Σύνδεση συνδρομητών

Ξαναδιαβάζοντας τη γενιά του ’30

Τρίτη, 01 Μαρτίου 2022 23:33
Ο Περικλής Γιαννόπουλος. Η Χριστίνα Ντουνιά πραγματεύεται τη θεωρία του τοπίου όπως την έχει διαμορφώσει ο Γιαννόπουλος ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα, πάνω σε ιδεολογικούς και αισθητικούς άξονες, αλλά και την πρόσληψή της από τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Επίσης, την απασχολεί η ιδέα περί ελληνικότητας και η επεξεργασία του διπόλου έρωτας-θάνατος που ανιχνεύονται ως στοιχεία σύνδεσης της σκέψης του Γιαννόπουλου με την ποιητική σύνθεση του Γκάτσου.
Ελισάβετ Βάλβη / Archive of Neohellenic Art   
Ο Περικλής Γιαννόπουλος. Η Χριστίνα Ντουνιά πραγματεύεται τη θεωρία του τοπίου όπως την έχει διαμορφώσει ο Γιαννόπουλος ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα, πάνω σε ιδεολογικούς και αισθητικούς άξονες, αλλά και την πρόσληψή της από τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Επίσης, την απασχολεί η ιδέα περί ελληνικότητας και η επεξεργασία του διπόλου έρωτας-θάνατος που ανιχνεύονται ως στοιχεία σύνδεσης της σκέψης του Γιαννόπουλου με την ποιητική σύνθεση του Γκάτσου.

Χριστίνα Ντουνιά, Αργοναύτες και σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ’30, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2021, 408 σελ.

Μια καλειδοσκοπική θέαση όχι μόνο της θρυλικής γενιάς αλλά ολόκληρης της λογοτεχνικής δραστηριότητας της δεκαετίας του 1930, με συνδέσεις, φανερές ή κρυπτικές, με τη δεκαετία του 1920 αλλά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Διεισδυτική και απόλυτα τεκμηριωμένη κατάδυση σε μια περίοδο όπου όλα περιστρέφονται γύρω από την επιθυμία των νέων λογοτεχνών του 1930 να εκφράσουν το αίτημα της ανανέωσης και της αλλαγής και γύρω από τον αγώνα τους να διεκδικήσουν τον προσωπικό τους χώρο στη δόμηση και την ιεράρχηση του λογοτεχνικού πεδίου.

Μια πρωτότυπη και ευφάνταστη μελέτη, πολύτιμη συνεισφορά στο πεδίο των νεοελληνικών και συγκριτολογικών σπουδών, αποτελεί το βιβλίο Αργοναύτες και σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ’30, που υπογράφει η Χριστίνα Ντουνιά, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το βιβλίο διαρθρώνεται σε τρείς ενότητες: «Ιδέες και λογοτεχνία», «Δρόμοι της ποίησης», «Μυθιστόρημα και κριτική». Η συγγραφέας, με σημείο εκκίνησης το πολύ έντονο αποτύπωμα που έχει αφήσει η πολυσυζητημένη και αντιφατική «γενιά του ’30» στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με την πληθώρα των εκπροσώπων, των έργων και των ρευμάτων που τη διαπερνούν, καταθέτει, με ευκρίνεια και τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, τον προβληματισμό της για θέματα ιδεολογικά, πολιτικά, αισθητικά, γλωσσικά που σχετίζονται με τους ποιητές και τους πεζογράφους της γενιάς αυτής, ενώ εξετάζει και ζητήματα κριτικής πρόσληψής της. Βασικό μεθοδολογικό εργαλείο της η έννοια του «λογοτεχνικού πεδίου», όπως το ορίζει ο Πιέρ Μπουρντιέ.

 

Βενιζελικοί φιλελεύθεροι, αντιβενιζελική Αριστερά

Η ενότητα «Ιδέες και λογοτεχνία» ανοίγει με το κεφάλαιο «Βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί στο λογοτεχνικό πεδίο του Μεσοπολέμου», όπου εξετάζεται σφαιρικά η –κυρίαρχη σε μια σημαντική ομάδα λογοτεχνών της γενιάς του ’30– σύνδεση του οράματος της ανανέωσης της ελληνικής λογοτεχνίας και της πνευματικής αναγέννησης με την πίστη στην προσωπικότητα και τον δυναμισμό του Ελευθέριου Βενιζέλου. Σε αντίθεση με τους λογοτέχνες της δεκαετίας του 1920 (όπως ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ή ο Κώστας Καρυωτάκης), οι οποίοι εκφράζουν έναν έντονο αντιβενιζελισμό, θεωρώντας τον Βενιζέλο έναν από τους δύο πόλους του εθνικού διχασμού και της καταστροφής, ο Γιώργος Θεοτοκάς βλέπει στο πρόσωπο του Βενιζέλου έναν καλλιτέχνη που θέτει το ιδιαίτερο ύφος του στην υπηρεσία της Ελλάδας και του αφιερώνει το έβδομο κεφάλαιο του μυθιστορήματος Αργώ, ο Άγγελος Τερζάκης υπενθυμίζει στον αυτοβιογραφικό Απρίλη τις βενιζελικές οικογενειακές του καταβολές, ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης διατυπώνει σταθερά την αφοσίωσή του στις αρχές του φιλελευθερισμού, ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Ανδρέας Εμπειρίκος εκδηλώνουν τον θαυμασμό τους για το έργο του κορυφαίου πολιτικού. Η Ντουνιά, ωστόσο, φωτίζει και τη στάση των αριστερών λογοτεχνών (όπως ο Ασημάκης Πανσέληνος και ο Κώστας Βάρναλης), οι οποίοι βρίσκονται στην αντιβενιζελική όχθη, λόγω του γεγονότος ότι ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης Βενιζέλου, ψηφίζεται το 1929 ο νόμος του «Ιδιώνυμου», ο οποίος ουσιαστικά στοχεύει στην απαγόρευση της δράσης των κομμουνιστών και στην καταστολή των απεργιακών κινητοποιήσεων. Η συγγραφέας εύστοχα παρατηρεί ότι ο Βενιζέλος γοητεύει και εμπνέει αυτή τη γενιά (με εξαίρεση τους αριστερούς), ακριβώς διότι τους προσφέρει το όραμα του φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού, της οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης και της ευρωπαϊκής ένταξης, δηλαδή έναν «στόχο ρεαλιστικό, πειστικό και ικανό να ανασυνθέσει μια νέα πολιτική θεωρία της ελληνικότητας» (σ. 48).

kallas

Αρχείο The Books’ Journal

O Nικόλας Κάλλας. Τη δεκαετία του 1930 ήταν συνεργάτης του αριστερού περιοδικού Νέοι Πρωτοπόροι που διηύθυνε ο Πέτρος Πικρός. Μεταξύ άλλων, υπέγραψε τη μετάφραση του ποιήματος του Αραγκόν «Το κόκκινο μέτωπο» και δημοσίευσε δικά του ποιήματα (με το ψευδώνυμο Νικήτας Ράντος) και θεωρητικά και κριτικά κείμενα (με το ψευδώνυμο Μ. Σπιέρος).

 

Το δεύτερο κεφάλαιο της πρώτης ενότητας («Πολιτική και καλλιτεχνική αβανγκάρντ. Η παρέμβαση των Νέων Πρωτοπόρων») επικεντρώνεται στην επίδραση που ασκεί στο λογοτεχνικό και ιδεολογικό πεδίο της δεκαετίας του 1930 το αριστερό περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι, το οποίο αποτελεί συνέχεια του περιοδικού Πρωτοπόροι, που διηύθυνε ο Πέτρος Πικρός. Η μελετήτρια παραθέτει λίστες της πρώτης συντακτικής επιτροπής του (όπου συναντάμε, μεταξύ άλλων, τα ονόματα του Γιάννη Κορδάτου, του Νίκου Κατηφόρη και του Ασημάκη Πανσέληνου) και των βασικότερων συνεργατών του (ανάμεσά τους οι Νικόλας Κάλας, Δημοσθένης Βουτυράς, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Γιάννης Ρίτσος) και επιχειρεί να δώσει το ιδεολογικό στίγμα του περιοδικού: αναφέρεται στην αναδιάρθρωση της συντακτικής επιτροπής, που πραγματοποιείται το 1933 και συνεπάγεται αναδίπλωση στον σκληρό κομματικό πυρήνα και ακύρωση της προοπτικής συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία, εξετάζει την πολεμική προς την αντικομμουνιστική Ιδέα και το πολυσυλλεκτικό Σήμερα, σχολιάζει τη μετατροπή του περιοδικού σε όργανο της «Διεθνούς Εργατικής Βοηθειας» και τη στήριξη που παρέχει σε όσους διώκονται από τον νόμο περί «Ιδιωνύμου», με επακόλουθο τον περιορισμό της λογοτεχνικής ύλης και τη μείωση της κυκλοφορίας του εντύπου. Επιπρόσθετα, η Ντουνιά προβαίνει σε καίριες παρατηρήσεις σχετικά με το ενδιαφέρον του περιοδικού για ζητήματα τέχνης, πολιτικής, φιλοσοφίας, εκπαίδευσης, ιστορίας, γλώσσας, για το γυναικείο κίνημα, τη νεολαία, το ρόλο των διανοουμένων, την απειλή του πολέμου· υπογραμμίζει την επίμονη προσπάθεια της συντακτικής επιτροπής να αναζητήσει και να ενθαρρύνει λογοτεχνικά ταλέντα προερχόμενα από τα εργατικά στρώματα· δίνει έμφαση στην απόπειρα του περιοδικού να προβάλει την ιδεολογικοπολιτική και καλλιτεχνική πρωτοπορία, μέσα από τη δημοσίευση μεταφράσεων ποιημάτων του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, του Ναζίμ Χικμέτ και του Λουί Αραγκόν και την ευρύτερη συνεργασία με τον Νικόλα Κάλας, ο οποίος υπογράφει τη μετάφραση του ποιήματος του Αραγκόν «Το κόκκινο μέτωπο» και δημοσιεύει δικά του ποιήματα (με το ψευδώνυμο Νικήτας Ράντος) και θεωρητικά και κριτικά κείμενα (με το ψευδώνυμο Μ. Σπιέρος)· σχολιάζει την παρουσία της λογοτεχνικής κριτικής στο περιοδικό, Νέοι Πρωτοπόροι με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τη μετάβαση από τη λογοτεχνία που απεικονίζει την παρακμή της αστικής τάξης στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, που «προσανατολίζει τη μαρξιστική κριτική της δεκαετίας του ’30 προς το πρότυπο του “θετικού ήρωα”, που πρέπει να προέρχεται από την εργατική τάξη» (σ. 75)· επισημαίνει τη στροφή του ενδιαφέροντος του περιοδικού, το 1935, προς την περιοχή της νεοελληνικής λαϊκής παράδοσης (που αφορμάται από εισήγηση του Μαξίμ Γκόρκι στο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων το 1934) και την προσπάθεια ανάπλασης της φυσιογνωμίας του περιοδικού και μετατροπής του σε βήμα της δημοκρατικής αντιφασιστικής διανόησης, προσπάθεια που θα ανακοπεί με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά τον Αύγουστο 1936, οπότε και αναστέλλεται η κυκλοφορία του.

 

Η διεκδίκηση μιας δημοτικής

Η πρώτη ενότητα ολοκληρώνεται με το –εκτενές και εξαιρετικά διεισδυτικό και πλούσιο σε πληροφοριακό υλικό– κεφάλαιο «“Συγκρότηση μιας γενεάς”. Λογοτεχνία και γλώσσα», όπου εξετάζεται η προσπάθεια ποιητών και πεζογράφων της γενιάς του ’30 να διατυπώσουν τη δική τους άποψη για την επίλυση του γλωσσικού ζητήματος, με στόχο την οριστική απόσυρση της καθαρεύουσας και την καθιέρωση μιας γραπτής δημοτικής, η οποία θα ξεφεύγει από την ψυχαρική πρόταση της φωνογραφικής απόδοσης του λαϊκού λόγου και θα είναι «προϊόν διαμεσολάβησης της λογοτεχνίας, καρπός της συνάντησης του δημιουργού με τις πηγές της γλώσσας του» (σ. 79-80). Η Ντουνιά σταχυολογεί απόψεις προγενέστερων κριτικών (Πέτρος Χάρης, Άριστος Καμπάνης) σχετικά με τη «γλωσσική αναρχία» της δεκαετίας του ’20, που συσχετίζεται από ορισμένους με τις καβαφικές επιδράσεις και τον δυτικό μοντερνισμό, προτού περάσει στην παρουσίαση των θέσεων του Γιώργου Θεοτοκά (που, σε άρθρο του στον Νουμά, υποστηρίζει ότι η γραφή μιας σωστής δημοτικής πρέπει να αποτελεί βασικό μέλημα των λογοτεχνών της γενιάς του) και του Στράτη Μυριβήλη (που ειρωνικά αναφερόμενος στη γλώσσα των νέων της δεκαετίας του ’20, κάνει λόγο για μια «καινούρια φάρα μπασταρδόγλωσσων» και για «Ελληνική των πόλεων», σ. 85), αλλά και στη στάση των περιοδικών Ιδέα και Σήμερα απέναντι στο ζήτημα του δημοτικισμού (και απέναντι στην ποίηση του Καβάφη, τον οποίο η Ιδέα αντιμετωπίζει αρνητικά, ενώ το Σήμερα τον εξυμνεί σε σχετικό αφιέρωμά του, με τον Τάκη Παπατσώνη να τον αποκαλεί μεγάλο ποιητή), στις μομφές που διατυπώνει ο Αντρέας Καραντώνης, εμβληματικός κριτικός της γενιάς του ’30, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Νέα Γράμματα, εναντίον της γλωσσικής ακαταστασίας και της μεικτής γλώσσας των νέων ποιητών που ακολουθούν το παράδειγμα του Καρυωτάκη, αλλά και στις διαφορετικές θέσεις που ενστερνίζονται ο Γιώργος Σεφέρης και ο κριτικός Βάσος Βαρίκας αναφορικά με την καβαφική και την καρυωτακική γλώσσα. Σχολιάζεται, επίσης, η γλωσσική ελευθερία, δηλαδή η σύζευξη δημοτικής και λέξεων της καθαρεύουσας, που παρατηρείται στην πεζογραφία του Κοσμά Πολίτη, δίνεται έμφαση στον ρόλο του άρθρου του Άγγελου Τερζάκη «Συγκρότηση μιας γενεάς» στα Νεοελληνικά Γράμματα το 1937 (άρθρου που υπογραμμίζει την πρόταση του Σεφέρη για διοργάνωση συνεδρίου νέων συγγραφέων, με στόχο την κωδικοποίηση της δημοτικής) και του άρθρου-απάντησης του Γιώργου Θεοτοκά «Γλωσσική τακτοποίηση» στο ίδιο περιοδικό, αλλά και στην παρέμβαση του Γιώργου Σεφέρη, μέσα από τα άρθρα του «Ελληνική γλώσσα» στα Νέα Γράμματα (όπου ξεχωρίζει το δημοτικό τραγούδι, τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου και τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη ως κείμενα-πρότυπα γλώσσας και ύφους) και «Γνώμες γύρω από τη γλώσσα μας» στα Νεοελληνικά Γράμματα (όπου κάνει λόγο για δύο ζητήματα «δημοσίας τάξεως» που πρέπει να λυθούν, το ζήτημα του τυπικού και της ορθογραφίας και το ζήτημα των νέων λέξεων). Φωτίζεται, ακόμη, η παρέμβαση του γλωσσολόγου Μανόλη Τριανταφυλλίδη, που καλείται να αναλάβει το έργο της κωδικοποίησης των κανόνων της δημοτικής γλώσσας, η στήριξη που παρέχουν στον Τριανταφυλλίδη οι Άγγελος Τερζάκης, Κλέων Παράσχος, Γιώργος Θεοτοκάς, Στράτης Μυριβήλης, Μ. Καραγάτσης, Γιώργος Σεφέρης, Ηλίας Βενέζης, Έλλη Δασκαλάκη, Μελής Νικολαΐδης, η απουσία από τη συζήτηση περί γλώσσας των διανοουμένων και λογοτεχνών της Αριστεράς, αλλά και των ποιητών της γενιάς (με την εξαίρεση του Σεφέρη). Το πλούσιο αυτό κεφάλαιο συνεχίζεται με στοιχεία για τη στάση της τριανδρίας του ελληνικού υπερρεαλισμού (Κάλας-Εμπειρίκος-Εγγονόπουλος), που αντιτίθεται στη στόχευση της γλωσσικής τακτοποίησης· συμπληρώνεται με μια πολύ μεστή σύνδεση των γλωσσικών αγώνων της δεκαετίας του 1930 (και τη σχετική συζήτηση που διεξάγεται στα λογοτεχνικά περιοδικά και τις εφημερίδες του φιλελεύθερου χώρου) με τη δικτατορία του Μεταξά, ο οποίος, «θέλοντας να καλλιεργήσει τη σχέση του με τα λαϊκά στρώματα χρησιμοποιούσε μια γλώσσα απλουστευμένη και προέτρεπε τους λογοτέχνες να γράφουν στη δημοτική» (σ. 121-122), καθιερώνει τη χρήση της δημοτικής γλώσσας στο Δημοτικό Σχολείο και αναθέτει στον Μανόλη Τριανταφυλλίδη να συντάξει τη Νεοελληνική Γραμματική του, με την οποία συμμορφώνονται οι συγγραφείς της γενιάς του ’30.

 

Ποιητικές στάσεις

Η δεύτερη ενότητα, υπό τον τίτλο «Δρόμοι της ποίησης», επιμερίζεται σε εννέα κεφάλαια. Στο συναρπαστικό «Ο Παλαμάς και η διαδοχή από τον Σεφέρη στον Ρίτσο» εξετάζεται η ακτινοβολία του Κωστή Παλαμά στους βασικούς εκπροσώπους της γενιάς του ’30: η στήριξη που παρέχουν στον μεγάλο ποιητή ο Αντρέας Καραντώνης, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Γ.Κ. Κατσίμπαλης, η επιστολή του Παλαμά προς τον Σεφέρη αναφορικά με τη Στροφή, μια επιστολή «που περισσότερο μοιάζει με δοκίμιο πάνω στο νόημα της τέχνης, την προθετικότητα του δημιουργού και τον ρόλο του αναγνώστη» (σ. 141), η προσπάθεια του Καραντώνη, διευθυντή των Νέων Γραμμάτων, και του Κατσίμπαλη να επιβάλουν τον Σεφέρη ως άξιο διάδοχο του Παλαμά, η σταδιακή απόσταση που δημιουργείται μεταξύ Παλαμά και Σεφέρη, όπως διαφαίνεται από την αλληλογραφία του Σεφέρη με τον Κατσίμπαλη και τον Καραντώνη, το μοναδικό σεφερικό δοκίμιο για τον Παλαμά, που γράφεται στο Κάιρο το 1943, με την αφορμή του θανάτου του εθνικού ποιητή, ο θαυμασμός του Γιάννη Ρίτσου προς τον Κωστή Παλαμά, η τοποθέτηση του Παλαμά υπέρ του Ρίτσου σε μια συνέντευξή του στη Λιλίκα Νάκου και, κυρίως, μέσω του αφιερωμένου στον Ρίτσο τετράστιχου που δημοσιεύει στα Νεοελληνικά Γράμματα το 1937, τετράστιχου που κλείνει με την περίφημη φράση «Να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις», η οποία εκλαμβάνεται ως προσφορά του δαχτυλιδιού της διαδοχής στον Ρίτσο (και όχι στον Σεφέρη, όπως θα επιθυμούσε ο Κατσίμπαλης).

Στο κεφάλαιο «Μυθολογίες του Αιγαίου. Από τον Περικλή Γιαννόπουλο στη γενιά του ’30» η Χριστίνα Ντουνιά στρέφεται στην παρουσία της Αμοργού σε κείμενα του Περικλή Γιαννόπουλου και στην Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, σε σχέση με τις ποικίλες «μυθολογίες του Αιγαίου» ως κυρίαρχου χώρου στη γενιά του ’30 και στην ποίηση του Ελύτη. Το άρθρο εξετάζει τη θεωρία του τοπίου όπως την έχει διαμορφώσει ο Γιαννόπουλος ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα, πάνω σε ιδεολογικούς και αισθητικούς άξονες, αλλά και την πρόσληψή της από τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Επιπλέον, η ιδέα περί ελληνικότητας και η επεξεργασία του διπόλου έρωτας-θάνατος ανιχνεύονται ως στοιχεία που συνδέουν την ποιητική σύνθεση του Γκάτσου με τη σκέψη του Περικλή Γιαννόπουλου.

Στο κεφάλαιο «“Βούλιαξε κι ο Γιαννόπουλος στη φωτιά που μας εξαγνίζει” στο αρχείο του Γ. Σεφέρη» εξετάζεται η περαιτέρω πρόσληψη του Περικλή Γιαννόπουλου από τη γενιά του ’30: η Ντουνιά συζητά την απήχηση των αφιερωμάτων που πραγματοποιούν τα περιοδικά Νέα Γράμματα και Νεοελληνικά Γράμματα στον Γιαννόπουλο το 1938, υπογραμμίζει την έλξη που ασκούν οι θέσεις του για το ελληνικό φως, τη διαύγεια του τοπίου και τις καθαρές και λιτές γραμμές σε πεζογράφους όπως ο Κοσμάς Πολίτης (Λεμονοδάσος) και ο Μ. Καραγάτσης (Η μεγάλη Χίμαιρα) και εξετάζει συστηματικά την επικοινωνία του Σεφέρη με τον Γιαννόπουλο, μέσα από το αρχείο, τη δημοσιευμένη αλληλογραφία και τα ημερολόγια του πρώτου, επισημαίνοντας εύστοχα ότι «ο Γιαννόπουλος προσφέρει στον Σεφέρη το παράδειγμα αυτού που έσκαψε “βαθιά” μέσα του και μίλησε για την ελληνική παράδοση στον παρόντα χρόνο, κάτι που ταιριάζει με τη δική του άποψη σχετικά με τη λειτουργία του παρελθόντος στη σύγχρονη πραγματικότητα» (σ. 190).

ritsos

Αρχείο Έρης Ρίτσου

O Γιάννης Ρίτσος. Στις πρώιμες δουλειές του, η Χριστίνα Ντουνιά ανιχνεύει καρυωτακικά στοιχεία όπως το αίσθημα του κοινωνικού αποκλεισμού, η σύγκρουση του ποιητικού υποκειμένου με τη σκληρή αντιποιητική πραγματικότητα και η πεσιμιστική θέαση του κόσμου. Η εμπλοκή του με την Αριστερά, οδήγησε την κριτική να τον αντιμετωπίσει με έμφαση στα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του έργου του.

 

Στο κεφάλαιο «Νεανικοί έρωτες. Καρυωτάκης και Ρίτσος» η Ντουνιά διερευνά τη συγγένεια ανάμεσα στον Καρυωτάκη και τον πρώιμο Ρίτσο: στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του Ρίτσου, Τρακτέρ (1934) και Πυραμίδες (1935) ανιχνεύει καρυωτακικά στοιχεία όπως το αίσθημα του κοινωνικού αποκλεισμού, η σύγκρουση του ποιητικού υποκειμένου με τη σκληρή αντιποιητική πραγματικότητα και η πεσιμιστική θέαση του κόσμου.

Στο κεφάλαιο «Ιδεολογία και αισθητική. Η κριτική πρόσληψη του Γιάννη Ρίτσου» η Χριστίνα Ντουνιά σχολιάζει με νηφαλιότητα την πρόσληψη του ποιητικού έργου του Ρίτσου σε ένα ευρύ χρονικό άνυσμα (από τη δεκαετία του ’30 ως τα μέσα της δεκαετίας του ’60) και από μια πλατιά γκάμα κριτικών διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων (Αλεξάνδρα Αλαφούζου, Νίκος Καρβούνης, Αιμίλιος Χουρμούζιος, Κλέων Παράσχος, Αντρέας Καραντώνης, Βάσος Βαρίκας, Κώστας Κουλουφάκος, Αλέξανδρος Αργυρίου, Πάνος Θασίτης, Χρύσα Προκοπάκη), για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εμπλοκή του ποιητή στους αγώνες της κομμουνιστικής παράταξης ωθεί τους κριτικούς τόσο της Αριστεράς όσο και της συντηρητικής πλευράς να κρίνουν το έργο του κατεξοχήν με ιδεολογικούς όρους.

Στο κεφάλαιο «Νικηφόρος Βρεττάκος. Από το “κλίμα της παρακμής” στην “αντιστασιακή λογοτεχνία”» χαρτογραφούνται τα στάδια της κριτικής υποδοχής του έργου του Βρεττάκου, που μαρτυρούν την εξέλιξη της ποιητικής του, αλλά και τη σύνδεσή του με τον καρυωτακισμό –και τον μπωντλαιρισμό– κατά τη δεκαετία του ’30 και με την αντιστασιακή λογοτεχνία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με ιδιαίτερη έμφαση στα κριτικά σημειώματα του Κλέωνος Παράσχου για τις πρώτες ποιητικές συλλογές του και στη μεταπολεμική αντικομμουνιστική αρθρογραφία του Αντρέα Καραντώνη.

Στο κεφάλαιο «Η ποίηση του Γουώλτ Γουίτμαν και ο Ανδρέας Εμπειρίκος» εξετάζεται η πολύπλευρη επίδραση που ασκεί ο αμερικανός ποιητής στον έλληνα ομότεχνό του, με άξονες αναφοράς την παρουσία του Γουίτμαν ως πολιτικού και θρησκευτικού αρχηγού στην «Παγκόσμια Κοινοπολιτεία» του Μεγάλου Ανατολικού, την επαφή του Εμπειρίκου με το κίνημα των Μπητ στην αρχή της δεκαετίας του ’60 –κίνημα που επικοινωνεί με τον Γουίτμαν, θεωρώντας τον ως πρόγονό της– και τις αναλογίες μεταξύ των δύο ποιητών ως προς την ποιητική.

Στο κεφάλαιο «Ο υπερρεαλισμός του Οδυσσέα Ελύτη και η μαθητεία του στον Πωλ Ελυάρ» η Ντουνιά ανιχνεύει τα στάδια της επικοινωνίας ανάμεσα στον Ελύτη και τον Ελυάρ. Μετά την εύστοχη επισήμανσή της ότι ο νεαρός έλληνας ποιητής βρίσκει στον Γάλλο «πρώτα απ’ όλα, το στοιχείο της τόλμης και τη διάθεση της ανατροπής που αισθάνεται έντονα μέσα του και ο ίδιος» (σ. 295), η συγγραφέας στέκεται στο εισαγωγικό κείμενο του Ελύτη που συνοδεύει τη μετάφραση ποιημάτων του Ελυάρ στα Νέα Γράμματα το 1936 –όπου συνειδητά προβάλλει χαρακτηριστικά του γάλλου υπερρεαλιστή όπως η πρωτοτυπία και η «ιδιοτροπία» του ύφους, η έντονη εικονοποιία, η πρόκληση συγκίνησης πέρα από τη λογική– και συγκρίνει με διαύγεια τις εντυπώσεις του Ελύτη από τις προσωπικές του συναντήσεις με τον Ελυάρ με τις εντυπώσεις του από τις επαφές του με τον Αντρέ Μπρετόν στο μεταπολεμικό Παρίσι.

Στο άρθρο «Νίκος Εγγονόπουλος. Ένας αιρετικός του υπερρεαλισμού» σχολιάζεται το μπόλιασμα του υπερρεαλισμού με το στοιχείο της ελληνικότητας που επιχειρεί ο Εγγονόπουλος, εξετάζεται η έννοια της παράδοσης όπως την αντιλαμβάνεται ο ποιητής, συζητιέται η πρόσληψη της σύνθεσης Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα και δίνεται η ενδιαφέρουσα παρατήρηση ότι «ο ποιητής Εγγονόπουλος, ίσως επειδή ιεραρχούσε πρώτη τη ζωγραφική του, μοιάζει να κινείται πιο ελεύθερα απ’ τον ζωγράφο, με μια πολυμορφία εκφραστική, μ’ έναν μεγαλύτερο αυθορμητισμό» (σ. 315).

 

Το μυθιστόρημα ως καθρέπτης

Η τρίτη ενότητα του βιβλίου («Μυθιστόρημα και κριτική») ξεκινά με το κεφάλαιο «Διεκδικώντας το λογοτεχνικό πεδίο. Η στροφή προς το μυθιστόρημα», όπου ιχνηλατείται, μέσα από την αρθρογραφία σημαντικών κριτικών (Τέλλος Άγρας, Άλκης Θρύλος, Κ.Θ. Δημαράς, Αντρέας Καραντώνης, Δημήτρης Νικολαρεΐζης, Πέτρος Σπανδωνίδης, Βάσος Βαρίκας) και συγγραφέων (Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης) της περιόδου, η θριαμβευτική επιστροφή του μυθιστορήματος στο ελληνικό λογοτεχνικό προσκήνιο τη δεκαετία του 1930, ύστερα από την έκλειψη του είδους την πρώτη μεσοπολεμική δεκαετία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα σχόλια της Ντουνιά για την αλλαγή που παρατηρείται προς τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1930, όταν τον αρχικό ενθουσιασμό για το μυθιστόρημα διαδέχεται μια διάθεση σκεπτικισμού –γεγονός που συναρτάται και με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου– και η εγχώρια μυθιστοριογραφία περνά από το «αστικό έπος» στο «έπος του γένους».

Στο κεφάλαιο «Το φάσμα της Μαρίας Πολυδούρη στην Εκάτη του Κοσμά Πολίτη», η μελετήτρια ανιχνεύει τη δημιουργική πρόσληψη της Μαρίας Πολυδούρη στο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη Εκάτη, μέσα από τη σκιαγράφηση της βασικής γυναικείας φιγούρας, της Έρσης, με τρόπο που να παραπέμπει στην ποιήτρια, τόσο ως προς την εμφάνιση όσο και ως προς τη συμπεριφορά, αλλά και μέσα από το close reading του κεφαλαίου του μυθιστορήματος «Εις μνήμην μιας ποιήτριας», που είναι φανερά αφιερωμένο στην Πολυδούρη, με στίχους  από διάφορα ποιήματά της, αυτούσιους ή ελαφρά παραλλαγμένους. Πολύ ορθά η Ντουνιά υπογραμμίζει τη βαρύτητα αυτής της προτίμησης του Πολίτη στην Πολυδούρη, εάν αναλογιστεί κάποιος «πόσο φειδωλός ήταν ο συγγραφέας στους επαίνους προς ομοτέχνους, καθώς και την επικριτική του διάθεση προς τη σύγχρονή του λογοτεχνική παραγωγή» (σ. 358).

Στο κεφάλαιο «Όψεις του έρωτα στον Μ. Καραγάτση. Δοκίμιο και μυθιστόρημα (1933-1943)» η συγγραφέας φωτίζει την εμμονή του Καραγάτση στο ερωτικό στοιχείο, που λαμβάνει τη μορφή κυρίως σεξουαλικού πάθους και λιγότερο ερωτικού συναισθήματος. Συζητιούνται διεξοδικά οι επιφυλλίδες που ο Καραγάτσης δημοσιεύει στην εφημερίδα Πρωία το 1942-1943, αρχικά με τίτλο «Ο έρωτας στη νεοελληνική πεζογραφία» (με αναφορές στους Καλλιγά, Ροΐδη, Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό, Καρκαβίτσα, Κονδυλάκη, Χατζόπουλο, Θεοτόκη, Ξενόπουλο, Χρηστομάνο, Βουτυρά, Μυριβήλη, Θεοτοκά, Βενέζη, Νάκου, Καστανάκη, Τερζάκη, Πολίτη) και οι εκφάνσεις της σεξουαλικότητας, ανδρικής και γυναικείας, στα έργα που δημοσιεύει ώς το 1942 (Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν, Χίμαιρα, Γιούγκερμαν, Το χαμένο νησί), στα οποία, κατά την ακριβόλογη διατύπωση της Ντουνιά, «η επίδραση της φροϋδικής libido, που διακρίνει η μεταγενέστερη κυρίως κριτική, δεν είναι τόσο κρίσιμη όσο η παράδοση του νατουραλισμού, στην οποία ουσιαστικά ο Καραγάτσης νιώθει ότι ανταποκρίνεται η πεζογραφική του στόφα, η πεσιμιστική και απομυθοποιητική του διάθεση και το ενδιαφέρον του για τους νόμους της βιολογίας και την επίδρασή τους στον άνθρωπο» (σ. 377).

 

«Προγραμματική αισιοδοξία»

Όπως, νομίζω, διαφαίνεται από τις παραπάνω επισημάνσεις, το πολύτιμο βιβλίο της Ντουνιά ασχολείται με μια ευρεία γκάμα θεμάτων, που όλα περιστρέφονται γύρω από την επιθυμία των νέων λογοτεχνών του 1930 να εκφράσουν το αίτημα της ανανέωσης και της αλλαγής και γύρω από τον αγώνα τους να διεκδικήσουν τον προσωπικό τους χώρο στη δόμηση και την ιεράρχηση του λογοτεχνικού πεδίου. Έχοντας στις αποσκευές της τις μονογραφίες της για εμβληματικές μορφές της δεκαετίας του 1920 όπως ο Πέτρος Πικρός, ο Καρυωτάκη και η Πολυδούρη, η συγγραφέας δείχνει εδώ, με τρόπο ευκρινή και εύληπτο, την πορεία των νέων του 1930 προς αυτό που κυρίως τους διακρίνει και τους συνέχει, δηλαδή την «προγραμματική –και συλλογική– αισιοδοξία τους απέναντι στην κοινωνική αμφισβήτηση και στον πεσσιμισμό των λεγόμενων “παρακμιακών” (σ. 19). 

Ιδιαίτερα σημαντικό θεωρώ το γεγονός ότι στα δεκαπέντε κεφάλαια του βιβλίου της η Ντουνιά αναδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο των λογοτεχνικών περιοδικών της εποχής στη διαμόρφωση των θέσεων για τη λογοτεχνία, λαμβάνοντας πάντα υπ’ όψιν το ιδιαίτερο προφίλ, το ιδεολογικό και το αισθητικό υπόβαθρο του κάθε εντύπου και τους μονιμότερους ή περιστασιακούς συνεργάτες του και επισημαίνοντας τις μεταξύ τους συγκλίσεις και αποκλίσεις: τα προσανατολισμένα στην αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας Ιδέα και Νέα Γράμματα, οι τοποθετημένοι στον χώρο της Αριστεράς Νέοι Πρωτοπόροι, τα φιλελεύθερα και πλουραλιστικά Κύκλος και Σήμερα, οι ταγμένες στην προώθηση της νεωτεριστικής λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης Μακεδονικές Ημέρες και τα πολυσυλλεκτικά Νεοελληνικά Γράμματα συγκροτούν ένα ετερόκλητο πεδίο ζυμώσεων και ανταλλαγής απόψεων, που η μελετήτρια παρακολουθεί και σχολιάζει με γνώση και νηφαλιότητα.

Η Ντουνιά συχνά διαλέγεται με προγενέστερες μελέτες σχετικά με τη γενιά του ’30, σαφέστατα με την εμβληματική μονογραφία του Mario Vitti Η γενιά του τριάντα. Ιδεολογία και μορφή, αλλά και με άλλα βιβλία και άρθρα, ελέγχοντας, ωστόσο, προσεκτικά τις πηγές της και δίνοντας, πάντοτε, το προσωπικό της στίγμα με τόλμη και ευαισθησία. Αξιοποιούνται κριτικά σημειώματα, άρθρα δοκιμιακού τύπου, ημερολόγια, αλληλογραφίες, συνεντεύξεις, και, ασφαλέστατα, στίχοι από ποιήματα και αποσπάσματα από μυθιστορήματα. Η ισχυρότατη βιβλιογραφική τεκμηρίωση και η προσεκτική χρήση παραθεμάτων –με τα οποία η συγγραφέας άλλοτε συμφωνεί και άλλοτε διαφωνεί– αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του βιβλίου.

Το Αργοναύτες και σύντροφοι προσφέρει μια καλειδοσκοπική θέαση όχι μόνο της θρυλικής γενιάς αλλά ολόκληρης της λογοτεχνικής δραστηριότητας της συγκεκριμένης δεκαετίας, με συνδέσεις, φανερές ή κρυπτικές, με τη δεκαετία του ’20 αλλά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Απροσδόκητες εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ λογοτεχνών αναδεικνύονται, αναμενόμενοι και μη αναμενόμενοι διακειμενικοί συσχετισμοί αναδύονται, λογοτεχνικές και ιστορικές γέφυρες εντοπίζονται, διασταυρώσεις μυθικών «αργοναυτών» και μεσοπολεμικών «συντρόφων» ιχνηλατούνται, παράδοξες και όχι τόσο παράδοξες ιδεολογικές και αισθητικές συνοδοιπορίες και αντιπαραθέσεις αναλύονται με τη δέουσα προσοχή και ένας ολόκληρος κόσμος –οικείος και μαζί ανοίκειος– παίρνει σάρκα και οστά, χάρη στη γραφή της Ντουνιά, που, χωρίς να χάνει την επιστημονική της βάση, δεν παύει ποτέ να είναι γοητευτική.

Η εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση («Βιβλιοπωλείον της Εστίας») πλαισιώνεται από το –ειδικά σχεδιασμένο για το βιβλίο– εικαστικό του Γιάννη Ψυχοπαίδη στο εξώφυλλο και το γραμματόσημο «Αργώ» του 1958 στο οπισθόφυλλο.    

kosmas politis

Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ   

Ο Κοσμάς Πολίτης στο σπίτι του στο Ψυχικό. Από τους πιο στιβαρούς εκπροσώπους του μυθιστορήματος, ο Κοσμάς Πολίτης αναφέρεται από τη Χριστίνα Ντουνιά και για τη λατρεία του στην ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη.

 

Θανάσης Αγάθος

Αναπληρωτής καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βιβλία του: Από το "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά" στο "Zorba the Greek" (2007), Η εποχή του μυθιστορήματος (2014), Η κινηματογραφική όψη του Γρηγορίου Ξενοπούλου (2016), Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο (2017), Ο Άγγελος Τερζάκης και ο κινηματογράφος (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.