Έχει σπονδυλωτή μορφή, είναι δηλαδή επάλληλα διηγήματα. Το πρώτο αφορά εγκλεισμό στο απομονωτήριο του ορφανοτροφείου έπειτα από κάποιο λάθος στο μάθημα των λατινικών, στην κλίση ενός ρήματος.
Ο δεύτερος εγκλεισμός συμβαίνει κατά τη διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου 1870-71. Ο επιστρατευμένος πολίτης Βερλαίν δεν εκτελεί κάποια στρατιωτικά καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί και, για τιμωρία, κλείνεται σε ένα τεράστιο στρατιωτικό οίκημα με άλλους τριάντα ανθρώπους για ένα σαρανταοκτάωρο. Αυτόν τον εγκλεισμό τον περιγράφει με χιούμορ.
Ακολούθως αρχίζει μια περιπέτεια περιπλάνησης, μαζί με τον Ρεμπώ. Λόγω του ελευθεριάζοντος χαρακτήρα των δύο, συγκρούονται αμέσως με το νόμο και την τάξη της εποχής που τελικά επιβάλλονται. Αλλά η επιβολή της τάξης αντιμετωπίζεται από τον Βερλαίν με συμβατική αποδοχή αλλά και με μια υποδόρια ειρωνεία.
Οι δύο φίλοι συνεχίζουν την αλήτικη ελευθεριάζουσα περιπλάνησή τους φτάνοντας στο Βέλγιο. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα φιλονικούν και ο Βερλαίν πυροβολεί και τραυματίζει τον Ρεμπώ. Συμφιλιώνονται, αλλά ο Βερλαίν παραπέμπεται για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Καταδικάζεται και παραμένει δύο χρόνια σε φυλακές του Βελγίου. Περιγράφει αυτή την περιπέτεια σωφρονισμού του από το τέταρτο αφήγημα έως και το δέκατο έκτο.
Η αφήγηση, που συμπληρώνεται με τρία ακόμη μικροδιηγήματα, είναι χαλαρή, έχει τη γοητεία του προφορικού λόγου και την ακρίβεια του γραπτού. Το ύφος αυτό διατηρήθηκε και στην ελληνική μετάφραση.
Η ματιά του είναι διεισδυτική, παρατηρεί και συλλογίζεται για την παραβατική πράξη και την τιμωρία. Αποδέχεται την τελευταία, αποδέχεται και τους ανθρώπους της. Η αποδοχή του όμως εμπεριέχει συγχρόνως, υπαινικτικά, ειρωνεία και σαρκασμό. Ειρωνεία σχετικά με την απομάκρυνση της απόδοσης του δικαίου από τα ανθρώπινα, δημιουργία παράξενων και πολύπλοκων καταστάσεων, έπαρση και διάσπαση.
Στην έκδοση προστέθηκαν πολλές σημειώσεις, εισαγωγικό σημείωμα και βιογραφικά στοιχεία με χρήσιμες πληροφορίες για τον έλληνα αναγνώστη.
Για να δείξουμε τον τρόπο που περιγράφει αυτές τις περιπέτειές του ο Βερλαίν, επιλέξαμε το αφήγημα που αφορά το ξεκίνημα της περιπλάνησης μετά τον Ρεμπώ και την περιπέτεια εκείνης της σχέσης, η οποία κατέληξε σε τιμωρία όχι εγκλεισμού αλλά αποπομπής του, γι’ αυτό άλλωστε εκείνος την ονομάζει ξώφαλτση.
Μια… ξώφαλτση
Ένα αφήγημα του Πωλ Βερλαίν
Ο συγχωρεμένος ο Ρεμπώ κι εγώ, κυριευμένοι από τη μανία των ταξιδιών, αναχωρήσαμε μια μέρα, τον Ιούλιο του 187… αν δεν απατώμαι, για την Α., όπου είχα μείνει κι έμελλε να μείνω πολλές φορές με την οικογένειά μου αλλά και με άλλες παρέες. Παράξενη πόλη με σπίτια χτισμένα στο ισπανικό στυλ του 17ου αιώνα κι αρκετά μνημεία – ανάμεσά τους το πιο όμορφο γοτθικό δημαρχείο της Γαλλίας, ο στρατώνας και το μοναστήρι, τα καμπαναριά και οι κολόνες. Το εμπόριο ήταν ανύπαρκτο και οι βιομηχανίες λιγοστές. Οι πλούσιοι περνούσαν τη ζωή τους πίσω από μεγάλα παράθυρα με άσπρα παντζούρια, σ’ επαύλεις με ωραίους κήπους. Οι κάτοικοι, είτε ευκατάστατοι είτε φτωχοί, δεν έβγαιναν συχνά από τα σπίτια τους αλλά πάντως ήταν άνθρωποι καλόβολοι.
Πήραμε το τρένο γύρω στις δέκα το βράδυ και φτάσαμε με το πρώτο φως της ημέρας. Κάναμε έναν σύντομο γύρο στην πόλη και είδαμε ότι τα οχυρά της φυλάσσονταν καλά. Έπειτα ενώ περιμέναμε να περάσει η ώρα μέχρι να ξυπνήσουν κάποιοι γνωστοί που πιστεύαμε πως θα μας φιλοξενούσαν χωρίς να τους γίνουμε ιδιαίτερο βάρος, είπαμε να τσιμπήσουμε κάτι στο κυλικείο του σταθμού για αρχή, ήπιαμε ο καθένας μας κάνα δυο, ίσως και περισσότερα, απεριτίφ, κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων. Ο Ρεμπώ, παρά το νεαρό της ηλικίας του, ήταν εξαιρετικά σοβαρός, μερικές φορές μάλιστα γινόταν σκυθρωπός και τον κυρίευε μια διάθεση ζοφερή ή χανόταν σ’ αλλόκοτες σκέψεις∙ εγώ από την άλλη, παρ’ ότι είχα κλείσει τα είκοσι έξι, είχα μείνει παιδί. Εκείνη τη μέρα πάντως είχαμε όρεξη για μακάβριες κωμικές ιστορίες και φυσικά, πειραχτήριοι τύποι καθώς ήμασταν, όταν τις αφηγούμασταν είχαμε κατά νου να «εντυπωσιάσουμε» τους «φιλήσυχους» ταξιδιώτες που κατανάλωναν χυμούς, γεμιστά ψωμιά και γαλαντίνες περιχυμένες με πανάκριβο αλγερινό κρασί! Ανάμεσά τους ήταν κι ένας μεσόκοπος άντρας, που καθόταν στα δεξιά μας –ακόμα το θυμάμαι–στον ίδιο πάγκο με μας, σε μικρή απόσταση. Έδειχνε μάλλον κακοντυμένος, μ’ ένα στραπατσαρισμένο ψάθινο καπέλο στο ξυρισμένο του κεφάλι, ένας τύπος ενοχλητικός με κουτοπόνηρη όψη. Τραβούσε ρουφηξιές από ένα πούρο της δεκάρας κι έπινε με μικρές γουλιές φτηνή μπίρα, ξερόβηχε και μουρμούριζε με τη βραχνή φωνή του έχοντας στήσει αυτί στην κουβέντα μας, με ύφος ηλίθιο και κυρίως μοχθηρό. Τον έδειξα μ’ ένα νεύμα στον Ρεμπώ, ο οποίος άφησε ένα πνιχτό γέλιο, όπως το συνήθιζε. Αίφνης, η φριχτή μορφή χάθηκε από τα μάτια μας (θαρρείς ως διά μαγείας, ωστόσο για να πούμε την αλήθεια και ν’ αποκλείσουμε από την αφήγηση το στοιχείο του φανταστικού, παρ’ ότι είναι της μόδας, είχαμε δίπλα μας μια πιατέλα μηλοπιτάκια κι η προσοχή μας ήταν στραμμένη αλλού). Συζητούσαμε για δολοφονίες και ληστείες και μιλούσαμε σαν να μας αφορούσε προσωπικά το θέμα, μπαίνοντας σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, συνεχίζαμε κανονικά την κουβέντα μας όταν δύο χωροφύλακες, με καλοπροαίρετη όψη, εμφανίστηκαν μπροστά μας, λες και ξαφνικά κάποιος τους έσπρωξε και χωρίς πολλά πολλά μας ζήτησαν να τους ακολουθήσουμε.
Κι ακολουθήσαμε, ως οφείλαμε, τους κατά τ’ άλλα σεβαστούς εκπροσώπους της τάξης, παρ’ ότι μας φάνηκε πως βιάστηκαν να μας υποψιαστούν ενώ δεν είχαμε κάνει τίποτα το επιλήψιμο. Τέλος πάντων! Αφού για ένα τέταρτο προχωρούσαμε μέσα από στενοσόκακα, τελικά φτάσαμε στα τρία τέσσερα σκαλιά μιας πλαϊνής εισόδου και μπήκαμε στο δημαρχείο – δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά εκεί βρισκόταν το γραφείο του εισαγγελέα, στον προθάλαμο του οποίου περιμέναμε αρκετή ώρα. Πάντως κι η πλαϊνή είσοδος ήταν επιβλητική: είχε αψιδωτό θόλο κι ήταν φτιαγμένη από γκρίζα πέτρα και μαύρο ξύλο, με ταιριαστά λοφία. Το χώρο φρουρούσαν οι εθνοφύλακες (ήταν λίγο μετά τον πόλεμο, πριν καταργηθεί αυτή η πολιτοφυλακή), οι οποίοι ήταν χαλαρά ντυμένοι με τις στολές τους, αλλά σίγουρα είχαν καλύτερη όψη από εμάς, τους βετεράνους της πολιορκίας του Παρισιού – τούτοι οι «φρουροί της τάξης» είναι παντού οι ίδιοι και οι στολές τους λίγο πολύ μοιάζουν∙ αυτοί εδώ περιφέρονταν με ράθυμο ύφος, σαν να ήταν στο σπίτι τους. Ο Ρεμπώ, αφού μου έκανε νόημα, ξέσπασε σε λυγμούς, που σκοπό είχαν να συγκινήσουν, όπως και έγινε, τους καλούς μας χωροφύλακες (δεν έχουν όλοι τους την ίδια ευγένεια ούτε την ίδια νηφάλια κρίση, όπως κι αν αντιλαμβάνονται το αίσθημα ευθύνης τους), και περιμένουμε να δούμε αν θα επηρεαζόταν και ο κύριος εισαγγελέας. Πράγματι, πρώτα κάλεσαν για κατάθεση τον Ρεμπώ, που δεν άργησε να βγει, βουρκωμένος ακόμα, από το αυστηρό γραφείο, κλείνοντάς μου ανήσυχος το μάτι. Μπήκα με τη σειρά μου στο γραφείο του ανώτατου ανακριτή της πόλης εκείνης, ο οποίος είχε βάλει πάνω στην καρέκλα του ένα δερμάτινο μαξιλάρι κι έμοιαζε καρφωμένος στη θέση του∙ κι έτσι καθισμένος, άρχισε την ανάκριση, διακόπτοντας κάθε τόσο την διαδικασία με παρατηρήσεις όλο περιφρόνηση για την εμφάνισή μου και το άσπρο μου παντελόνι, που έδειχνε κάπως φθαρμένο – ήταν σκονισμένο από το ταξίδι, όμως και πέρα απ’ αυτό το είχα φορέσει σε κάθε λογής περιστάσεις. Ύστερα πήρε να μ’ επιπλήττει μέσ’ από τα δόντια του: «Μια εκτέλεση μόλις έλαβε χώρα στην Α. Δυστυχώς τέτοιες επίκαιρες [sic] συζητήσεις σε δημόσιο χώρο και σε αυτή τη συγκυρία… Μπορεί να εγείρουν υποψίες ενδεχομένως βάσιμες… Θα πρέπει βέβαια ν’ αποδειχθούν… Καταλαβαίνετε… Εξάλλου τι ήρθατε να κάνετε εδώ; Με αυτόν τον νεαρό που φαίνεται αξιοπρεπής και σέβεται την δικαιοσύνη. Λοιπόν σας ξαναρωτώ: τι ήρθατε να κάνετε εδώ; Μ’ αυτά τα ρούχα και χωρίς αποσκευές, σωστά; Σωστά… Το βλέπετε και μόνος σας».
Του εξήγησα, με σαφήνεια και χωρίς δισταγμούς ότι, συντροφιά καθώς ήμουν μ’ έναν φίλο, αφέθηκα σε περιπλανήσεις της φαντασίας. Τότε ήμουν πιο ένθερμος ρεπουμπλικανός απ’ ό,τι είμαι τώρα, πρώην κομμουνάρος και μιλούσα μ’ έναν τόνο υπεροψίας. Δήλωσα τη διεύθυνσή μου, έδειξα τα «χαρτιά» μου, επιστολές, διαβατήρια, τα χαρτονομίσματα που είχα πάνω μου (Δίπλωσε, χρόνε, δίπλωσε τ’ ακούραστα φτερά σου) και πρόσθεσα ότι είμαι από το Μετς, ότι έπρεπε να διαλέξω μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας και ότι –μάρτυς μου ο Θεός!– μετά από τούτη την αυ-θαί-ρε-τη σύλληψη είχα σοβαρούς λόγους, ενδοιασμούς και άλλα παρόμοια. (Ο κύριος εισαγγελέας, πρόεδρος δικαστηρίου πλέον, θα μπορούσε να επιβεβαιώσει το αληθές της αφήγησής μου.)
Μετά από μία μικρή ανησυχητική σιωπή, ο δικαστικός, ένας άντρας νέος ακόμα, με μακριές φαβορίτες, καστανά σγουρά μαλλιά και γυαλιά που δεν ταίριαζαν με την ηλικία του, χτύπησε το κουδούνι και μέσα μπήκαν οι χωροφύλακες. «Θα πάτε τα άτομα αυτά πίσω στο σταθμό, απ’ όπου θα πάρουν το πρώτο τρένο για το Παρίσι». Διαμαρτυρήθηκα ότι ήμασταν ακόμη νηστικοί. «Θα τους πάτε να φάνε, θα τους βάλετε στο τρένο και δεν θα τους χάσετε από τα μάτια σας μέχρι αυτό να αναχωρήσει».
Έτσι και έγινε. Δεν είχαμε καμία όρεξη να εμφανιστούμε και πάλι στο κυλικείο με επίσημη συνοδεία ούτε και να περπατάμε με άδειο στομάχι στους δρόμους, που σε λίγο θα ήταν γεμάτοι κίνηση. Έτσι καθίσαμε σε μια «ήσυχη γωνιά» που μας υπέδειξε ο ενωμοτάρχης, τσιμπήσαμε πρόχειρα και ήπιαμε καφέ, ύστερα κι ένα ποτηράκι, που μας κέρασαν οι χωροφύλακες. Στη συνέχεια, νιώθοντας κάπως άβολα λόγω των πανταλονιών μας, που σε συνδυασμό με τους συνοδούς μάς έκαναν να φαινόμαστε «ύποπτοι» στα μάτια των περαστικών, οι οποίοι μόνον αραιοί δεν ήταν, φτάσαμε στον προορισμό μας. Αποχαιρετήσαμε εγκάρδια τους χωροφύλακες που σε γενικές γραμμές ήταν ευχάριστοι τύποι και χωθήκαμε σ’ ένα βαγόνι δεύτερης θέσης, γεμάτοι θαυμασμό για τους τρόπους, τις μεθόδους, και κυρίως για την κρίση του εισαγγελέα, του κυρίου Π…
Κι έτσι φτάσαμε στο Παρίσι. Το ίδιο κιόλας βράδυ, οπλισμένοι με καινούργιο θάρρος κι αφού φάγαμε ένα αξιοπρεπές γεύμα –σίγουρα καλύτερο από το προηγούμενο–, ξεκινήσαμε από διαφορετικό σταθμό για πιο σοβαρές περιπέτειες.