Ωστόσο, οι ενδιάμεσες ιστορίες μεταξύ των στερεότυπων λογότυπων, μεταξύ έναρξης και τέλους, λειτουργούν απρόσμενα και αφυπνιστικά, καθώς αποτελούν προσωπικά και μοναδικά ξόρκια, εναλλάσσουν την πρωτοτυπία, την ένταση και τη νευρικότητά τους, αναβοσβήνουν, θαρρείς, διαχέοντας ένα μήνυμα συναγερμού. Ας δούμε, δειγματοληπτικά, αυτή την παράδοξη και απότομη εναλλαγή από το κλισέ στο ανεπανάληπτο άπαξ:
Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Δεν είναι για χάχανα, ούτε όμως και για οδυρμό. Κάποιες φορές πιστεύεις πως χρειάζεσαι πνευματικό ή εξορκιστή. Κάποιες άλλες, τέλος, ότι επείγει να παρατήσεις τη δουλειά σου, να χωρίσεις ταυτόχρονα, από γυναίκα κι ερωμένη, να μπεις σ’ ένα αεροπλάνο και να εξαφανιστείς (μπορεί, ανομολόγητα, να εύχεσαι να πέσει το αεροπλάνο). Αμήν. (1)[2]
Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Η ζωή είναι ένα όνειρο. Από σένα εξαρτάται όχι μόνο πώς και αν θα ξυπνήσεις, αλλά κι αν θα ξανακοιμηθείς. Αμήν. (7)
Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Τα πράγματα δεν είναι ούτε ηλίθια ούτε αιώνια. Κατάλαβες; Γι’ αυτό, στην τελική, δεν ξέρεις αν ξεχνάς πράγματα περιμένοντας ή περιμένεις πράγματα ξεχνώντας. Αντιληπτό; Αμήν. (23)
Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Ίσως γι’ αυτό, προνοητικό και πρακτικό συνάμα είναι να έχεις τουλάχιστον τρεις σκέψεις για τον εαυτό σου: η πρώτη να απορρυθμίζει τη δεύτερη και η τρίτη να συμβιβάζει τις άλλες δύο ή να τις συνδράμει μετά την ένταση και την κατάρρευση. Αμήν. (63)
Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Τότε επιβεβαιώνεις ότι η ζωή δεν μπορεί παρά να είναι μια φάρσα θανάτου – μια φάρσα όμως όπου κανείς δεν γελάει – κι όσο περισσότερο το σκέφτεσαι, καταλήγεις ότι εν τέλει η ζωή μπορεί και να είναι απλώς μια στενογραφία ονείρων – ξεχασμένων ονείρων. Αμήν. (67)
Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει, η ζωή θα σ’ αιφνιδιάζει – είτε για καλό είτε για κακό. Ταυτόχρονα, θα σε ωθεί, είτε με το καλό είτε με το κακό, να αναρωτιέσαι τι εστί αιφνιδιασμός. Αμήν. (69)
Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Με κάποια πρόσωπα απορείς πόσο άργησες να ξεκόψεις, με κάποια άλλα πόσο άργησες να ζυγώσεις. Ένα ακορντεόν η ζωή. Ανοίγει, κλείνει. Η σπασμένη μελωδία της ζωής. Ανοίγει, κλείνει. Αμήν. (70)
Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Ελαφρύς θάνατος, βαρύς ύπνος. Μ’ άλλα λόγια, ο τεθνεώς εργάζεται άοκνα και αθόρυβα μέσα στον ζώντα. Αμήν. (72)
Διάβασα δειγματοληπτικά μερικές από αυτές τις παράξενες προσευχές – επέλεξα μάλιστα τις πιο βραχύμορφες, καθώς η έκτασή τους ποικίλλει: από μια φράση μέχρι μισή ή μία σελίδα, κάποιες είναι μάλιστα και πολυσέλιδες. Σημειωτέον ότι, καθώς όλη αυτή η αρθρωτή κατασκευή δείχνει καθαρά τους αρμούς, τις σπονδυλώσεις της, ορισμένες από τις προσευχές φωτίζουν ακόμα περισσότερο, άπλετα, τις συνάψεις τους προβάλλοντας αλλότριους αφορισμούς ενσωματωμένους όμως στον οικείο ξενιστή αφηγηματικό οργανισμό:
Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. «Όλες οι αρετές είναι ατομικές, όλα τα ελαττώματα κοινωνικά». Αμήν. (38)[3]
Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. «Βάλε το κακό με τον νου σου, δεν θα πέσεις έξω». Αμήν. (41)[4]
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτή η εξακολουθητικά επαναλαμβανόμενη προσποίηση θανάτου (νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου), μια προσομοίωση θανάτου δηλαδή, είναι ένα είδος παιχνιδιού, ένα παιχνίδι φαντασμάτων, ένα τέχνασμα αλληλοπεριχώρησης ή αντιμετάθεσης ρόλων, όπου βρίσκεις και χάνεις τον εαυτό σου μέσω της προσέγγισης και της οικειοποίησης του θανάτου των άλλων: συγγενών, φίλων, γνωστών αλλά και αγνώστων. Η διαδικασία γίνεται με διαβαθμίσεις στην εστίαση και τη συνειδητότητα του φαινομένου, με συμπύκνωση ή διεύρυνση του πυρηνικού αφηγήματος κάθε φορά, διεμβολίζοντας έκαστο σενάριο με ονειρικές και υπερρεαλιστικές παρεκτροπές, ή πελεκώντας το γενναία ώσπου να μείνει δραστικό επίγραμμα.
Σε όλες αυτές τις ενέργειες πρώτιστο ζητούμενο είναι η κατασκευαστική συνοχή, η εσωτερική λογική αυτού του τεχνάσματος. Τολμώ να εικάσω μια συγγένεια με την ποιητική του Oulipo (εργαστήρι δυνητικής λογοτεχνίας): τίθεται αξιωματικά μια ακολουθητέα αρχή, ένα έστω : εν προκειμένω, έστω ότι οι 87 ιστορίες θα έχουν ως είσοδο τη συγκεκριμένη εναρκτήρια πρόταση, και ως έξοδο το συγκεκριμένο καταληκτικό Αμήν. Τίθενται δηλαδή οι δεσμευτικοί περιορισμοί (οι contraintes των Ουλιπιανών), οι αυτοκαταναγκασμοί που, ως κανόνες ή φέροντες οργανισμοί, θα υποστυλώσουν το βάρος της μυθοπλασίας. Ένα στοίχημα είναι πόσο ακριβώς βάρος θα μπορέσουν να αντέξουν αυτοί οι πυλώνες – πόσα εναλλακτικά σενάρια μπορεί να συσσωρεύσει αυτή η κατασκευαστική τακτική ώστε το κειμενικό οικοδόμημα να μη λυγίσει κάτω από το φορτίο της εξουθένωσης ή της ανίας. Εξού και, εν προκειμένω, η πολυχρωμία, η σχεδόν ανεξάντλητη ποικιλία, των 87 δοκιμαστικών εναλλαγών. Το σταθερά, σχεδόν αδιάφορα, κοινολεκτούμενο (Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις…. / Αμήν) που περιβάλλει εξωτερικά τους μυθοπλαστικούς πυρήνες, φοδράρεται με ζωηρά, έντονα χρώματα που κοντραστάρουν το ένα το άλλο ή εναρμονίζονται, δημιουργώντας μια αίσθηση πένθιμης φαντασμαγορίας, ευφορικού πένθους (αν μπορεί κανείς να το θέσει έτσι οξύμωρα), τυραννικής ενδοσκόπησης, τεταμένης αυτοσυνείδησης που τείνει να διαρραγεί, να σπάσει το φράγμα των δεδομένων ορίων (της εναρκτήριας πρότασης και του πανομοιότυπου τέλους) και να διαχυθεί σ’ ένα ανερμάτιστο χάος. Χρειάζεται μεγάλη μαεστρία ώστε να οικονομηθεί όλη αυτή η διασπορά, να δοσομετρηθεί με ακρίβεια η άτονη μονοχρωμία από τη μια, και η εκρηκτική πολυχρωμία από την άλλη, να ισορροπήσουν οι κραυγές με τους ψιθύρους, τα κωμικά με τα τραγικά στιγμιότυπα, τα βιώματα με τις φαντασιώσεις – το κουμάντο πρέπει να γίνει από χέρι γερό.
Εμμονή στα παιχνίδια ενός άκρατου φορμαλισμού; Ασκήσεις ύφους; Πειραματικές υπερβολές; Μπορεί να ακουστούν παρόμοιες ενστάσεις. Ωστόσο, θεωρώ ότι έχουμε προ πολλού περάσει τον Ρουβίκωνα, έχουμε αφήσει πίσω το δόγμα της διάκρισης μορφής και περιεχομένου. Τα κείμενα στρώνουν και συνάμα περπατούν τον δρόμο που τα ίδια ανοίγουν, δεν ακολουθούν μια προκαθορισμένη κοίτη (ή κι αν φαίνεται πως το κάνουν, θα ξεστρατίσουν κάποτε, αν είναι άξια λόγου), διότι αυτοκαθορίζονται, δεν ετεροκαθορίζονται.
Στο κομπολόι των ανορθόδοξων προσευχών που έχουμε εδώ, μπροστά μας, κάθε απόπειρα να τιθασεύσει κανείς και να κλείσει σε κανόνες την αείροη αφήγηση αποτυγχάνει. Πρόκειται για ημερολογιακές καταγραφές, ονειρικές διαφυγές, αφορισμούς (που εμφανώς κρατούν κάτι από την καφκική παραδοξότητα); Ο τίτλος μάλιστα επιμένει: Προσευχές στο κενό, αποκλείοντας εξαρχής κάθε υπόνοια έκκλησης προς κάποιον πιθανό παραλήπτη (τον Θεό;) Προσευχές αδέσποτες, λοιπόν, έτσι, χωρίς πρόγραμμα, κρατημένες μονάχα από ένα συνθηματικό Αμήν, που τάχα τις εντάσσει, τις καταχωρίζει στο είδος Προσευχές – αλλά για να ακυρώσει ευθύς κάθε ίχνος σεβαστικού δέους ή συγκινημένης ικεσίας κι ελπίδας που εμφιλοχωρούν συνήθως στις παραδοσιακές προσευχές οιουδήποτε δόγματος, θρησκευτικού ή άλλου.
Μπορεί λοιπόν να θεωρήσει κανείς ότι εδώ ο Φάις ίσταται ιπτάμενος: επιχειρεί μια απογείωση, μια πτήση προς αχαρτογράφητους αιθέρες, ενώ ταυτόχρονα προσγειώνει, συγκρατεί και ελέγχει τούτη την ανύψωση με τη χρήση του προσευχητικού λογότυπου Αμήν. Έτσι μπορεί, παίζοντας άμα και σπουδάζοντας, να σκηνοθετήσει αυτές τις 87 δοκιμές θανάτου οιονεί κρυπτόμενος από τον εαυτό του, προβάλλοντας στον θάνατο των άλλων οικείες εμμονές, φοβίες, απορίες, προσμονές, μπαινοβγαίνοντας στη θέση τους, χασομερώντας διαρκώς ώστε να μεταθέτει αορίστως την ανέκκλητη εκείνη στιγμή της μετωπικής συνάντησης με τον θάνατο. Μια εργαστηριακή δοκιμή (πρόβα) θανάτου που την αφήνει να εξελιχθεί τόσο όσο – οι 87 προσευχές θα μπορούσε να είναι δυνητικά άλλες τόσες και να εκτείνονται επ’ άπειρον. Όπως έδωσε εξαρχής το στίγμα του παιχνιδιού (προγραμματίζοντας την εναρκτήρια πρόταση και το τελικό Αμήν), εξίσου αυθαίρετα τερματίζει το ξεκούκισμα στις 87 χάντρες. Ο αναγνώστης μπορεί να πιθανολογήσει τα περαιτέρω. Του έχουν δοθεί οι σχετικές προδιαγραφές.
Κλείνω διαβάζοντας μία από εκείνες τις παρασιτικές προσευχές που αναφέραμε, που παρεντίθενται δηλαδή ως μοσχεύματα στον ξενιστή αφηγηματικό οργανισμό:
Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. «Μην εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου μέχρι την ημέρα του θανάτου σου»· αυτό λογάριαζες να πεις στον εαυτό σου, αν δεν είχατε ψυχρανθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια κι έκτοτε δεν έχετε ξαναμιλήσει. Γι’ αυτό μάλλον είσαι, από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου, ένα γερασμένο, ταραγμένο παιδί που χαμογελάει και βήχει. Αμήν. (39)[5]
[1] Τούτο το κείμενο εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Επί λέξει (2 / 12 / 2024). Στην εκδήλωση ομιλητές ήσαν ακόμα η Αριέλλα Άσερ και ο Παναγής Παναγιωτόπουλος. Και τα τρία κείμενα δημοσιεύονται σήμερα στην ιστοσελίδα του Βοοks' Journal.
[2] Οι εντός παρενθέσεως αριθμοί παραπέμπουν στις (αριθμημένες) προσευχές του κειμένου.
[3] Εντός εισαγωγικών, ένας από τους Αφορισμούς του Φραντς Κάφκα.
[4] Εδώ, εντός εισαγωγικών σφηνώνεται μια ρήση του Τσέζαρε Παβέζε.
[5] Η κλεισμένη σε εισαγωγικά πρόταση είναι ρήση του Ταλμούδ.