Επιχειρώντας να αφηγηθεί τον Ζορμπά με την τεχνική των κόμικς, ο Soloúp έχει να αναμετρηθεί ταυτοχρόνως με το πιο πολυδιαβασμένο κείμενο της νεοελληνικής πεζογραφίας, με το μυθιστόρημα που χάρισε στο δημιουργό του παγκόσμια αναγνώριση (την οποία, κακά τα ψέματα, δεν αξιώθηκε άλλος νεοέλληνας λογοτέχνης), με έναν λογοτεχνικό ήρωα που ξεπέρασε ακόμη και τη φήμη του συγγραφέα του και έλαβε διαστάσεις οικουμενικού συμβόλου, αλλά και με μια κινηματογραφική διασκευή, με τη σκηνοθετική και τη σεναριακή υπογραφή του Μιχάλη Κακογιάννη και τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, που σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία σε όλο τον κόσμο και ταύτισε, στη συνείδηση εκατομμυρίων θεατών-αναγνωστών, τη μορφή του Ζορμπά με αυτήν του ηθοποιού Άντονι Κουίν.[i]
Ο Soloúp αντιμετωπίζει το καταστατικό κείμενο του Καζαντζάκη με μεγάλο σεβασμό, στοιχείο που φαίνεται και από το εξώφυλλο, όπου προτάσσεται το όνομα του Καζαντζάκη, ακολουθεί ο τίτλος και έπεται το όνομα του Soloúp. Στο εξώφυλλο αποτυπώνονται ακόμη δύο άξονες της δουλειάς του Soloúp: η διάθεσή του να αμφισβητήσει τα στερεότυπα που, ηθελημένα ή αθέλητα, δημιούργησε η κινηματογραφική μετάπλαση του μυθιστορήματος, διάθεση που αποτυπώνεται στο λατινικό R του κεφαλαιογράμματου τίτλου (ΖΟRΜΠΑΣ), και το παιγνιώδες πνεύμα της μετάπλασής του, στοιχείο που καθρεφτίζεται στο σπινθηροβόλο βλέμμα και στο κοφτερό χαμόγελο της μορφής του Ζορμπά.
Μια καινούργια αφήγηση
Ο σεβασμός στο λογοτεχνικό πρωτότυπο –όσο κορυφαίο και αν είναι αυτό το πρωτότυπο– ευτυχώς δεν σημαίνει για τον Soloúp απλή εικονογραφική μεταφορά, δηλαδή μετάπλαση του καζαντζακικού μυθιστορήματος επεισόδιο προς επεισόδιο, σελίδα προς σελίδα, φράση προς φράση, στο λόγο και στην εικόνα των κόμικς, αλλά επαναφήγησή του, όπως εμφατικά σημειώνει ο συγγραφέας στο σημείωμα και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του. Μια επαναφήγηση που στην πράξη σημαίνει αποδόμηση και επαναδόμηση, αναδιάταξη και ταξινόμηση του εύχυμου πρωτογενούς καζαντζακικού υλικού, το οποίο απαρτίζεται αφενός από επεισόδια που προωθούν τη δράση, αφετέρου από συζητήσεις ανάμεσα στον Ζορμπά και το Αφεντικό και σκέψεις του Αφεντικού. Ο Soloúp προτείνει, με τρόπο πειστικό, μια νέα κατηγοριοποίηση της καζαντζακικής πρώτης ύλης σε δεκαεπτά αριθμημένα κεφάλαια (κυρίως σε ασπρόμαυρο και γκρίζο) και αντίστοιχες ενότητες (σε χρώμα), που έπονται έπειτα από κάθε κεφάλαιο και περικλείουν, με τρόπο διαυγή και εύληπτο, τις φιλοσοφικές θέσεις του Καζαντζάκη, όχι απαραίτητα με τη σειρά με την οποία εμφανίζονται στο πρωτότυπο. Τα κεφάλαια, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει σε πρόσφατη συνέντευξή του στη Λαμπρινή Κουζέλη, «έχουν τη λογική του σίριαλ, με αυτοτελείς ενότητες-επεισόδια, που έχουν αρχή, μέση και τέλος»[ii] και οι τίτλοι τους είναι κυρίως θεματικοί, αποτυπώνουν δηλαδή το θέμα του κειμένου ή κάποιο επιμέρους στοιχείο του περιεχομένου του,[iii] και έχουν το χάρισμα, από τη μια, να παραπέμπουν σε αναγνωρίσιμα πρόσωπα ή επεισόδια του καζαντζακικού μυθιστορήματος γι’ αυτούς που το έχουν ήδη διαβάσει, και από την άλλη να εξάπτουν τη φαντασία αυτών που δεν το έχουν διαβάσει:
1.«Μαντάμ Ορτάνς», 2. «Σιδερόδρομος», 3. «Μισοτιμιά», 4. ««Το φουστάνι της χήρας», 5. «Γαλαρία», 6. «Γοργόνα», 7. «Τα τέσσερα θωρακωτά», 8. «Γράμμα απ’ το Κάστρο», 9. «Ο πνιγμένος», 10. «Ένα πράμα φοβάται το λιοντάρι», 11. «Μοναστήρι», 12. «Η μαγική τελετή», 13. «Το αλογάκι της Παναγιάς», 14. «Μιαν αγκαλιά λεμονανθούς», 15. «Θανατόμυγες», 16. «Το πυρ το εξώτερον», 17. «Ζεϊμπέκικο».
Οι ενότητες με τα φιλοσοφικά νοήματα, που λειτουργούν ως ιντερμέδια, είναι έγχρωμες, χωρίς αρίθμηση, και έχουν, επίσης, θεματικούς αλλά ενίοτε πιο υπαινικτικούς τίτλους, αποτυπώνοντας κυρίως τη βιοθεωρία του Ζορμπά και δευτερευόντως του Αφεντικού: «Μελάνι και χαρτί», «Κάθε μέρα για πρώτη φορά», «Θεριό ανήμερο», «Σκορδόπιστη», «Το χέρι του Θεού», «Συρτάκι», «Γράμμα», «Κεράσια», «Πατρίδα», «Θεριό», «Μοναστήρι για καλαμαράδες», «Πρακτορείο γάμων», «Μυγδαλιά», «Δέος», «Τι λένε οι πέτρες», «Δυο πέρδικες».
Πέρα, πάντως, από αυτή την αναδιάταξη του υλικού, το graphic novel του Soloúp είναι απολύτως πιστό στο πνεύμα του μυθιστορήματος του Καζαντζάκη. Όλα τα κεφαλαιώδη θέματα του τελευταίου είναι εδώ: η αντίθεση ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη, η αντιπαράθεση απολλώνειου και διονυσιακού, η λαχτάρα για τη γεφύρωση θεωρίας και πράξης, ο προβληματισμός για την έννοια της πατρίδας και της θρησκευτικής πίστης και για τη θέση της γυναίκας, ο στοχασμός πάνω στη διαδικασία της γραφής. Όλα τα βασικά επεισόδια είναι παρόντα και στο εικονογραφικό μυθιστόρημα, με τις σκληρές, νατουραλιστικές αποχρώσεις του θανάτου της Ορτάνς και της δολοφονίας της χήρας να διατηρούνται ατόφιες (στη δεύτερη αυτή σκηνή το κόκκινο χρώμα του αίματος εμφανίζεται δειλά στα ασπρόμαυρα καρέ που απεικονίζουν την αρχή της δολοφονίας, για να κυριαρχήσει στα καρέ που απεικονίζουν τον αποκεφαλισμό της). Οι διάλογοι είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, οι αυθεντικοί διάλογοι του μυθιστορήματος και στα περιγραφικά και στα αφηγηματικά κομμάτια ο Soloúp συχνά χρησιμοποιεί αυτούσιες φράσεις του Καζαντζάκη. Η μόνη βασική διαφοροποίηση σε σχέση με το λογοτεχνικό πρωτότυπο είναι ο εξοβελισμός του κάπως έκκεντρου χαρακτήρα του αγαπημένου φίλου του Αφεντικού που βρίσκεται σε αποστολή στον Καύκασο (παραπέμπει στον διπλωμάτη Γιάννη Σταυριδάκη, στενό φίλο του Καζαντζάκη), χαρακτήρα που στο έργο του Καζαντζάκη εμφανίζεται έντονα μέσα από αναμνήσεις, όνειρα και επιστολές, ενώ στο έργο του Soloúp περνά μόνο φευγαλέα, ως παραλήπτης ενός γράμματος που γράφει το Αφεντικό («Αγαπημένε μου Γιάννη», σ. 183, κλείσιμο ματιού στους προσεκτικούς αναγνώστες του καζαντζακικού μυθιστορήματος).
Αλλάζοντας την εικόνα για τον Ζορμπά
Η αμφισβήτηση των στερεοτύπων με τα οποία συνδέθηκε ο Ζορμπάς ύστερα από την καταλυτική επίδραση της ταινίας του Κακογιάννη ξεκινά από την ίδια τη φιγούρα του κεντρικού ήρωα. Ο Ζορμπάς του Soloúp παραπέμπει πολύ περισσότερο στην ψιλόλιγνη, ξερακιανή μορφή που περιγράφει ο Καζαντζάκης στις σελίδες του μυθιστορήματός του από ό,τι ο σωματώδης Άντονι Κουίν της ταινίας. Το επεισόδιο του μοναστηριού, που αποδίδεται πολύ συντετμημένο στην ταινία, παρουσιάζεται στην ολότητά του στο graphic novel, αποδίδοντας το αντικληρικό πνεύμα του συγγραφέα. Επιπρόσθετα, στην ενότητα «Συρτάκι» εμφανίζεται ο ίδιος ο Soloúp, κλείνοντας το μάτι σε προηγούμενα δικά του βιβλία (Ο συλλέκτης και 21: Η μάχη της πλατείας), να διαβάζει το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη σε ένα καφενείο και να συζητά με τον ηλικιωμένο ιδιοκτήτη του και τη νεαρή εγγονή του τόσο για το βιβλίο όσο και για την κινηματογραφική μεταφορά του· χωρίς να αρνείται την αξία της ταινίας («Τρομερή η ταινία του Κακογιάννη ο Zorba the Greek»[iv], σ. 188), τονίζει την παρεξήγηση που δημιούργησε («Ο Καζαντζάκης δεν μιλάει για τον Ζορμπά, τον “γραφικό Έλληνα”, αλλά για έναν άνθρωπο που αναζητά την ελευθερία», σ. 188) και επισημαίνει το τεράστιο τουριστικό ρεύμα που προκάλεσε προς την Ελλάδα, με τις τουρίστριες που αναζητούσαν κρυμμένους Ζορμπάδες στους έλληνες άντρες, τα αναρίθμητα εστιατόρια και μπαρ με το όνομα Zorba και τη σαρωτική επιτυχία του syrtaki dance, ενώ παρεμβάλλονται φωτογραφίες του Άντονι Κουίν και του Άλαν Μπέιτς από το φιλμ.
Το παιγνιώδες πνεύμα δίνει έντονο παρών στα κομμάτια που περιγράφουν το παρελθόν του Ζορμπά και της Ορτάνς αλλά και τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσά τους. Και οι δύο εμφανίζονται, όπως άλλωστε και στο βιβλίο του Καζαντζάκη, ως γοητευτικοί παραμυθάδες. Και η αφήγηση των ερωτικών περιπετειών της νιότης τους αλλά και της μεταξύ τους ερωτικής σχέσης στη δύση της ζωής τους συνοδεύεται από σουρεαλιστικές εικόνες, όπου το ερωτικό συνυπάρχει με το γκροτέσκο. Με την ίδια παιγνιώδη διάθεση και με ζωηρά χρώματα αποδίδονται και τα σημεία όπου ο Ζορμπάς παρουσιάζεται να θαυμάζει τη λυτρωτική επίδραση του κρασιού και του χορού στον άνθρωπο και, ευρύτερα, η ικανότητά του να δίνει ξεχωριστή λάμψη στα απλά καθημερινά πράγματα. Στην ίδια αυτή διάθεση εντάσσεται και η μορφή του Αφεντικού στο graphic novel, η οποία παραπέμπει αρκετά στον ίδιο τον Καζαντζάκη, υπενθυμίζοντας την ενσωμάτωση αυτοβιογραφικών στοιχείων του κρητικού συγγραφέα όχι μόνο στον συγκεκριμένο χαρακτήρα αλλά και σε ολόκληρο το μυθιστόρημα. Πρόκειται για ακόμη μία αναγνώριση οφειλής στο συγγραφέα του Ζορμπά, ο οποίος εμφανίζεται και σε φωτογραφία που περιλαμβάνεται στην ενότητα «Συρτάκι».
Ο Soloúp διατηρεί όλο τον διακειμενικό πλούτο του καζαντζακικού μυθιστορήματος (Όμηρος, Πλάτων, Σαίξπηρ, Δάντης, Θερβάντες, Ραμπελαί), τις αναφορές στον Νίτσε και τον Μπεργκσόν, προσθέτει τον Αλμπέρ Καμύ (η φωτογραφία του οποίου εμφανίζεται πλάι σε διάσημους αστέρες του κινηματογράφου) και αξιοποιεί ευφυώς μια αναφορά του Καζαντζάκη στο έργο του Ροντέν, Το χέρι του Θεού, για να παρουσιάσει μια εξιδανικευμένη εικονογράφηση της ερωτικής διάθεσης του Αφεντικού, η οποία αντιδιαστέλλεται με την έντονα σαρκική διάσταση του έρωτα που αντιπροσωπεύει ο Ζορμπάς.
Όπως έκανε και στα προηγούμενα βιβλία του, Αϊβαλί και 21: Η μάχη της πλατείας, ο Soloúp έχει πραγματοποιήσει και εδώ ενδελεχή έρευνα πριν αρχίσει τη σύνθεση του εικονογραφικού μυθιστορήματός του. Έχει μελετήσει όχι μόνο το Βίο και [την] πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και τα υπόλοιπα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, αλλά και μεγάλο μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου. Το εξαιρετικό, από κάθε άποψη, αποτέλεσμα τον δικαιώνει, καθώς δεν προδίδει ούτε τον Καζαντζάκη ούτε τον εαυτό του. Το Ζοrμπάς. Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη είναι μια δημιουργική επανερμηνεία του αριστουργηματικού καζαντζακικού μυθιστορήματος, ένας γόνιμος διάλογος με έναν συγγραφέα και έναν λογοτεχνικό ήρωα που πέρασαν τα ελληνικά σύνορα και σφράγισαν την ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αλλά και μια εναλλακτική αναγνωστική πρόταση, με την υψηλή αισθητική ενός αυθεντικού δημιουργού του εικοστού πρώτου αιώνα, που μπορεί να φέρει ένα νεότερο κοινό κοντά στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και ένα ελκυστικό έργο γεμάτο χρώματα (για πρώτη φορά είναι τόσο έντονη η παρουσία τους σε βιβλίο του Soloúp) και «αρώματα», ένα εμπνευσμένο έργο που μπορεί να σταθεί αυτόνομα, ως διαυγής στοχασμός πάνω στις ανθρώπινες επιλογές, ως ειλικρινής προβληματισμός πάνω στο δίλημμα του ανθρώπου εάν είναι προτιμότερο σε μια ορισμένη φάση της ζωής του να κάνει μια γενναία παράλογη πράξη, όπως το να διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα για να δει την «πράσινην πέτραν ωραιοτάτην» του Ζορμπά, ή να μείνει στην ασφάλεια της νοικοκυρεμένης και συμβατικής ζωής του.
[i] Για σύγκριση του μυθιστορήματος του Καζαντζάκη και της ταινίας του Κακογιάννη, βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Zorba the Greek. Μια σύγκριση υπό τη σκιά της πρόσληψης του καζαντζακικού έργου», Σύγκριση/Comparaison, τχ. 19 (2008), σ. 50-84· Δημήτρης Παπανικολάου, «Ο Κακογιάννης, ο Ζορμπάς και ο Έλληνας», The Books’ Journal, τχ. 11 (Σεπτέμβριος 2011), σ. 58-61· Θανάσης Αγάθος, Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο, Gutenberg, Αθήνα 2017, σ. 217-238.
[ii] Λαμπρινή Κουζέλη, «Ένας Ζορμπάς πέρα από τα κλισέ», Το Βήμα. Βιβλία, 5 Νοεμβρίου 2023. Και σε άλλη συνέντευξη (στον Διονύση Μαρίνο) ο Soloúp συμπληρώνει ότι ο σύγχρονος αναγνώστης/θεατής, «έχει συνηθίσει τη λογική των ημιαυτοτελών επεισοδίων και μια σχετική κορύφωση στην εκπνοή της αφηγηματικής ενότητας, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στις τηλεοπτικές σειρές»: Διονύσης Μαρίνος, «Αντώνης Νικολόπουλος (Soloúp): “Ο δικός μου Zoρμπάς είναι μια νέα, πιο ώριμη καταβύθιση στο καζαντζακικό σύμπαν”», www.bookpress.gr, 8 Νοεμβρίου 2023, https://bookpress.gr/sinenteuxeis/ellines/18725-antonis-nikolopoulos-soloup-o-dikos-mou-zormpas-einai-mia-nea-pio-orimi-katavythisi-sto-kazantzakiko-sympan
[iii] Για την κατηγοριοποίηση των τίτλων σε θεματικούς, ρηματικούς και μεικτούς, βλ. Gérard Genette, Paratexts. Thresholds of Interpretation, μετάφραση στα αγγλικά: Jane E. Lewin, Cambridge University Press, Cambridge 1997, σ. 81-89 [Gérard Genette, Seuils, Éditions du Seuil, Paris 1987].
[iv] Ωστόσο, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι, αρκετά χρόνια πριν από την έλευση της ταινίας του Κακογιάννη, ο τίτλος Zorba the Greek χρησιμοποιείται και για την έκδοση του μυθιστορήματος του Καζαντζάκη στην αγγλόφωνη αγορά. Πβ. την εύστοχη παρατήρηση της Μαρίας Αθανασοπούλου ότι η προβληµατική που αναπτύσσει το καζαντζακικό μυθιστόρημα γύρω από την έννοια της «ελληνικότητας» εκλαϊκευµένα εξαγγέλλεται στον αγγλικό τίτλο µε την προσθήκη του “the Greek”: Μαρία Αθανασοπούλου, «Ο Ζορμπάς στην Αμερική», The Books’ Journal, τχ. 103 (Νοέμβριος 2019), σ. 90-94: 93.