Σύνδεση συνδρομητών

Nίκος Φωκάς (1927-2021). Κόσμος και αντίκοσμος: το ποιητικό αντιφέγγισμά τους

Σάββατο, 25 Ιανουαρίου 2025 09:30
1994, Στοκχόλμη, Σουηδία. Από αριστερά: Νίκος Φωκάς, Δημήτρης Νόλλας, Θανάσης Βαλτινός.
Αρχείο Τhe Books’ Journal
1994, Στοκχόλμη, Σουηδία. Από αριστερά: Νίκος Φωκάς, Δημήτρης Νόλλας, Θανάσης Βαλτινός.

Το ποιητικό, αλλά και το σύνολο έργο του Νίκου Φωκά (1927-2021), το διακρίνει μια ήρεμη δύναμη. Ποίηση στοχαστική, απαιτητική, δοκιμιακός λόγος ευκρινής κι επιχειρηματολογημένος – η κραυγαλέα έκφραση και το υπερτονισμένο συναίσθημα, οι ατμοί του θυμικού, δεν έχουν θέση εδώ. Για «συγκινησιακά λιτοδίαιτη ποιητική» κάνει λόγο η κριτική. Το δοκίμιο της Λίζυς Τσιριμώκου από το αφιέρωμα του τχ. 158 στον Νίκο Φωκά.

 

                                                                                    Το τζιτζίκι στην ακμή του, διάφανο,

Ενωμένο με το δέντρο,

Να επιμένει: ζήσε, ζήσε.

Όχι αισθηματικό τραγούδι

Μάλλον χαλασμένος δίσκος

Στο ίδιο χνάρι που στρέφεται,

Μ’ απόμακρους μαζί κελαηδισμούς

Και θα στρέφεται στους αιώνες.

Νίκος Φωκάς, Προβολή πάνω σε γαλάζιο                

 

Οι κάργες

Σηκώθηκαν όλες μαζί, με μιαν απόφαση.

Είδα σε μια στιγμή το σχήμα τους

Καθώς γινότανε σχήμα πουλιού.

Νίκος Φωκάς, Μάρτυρας μοναδικός

 

Ι.

Το ποιητικό, αλλά και το σύνολο έργο του Νίκου Φωκά (1927-2021), το διακρίνει μια ήρεμη δύναμη. Ποίηση στοχαστική, απαιτητική, δοκιμιακός λόγος ευκρινής κι επιχειρηματολογημένος – η κραυγαλέα έκφραση και το υπερτονισμένο συναίσθημα, οι ατμοί του θυμικού, δεν έχουν θέση εδώ. Για «συγκινησιακά λιτοδίαιτη ποιητική» κάνει λόγο η κριτική.[1] Ο κόσμος που τον αφορά είναι ο καθημερινός, με τα φευγαλέα στιγμιότυπα και τις οικείες εικόνες να καθηλώνουν το βλέμμα και να τροφοδοτούν την ευαισθησία και τη σκέψη του· «ο κόσμος ο μικρός ο μέγας», θα έλεγε ο ομότεχνός του Ελύτης, ωθούμενος πάντως από το κύμα μιας άλλης λυρικής ευφορίας.

                        Αγαπώ τη ρουτίνα, την επανάληψη, τη συνήθεια

                        Όπως ο πιστός το τυπικό της εκκλησίας του.

                        Λατρεύω το πεπερασμένο

                        Τα γνωστά και καθημερινά.

                        Ή αυτά ή τίποτα – διαλέγετε![2]

Στα νάματα αυτής της  αείροης καθημερινότητας ο ποιητής αναβαπτίζεται εξακολουθητικά, συλλέγοντας ταπεινές λεπτομέρειες, φιλτράροντας βιώματα, σκηνοθετώντας ιδίοις αναλώμασι μικρούς παραδείσους ή ερεβώδεις τόπους, με την έκπληξη και την προσμονή συνάμα του απρόβλεπτου:

Η καθημερινότητα, τι θαύμα!

                        Το πρόσωπό μου κέντρο ενός περιστρεφόμενου

                        Οριακού κύκλου από σκότος και φως

                        Ή πάλι στόχος κάποιου

                        Δυνατού προβολέα που περνά

                        Επαναληπτικά από πάνω μου κι απομακρύνεται

                        – Σαν τάχα να μην έψαχνε για μένα –

Για να γυρίσει πάλι ευθύς,

Το πρόσωπό μου κάθε ημερονύχτιο χάνει

Εικοσιτέσσερεις ώρες που μέσα του

Μ’ εμπειρικούς όρους ξανά

Αναπαράγεται παράδεισος και κόλαση.[3]

Στις ρωγμές της καθημερινότητας κρύβονται βέβαια και μεγάλες αλήθειες, βαθιές ανησυχίες, αστραπές αυτογνωσίας, στενάχωρες καταστάσεις, αιφνιδιαστικές επίνοιες:

Όσο σπουδαίο κι αν είναι αυτό που βλέπουμε μπροστά μας

Υπάρχει πάντα στα άκρα κάτι

Που απειλεί, πηδώντας στο οπτικό μας πεδίο,

Κυριολεκτικά να κλέψει την παράσταση.[4]

Έτσι, στα χνάρια του Μπωντλαίρ, στον οποίο εντρύφησε προσεκτικά μεταφράζοντάς τον –και όχι μόνον–, ο Φωκάς προωθεί την ιδέα μιας «μοντέρνας ποιητικότητας» αντλώντας το αιώνιο από το συγκυριακό, το επίκαιρο κι εφήμερο.[5] Βέβαια, δεν είναι ο μόνος που επιδιώκει αυτή την οξύμωρη σύζευξη του συγχρονικού σκιρτήματος και του διαχρονικού συνεχούς με όρους πρωτοποριακής καινοτομίας. Είναι, ωστόσο, από τους λίγους που υπηρέτησε με πειθαρχία και συνέπεια αυτό το αίτημα στο πλαίσιο της γενιάς του, της λεγόμενης πρώτης μεταπολεμικής. Ο ίδιος αναγνωρίζει έμμεσα ως προδρομική φιγούρα η οποία τον καθόρισε μορφικά τον Παπατσώνη, κυρίως λόγω της ελευθεροστιχίας του:

Έτσι στον τεντωμένο και κορδωμένο δημοτικισμό, ο Παπατσώνης αντιτάσσει έναν παράλυτο, ναι, προζαϊκό στίχο, που αργότερα καθιερώνεται να λέγεται ελεύθερος στίχος. Ο ελεύθερος στίχος γίνεται με τον Παπατσώνη γεγονός, πραγματικότητα, από το 1920. Δεν πρόκειται πιά για τον αρνητικό ιαμβικό του Καρυωτάκη (που μολονότι ιαμβικός, νεύει διαρκώς σαν να μην ήταν) ούτε για τον απελευθερωμένο, μετρικό στίχο του Σικελιανού ή του Καβάφη, αλλά για κάτι διάφορο, που μολονότι έξω από το μέτρο και άρνηση της παράδοσης δεν παύει ωστόσο να νεύει καταφατικά. Είναι ο καινούργιος στίχος, ο ελεύθερος στίχος. […] Αντιπαλαμισμός, αντικαρυωτακισμός, ελεύθερος στίχος, κατάφαση της ζωής, μιξοκαθαρεύουσα, και αυτό το παρα-ποιητικό που πάει να γίνει το κυρίως ποιητικό –σαν ν’ άλλαξε ξαφνικά ο άξονας της γης–, κι ακόμα, σε σχέση με το προηγούμενο, αυτό το εξομολογητικό, το σχεδόν ημερολογιακό στοιχείο, πώς όλα αυτά δεν δηλώνουν μια ισχυρή ανεξαρτησία από το κατεστημένο και υποκατεστημένο της δεκαετίας μεταξύ 1920-1930· και πώς δεν σημαίνουν ένα νέο ποιητικό κλίμα, δέκα τουλάχιστον χρόνια πριν από τον Σεφέρη και τον Εμπειρίκο; Ποια λοιπόν καλοπροαίρετη και με ικανό βάθος κριτική θα μπορούσε να αρνηθεί στον Παπατσώνη την τιμή της πρωτοπορίας στη νεώτερη ποίησή μας;[6]

Το θέμα εν προκειμένω δεν είναι η διερεύνηση της ποιητικής γενεαλογίας του Φωκά ή η ένταξή του στο γραμματολογικό καθεστώς της μεταπολεμικής ποίησης, μολονότι επείγει μια συγκροτημένη και αναλυτική προσέγγιση της προσφοράς του που παραμένει σε ιδιότυπη αφάνεια. Εδώ, θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε κάποιους από τους τόπους της ποιητικής του, όψεις (ή και εμμονές) της γραφής του, όπως αποτυπώνονται ή διαθλώνται ως κόσμος και αντίκοσμος ενός ιδιόρρυθμου σύμπαντος.

 

ΙΙ.

Ο Φωκάς καλλιέργησε από νωρίς μια διακριτή τοπιογραφία εντρυφώντας στο αττικό φως κι επιχειρώντας να αναδείξει τη χάρη της αττικής γης. Μολονότι αιχμαλώτισε στην ποίησή του εικόνες από το γενέθλιο νησί (π.χ. «Μίμηση της Κεφαλονιάς», «Μετά τους σεισμούς»), το αττικό τοπίο είναι εκείνο που με τις εναλλαγές και την πολυμορφία του τον θέλγει και γίνεται επαναλαμβανόμενο μοτίβο στη μουσική των στίχων του. Η πόλη από ψηλά, με βλέμμα ευρυγώνιο – και η πόλη που από πανοραμικό τοπίο γίνεται ευρύχωρη αγκαλιά:

                        Ανεβαίνοντας στη κορφή

                        Γοργά από κάτω είδα να βγαίνει η πεδιάδα·

                        Κι αμέσως την είδα κιόλας ολόκληρη βγαλμένη

                        Μέχρι την Πεντέλη, χωρίς ούτε ένα μέρος της να χάνεται,

                        Χωρίς μια πιθαμή να χάνεται απ’ τον ήλιο,

                        Μια βραγιά κοκκινόχωμα

                        Με κλήματα μικρά, μια στροφή λεωφόρου.

                        Κατέβηκα απότομα στην πεδιάδα κι έπαψε

Πια να ’ναι τοπίο·

Γιατί ήρθα κοντά της, έμεινα μέσα της,

Έμεινα όσο ήθελα, πήγαινα

Όσο ήθελα μέσα σ’ αυτή

Πήγαινα όσο ήθελα μέσα στον ήλιο και το φως της μέρας.[7]

Και η πόλη απόμακρη, βραδινή, να τυλίγει με τη μαγική αύρα της τον ομιλητή: «ξαπλωμένος / καπνίζω ανάσκελα, με τη ζωή μου / αδύνατη μες στην αστροφεγγιά κι ελαφρωμένη»:

Μπαίνουμε στο βράδυ κι απόψε. Τέλειωσαν τα νέα.

Έξω απ’ την Αθήνα, εκεί που τελειώνει η Αθήνα

Και σβήνει η θερμοκρασία της πόλης,

Αρχίζουν τα εξοχικά καφενεδάκια

Μέσα στο σούρουπο με τα πρώτα αστέρια

Κι έναν, αέρα που μένει πάντα πάνω στη γη.

Πιο πέρα τα προάστια, πιο πέρα

Ο ουρανός του χωριάτη μες στη νύχτα,

Μπορεί ακόμα να μας βγάλει από την πλάνη

Της μέρας που έφυγε.[8]

Αλλά και η αίσθηση της πόλης κατάσαρκα, εγκλωβισμένης σε τέσσερις τοίχους:

Ανατολικό και δυτικό παραθύρι

Οι πόλοι μιας περιορισμένης ύπαρξης

Που άλλους κόσμους δεν ξέρει

Παρά τούτο τον κόσμο

Έτσι που νιώθει αμυδρά

–Σαν το τυφλό φυτό στη γλάστρα–

Την αδιάκοπη γύρω μας περιστροφή του φωτός

Πάνω στον ίδιο εφήμερο κύκλο.

Ενιαία γύρω μου η ζωή

Κοντινή και χαμένη…

Δεν βλέπω την εικόνα της πια

Ενώ οι φωνές που τη συνόδευαν

Εντείνονται διαρκώς περισσότερο

Καθώς η πόλη στο βάθος αχολογάει με παφλασμούς

Και τα πουλιά, σαν μια γιορτή μέσα στο σπίτι,

Μου παίρνουν το κεφάλι. [9]          

Σε οψιμότερους στίχους αιτιολογείται το δέσιμο με την αττική γη:

            Κάπου πάνω στα χώματα της Αττικής –αλάνες, λόφους, ρεματιές, ακτές–

Παραμένουν στατικά σαν πίνακας παλαιότερου ζωγράφου τα νιάτα μας:

Ένας κύκλος παιδιών εκτεθειμένων στο ύπαιθρο με ευκίνητα μέλη

Ίδια με αγρίμια, μυστικά προστατευμένα, μέσα στο φως της μέρας και του απόβραδου.

Σαν σ’ έναν πίνακα παλαιότερου ζωγράφου ζουν ακόμα τα νιάτα μας ή σαν σε καρέ

Κινηματογραφικής ταινίας, ακινητοποιημένης σε ορισμένο σημείο

Έτοιμα να ξεκινήσουν και πάλι με την ενεργοποίηση της μηχανής

(Τάχα για ένα ευτυχέστερο μέλλον; Για μια πιο ανώδυνη συνέχεια;)[10]

Ωστόσο, η μυθολογημένη Αττική του Φωκά επιστέφεται συμβολικά από τον Υμηττό, στον οποίο αφιερώνει ονομαστικά τέσσερα άρτια ποιήματα και αρκετούς σποράδην στίχους στην τοπιογραφία του:

Ο ΥΜΗΤΤΟΣ (δ΄)

                        Είναι μια θέα καθημερινή που ωστόσο παραμένει

Ο τελικός σκοπός της όρασης

Δικαίωση κι εξάγνισή της!

Διαδοχικές χρωματικές φάσεις της πέτρας

Καθώς το φως υποβαθμίζεται

Πριν η γραμμή σβηστεί και οι όγκοι αδειάσουν.

Επάλληλοι τρόποι της ίδιας τελειότητας

Επάλληλα για τον άνθρωπο που φεύγει

Μαρτύρια της ομορφιάς![11]

Η θέαση  του αττικού βουνού, υπεροχή του φυσικού κάλλους έναντι του υπερδομημένου αστικού τοπίου, αποζημιώνει την ταλαιπωρημένη όραση του κατοίκου της πόλης:

                        Ανάμεσα από πολυκατοικίες, ξενοδοχεία

Που μάχεσαι στον εφιάλτη σου,

Σαν μέσα από πόρτες μισάνοιχτες

 Όπου σταθείς βλέπεις τον Υμηττό τόσο κοντά,

Αισθάνεσαι τόσο κοντά τον ζωντανό παλμό του.

Είναι άραγες αυτός ο λόγος που

Όταν τον κοιτάς ας πούμε από το Φάληρο

Είναι όμοια σαν να τον κοιτάς από το Κεφαλάρι;

Ή ότι δεν έχει καμιά σημασία η γωνία

Απ’ την οποία βλέπουμε την ομορφιά;[12]

Στον «Υδρότοπο», ο Φωκάς αφήνει τον υπέργειο κόσμο της Αττικής για να εξιχνιάσει τον υπόγειο: στην καθημερινή του διαδρομή, ο αφηγητής παρατηρεί μια επίμονη υγρασία (σαν «δάκρυα ή ιδρώτα») στο οδόστρωμα, που τη σκουπίζεις κι επανεμφανίζεται. Οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, τα τροχοφόρα, οι βιαστικοί πεζοί συνθέτουν το τοπίο της ανήσυχης μεγαλούπολης, ανυποψίαστης για το μήνυμα που ενδεχομένως έρχεται από τα υδροφόρα έγκατα της οικείας γης. Μιλά με τον τρόπο του ένα από τα σκεπασμένα πια ποτάμια της Αττικής, ο Ηριδανός (τα άλλα δύο, ο Κηφισός και ο Ιλισός έχουν επίσης μπαζωθεί και οικοπεδοποιηθεί):

            … Όσοι όμως έχουν ακόμα μαντική ψυχή μπορούν να ιδεαστούν

Πως ίσως τούτη η λασπουριά δεν είναι παρά ο Ηριδανός μας, και στο δράμα του

Να δούνε το δικό μας δράμα, στον ξεπεσμό του τον δικό μας ξεπεσμό·

Κι ίσως θελήσουν να του δώσουν ένα σημάδι αναγνώρισης που τόσο θα ’χει ανάγκη,

Σημάδι για το οποίο δεν αποκλείεται να εκπέμπει μυστικές φωνές…[13]

 

ΙΙΙ.

Παιδιά ο αντίκοσμος νικά, ο αντίκοσμος νικά!...

Νίκος Φωκάς, Προβολή πάνω σε γαλάζιο

 

Ο Ανδρέας Μπελεζίνης, συστηματικός μελετητής του έργου του Φωκά, επισημαίνει ότι από τη συλλογή Προβολή πάνω σε γαλάζιο κι εφεξής ο κόσμος υποχωρεί ολοένα μπροστά σ’ έναν «αντίκοσμο», σε μια φασματοποιημένη, αλλόκοσμη ποιητική περιοχή όπου το τερατικό στοιχείο με τα φανερώματα κι ενεργήματά του απειλεί πλέον τη φύση και τον τόπο, τα δέντρα και τα πρόσωπα: «σας μεταφέρω τη δυσοίωνη αίσθηση, παραμερίζοντας έναν τόνο ιλαρότητας, με τον οποίο συχνά ο Φωκάς αμβλύνει τα εφιαλτικά του οράματα και την τερατική τους αναφεγγιά».[14] Τούτος ο περίεργος αντίκοσμος προβάλλει κυρίως μέσα από ένα πληθωρικό φυτολόγιο και ζωολόγιο (bestiaire)· αν σε αυτή την αποθηριωμένη ποιητική χλωρίδα και πανίδα προστεθεί κι ένα εντυπωσιακό χρωματολόγιο, προκύπτει ένα πλούσιο μυθοπλαστικό σύμπαν που σκηνοθετείται πότε με τα εργαλεία της αλληγορίας ή της ειρωνείας, και πότε μ’ έναν τόνο τρυφερότητας.

Πολλά ζώα λοιπόν: από μύγες έως πουλιά, αρπακτικά και μη, κάργες, όρνια και αποδημητικά, γλάροι, κλωσσόπουλα, αγριόχηνες, γκιώνηδες, λελέκια, χελώνες, έντομα, πεταλούδες, μέλισσες, ψύλλοι, κουνούπια, λύκοι, πύθωνες, τσακάλια, γίδια, τραγιά, πρόβατα, κουνάβια, ασβοί, αλεπούδες, ελάφια, τίγρης, σκαντζόχοιροι, σκύλοι και γάτες, κουνέλια και λαγοί, γερανός και γύπας, αντιλόπη και λέοντας, βάτραχος και φίδι, ερπετά, καρχαρίες, δελφίνια, ξιφίας, κροκόδειλοι,  σαύρες, λύγκες και βασιλίσκοι, μύγες και χρυσόμυγες, αλογάκι της Παναγίας, τζιτζίκια και μερμήγκια, άλογο και ποντίκι, μυριόποδα, βοϊδόκαμπια, κι εκείνα τα «πεποιημένα» κοχυβαδάκια – εικόνες παρείσακτες, «ανάμνηση ίσως απ’ τον Μπος»…[15]

Πλούτος φυτικός: ελιές, πεύκα, ευκάλυπτοι, κυπαρίσσια, λεύκες, συκιές, δάφνες, πασχαλιές, μενεξέδες, κρίνοι, γεράνια, χαμομήλια και αγριοστάχυα, μυρτιές, αχλαδιές, κερασιές, καρυδιές, βερικοκιές, μέντα, μοσχομπίζελα και αγριοκυκλάμινα, φούλια, κληματίδες, αγριοβότανα, το βαθυκόκκινο άνθος του κάκτου, και ο αινιγματικός εκείνος μυριστικός ψύλιθρος.[16]

Η τερατική «Βοϊδόκαμπια» απεικονίζει, λόγου χάριν, αλλόκοτα ένα συνωστισμένο πλήθος («Η αγροτιά σαν άτακτος στρατός που γύριζε μες στο σούρουπο / Από την πλάτη τα σύνεργα υψώνονταν σαν σταυροί στον αέρα / Γεμάτος ο κάμπος – κι οι αραμπάδες με τα βόδια τους μπροστά»):

            … Δεν ήταν βόδι, μα παράλλαγμα. Το κεφάλι βαρύ σαν γερασμένο

Απ’ τους αιώνες πρότυπο· και πίσω το κορμί μιας κάμπιας.

Ολοφάνερες κινήσεις ερπετού και πλήθος άκρα ατροφικά, βοδίσια.

Ω η φρίκη, η φρίκη που μέσα της ξαναγεννήθηκα

Φόβητρο ο ίδιος με πτερύγια, γλώσσες, λέπια, δρακοντοουρά

Κι εκείνο το μισάνοιγμα του στόματος απ’ άκρη σ’ άκρη – άμυνα και πρόκληση…[17]

Σε τούτον τον «αντίκοσμο», ποίηση και ποίημα εμφανίζονται με αλλοιωμένη όψη :

                        Είναι μια μήτρα που βγάζει γύπες, γενιά προς γενιά,

                        Μ’ όλες τις λεπτομέρειες απαράλλαχτες: τις αρπάγες, το ράμφος.

                        Είναι μια μήτρα που βγάζει γερανούς – κοινότατους, στερεότυπους γερανούς.

                        Αθώες είναι οι μήτρες, άβουλα σκεύη.

                        Όποιος έπλασε τις μήτρες έχει την ευθύνη της τραγωδίας.

                        Κι όπου υπάρχει Τραγωδία, υπάρχει Ποίηση.[18]

                        Χοντρός σαν λαγός, αλλά με συμπεριφορά

Ποντικίσια – στην πραγματικότητα δεν ξέραμε

Ούτε τη συμπεριφορά του, ούτε το μέγεθός του.

……………………………………………..

Τον είδαμε να διασχίζει μέσα στις φλόγες τις πρασιές

Μ’ εφιαλτικά πηδήματα, σα μες στο στόμα γιγαντιαίας γάτας.

Ήταν και πάλι ποίημα, αν θέλετε.

Όχι το σκοτεινό, τ’ αλλόκοσμο ανατρίχιασμα.

Μ’ αυθεντική απεικόνιση της γήινης φρίκης.[19]

Ο ποιητής δεν είναι αμέτοχος και απών από τον αντίκοσμο που ο ίδιος σκηνοθετεί:

                        Είμαστε τα χρυσόψαρα, μικρά μεγάλα,

                        Έτσι που διασταυρώνονται συνεχώς

                        Σε μιαν ατέρμονη ποικιλία διασταυρώσεων:

                        Το περιεχόμενο μιας γυάλας με νερό.

                        Διαστολή και συστολή των βραγχίων

                        Είναι όλη μας η ιστορία

                        Κι η ιστορία των προγόνων μας.[20]

Στις «Μύγες» κλείνεται επίσης απρόσμενα ένα συλλογικό εμείς:

                        Τι να ’γιναν οι μύγες του

                                    χίλια εννιακόσια  τριαντατέσσερα

                        Εκείνες που ήταν κάποτε μαζί μ’ εμάς

                                    τα νιάτα του κόσμου,

                        Απόγονοι αρχαίων, χοντρών μυγών

της προηγούμενης χρονιάς;

                        Και γενικά τι να ’γιναν

οι μύγες της γενιάς μου;

                        […]

                       

                        Με την παροδική τους βοή

Κομψές μεσάτες μύγες με φτερούγες

διάφανες κι απλωτές

– Δείγμα ανώτερης ραπτικής

πάνω σε μαύρες ελάχιστες πλάτες –

Μ’ εξαναγκάζουν απ’ τη φύση τους

σ’ έναν ελάσσονα τόνο

                        Για κάτι στην ουσία μέγιστο.

                        […]

                        Σου ομολογώ πως νιώθω τρυφερότητα

Μέχρι και για τις μύγες

των περασμένων εποχών

– Παραβιάζοντας σαν ποιητής

τη φύση και το νόμο –

Μια τρυφερότητα για τους νεκρούς

μιας άλλης Ιστορίας έστω

με τις χαμένες της γενιές.[21]

Δεν είναι τυχαίο ότι δύο από τα παραστατικότερα ποιήματα ποιητικής του Φωκά  ανήκουν σε αυτόν τον «σαν της Εδέμ τον τόπο», όπου κυριαρχούν «Μονάχα φυτά π’ αγρίευαν ολοένα / Κι αγρίμια που ημέρευαν αντίστοιχα».[22]

                        … Μα κι αν η κάθετος δεν είναι κάθετος

– Εφ’ όσον η φύση διεκδικεί

Τα δικαιώματά της

Επιβάλλοντας τ’ ανώμαλο –

Από ροπή στην ανακρίβεια εμείς

Ή κι από σκοπιμότητα

Διατηρούμε τον μύθο της καθέτου

Για να επανέλθουμε σ’ αυτή,

Σάμπως ένας επιπλέον βραχίονας του ευκάλυπτου

Που αποχωρίσαν απ’ αυτόν οι ανέμοι…

Νέος κανείς συναρπάζεται απ’ το φάρδος,

Είτε για δέντρα

Είτε για οτιδήποτε πρόκειται.

Συμβάλλουν σε τούτο κι οι ποιητές.

Θέλει ανεξαρτησία ώς κι απ’ την ποίηση

Και θέλει μια χωρίς καθόλου φάρδος πια

Πνευματικότητα

Για ν’ ανταποκριθείς κατά το τέλος της ζωής

Στην ίδια δίχως φάρδος διάσταση

Που συμβολίζει μ’ έναν τρόπο ο ευκάλυπτος.[23]

Και ο «Κάκτος» που συναιρεί τη φυτική με τη χρωματική διάσταση:

                        Με χρώμα γέρικου παχύδερμου απ’ τη σκόνη

Μέρος κι εκείνος ενός σκουπιδαριού

Ο κάκτος που θεωρείτο νεκρός

Άνθισε μετά από εννέα χρόνια. […]

Πέταξε από την κόψη του μοναδικό

Το βαθυκόκκινο άνθος που,

Έξω από το σύστημα σχεδόν,

Θαρρείς ανήκε σε δικό του σύστημα

Σαν πεταλούδα καθισμένη πρόσκαιρα

Στην παρυφή του φύλλου,

Σε δηλωμένη και χρωματική και ποιοτική

Προς τον κάκτο αντίθεση.

Η εν λόγω συστηματική διαφωνία

Δεν είχ’ άλλο ενδιαφέρον

Παρά μόνο σαν ποίηση,

Σαν ακραία δυνατότητα μιας άνοιξης…[24]

Η διάσταση του χρώματος λειτουργεί καθοριστικά στην ποίηση του Φωκά – απόδειξη πως προβάλλει ήδη στους τίτλους δύο από τις μεστότερες συλλογές του, την Προβολή πάνω σε γαλάζιο και στο Γκρίζο χρώμα θερμό. «Τα χρώματα» τιτλοφορούν επίσης ένα στοχαστικό, καβαφικής χροιάς ποίημα της συλλογής Μάρτυρας μοναδικός :

                        Αλήθεια, τι να γίνηκαν το πράσινο και το γαλάζιο;

Κι αυτό το κίτρινο, αισθητό μες στο σκοτάδι,

Χρώμα ενός άθλιου, φτωχού μισοφοριού,

Χρώμα ενός ταπεινού μισοφοριού, καθώς θυμάμαι,

Δείχνει την ομορφιά του τώρα,

Στ’ άφευκτο πλησίασμα της μνήμης.

Μα η τελευταία ματιά μας ας είναι για το κόκκινο·

‘Όταν, σαν τον καθένα, θα το ’χουμε κι εμείς δεχτεί

Πως τίποτα δεν είμαστε είμαστε:

Κόκκινο του σύννεφου, κόκκινο των χειλιών της,

Κόκκινο των γερανιών πιο βαθύ απ’ το σουρούπωμα.[25]

Και το «Χρώμα 1970» ξεδιπλώνει όλο το χρωματικό φάσμα για να καταλήξει στη διαπίστωση «Καλύτερα ένας κόσμος μαύρος κι άσπρος, μα σωστός»:

            Όταν λέω πράσινο μη φανταστείτε δάφνες και χλωρά συμπλέγματα·

            Όταν λέω γαλάζιο

Μη φανταστείτε θάλασσα πρωινή, κυματισμούς γαλήνης.

Τα χρώματα (τριανταφυλλί, γαλάζιο, πράσινο και τ’ άλλα)

Δεν είναι εδώ σαν άλλοτε

Δωρεά της φύσης και του κόσμου.

Όταν λέω πράσινο μη φανταστείτε δάφνες και χλωρά συμπλέγματα.

Με κάποιον τρόπο μπαίνουν κι αυτά μες στον λογαριασμό

Σαν καθετί αγοραίο, και να

Τα τριανταφυλλένια της φυγής και του ιλίγγου,

Τα μαβιά των χιμαιρών, τα κόκκινα των παραισθήσεων,

Το κίτρινο της πέρα ζώνης – πραγματικής ή μυστικής –

Και να τ’ άλλο γαλάζιο, τ’ άλλο πράσινο.

Με κάποιον τρόπο μπαίνουν κι αυτά μες στον λογαριασμό…[26]

Το άσπρο, το κάτασπρο, το γαλάζιο, το άχρωμο γαλάζιο, το κίτρινο, το μολυβί, «χρώματα κόκκινα και χρυσά», το ρόδινο, το μπλε, το ροζ, το μωβ, μια λάμψη υπογάλαζη, το κιτρινοπράσινο, το γκρίζο, αποχρώσεις μαβιές, γαλάζιες, πράσινες: ένα όργιο χρωματικό λαμπυρίζει στους στίχους και τονίζει τα παράταιρα, τις αντιθέσεις, τις πρωτόφαντες εικόνες:

                        Χρώματα ανάτελλαν κι έδυαν.

                        Εισχωρούσαν το ένα στ’ άλλο σαν αντίπαλα σκοτάδια,

Κομματιάζονταν σε είδωλα κι έσβηναν σαν

Παραισθήσεις, πριν αποχτήσουν ταυτότητα.

Περιουσία κανενός, ούτε της ποίησης.[27]

 

IV.

Επισημαίνοντας κάποιες από τις εμμονές που στίζουν επαναληπτικά την ποίηση του Φωκά δεν εξαντλούμε προφανώς τη σύσταση της ποιητικής μήτε της θεματικής του. Αυτό παραμένει ως γραμματολογικό ζητούμενο και χρειάζεται άλλον χρόνο και χώρο. Είναι καιρός, πάντως, να επανεξεταστεί η περίπτωσή του ως σπουδαίου μεταπολεμικού ποιητή και δοκιμιογράφου.[28] Καιρός επίσης να απαλειφθεί η ετικέτα του «απολιτικού» από τον ίδιο και το έργο του.[29] Ποιητής που έχει γράψει στίχους σαν τους παρακάτω – και δεν είναι οι μόνοι στο συνολικό έργο του – δεν μπορεί να κρίνεται με επιφανειακούς κι ετοιμοπαράδοτους όρους: απαιτεί συστηματική κι εκ του σύνεγγυς ανάγνωση.

                        … «Είμαι σαν τον τελευταίο από ’να λόχο· οι άλλοι

Ποιος λιποτάχτησε, ποιος έπεσε, ποιος αυτοκτόνησε·

Μα ’ναι τόσο τρυφερό στ’ αυτιά μου το εμβατήριο

Που δεν μπορώ να φύγω απ’ τη γραμμή.

Ή πάλι εσύ με το θολό σου βλέμμα, τις ουλές, τη μνήμη

Τόσων πραγμάτων που χάσαμε ζώντας.

Είσαι το δηλητήριο μες στις φλέβες μου,

Φίλε, που δεν μ’ αφήνει να πεθάνω».

Απομέναμε αμίλητοι, με κάποιο τρόπο

Τιμωρημένοι που επιζήσαμε·

Κοιτώντας επίμονα προς άλλη κατεύθυνση

– Σαν για να του μοιάσουμε – το ίδιο φως, το ίδιο βάθος.[30]

 

*Τις επόμενες ημέρες θα δημοσιευτούν ηλεκτρονικά όλα τα κείμενα του αφιερώματος της έντυπης έκδοσης στον Νίκο Φωκά.                        

 

[1] Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, «Η σκηνοθεσία των συγκινήσεων ως ποιητική της σκληρότητας», Σημειώσεις, τχ. 60 (Οκτώβριος 2004), σ. 59.

[2] Από τη συλλογή Γκρίζο χρώμα θερμό [1989] τώρα στη συγκεντρωτική έκδοση Νίκος Φωκάς, Ποιητικές συλλογές. 1954-2000, Ύψιλον, 2002, σ. 250.

[3] Από τη συλλογή Προβολέας στα μάτια [1985]. Βλ. συγκεντρωτική έκδοση, ό.π., σ. 221.

[4] Αυτ., σ. 215. 

[5] Baudelaire: «Il s’agit de tirer l’éternel du transitoire». Βλ.«La modernité», στον τόμο των Απάντων του : Œuvres complètes, tome II, Bibliothèque de la Pléiade, Gallimard, Παρίσι, 1976, σ. 694.

[6] Νίκος Φωκάς, Επιχειρήματα για τη γλώσσα, για τη λογοτεχνία, Εστία, 1982, σ. 39-40. Υπέρμαχος του ελεύθερου στίχου, ο Φωκάς επιδόθηκε και στην ομοιοκατάληκτη ποίηση: στην Παρτούζα ή Ένα κλείσιμο του ματιού (έμμετρο αφηγηματικό ποίημα), [1981], Εστία, 1991, και στα Κοχυβαδάκια (Δεκαπέντε γλωσσοκεντρικά ποιήματα), Ύψιλον, 1995. Μολονότι αναγνωρίζει ότι η ομοιοκαταληξία «είναι ένα πράγμα μαγικό», διευκρινίζει: «στην παρούσα φάση της ζωής μου και απ’ την εποχή που άρχισα να γράφω μέχρι σήμερα, μάλλον σαν ειρωνεία την βλέπω, σαν σάτιρα. Δεν θα ’θελα πιο βαθυστόχαστα ποιήματα να τα γράφω με ομοιοκατάληκτους στίχους». Βλ. συνέντευξή του στο περιοδικό Διαβάζω, 387 (Ιούλιος-Αύγουστος 1998), σ. 78. Η διπλή μετάφρασή του (πεζή, κατά λέξη, και έμμετρη) σε μπωντλαιρικά ποιήματα ως τεχνική καινοτομία, εγείρει προβληματισμούς άλλης τάξεως και χρήζει ειδικού σχολιασμού. Βλ. Κάρολος Μπωντλαίρ, Δεκαπέντε ποιήματα, με εισαγωγή («Η διπλή πλαστογράφηση και ο Μπωντλαίρ») και σχόλια του Νίκου Φωκά, Ύψιλον, 1994.

[7] «Πήγαινα όσο ήθελα μέσα στην Αττική». Στη συλλογή Κυνήγια από σύγχρονα γεγονότα [1954], συγκεντρωτική έκδοση, ό.π., σ. 34.

[8] «Τ’ άστρα». Στη συλλογή Δυο φορές τ’ όνειρο [1957], συγκεντρωτική έκδοση, ό.π., σ. 62. Πρβλ. επίσης και τα «πεζοποιήματα»: «Η ερημιά της πόλης» και «Ιστορία στα Τουρκοβούνια», ό.π., σ. 14-16 και 31-32, αντίστοιχα.

[9] «Πουλιά». Στη συλλογή Προβολέας στα μάτια [1985], ό.π., σ. 227-228.

[10] «Andante un poco adagio». Στη συλλογή Το μέτρο της κραυγής μας [2000], ό.π., σ.386.

[11] Από τη συλλογή Γκρίζο χρώμα θερμό [1989], ό.π., σ. 261. Πρβλ. και την καταληκτική στροφή του μακρού ποιήματος «Ο Υμηττός (γ΄)»: … Όπως νά ’ναι λιγοστεύουμε, μα ο Υμηττός / Ορίζει πάντα σταθερά τον τόπο / Το ζωντανό βουνό μες στο θανατικό που απλώνεται: / Αρχέτυπο που κουβαλάμε μέσα μας καθώς / Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι / Για να ξαναφτιάσουμε τη γενιά μας στον ουρανό…  – Από τη συλλογή Προβολέας στα μάτια [1985], ό.π., σ. 235-236.

[12] «Ο Υμηττός (β΄)», αυτ., σ. 234.

[13] «Υδρότοπος». Στη συλλογή Στον ποταμό Κολύμα [1997], ό.π., σ. 356-357. Για τον «Υδρότοπο» βλ. το άρθρο του Σάββα Παύλου «Το σκεπασμένο ποτάμι. Μικροφιλολογικό για τον Νίκο Φωκά», στο αφιερωματικό για τον ποιητή τεύχος της Νέας Εστίας 1775 (Φεβρουάριος 2005), σ. 190-198.

[14] Ανδρέας Μπελεζίνης, Νίκος Φωκάς: ένας «αναφορικός» ποιητής, Εστία, 2009, σ. 44.

[15] «Περιστατικό με φίδι», από τον Προβολέα στα μάτια, ό.π., σ. 214.

[16] Βλ. Ανδρέας Μπελεζίνης, Νίκος Φωκάς: ένας «αναφορικός» ποιητής, ό.π., «Το χρονικό μιας γνωριμίας», (περί ψίλυθρου), σ. 34-35, και «Η “σπασμένη γλώσσα” : Δεκαπέντε «γλωσσοκεντρικά” ποιήματα», σ. 113-121 (για τη διπλόπατη λέξη: κοχυβαδάκια).

[17] « Η βοϊδόκαμπια». Στη συλλογή Συλλυπητήρια σε μία μέλισσα [1976], συγκεντρωτική έκδοση, σ. 147.

[18] «Γερανός και γύπας», αυτ., σ. 128.

[19] «Τέρας ποντικός», αυτ., σ. 150.

[20] «Η διάθλαση», αυτ., σ. 130.

[21] «Μύγες». Στη συλλογή Γκρίζο χρώμα θερμό, ό.π., σ. 247-249.

[22] «Αγγελική». Στη συλλογή Προβολή πάνω σε γαλάζιο, ό.π., σ. 119.

[23] «Ο ευκάλυπτος». Στη συλλογή Ο μύθος της καθέτου, συγκεντρωτική έκδοση, ό.π., σ. 201-202.

[24] «Ο κάκτος». Στη συλλογή Προβολέας στα μάτια, ό.π., σ. 210.

[25] «Τα χρώματα». Στη συλλογή Μάρτυρας μοναδικός [1961], συγκεντρωτική έκδοση, ό.π., σ. 85.

[26] «Χρώμα 1970». Στη συλλογή Προβολή πάνω σε γαλάζιο, ό.π., σ.115.

[27] «Ένα σκούρο χαλί μ’ άσπρα πλουμίδια». Στη συλλογή Συλλυπητήρια σε μία μέλισσα, ό.π., σ. 137.

[28] Λόγου χάριν, ένα από τα ευφυέστερα και πρωτότυπα δοκίμια της σύγχρονης κριτικής μας είναι το τιτλοφορούμενο από τον Ν. Φωκά «Ρωσικές κούκλες». Βρίσκεται στο αφιέρωμα του περιοδικού Χάρτης στον  Οδυσσέα Ελύτη, τχ. 21-23 (Νοέμβριος 1986), σ. 523-529.

[29] Βλ. εντελώς πρόχειρα την άποψη του Αλ. Αργυρίου, ο οποίος τον κατατάσσει στους «ελεύθερους σκοπευτές» (μαζί με την Ελ. Βακαλό, τον Ν. Καρούζο και μια πλειάδα συγκαιρινών άλλων ποιητών) – σπεύδει βέβαια να διευκρινίσει ότι η μη πολιτική στάση των περισσότερων από αυτούς τους «απολιτικούς» δεν αποτελεί απουσία της, αλλά «τάση για υπέρβασή της (με την έννοια: ίδωμά της από απόσταση)». Αλέξανδρος Αργυρίου, Εκκρεμότητες. Προτάσεις για επισφαλή ζητούμενα, Καστανιώτη, 2008, σ. 236-237.

[30] «Η τιμωρία» [1969]. Στη συλλογή Προβολή πάνω σε γαλάζιο, ό.π., σ. 110

Λίζυ Τσιριμώκου

Ομότιμη καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας του Τμήματος Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Έχει εκδώσει τη Λογοτεχνία της πόλης (1988), τον συγκεντρωτικό τόμο δοκιμίων Εσωτερική ταχύτητα (2000), τη σχολιασμένη αλληλογραφία του Γιάννη Ρίτσου με την Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου, Τροχιές σε διασταύρωση (2008).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.