Η επέτειος των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή αναδαύλισε τη μνήμη εκείνης της τρομερής για την ιστορία της χώρας μας εποχής, του μεγάλου θριάμβου της άφιξης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και της συνακόλουθης τραγωδίας σε ανθρώπινες ζωές, σε απώλειες τόπων, όπου επί χιλιάδες χρόνια κατοικούσαν Έλληνες, και στο οριστικό τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Πολύ περισσότερο έδωσε αφορμή για μια κριτική ανασκόπηση και επανεκτίμηση εκείνων των φοβερών γεγονότων.
Στις πολλές εκδηλώσεις και δημοσιεύσεις αυτής της επετειακής χρονιάς τράβηξαν την προσοχή των μελετητών, εκτός από τις κύριες πλευρές του ζητήματος, και άλλες δευτερεύουσες ή λιγότερο προβεβλημένες πτυχές του μικρασιατικού δράματος, πριν ή μετά την κύρια περίοδο του 1919-1922. Για παράδειγμα, αναφέρω την καλλιτεχνική ζωή στη Σμύρνη, τους αθλητικούς συλλόγους και τις δραστηριότητές τους, την υγειονομική περίθαλψη των προσφύγων στην Αθήνα, τους τόπους εγκατάστασής τους, τους νέους συνοικισμούς και τις μεγάλες χωροταξικές αλλαγές στην πρωτεύουσα και σε άλλες πόλεις[1].
Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, είμαστε μακριά ακόμη από μια οριστική αποτίμηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, των γεγονότων και των αιτίων που οδήγησαν σε αυτή, του ρόλου των υπευθύνων, καθώς και των δραματικών αποτελεσμάτων της.
Ανάμεσα στα ζητήματα που συζητήθηκαν ήταν βέβαια και η λογοτεχνική παραγωγή με θέμα τη ζωή του Ελληνισμού στη Μικρασία, ζήτημα το οποίο έχει απασχολήσει και άλλοτε τους μελετητές[2]. Στη σχετική παραγωγή πρωταγωνιστικό ρόλο είχε η πεζογραφία και όχι η ποίηση ή το θέατρο, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με τα δύο άλλα μείζονα ιστορικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, την Επανάσταση του 1821 και τον πόλεμο του 1940 με την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, τα οποία έδωσαν έμπνευση σχεδόν εξίσου στον ποιητικό και τον πεζό λόγο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό συνέβη στην περίπτωση της Μικρασιατικής Καταστροφής, επειδή ίσως ο συνοπτικός, υπαινικτικός και μεταφορικός ποιητικός λόγος, αν και ισχυρότερος ως προς την επιρροή του στο συναίσθημα των αναγνωστών, υστερούσε στη λεπτομερή απεικόνιση των γεγονότων, στην αφήγηση προσωπικών ιστοριών, στη δημιουργία έντονων εικόνων ζωής, στην προβολή αυτής της τραγωδίας με καταγγελτικό τρόπο και στη διατήρηση μιας καθαρής περιγραφής των Χαμένων Πατρίδων στη μνήμη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η δημοσίευση λογοτεχνικών έργων άρχισε ήδη από το 1922 και είχε ως σταθερά κύρια θέματα την αναπαράσταση της Καταστροφής, την απεικόνιση της προηγούμενης ζωής στη Μικρασία και την παρουσίαση του αγώνα των προσφύγων να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. Με αρκετά ανανεωμένη θεματική, έστω και με σχετικά μειωμένο αριθμό βιβλίων, η συγγραφή και η δημοσίευση σχετικών με τη Μικρά Ασία λογοτεχνικών έργων συνεχίζεται σταθερά ως τις μέρες μας.
Με έμπνευση από τον Κοσμά Πολίτη
Ανάμεσα στα παλαιότερα μυθιστορήματα με θέμα τη Μικρασία ξεχωρίζει το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη Στου Χατζηφράγκου, που στάθηκε η πηγή του θεατρικού έργου της Αγγέλας Καστρινάκη 6 γαλάζια μολύβια για τη Σμύρνη[3]. Το έργο του Πολίτη, γραμμένο για την επέτειο των 40 χρόνων από την Καταστροφή και αρχικά δημοσιευμένο στο περιοδικό Ταχυδρόμος το 1962-1963, είναι ένα πολυδιάστατο και πολυπρόσωπο έργο, που ζωντανεύει με απαράμιλλες εικόνες την πολυπολιτισμική Σμύρνη, πόλη σύμβολο για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό, στις αρχές του 20ού αιώνα. Και ενώ πρόκειται για έναν ύμνο στη χαμένη πολιτεία την εποχή της ακμής της, αποτελεί παράλληλα και μια σκληρή κριτική υπόμνηση του τέλους της και της τύχης των προσφύγων. «Καταφέρανε να ’χω στην πατρίδα μου το αίσθημα του ραγιά», είναι το μότο που τοποθετεί ο Πολίτης στην αρχή του βιβλίου του[4]. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, από τον, κατά τη γνώμη μου, καλύτερο πεζογράφο της «γενιάς του τριάντα». Εκείνον που ήταν ίσως ο πιο πλατιά ενημερωμένος στη σύγχρονή του πνευματική ζωή, ήταν συνειδητά ενταγμένος στον μοντερνισμό και φρόντιζε να κρύβει καλά στο πολυφωνικό έργο του τα προσωπικά του βιώματα.
Ο τίτλος του θεατρικού έργου της Καστρινάκη οφείλεται στον ίδιο τον Κοσμά Πολίτη και στη φράση του μικρού προλογικού του σημειώματος στο μυθιστόρημα: «προτίμησα να τ’ αφήσω όλα όπως μου τα διηγηθήκανε, και όπως ήρθανε στη μύτη των έξι γαλάζιων μολυβιών που χάλασα για να τα γράψω»[5].
Το έργο της διαιρείται σε έξι ενότητες, ας τις ονομάσω σκηνές, όσα ακριβώς και τα μολύβια που χρησιμοποίησε ο Πολίτης. Τα πρόσωπα του έργου είναι τρία. Ο Κοσμάς Πολίτης, 74 χρονών, στην ηλικία δηλαδή που έγραψε το Στου Χατζηφράγκου, μια νεαρή Ερευνήτρια γύρω στα 30, persona της ίδιας της Αγγέλας Καστρινάκη, και ο Παντελής, ήρωας του μυθιστορήματος Στου Χατζηφράγκου, που παρουσιάζεται σε διάφορες ηλικίες. Από τους τρεις ηθοποιούς που χρειάζονται για την παράσταση του έργου, ο τρίτος εκτός από το ρόλο του Παντελή, που εμφανίζεται μόνο στην πέμπτη σκηνή, θα μπορούσε να παίξει και τη γυναίκα του Κλάρα, που ακούγεται η φωνή της (31) και προβάλλει «αθόρυβα» στη σκηνή, καθώς η Ερευνήτρια διαβάζει ένα χωρίο από το μυθιστόρημα (51).
Η συνάντηση αυτών των προσώπων είναι υπερβατική. Το έργο δεν διαδραματίζεται ώς το 1974 που πέθανε ο Πολίτης ούτε ώς το 1967 που πέθανε η γυναίκα του, αλλά περίπου σήμερα, όπως δείχνει το κινητό τηλέφωνο που κρατά η Ερευνήτρια (42). Επιπλέον η Ερευνήτρια έχει διαβάσει και γνωρίζει καλά το Στου Χατζηφράγκου, ενώ ο Συγγραφέας διαβάζει τις πρώτες δημοσιευμένες σελίδες του μυθιστορήματος και παράλληλα σχεδιάζει τη συνέχεια. Άρα εκείνος βρίσκεται στα 1962. Όσο για τον φανταστικό Παντελή, αυτός μιλά με τον Συγγραφέα για τα όσα του συνέβησαν μετά το τέλος του μυθιστορήματος, δηλαδή μετά το 1922. Επομένως αρχικά παρακολουθούμε δύο παράλληλους μονόλογους, της Ερευνήτριας και του Συγγραφέα, που σταδιακά συγκλίνουν και τα πρόσωπα αλληλοεπιδρούν, ενώ στο τέλος θα βρεθούν πράγματι στον ίδιο χώρο και χρόνο, καθώς ο Συγγραφέας θα προσφέρει στη νεαρή γυναίκα την κόκκινη καμέλια που έχει πάνω στο γραφείο του. Το λουλούδι αυτό έχει σημαδιακό ρόλο στο τέλος του μυθιστορήματος. Με τον τρόπο αυτό η συγγραφέας θέλει να υποβάλει τη διαχρονικότητα του μυθιστορήματος.
Με την Αγγέλα Καστρινάκη μοιραζόμαστε το ίδιο ενδιαφέρον και την ίδια εκτίμηση για τον συγγραφέα Κοσμά Πολίτη, όπως έχουμε δείξει με τις μελέτες μας και τη διδασκαλία μας στο Πανεπιστήμιο. Αντιλαμβάνομαι, λοιπόν, ότι όταν ήρθε η πρόταση του σκηνοθέτη Θοδωρή Γκόνη να συνθέσει ένα θεατρικό έργο για το Φεστιβάλ Φιλίππων, τη βρήκε «έτοιμη από καιρό», αφού μάλιστα είχε ήδη ασχοληθεί συστηματικά με το έργο του Πολίτη σε αρκετά μελετήματά της[6]. Το θεατρικό έργο της είναι συνακόλουθα μια άλλη έκφραση του μεγάλου θαυμασμού και της αγάπης της για τον συγγραφέα.
Με πρωταγωνιστή της τον Πολίτη, που ζωντανεύει πάνω στη σκηνή, η Καστρινάκη γράφει το θεατρικό της έργο έχοντας ένα τριπλό στόχο: να παρουσιάσει ένα πορτρέτο αυτού του λογοτέχνη της «γενιάς του τριάντα», να διερευνήσει την προσπάθειά του να γράψει το μυθιστόρημά του για τη Σμύρνη και να σχολιάσει το κομβικό ιστορικό γεγονός της Καταστροφής. Είναι λοιπόν ένα έργο για τη μνήμη και την τέχνη.
Το έργο, η ζωή
Παρακολουθούμε λοιπόν τη σταδιακή δημιουργία των κύριων σημείων του μυθιστορήματος Στου Χατζηφράγκου, με τον Συγγραφέα να εξηγεί πώς συνέθεσε το κείμενό του, ενώ παράλληλα φαίνεται να ολοκληρώνει ορισμένα μέρη του. Παράλληλα η Ερευνήτρια, πρόσωπο δυναμικό, που δεν χρησιμεύει μόνο για να κάνει ερωτήσεις στο Συγγραφέα και να ακούει επί σκηνής τις απαντήσεις του, συμπληρώνει και σχολιάζει, ενώ διαβάζει, «πάνω από τον ώμο του», μερικά αποσπάσματα. Μάλιστα, όταν ο Συγγραφέας θυμάται κάποιες προσωπικές, κυρίως παιδικές, εμπειρίες του, η νεαρή γυναίκα φέρνει στο νου και εξομολογείται ανάλογα συμβάντα της δικής της ζωής. Μπορούμε, λοιπόν, γενικότερα να πούμε ότι μια συζήτηση για τη λογοτεχνία οδηγεί τον συγγραφέα και τους αναγνώστες του να στοχάζονται πάνω στη ζωή τους και να αποκαλύπτουν στοιχεία του χαρακτήρα τους.
Στην 1η σκηνή, ο Συγγραφέας μιλάει για τα παιδικά του χρόνια στη Σμύρνη, σχολιάζει την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923 και διαβάζει το βιβλίο του Σωκράτη Προκοπίου, Σεργιάνι στην παλιά Σμύρνη, που όπως ανακάλυψε η Ερευνήτρια, δηλαδή η Καστρινάκη, αποτέλεσε πηγή του μυθιστορήματός του. Στη 2η σκηνή, δηλαδή όταν γράφει με το δεύτερο μολύβι, ο Συγγραφέας συνεχίζει τις αναμνήσεις του, αλλά ταυτόχρονα αρχίζει να σχολιάζει το μυθιστόρημά του, ξεκινώντας από το πρώτο κεφάλαιο με τη νίκη των Ελλήνων στις λεμβοδρομίες. Στην επόμενη, 3η σκηνή, γίνεται λόγος για τον έρωτα και το θάνατο στη ζωή και στα έργα του Πολίτη. Ο Συγγραφέας με μεγάλη συγκίνηση αποκαλύπτει ένα προσωπικό τραύμα που τον βασάνισε και επηρέασε το γράψιμό του. Πρόκειται για το θάνατο της κόρης του Κνούλης, μόλις 24 ετών, μέσα στην Κατοχή, μετά τη γέννηση του παιδιού της, τραγωδία για την οποία θεωρεί υπεύθυνο τον εαυτό του εξαιτίας της απομάκρυνσής του από την οικογένεια από το 1934. Πράγματι, ο θάνατος ενός παιδιού ή μιας μικρής κοπέλας είναι ένα μοτίβο που διασχίζει όλη την πεζογραφία του.
Στην επόμενη, 4η σκηνή, στη μέση περίπου του θεατρικού, όπως και στο μυθιστόρημά του, ο Συγγραφέας μιλάει για την Καταστροφή και η Ερευνήτρια επεκτείνει το ζήτημα αυτό με την υπόμνηση σύγχρονων πολέμων, θανάτων και καταστροφών. Εδώ ο Πολίτης, όπως τον φαντάστηκε η Καστρινάκη, αποκαλύπτει ένα δεύτερο τραύμα του, που τον τυραννά. Πρόκειται για την ενοχή που αισθάνεται επειδή δεν βίωσε την Καταστροφή της Σμύρνης, καθώς, έχοντας πληροφορίες για την ήττα του ελληνικού στρατού και κυρίως για την επικείμενη εισβολή των Τούρκων στη Σμύρνη, κατόρθωσε να διαφύγει τρεις μέρες νωρίτερα, έχοντας από πριν στείλει τη γυναίκα και την κόρη του στο Παρίσι. Γεμάτος θυμό για τον εαυτό του και πόνο για όσους χάθηκαν στην Καταστροφή, σκέφτεται εκείνους που πέθαναν, όχι μόνο τους ΄Έλληνες αλλά και τους Τούρκους που καταδιώχτηκαν από τον ελληνικό στρατό, είτε είναι πρόσωπα πραγματικά είτε ήρωες της ιστορίας του. Σχολιάζει επίσης άλλους συγγραφείς, όπως τη Διδώ Σωτηρίου, που έγραψαν ρεαλιστικά για εκείνες τις τρομερές ώρες της σφαγής. Η Ερευνήτρια διαβάζει μεγάλο μέρος της Παρόδου από το Στου Χατζηφράγκου.
Τη βαριά ατμόσφαιρα σπάει στην επόμενη, θεατρικά πολύ ενδιαφέρουσα, 5η σκηνή, η ξαφνική εμφάνιση του νεαρού Παντελή, από τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Αυτός αμέσως αρχίζει να ρωτά τον Πολίτη πώς εμπνεύστηκε το πρόσωπό του και επιπλέον τι απέγινε μετά την Καταστροφή. Ο Συγγραφέας συνομιλεί με το δημιούργημά του και του αποκαλύπτει ότι σώθηκε μαζί με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Τότε ο Παντελής συμπληρώνει με δικά του λόγια τη ζωή που ονειρευόταν: κατόρθωσε να ορθοποδήσει, έφτιαξε μάλιστα και ένα εργοστάσιο – κάτι που λέει με πολλή υπερηφάνεια, τονίζοντας αμέσως ότι παρέμεινε μέλος του ΚΚΕ. Η δική του ιστορία και εξέλιξη μοιάζει να εξισορροπεί την τραγική κατάληξη του Γιακουμή του μπαξεβάνη, η οποία παρουσιάζεται στην προηγούμενη σκηνή.
Στην τελευταία, 6η σκηνή, η Ερευνήτρια αναφέρεται στο πώς ο Κοσμάς Πολίτης απέδωσε συνοπτικά την Καταστροφή, προσπαθεί να εξηγήσει την αντιπάθεια που εκφράζει εκείνος για τον Ύπατο Αρμοστή Στεργιάδη και αναρωτιέται πώς άντεξε την επιστροφή του στη Σμύρνη το 1924 για να φέρει την οικοσκευή του, πλαισιώνοντας τα λόγια της με δικές της ανάλογες εμπειρίες και αναμνήσεις. Ο Συγγραφέας ξαναγυρίζει στις παιδικές του αναμνήσεις, στη δυσλειτουργική οικογένειά του, αλλά και στην ομορφιά της κοσμοπολίτικης Σμύρνης των παιδικών του χρόνων, όπως τη ζωγράφισε στο μυθιστόρημά του, όπου οι αριθμητικά περισσότεροι ήρωές του είναι παιδιά που πεθαίνουν ή ζουν μια δύσκολη ζωή, τα παιδιά της λαϊκής σμυρναίικης γειτονιάς Χατζηφράγκου, σαν αυτά που έπαιζε μαζί τους ο Κοσμάς Πολίτης, κατά κόσμον Πάρης Ταβελούδης. Γι’ αυτό ο Συγγραφέας δηλώνει ότι θέλησε να τελειώσει το Στου Χατζηφράγκου με μια στιγμή παιδικής ευτυχίας μέσα στις Απόκριες.
Αυτή η συνοπτική παρουσίαση του θεατρικού έργου φανερώνει ότι είναι πάρα πολύ πλούσιο σε βιογραφικές πληροφορίες για τον Πολίτη αντλημένες από συνεντεύξεις του, μαρτυρίες ή μελετήματα για τον ίδιο και από σποραδικά σχόλια για το υπόλοιπο έργο του. Τα λίγα φανταστικά στοιχεία που παραθέτει η Καστρινάκη τα επισημαίνει στο σύντομο αλλά μεστό προλογικό «Σημείωμα για το έργο» (7-9), ενώ στο επιλογικό της σημείωμα με τίτλο «Πηγές» (75-76) παραθέτει τα κύρια διαβάσματα στα οποία στηρίχτηκε για το έργο της.
Βαθιά γνώση του Κοσμά Πολίτη
Πέτυχε λοιπόν τον τριπλό στόχο της; Αναμφισβήτητα κατόρθωσε να δώσει την εικόνα της ζωής στην ακμάζουσα Σμύρνη των αρχών του 20ού αιώνα και στην Καταστροφή με τον τρόπο που τα αφηγήθηκε στο μυθιστόρημά του ο συγγραφέας. Αυτός ο στόχος βέβαια την ανάγκασε να περιορίσει τα σχόλιά της για άλλα επεισόδια και πρόσωπα του Στου Χατζηφράγκου, έργου πολυδαίδαλου με πληθώρα επεισοδίων και ηρώων.
Προσωπικά θα ήθελα να επικεντρωνόταν περισσότερο στην παρουσίαση της προσωπικότητας του Κοσμά Πολίτη, μορφής τραγικής στην προσωπική του ζωή, γεμάτης από εσωτερικές εντάσεις και μεγάλες τραγωδίες. Θα είχε ενδιαφέρον επίσης να αναπτύξει το ζήτημα της συγγραφικής του πορείας, τις βαθιές γνώσεις του, κρυμμένες πίσω από το χιούμορ και τη φαινομενική αδιαφορία του αλλά και τη θεματική του, στηριγμένη στα ιδιωτικά βιώματα και στην ιστορία του τόπου. Θα πρόσθετε έτσι ένα δυνατό χαρακτήρα στη θεατρική μας πινακοθήκη.
Αξίζει εδώ ένα μικρό παράδειγμα του πόσο καλά η Αγγέλα Καστρινάκη γνωρίζει τη συγγραφική προσωπικότητα του Πολίτη: Το μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου εκδόθηκε το 1962, την ίδια χρονιά με τα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου και το Αϊβαλί του Φώτη Κόντογλου. Ο Πολίτης ήταν μόλις 32 χρονών το 1922 και 74 όταν έγραφε το μυθιστόρημα. Ο πρωταγωνιστής του θεατρικού της έργου λέει με κάποια ειρωνεία, μια και κρίνει τις σκέψεις ενός νεαρού μυθιστορηματικού συγγραφέα, που εμφανίζεται στην Πάροδο του Στου Χατζηφράγκου, αποφασισμένος να γράψει ένα μυθιστόρημα με θέμα τη ζωή στη Μικρά Ασία και τη συνακόλουθη καταστροφή:
Στα 40 χρόνια η Καταστροφή «πουλάει», θα πουλήσει. Ο κόσμος θέλει να θυμηθεί τις «χαμένες πατρίδες», να κλάψει, να ανατριχιάσει, να αναθεματίσει. Και –γιατί όχι;– να αισθανθεί τώρα χαρούμενος στην ασφάλειά του, να βιώσει μιαν ανάταση, μια κάθαρση. Ο Συγγραφέας μας λοιπόν, ο τριαντάχρονος, θέλει να κάνει μια επιτυχία. Από τώρα ονειρεύεται τη συγκίνηση που θα προκαλέσει και τα μεγάλα «εύγε» – τις πωλήσεις του επίσης. Όχι πως δεν έχει αναστολές! Το σκέφτεται κι ο ίδιος πως σκυλεύει ένα πτώμα. Όμως, από την άλλη… αν δεν γράψουμε για την Καταστροφή, αν δεν γράψουμε για τη χαμένη πολιτεία…[…] όλα αυτά θα φύγουν μαζί με μας. (46-47)
Με τον τρόπο που τον παρουσιάζει η Καστρινάκη, ο Πολίτης φαίνεται να στρέφει και εναντίον του τα βέλη της ειρωνείας του, στοιχείο που χρησιμοποιούσε συχνά στις συνεντεύξεις του, όταν προσποιούνταν άγνοια ή αδιαφορία για ζητήματα της τέχνης του[7]. Αλλά η ειρωνεία συνεχίζεται και διαποτίζει το κείμενο της Καστρινάκη, όταν η Ερευνήτρια παίρνει κατά κάποιον τρόπο τη θέση της συγγραφέα του θεατρικού έργου και λέει: «Θα μπορούσα να φανταστώ να επισκέπτεται τον Συγγραφέα ο παπα-Νικόλας. […] Καλύτερα που έφερα τον Παντελή…» (62)
Επικροτεί δηλαδή ως συγγραφέας του θεατρικού, την προτίμησή της να φέρει τον Παντελή μπροστά στον Συγγραφέα αντί για τον παπα-Νικόλα, άλλο πρωταγωνιστικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, ο οποίος όμως ήταν πλασμένος κατ’ αναλογία του Πολίτη και δεν θα μπορούσε να κάνει ουσιαστική συζήτηση μαζί του.
Ο τριπλός στόχος της Καστρινάκη στο θεατρικό της συμβάλλει στην ανανεωτική λογοτεχνική προσέγγιση της Μικρασιατικής Καταστροφής, καθώς προβάλλει παράλληλα τον συγγραφέα, τα βιώματά του από εκείνη την εποχή και μαζί το δημιούργημά του, το μυθιστόρημά του Στου Χατζηφράγκου. Επιπλέον χρησιμοποιεί την Ερευνήτρια με τη σύγχρονη οπτική της, που γειώνει τη συγκίνηση του έργου για να προσθέσει πληροφορίες, να διευκρινίσει και να προτείνει αναγνώσεις σε σημεία του κειμένου, δικές της ή άλλων μελετητών.
Εδώ ακριβώς μπαίνει ένα ζήτημα. Αναμφισβήτητα το θεατρικό 6 γαλάζια μολύβια για τη Σμύρνη λειτουργεί πολύ διαφορετικά στους γνώστες του έργου του Πολίτη και σε εκείνους που προσεγγίζουν τα μυθιστορήματά του για πρώτη φορά. Η Καστρινάκη δίνει όλα τα στοιχεία που χρειάζονται στους δεύτερους για να κατανοήσουν και να ευχαριστηθούν το έργο της. Τους δίνει πιθανότατα και ένα κίνητρο για να διαβάσουν και το βιβλίο του Κοσμά Πολίτη.
Αλλά τα όσα λέει δημιουργούν και ένα δεύτερο, μυστικό ας πούμε, διάλογο με τους γνώστες της πεζογραφίας του Κοσμά Πολίτη, διάλογο προσωπικό και συγκινητικό, καθώς ένας δημιουργός ίνδαλμα αλλά και κάποια πρόσωπα του έργου του ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας.
Θεωρώ λοιπόν ότι το θεατρικό έργο 6 γαλάζια μολύβια για τη Σμύρνη μπορεί να λειτουργήσει εξαιρετικά ως καλλιτεχνική κατακλείδα ενός συνεδρίου για τον Κοσμά Πολίτη, όπως ήδη δοκιμάστηκε με επιτυχία στη σκηνή σε μορφή αναλόγιου στο Φεστιβάλ Φιλίππων στις 27 και 28 Αυγούστου του 2022, Φεστιβάλ αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή με τον χαρακτηριστικό τίτλο τιμής στον Κοσμά Πολίτη «Έξι γαλάζια μολύβια για τη Σμύρνη». Επιπλέον επειδή είναι ένα έργο διαλόγου και ανταλλαγής σκέψεων και ιδεών, η ανάγνωσή του μπορεί να είναι εξίσου ευχάριστη με την παρακολούθησή του.
[1] Ενδεικτικά επισημαίνω τους τίτλους και τις θεματικές πρόσφατων συνεδρίων: «1922-2022: Η συμμετοχή των Μικρασιατών προσφύγων στην εξέλιξη της σύγχρονης Ελλάδας», Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού & Γενικής Παιδείας, 3-4/3/2022. ─ «Το Κωνσταντινουπολίτικο και Μικρασιατικό Θέατρο έως το 1922. Συνέχειες και τομές στην Ελλάδα και τη Διασπορά μέχρι τον 21ο αιώνα», Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, ΕΚΠΑ, 12-15/10/2022. ─ «1922-2022. Αναπαραστάσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής στη λογοτεχνία και σε θέατρο-κινηματογράφο», Τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης, 9-10/11/2022 ─ «Το 1922 και η Μικρασιατική Καταστροφή με τη σημερινή προοπτική», Εταιρεία Κρητικών Σπουδών – Ίδρυμα Καψωμένου, 5-6/11/1922 και το ντοκιμαντέρ «Από πατρίδα σε πατρίδα» στο CosmoteHistory, πρώτο στη σειρά ντοκιμαντέρ με τίτλο «Η κληρονομιά της Μικράς Ασίας». Πολύ υλικό υπάρχει επίσης και στα σχετικά Αφιερώματα περιοδικών: Χάρτης, αρ. 48, Δεκέμβρης 2022, diastixo, 8/12/2022 και Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής, τχ. 81-82, Φθινόπωρο 2022-Χειμώνας 2023.
[2] Και πάλι ενδεικτικά: Έρη Σταυροπούλου, «Η παρουσία της Μικρασιατικής Καταστροφής στη νεοελληνική πεζογραφία (συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις)» Πρακτικά 5ου Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (Θεσσαλονίκη, 2–5 Οκτωβρίου 2014): Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσμο (1204-2014): οικονομία, κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία. Επιμέλεια Κ. Α. Δημάδης. Τομ. Γ΄. ΕΕΝΣ, Αθήνα 2015, σ. 379-395 με βιβλιογραφία για τα κυριότερα προηγούμενα μελετήματα. https://www.eens.org/EENS_congresses/2014/books/tomo3.pdf.
[3] Αγγέλα Καστρινάκη, 6 γαλάζια μολύβια για τη Σμύρνη, εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2022. Οι παραπομπές μου στο βιβλίο μέσα στο κείμενό μου σε παρένθεση.
[4] Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου. Επιμέλεια Peter Mackridge, NEB, Ερμής, Αθήνα 1988, σ. 3.
[5] Ό.π., σ. 5.
[6] Σημειώνω εδώ αυτά που η ίδια επισημαίνει ότι κυρίως αξιοποίησε στο θεατρικό της: «Αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας: ένα ταξίδι στους μύθους και στα σύμβολα του Λεμονοδάσους» στο Κοσμάς Πολίτης, Λεμονοδάσος, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2020 και «Ρεαλιστικές και συμβολικές δομές Στου Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη», Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας; Αναζητήσεις και αγωνίες των ελλήνων λογοτεχνών του μεσοπολέμου. Τιμητικός τόμος για τον Peter Mackridge, επιμ. Ελένα Κουτριάνου και Έλλη Φιλοκύπρου, Νεφέλη, Αθήνα 2018, σ. 179-192.
[7] Βλ. σχετικά «Αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Κοσμά Πολίτη» στο Κοσμάς Πολίτης, Eroica, επιμέλεια: Peter Mackridge, NEB, Ερμής, Αθήνα 1982, σ. 201-209.