπορούσε ατιμώρητα να τους σκοτώσει.
[20] Ακόμα κι ένας διανοούμενος του διαμετρήματος του Βάλτερ Μπένγιαμιν αποδίδει, τον 20ό αιώνα και πριν τη συστηματική εξόντωσή τους από τους ναζί, κακοπιστία αλλά και εξαιρετικές ικανότητες εξαπάτησης στους Τσιγγάνους, μεταξύ των άλλων και λόγω της καταγωγής τους, για την οποία πιστεύει ότι ψεύδονταν ασυστόλως (W.Benjamin, Die Zigeuner, in Gesammelte Schriften, Band VII, Frankfurt, 1989, 159-165.)
[21] Ε. Pokorny, The Gypsies and their impact on 15th century West European iconography, in Art and Migration Conference, Univ. of Melbourne, 2009, σ. 597-601 και ιδίως σ. 598).
[22] Ο Jacques Callot, που θα απεικονίσει, στις αρχές του 17ου αιώνα, τη φρίκη ενός απ’ αυτούς τους πολέμους, του Τριακονταετούς, θα αναπαραστήσει επίσης, σε μια σειρά τεσσάρων χαρακτικών, τη ζωή των συγχρόνων του Τσιγγάνων. Και ο Χέρντερ, στις Ιδέες (1794,) θεωρεί ότι οι Τσιγγάνοι, «αποκομμένοι από οτιδήποτε ανθρώπινο» και ανίκανοι για οποιαδήποτε αξιοπρεπή δραστηριότητα, ήταν ικανοί μόνο για στρατιώτες.
[23] Ο πίνακας επιγράφεται «Kurze Beschreibung der In Europa Befindlichen Völckern und Ihren Aigenschaften». Δημιουργήθηκε πιθανόν στα μέσα του 18ου αιώνα στη Στυρία της Αυστρίας και αντλεί από διάφορες πηγές, βασίζεται όμως κυρίως σε ένα χαρακτικό που έγινε μεταξύ 1719 και 1726 από τον γνωστό χαράκτη από το Άουγκσμπουργκ, Φρήντριχ Λέοπολντ (F. Stanzel, Europäischer Völkerspiegel, Heidelberg, 1999. Επίσης το άρθρο της K. Pallenstrang στο σάιτ του Volkskunde Museum Wien, όπου φυλάσσεται ένα αντίγραφο).
[24] Η Μεταρρύθμιση έπαιξε σ΄αυτό αποφασιστικό ρόλο, ιδιαίτερα η στάση του Λούθηρου, όπως εκφράστηκε στα κηρύγματά του.
[25] P. Neuendorf, «Daraus kündten auch die Graeci lernen». Die Bemühungen des Martin Crusius (1526-1607) um ein Luthertum der Griechen, Heidelberg, 2022. Ο Κρούσιους υποπτεύεται ως απατεώνες κάποιους από τους Έλληνες που τον επισκέπτονται («δοκούσι γάρ τινες ψευδείς μαρτυρίας προς ημάς φέρειν...». Για το θέμα των ελλήνων επισκεπτών του Κρούσιους, επίσης, P. Toufexis, Das «Alphabetum vulgaris linguae graecae» des deutschen Humanisten M. Crusius (1526-1607), Cologne, 2005). Ο S. Saracino έχει δημοσιεύσει σειρά μελετών για τους έλληνες ορθόδοξους από την οθωμανική επικράτεια που, τον 17ο και τον 18ο αιώνα, επισκέπτονται την Γερμανία για να συλλέξουν ελεημοσύνες για διάφορους σκοπούς.
[26] Η προέλευση αυτή υποδηλώνει ίσως και μια υφέρπουσα αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο «εθνικές» ομάδες, ή ίσως κι έναν «επαγγελματικό» ανταγωνισμό σε κοινά πεδία, στο χώρο του οικονομικού και κοινωνικού περιθωρίου ανάμεσα σε Έλληνες και Εβραίους. Στη συνεργασία των τελευταίων με τους Τσιγγάνους, με τους οποίους αναγκαστικά συνυπάρχουν στο κοινωνικό περιθώριο της νεωτερικής Ευρώπης, έχει αναφερθεί και ο Β. Μπένγιαμιν (Gesammelte Schriften, VII, σ. 153). Τον 19ο αιώνα, στη Γερμανία, η σύνδεση μεταξύ Τσιγγάνων και Γκάουνερ ήταν τόσο αυτονόητη ώστε το όνομα με το οποίο ήταν γνωστοί, Zigeuner, παρετυμολογήθηκε –λανθασμένα– ως σύνθετο από το zieh (από το ρήμα που σημαίνει μετακινούμαι) και το Gauner (Pokorny, Das Zigeunerbild…, σ. 98.)
[27] Jean-Eugène Robert-Houdin, Les Tricheries des Grecs dévoilées. L’art de gagner à tous les jeux, Paris, Calmann- Lévy.
[28] Houdin, σ. 17-18.
[29] «Στην Λακεδαίμονα, η με επιδεξιότητα εκτελεσμένη κλοπή θεωρούνταν αξιομνημόνευτη πράξη, ακόμα και τιμητικές θέσεις προορίζονταν, όπως λέγεται, για τους άξιους κλέφτες» (στο ίδιο).
[30] Ο συγγραφέας περιγράφει πώς ο αριθμός των Ελλήνων αυξήθηκε εντυπωσιακά στο Παρίσι την εποχή αυτή, τάση που ενισχύθηκε με το άνοιγμα επίσημων χώρων όπου παίζονταν τυχερά παιγνίδια. Χωρίζει δε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, με τα ανάλογα κοινωνικά χαρακτηριστικά, το «πολυάριθμο και με μεγάλη ποικιλία» είδος των Ελλήνων (των «κυρίων της Ελλάδος»): 1. Σε αυτούς των σαλονιών της αριστοκρατίας (είναι οι «πολίτες της Αθήνας» που μοιράζονται την κοσμοπολίτικη και εκλεπτυσμένη ζωή των ευρωπαίων αριστοκρατών). 2. Σε αυτούς της μεσαίας τάξης (πρόκειται για τους «νομάδες», γιατί βρίσκονται παντού) και 3. Σε εκείνους των καταγωγίων που λειτουργούσαν και ως κρυφές χαρτοπαικτικές λέσχες, άτομα της κατωτάτης υποστάθμης. Καθώς το πράγμα είχε πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ έκλεισε τις λέσχες τυχερών παιγνιδιών και η αστυνομία κυνήγησε όσους έπαιζαν κρυφά: «έτσι, κατατρεγμένη, η Ελλάς διασκορπίστηκε», αφηγείται ο Χουντάν. «Περιπλανήθηκε στην επαρχία και στο εξωτερικό», για να επιστρέψει πάλι στο Παρίσι, καθώς το κράτος, που χρειαζόταν έσοδα, ξανάνοιξε τις λέσχες» (σ. 21.)
[31] Ενδεικτικά, S. Houghton-Walker, Representations of the Gypsies in the Romantic Period, Oxford, 2014 και N. Saul, Gypsies and Orientalism in German Literature and Anthropology of the Long Nineteenth Century, London, 2007.